ΓΕΝΕΣΙΣ
ΓΕΝΕΣΙΣ 1
Γεν. 1,1 Ἐν ἀρχῇ
ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν
γῆν.
Γεν. 1,1 Κατ' αρχάς ο απειροτελειος
Θεός εδημιούργησεν εκ του μηδενός το σύμπαν, τον ουρανόν και την γην.
Γεν. 1,2 ἡ δὲ γῆ
ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος, καὶ σκότος ἐπάνω
τῆς ἀβύσσου, καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω
τοῦ ὕδατος.
Γεν. 1,2 Η γη ήτο αόρατος,
αδιαμόρφωτος και απρόσφορος δια τον ζωϊκόν και φυτικόν κόσμον· σκοτάδι δε
ηπλώνετο επάνω από τα ύδατα που την εσκέπαζον, το δε ζωοποιόν Πανάγιον Πνεύμα
εφέρετο επάνω από τα ύδατα και περιέβαλλεν αυτήν.
Γεν. 1,3 καὶ εἶπεν
ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς.
Γεν. 1,3 Και είπεν ο Θεός· “να γίνη φως επί της γης”·
και έγινε φως.
Γεν. 1,4 καὶ εἶδεν
ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι καλόν· καὶ
διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ
ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους.
Γεν. 1,4 Και είδεν ο παντογνώστης
Θεός το φως ότι είναι καλόν και σκόπιμον· και εχώρισεν ο Θεός το σκότος από το
φως.
Γεν. 1,5 καὶ ἐκάλεσεν
ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ τὸ σκότος ἐκάλεσε
νύκτα. καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα
μία.
Γεν. 1,5 Και ωνόμασεν ο Θεός το φως ημέραν και το σκότος
ωνόμασε νύκτα. Και έγινεν εσπέρα και έγινε πρωϊ και έκλεισεν η πρώτη ημέρα της
δημιουργίας.
Γεν. 1,6 Καὶ εἶπεν
ὁ Θεός· γενηθήτω στερέωμα ἐν μέσῳ τοῦ ὕδατος
καὶ ἔστω διαχωρίζον ἀνὰ μέσον ὕδατος καὶ ὕδατος.
καὶ ἐγένετο οὕτως.
Γεν. 1,6 Και είπεν ο Θεός· “να γίνη ο ουράνιος θόλος της
γης μεταξύ των υδάτων, που καλύπτουν την επιφάνειάν της και των νεφών που
αιωρούνται εις την ατμόσφαιραν, και να διαχωρίζη μεταξύ των υδάτων της γης και
των υδάτων του ουρανού”. Και έγινεν όπως ο Θεός διέταξε.
Γεν. 1,7 καὶ ἐποίησεν
ὁ Θεὸς τὸ στερέωμα, καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ
μέσον τοῦ ὕδατος, ὃ ἦν ὑποκάτω τοῦ
στερεώματος, καὶ ἀναμέσον τοῦ ὕδατος τοῦ ἐπάνω
τοῦ στερεώματος.
Γεν. 1,7 Και έδωσεν ύπαρξιν ο Θεός στον ουράνιον θόλον
και διεχώρισε τα ύδατα, τα οποία ήσαν επί της γης κάτω από τον ουρανόν, από τα
νερά, τα οποία ήσαν επάνω εις τα νέφη του ουρανού.
Γεν. 1,8 καὶ ἐκάλεσεν
ὁ Θεὸς τὸ στερέωμα οὐρανόν. καὶ εἶδεν ὁ
Θεός, ὅτι καλόν, καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο
πρωΐ, ἡμέρα δευτέρα.
Γεν. 1,8 Και ωνόμασεν ο Θεός την ατμόσφαιραν ουρανόν.
Και είδεν ο παντογνώστης Θεός ότι το έργον του αυτό ήτο ωραίον και σκόπιμον.
Και έγινεν εσπέρα, έγινε πρωί και έκλεισεν η δευτέρα ημέρα της δημιουργίας.
Γεν. 1,9 Καὶ εἶπεν
ὁ Θεός· συναχθήτω τὸ ὕδωρ τὸ ὑποκάτω τοῦ
οὐρανοῦ εἰς συναγωγὴν μίαν, καὶ ὀφθήτω ἡ
ξηρά. καὶ ἐγένετο οὕτως. καὶ συνήχθη τὸ ὕδωρ
τὸ ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ εἰς τὰς
συναγωγὰς αὐτῶν, καὶ ὤφθη ἡ ξηρά.
Γεν. 1,9 Και είπεν ο Θεός· “ας συναχθή το ύδωρ, το
οποίον καλύπτει ολόκληρον την γην, εις ωρισμένην περιοχήν και ας φανή η ξηρά”.
Και έγινεν, όπως ο Θεός διέταξε· και εμαζεύθη όλον το ύδωρ της γης εις τας
βαθείας περιοχάς των ωκεανών και θαλασσών, και εφάνη η ξηρά.
Γεν. 1,10 καὶ ἐκάλεσεν
ὁ Θεὸς τὴν ξηρὰν γῆν καὶ τὰ συστήματα
τῶν ὑδάτων ἐκάλεσε θαλάσσας. καὶ εἶδεν ὁ
Θεός, ὅτι καλόν.
Γεν. 1,10 Και ωνόμασεν ο Θεός την εκτός της θαλάσσης
έκτασιν γην, τας δε μεγάλας περιοχάς των υδάτων ωνόμασε θαλάσσας. Και είδεν ο
Θεός ότι η θάλασσα και η ξηρά είναι καλαί, έχουν τον σκοπόν και την χρησιμότητά
των.
Γεν. 1,11 καὶ εἶπεν ὁ
Θεός· βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα κατὰ
γένος καὶ καθ᾿ ὁμοιότητα, καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν
καρπόν, οὗ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ
κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς. καὶ ἐγένετο οὕτως.
Γεν. 1,11 Και είπεν ο Θεός· “ας φυτρώσουν και ας
αναπτυχθούν εις την ξηράν χλόη και ποώδεις θάμνοι, που το κάθε είδος από αυτά
θα έχη το ιδικόν του σπέρμα, δια να διαιωνίζεται επί της γης”· και εν συνεχεία
διέταξεν ο Θεός· “να φυτρώσουν και να μεγαλώσουν εις την γην καρποφόρα ξυλώδη
δένδρα, έκαστον από τα οποία θα φέρη κατά το είδος του το ιδικόν του σπέρμα”.
Γεν. 1,12 καὶ ἐξήνεγκεν
ἡ γῆ βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ
καθ᾿ ὁμοιότητα, καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν, οὗ
τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ
τῆς γῆς.
Γεν. 1,12 Και έβγαλε πράγματι η γη ποώδη βλάστησιν, χλόην
και θάμνους, κάθε είδος από τα οποία είχε το σπέρμα αυτού δια την διατήρησίν
του. Και κατόπιν εφύτρωσαν και εμεγάλωσαν επί της γης καρποφόρα δένδρα, έκαστον
από τα οποία έφερε το σπέρμα του είδους του, δια να διαιωνίζεται επί της γης.
Γεν. 1,13 καὶ εἶδεν ὁ
Θεός, ὅτι καλόν. καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο
πρωΐ, ἡμέρα τρίτη.
Γεν. 1,13 Είδεν ο Θεός ότι η χλόη, οι θάμνοι και τα δένδρα,
που εκάλυψαν όλην την επιφάνειαν της ξηράς, ήσαν καλά, σκόπιμα και χρήσιμα. Εγινεν
εσπέρα, έγινε πρωί και συνεπληρώθη η τρίτη ημέρα της δημιουργίας.
Γεν. 1,14 Καὶ εἶπεν ὁ
Θεός· γενηθήτωσαν φωστῆρες ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ
εἰς φαῦσιν ἐπὶ τῆς γῆς, τοῦ
διαχωρίζειν ἀνὰ μέσον τῆς ἡμέρας καὶ ἀνὰ
μέσον τῆς νυκτός· καὶ ἔστωσαν εἰς σημεῖα καὶ
εἰς καιροὺς καὶ εἰς ἡμέρας καὶ εἰς ἐνιαυτούς·
Γεν. 1,14 Και είπεν ο Θεός· “ας γίνουν (ας φανούν) εις τον
ουρανόν της γης φωτεινοί αστέρες, δια να φωτίζουν την γην και να χωρίζουν την
ημέραν από την νύκτα. Ας είναι οι αστέρες αυτοί εις σημεία μετεωρολογικών και
άλλων φαινομένων, και ας χρησιμεύουν εις κανονικήν μεταβολήν και διάκρισιν των
εποχών του έτους, των ημερών και των ετών.
Γεν. 1,15 καὶ ἔστωσαν
εἰς φαῦσιν ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ,
ὥστε φαίνειν ἐπὶ τῆς γῆς. καὶ ἐγένετο
οὕτως.
Γεν. 1,15 Προ παντός δε ας είναι αυτοί στον ουρανόν, ώστε
να φωτίζουν την γην”. Και έγινεν όπως ο Θεός διέταξε.
Γεν. 1,16 καὶ ἐποίησεν
ὁ Θεὸς τοὺς δύο φωστῆρας τοὺς μεγάλους, τὸν
φωστῆρα τὸν μέγαν εἰς ἀρχὰς τῆς ἡμέρας
καὶ τὸν φωστῆρα τὸν ἐλάσσω εἰς ἀρχὰς
τῆς νυκτός, καὶ τοὺς ἀστέρας.
Γεν. 1,16 Και έκαμεν ο Θεός τους δύο μεγάλους αστέρας, τον
ήλιον, τον μεγάλον αστέρα, να άρχη με το φως του όλην την ημέραν. Και τον
μικρότερον αστέρα, την σελήνην, να άρχη με το φως της κατά την νύκτα. Επίσης
διέταξε να φανούν και οι άλλοι αστέρες του ουρανού.
Γεν. 1,17 καὶ ἔθετο
αὐτοὺς ὁ Θεὸς ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ,
ὥστε φαίνειν ἐπὶ τῆς γῆς
Γεν. 1,17 Και έθεσεν αυτούς ο Θεός στο ουράνιον στερέωμα,
δια να στέλλουν το φως των επάνω εις την γην·
Γεν. 1,18 καὶ ἄρχειν
τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτὸς καὶ διαχωρίζειν ἀνὰ
μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους.
καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλόν.
Γεν. 1,18 να εξουσιάζουν την ημέραν και την νύκτα και να
ξεχωρίζουν το φως από το σκότος. Και είδεν ο παντογνώστης Θεός, ότι το έργον
του αυτό ήτο καλόν, χρήσιμον και σκόπιμον.
Γεν. 1,19 καὶ ἐγένετο
ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα τετάρτη.
Γεν. 1,19 Εγινεν εσπέρα, έγινε πρωί και συνεπληρώθη η
τετάρτη ημέρα της δημιουργίας.
Γεν. 1,20 Καὶ εἶπεν ὁ
Θεός· ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν
ζωσῶν καὶ πετεινὰ πετόμενα ἐπὶ τῆς γῆς
κατὰ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ. καὶ ἐγένετο
οὕτως.
Γεν. 1,20 Και είπεν ο Θεός· “να βγάλουν τα ύδατα των
θαλασσών ψάρια και ερπετά και πτηνά, τα οποία θα πετούν εις την ατμόσφαιραν
μεταξύ του ουρανίου θόλου και της γης”. Και έγινεν έτσι.
Γεν. 1,21 καὶ ἐποίησεν
ὁ Θεὸς τὰ κήτη τὰ μεγάλα καὶ πᾶσαν ψυχὴν
ζῴων ἑρπετῶν, ἃ ἐξήγαγε τὰ ὕδατα κατὰ
γένη αὐτῶν, καὶ πᾶν πετεινὸν πτερωτὸν κατὰ
γένος. καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλά.
Γεν. 1,21 Και εδημιούργησεν ο Θεός τα μεγάλα κήτη και τα
ψάρια και τα ερπετά, τα οποία σύμφωνα με την διαταγήν του έβγαλαν τα ύδατα
έκαστον κατά το ειδός αυτού· καθώς και όλα τα είδη των πτηνών καθένα κατά το
είδος του. Και είδεν ο Θεός ότι όλα ήσαν καλά και χρήσιμα δια τον σκοπόν, δια
τον οποίον έγιναν.
Γεν. 1,22 καὶ εὐλόγησεν
αὐτὰ ὁ Θεός, λέγων· αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε
καὶ πληρώσατε τὰ ὕδατα ἐν ταῖς θαλάσσαις, καὶ
τὰ πετεινὰ πληθυνέσθωσαν ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 1,22 Και ευλόγησεν αυτά ο Θεός λέγων· “γίνεσθε γόνιμα,
αυξάνεσθε και πολλαπλασιάζεσθε και γεμίσατε τα ύδατα των θαλασσών. Και τα
πετεινά επίσης ας πληθυνθούν επάνω εις την γην”.
Γεν. 1,23 καὶ ἐγένετο
ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα πέμπτη.
Γεν. 1,23 Και έγινεν εσπέρα και έγινε
πρωϊ και συνεπληρώθη η πέμπτη ημέρα της δημιουργίας.
Γεν. 1,24 Καὶ εἶπεν ὁ
Θεός· ἐξαγαγέτω ἡ γῆ ψυχὴν ζῶσαν κατὰ
γένος, τετράποδα καὶ ἑρπετὰ καὶ θηρία τῆς γῆς
κατὰ γένος. καὶ ἐγένετο οὕτως.
Γεν. 1,24 Και είπεν ο Θεός· “ας βγάλη η γη ζώα διαφόρων
ειδών, τετράποδα και ερπετά και θηρία της ξηράς, το καθένα κατά το είδος του”.
Και έγινε έτσι.
Γεν. 1,25 καὶ ἐποίησεν
ὁ Θεὸς τὰ θηρία τῆς γῆς κατὰ γένος, καὶ
τὰ κτήνη κατὰ γένος αὐτῶν καὶ πάντα τὰ ἑρπετὰ
τῆς γῆς κατὰ γένος αὐτῶν. καὶ εἶδεν ὁ
Θεός, ὅτι καλά.
Γεν. 1,25 Και εδημιούργησεν ο Θεός τα θηρία της γης κατά τα
είδη αυτών, και τα κτήνη κατά τα είδη αυτών και όλα τα ερπετά της γης κατά τα
είδη αυτών. Και είδεν ο Θεός ότι είναι καλά, σκόπιμα και χρήσιμα.
Γεν. 1 ,26 καὶ εἶπεν ὁ
Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ
καθ᾿ ὁμοίωσιν, καὶ ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς
θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ
τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν
ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ γῆς γῆς.
Γεν. 1,26 Εν συνεχεία ο Τριαδικός Θεός είπε καθ' εαυτόν· “ας
δημιουργήσωμεν τώρα τον άνθρωπον, σύμφωνα με την ιδικήν μας εικόνα, και να έχη
την δυνατότητα να ομοιάση με ημάς. Αυτοί, άνδρας και γυναίκα, ας είναι άρχοντες
και κύριοι των ιχθύων της θαλάσσης, των πτηνών του ουρανού, των κτηνών και όλης
της γης και όλων όσα έρπουν επάνω εις την επιφάνειαν της γης”.
Γεν. 1,27 καὶ ἐποίησεν
ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ
ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς.
Γεν. 1,27 Και πράγματι ο απειροτέλειος Θεός εδημιούργησε τον
άνθρωπον, τον οποίον επροίκισε με ιδικά του χαρακτηριστικά γνωρίσματα, ώστε να
είναι με αυτά εικών του Θεού. Εδημιούργησεν απ' αρχής άνδρα και γυναίκα.
Γεν. 1,28 καὶ εὐλόγησεν
αὐτοὺς ὁ Θεός, λέγων· αὐξάνεσθε καὶ
πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς
καὶ ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν
πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν
καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν
τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 1,28 Και ευλόγησεν αυτούς ο Θεός λέγων· “αυξάνεσθε και
πληθύνεσθε, γεμίσατε όλην την γην και γενήτε κύριοι αυτής· σας δίδω την δύναμιν
να είσθε κύριοι και εξουσιασταί των ιχθύων της θαλάσσης και των πτηνών του
ουρανού, όλων των κτηνών και όλης της γης και όλων όσα, ως ερπετά, σύρονται
επάνω εις την επιφάνειαν της γης”.
Γεν. 1,29 καὶ εἶπεν ὁ
Θεός· ἰδοὺ δέδωκα ὑμῖν πάντα χόρτον σπόριμον σπεῖρον
σπέρμα, ὅ ἐστιν ἐπάνω πάσης τῆς γῆς, καὶ πᾶν
ξύλον, ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ καρπὸν σπέρματος σπορίμου,
ὑμῖν ἔσται εἰς βρῶσιν·
Γεν. 1,29 Και εν συνεχεία είπεν ο Θεός· “ιδού έχω δώσει υπό
την κυριότητά σας και εις εξυπηρέτησίν σας όλα τα ειδη του χόρτου, τα οποία
έχουν εν εαυτοίς σπέρματα και είναι απλωμένα εις ολόκληρον την γην, και κάθε
δένδρον, το οποίον φέρει καρπόν προς τροφήν σας και σπέρμα προς πολλαπλασιασμόν
και διαιώνισίν του. Ολα αυτά, χόρτα της γης και καρποί των δένδρων, θα είναι
εις διατροφήν σας.
Γεν. 1,30 καὶ πᾶσι
τοῖς θηρίοις τῆς γῆς καὶ πᾶσι τοῖς πετεινοῖς
τοῦ οὐρανοῦ καὶ παντὶ ἑρπετῷ ἕρποντι
ἐπὶ τῆς γῆς, ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ
ψυχὴν ζωῆς, καὶ πάντα χόρτον χλωρὸν εἰς βρῶσιν.
καὶ ἐγένετο οὕτως.
Γεν. 1,30 Σας δίδω επίσης κυριότητα επί όλων των θηρίων της
γης, επί όλων των πτηνών του ουρανού και επί όλων των ερπετών, που σύρονται εις
την γην· εις όλας αυτάς τας ζώσας υπάρξεις δίδω επίσης ως τροφήν το χλωρόν
χόρτον της γης”. Και έγινεν όπως ο Θεός διέταξε.
Γεν. 1,31 καὶ εἶδεν ὁ
Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ
καλὰ λίαν. καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο
πρωΐ, ἡμέρα ἕκτη.
ΓΕΝΕΣΙΣ
2
Γεν. 2,1 Καὶ
συνετελέσθησαν ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ καὶ
πᾶς ὁ κόσμος αὐτῶν.
Γεν. 2,1 Ούτω
δε ετελείωσεν η δημιουργία του σύμπαντος, του ουρανού και της γης, και όλος
αυτών ο στολισμός, η αρμονία και η λαμπρότης.
Γεν. 2,2 καὶ συνετέλεσεν
ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἕκτῃ
τὰ ἔργα αὐτοῦ, ἃ ἐποίησε, καὶ
κατέπαυσε τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἀπὸ
πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὧν ἐποίησε.
Γεν. 2,2 Κατά την έκτην ημέραν ετελείωσεν ο Θεός τα έργα
αυτού, όσα έκαμε, και ανεπαύθη κατά την εβδόμην ημέραν από όλα τα έργα αυτού,
τα οποία εδημιούργησεν εκ του μηδενός και εμορφοποίησεν.
Γεν. 2,3 καὶ εὐλόγησεν
ὁ Θεὸς τὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμην καὶ ἡγίασεν
αὐτήν· ὅτι ἐν αὐτῇ κατέπαυσεν ἀπὸ
πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὧν ἤρξατο ὁ
Θεὸς ποιῆσαι.
Γεν. 2,3 Ευλόγησε δε ο Θεός την ημέραν την εβδόμην,
ηγίασεν αυτήν και ως αγίαν την ώρισε, διότι κατ' αυτήν κατέπαυσε την
δημιουργίαν του και ανεπαύθη μετά την δημιουργίαν των έργων, τα οποία από της
πρώτης ημέρας ήρχισε να δημιουργή.
Γεν. 2,4 Αὕτη ἡ
βίβλος γενέσεως οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὅτε ἐγένετο·
ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν
καὶ τὴν γῆν
Γεν. 2,4 Αυτή είναι η ιστορία της δημιουργίας του ουρανού
και της γης, όταν αυτά ετελείωσαν και ωλοκληρώθησαν. Αυτή είναι η δημιουργία
του σύμπαντος, όταν ο απειροτέλειος Θεός εδημιούργησεν εκ του μηδενός το
σύμπαν, τον ουρανόν και την γην.
Γεν. 2,5 καὶ πᾶν
χλωρὸν ἀγροῦ πρὸ τοῦ γενέσθαι ἐπὶ τῆς
γῆς καὶ πάντα χόρτον ἀγροῦ πρὸ τοῦ ἀνατεῖλαι·
οὐ γὰρ ἔβρεξεν ὁ Θεὸς ἐπὶ τὴν γῆν,
καὶ ἄνθρωπος οὐκ ἦν ἐργάζεσθαι αὐτήν·
Γεν. 2,5 Δεν υπήρχον όμως ακόμη χλόη και θάμνοι των αγρών
και δεν είχον βλαστήσει φυτά του αγρού. Διότι δεν είχεν αποστείλει βροχάς ο
Θεός εις την γην και δεν υπήρχεν άνθρωπος να εργάζεται και να καλλιεργή τους
αγρούς.
Γεν. 2,6 πηγὴ δὲ ἀνέβαινεν
ἐκ τῆς γῆς καὶ ἐπότιζε πᾶν τὸ
πρόσωπον τῆς γῆς.
Γεν. 2,6 Ανέβλυζαν δε πηγαί και επότιζαν με τα ύδατά των
όλην την επιφάνειαν της ξηράς.
Γεν. 2,7 καὶ ἔπλασεν
ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς
γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ
πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς
ψυχὴν ζῶσαν.
Γεν. 2,7 Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπον με χώμα από την γην
(χοϊκόν) και ενεφύσησεν στο πρόσωπον αυτού πνεύμα ζων, την αθάνατον ψυχήν· έτσι
δε έγινεν ο άνθρωπος ζώσα υλικοπνευματική ύπαρξις.
Γεν. 2,8 Καὶ ἐφύτευσεν
ὁ Θεὸς παράδεισον ἐν Ἐδὲμ κατὰ ἀνατολὰς
καὶ ἔθετο ἐκεῖ τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασε.
Γεν. 2,8 Διέταξε δε ο Θεός και εφύτρωσε και εβλάστησεν
εις την περιοχήν της Εδέμ προς ανατολάς κήπος, ο παράδεισος, και εκεί
ετοποθέτησε τον άνθρωπον, τον οποίον έπλασε.
Γεν. 2,9 καὶ ἐξανέτειλεν
ὁ Θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πᾶν ξύλον ὡραῖον
εἰς ὅρασιν καὶ καλὸν εἰς βρῶσιν καὶ τὸ
ξύλον τῆς ζωῆς ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου καὶ τὸ
ξύλον τοῦ εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ.
Γεν. 2,9 Εκαμε δε ο Θεός να βλαστήσουν από την γην όλα τα
είδη των δένδρων, τα οποία είναι ωραία εις την όρασιν, ευχάριστα εις την γεύσιν
και θρεπτικά, καθώς επίσης διέταξε και εφύτρωσε το δένδρον της ζωής εν μέσω του
παραδείσου και το δένδρον της γνώσεως του καλού και του κακού.
Γεν. 2,10 ποταμὸς δὲ
ἐκπορεύεται ἐξ Ἐδὲμ ποτίζειν τὸν παράδεισον·
ἐκεῖθεν ἀφορίζεται εἰς τέσσαρας ἀρχάς.
Γεν. 2,10 Ποταμός δε πηγάζει και απλώνεται από την Εδέμ,
ώστε να ποτίζη τον παράδεισον. Από εκεί δε εξέρχεται και διαχωρίζεται εις
τέσσαρας κατευθύνσεις.
Γεν. 2,11 ὄνομα τῷ ἑνὶ
Φισῶν· οὗτος ὁ κυκλῶν πᾶσαν τὴν γῆν
Εὐιλάτ, ἐκεῖ οὗ ἐστι τὸ χρυσίον·
Γεν. 2,11 Το όνομα του ενός εκ των τεσσάρων αυτών ποταμών
είναι Φισών. Αυτός περικυκλώνει και ποτίζει όλην την περιοχήν Ευϊλάτ, όπου
υπάρχει ο χρυσός.
Γεν. 2,12 τὸ δὲ
χρυσίον τῆς γῆς ἐκείνης καλόν· καὶ ἐκεῖ
ἐστιν ὁ ἄνθραξ καὶ ὁ λίθος ὁ πράσινος.
Γεν. 2,12 Ο χρυσός της χώρας εκείνης είναι αγνός και
πολύτιμος. Εις την χώραν αυτήν επίσης υπάρχουν και δύο άλλοι πολύτιμοι λίθοι, ο
απαστράπτων άνθραξ και ο πράσινος λίθος.
Γεν. 2,13 καὶ ὄνομα
τῷ ποταμῷ τῷ δευτέρῳ Γεῶν· οὗτος ὁ
κυκλῶν πᾶσαν τὴν γῆν Αἰθιοπίας.
Γεν. 2,13 Το όνομα του δευτέρου ποταμού είναι Γεών· αυτός
διαρρέει όλην την γην της Αιθιοπίας.
Γεν. 2,14 καὶ ὁ
ποταμὸς ὁ τρίτος Τίγρις· οὗτος ὁ προπορευόμενος
κατέναντι Ἀσσυρίων. ὁ δὲ ποταμὸς ὁ τέταρτος Εὐφράτης.
Γεν. 2,14 Και ο ποταμός ο τρίτος είναι ο Τιγρις· αυτός
διέρχεται εμπρός από την χώραν των Ασσυρίων. Ο δε τέταρτος ποταμός είναι ο
Ευφράτης.
Γεν. 2,15 Καὶ ἔλαβε
Κύριος ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασε, καὶ
ἔθετο αὐτὸν ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς τρυφῆς,
ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν.
Γεν. 2,15 Ελαβε Κυριος ο Θεός τον άνθρωπον, τον οποίον εδημιούργησε,
και έθεσεν αυτόν στον παράδεισον της χαράς και της τέρψεως, δια να εργάζεται
εις αυτόν και να τον φυλάσση.
Γεν. 2,16 καὶ ἐνετείλατο
Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Ἀδὰμ λέγων· ἀπὸ
παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ,
Γεν. 2,16 Εδωσε δε εντολήν Κυριος ο Θεός στον Αδάμ λέγων·
“από όλα τα καρποφόρα δένδρα που υπάρχουν στον παράδεισον, σας δίδω το δικαίωμα
να τρώγετε.
Γεν. 2,17 ἀπὸ δὲ
τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ
φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ· ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ
φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε.
Γεν. 2,17 Από το δένδρον όμως της γνώσεως του καλού και
κακού δεν πρέπει ποτέ να φάγετε από αυτό. Κατά δε την ημέραν κατά την οποίαν θα
φάγετε από τον καρπόν του, θα χάσετε το δικαίωμα της αθανασίας, θα αποθάνετε
σωματικώς και θα χωρισθήτε από εμέ, που σας έδωσα την ζωήν”.
Γεν. 2,18 Καὶ εἶπε
Κύριος ὁ Θεός· οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον
μόνον· ποιήσωμεν αὐτῷ βοηθὸν κατ᾿ αὐτόν.
Γεν. 2,18 Ο δε Τριαδικός Θεός είπε καθ' εαυτόν· “δεν είναι
καλόν να μείνη μόνος του ο άνθρωπος. Ας δημιουργήσωμεν προς χάριν αυτού βοηθόν
του, πλάσμα όμοιον με αυτόν”.
Γεν. 2,19 καὶ ἔπλασεν
ὁ Θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πάντα τὰ θηρία
τοῦ ἀγροῦ καὶ πάντα τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ
καὶ ἤγαγεν αὐτὰ πρὸς τὸν Ἀδάμ, ἰδεῖν
τί καλέσει αὐτά. καὶ πᾶν ὃ ἐὰν ἐκάλεσεν
αὐτὸ Ἀδὰμ ψυχὴν ζῶσαν, τοῦτο ὄνομα
αὐτῷ.
Γεν. 2,19 Πριν όμως δημιουργήση ο Θεός την βοηθόν του Αδάμ,
την Εύαν, ωδήγησεν ενώπιον του Αδάμ όλα τα θηρία του αγρού και όλα τα πτηνά του
ουρανού, τα οποία εδημιούργησε, δια να ίδη αυτά ο Αδάμ και να τους δώση το
κατάλληλον όνομα. Και το όνομα, το οποίον θα έδιδεν ο Αδάμ στο καθένα από αυτά,
τούτο το όνομα και θα έμενεν εις αυτό.
Γεν. 2,20 καὶ ἐκάλεσεν
Ἀδὰμ ὀνόματα πᾶσι τοῖς κτήνεσι καὶ πᾶσι
τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ πᾶσι
τοῖς θηρίοις τοῦ ἀγροῦ· τῷ δὲ Ἀδὰμ
οὐχ εὑρέθη βοηθὸς ὅμοιος αὐτῷ.
Γεν. 2,20 Και ο Αδάμ με την σοφίαν, την κρίσιν και την γνώσιν
που είχεν, έδωσεν ονόματα εις όλα τα κτήνη και εις όλα τα πτηνά του ουρανού και
εις όλα τα θηρία της υπαίθρου. Κανένα όμως από τα ζώα αυτά δεν ευρέθη βοηθός
όμοιος με τον Αδάμ, άξιος και ευχάριστος εις αυτόν.
Γεν. 2,21 καὶ ἐπέβαλεν
ὁ Θεὸς ἔκστασιν ἐπὶ τὸν Ἀδάμ, καὶ
ὕπνωσε· καὶ ἔλαβε μίαν τῶν πλευρῶν αὐτοῦ
καὶ ἀνεπλήρωσε σάρκα ἀντ᾿ αὐτῆς.
Γεν. 2,21 Τοτε ο Θεός, δια να αναπληρώση την έλλειψιν αυτήν,
έφερεν έκστασιν στον Αδάμ, ο οποίος και εκοιμήθη βαθύτατα. Ελαβε τότε μίαν από
τας πλευράς του Αδάμ και συνεπλήρωσε δια σαρκός το κενόν της αναιρεθείσης αυτής
πλευράς.
Γεν. 2,22 καὶ ᾠκοδόμησεν
ὁ Θεὸς τὴν πλευράν, ἣν ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ
Ἀδάμ, εἰς γυναῖκα καὶ ἤγαγεν αὐτὴν πρὸς
τὸν Ἀδάμ.
Γεν. 2,22 Και κατεσκεύασε και εμορφοποίησε την πλευράν, την
οποίαν έλαβεν από τον Αδάμ, εις γυναίκα, την οποίαν και έφερε προς αυτόν.
Γεν. 2,23 καὶ εἶπεν Ἀδάμ·
τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ
σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου· αὕτη κληθήσεται γυνή, ὅτι
ἐκ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήφθη αὕτη·
Γεν. 2,23 Οταν δε ο Αδάμ εξύπνησε και είδε την γυναίκα
είπεν· “αυτό είναι πλέον οστούν από τα οστά μου και σαρξ από την σάρκα μου.
Αυτή θα ονομασθή γυνή (ανδρίς), διότι έγινεν από τον άνδρα αυτής.
Γεν. 2,24 ἕνεκεν τούτου
καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν
μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ,
καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν.
Γεν. 2,24 Ενεκα του στενού τούτου συνδέσμου του ανδρός προς
την γυναίκα, στο μέλλον κάθε ανήρ θα αφήνη τον πατέρα και την μητέρα του και θα
συνδέεται στενότατα με την γυναίκα του, ώστε οι δύο να γίνουν πλέον μία σαρξ
δια της συζυγίας”.
Γεν. 2,25 καὶ ἦσαν οἱ
δύο γυμνοί, ὅ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ,
καὶ οὐκ ᾐσχύνοντο.
Γεν. 2,25 Ησαν δε και οι δύο γυμνοί, ο Αδάμ και η γυναίκα
αυτού, και δεν εντρέποντο ο ένας τον άλλον, διότι ήσαν αγνοί και αθώοι.
ΓΕΝΕΣΙΣ
3
Γεν. 3,1 Ὁ δὲ ὄφις
ἦν φρονιμώτατος πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς
γῆς, ὧν ἐποίησε Κύριος ὁ Θεός. καὶ εἶπεν ὁ
ὄφις τῇ γυναικί· τί ὅτι εἶπεν ὁ Θεός, οὐ
μὴ φάγητε ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ παραδείσου;
Γεν. 3,1 Ο όφις ήτο το ευφυέστερον και επινοητικώτερον
από όλα τα ζώα, τα οποία είχε δημιουργήσει Κυριος ο Θεός επί της γης. Ο όφις (ο
διάβολος υπό μορφήν όφεως) ηρώτησε την Ευαν και της είπε· “διατί ο Θεός
απηγόρευσε να φάγετε από τους καρπούς όλων των δένδρων, που υπάρχουν στον
παράδεισον;”
Γεν. 3,2 καὶ εἶπεν
ἡ γυνὴ τῷ ὄφει· ἀπὸ καρποῦ τοῦ
ξύλου τοῦ παραδείσου φαγούμεθα,
Γεν. 3,2 Η Ευα απήντησεν στον όφιν· “από τους καρπούς
κάθε δένδρου του παραδείσου ημπορούμεν να φάγωμεν.
Γεν. 3,3 ἀπὸ δὲ
τοῦ καρποῦ τοῦ ξύλου, ὅ ἐστιν ἐν μέσῳ
τοῦ παραδείσου, εἶπεν ὁ Θεός, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿
αὐτοῦ, οὐ δὲ μὴ ἅψησθε αὐτοῦ, ἵνα
μὴ ἀποθάνητε.
Γεν. 3,3 Από τον καρπόν όμως του δένδρου, που υπάρχει εν
τω μέσω του παραδείσου, έδωσεν εντολήν ο Θεός λέγων· δεν θα φάγετε από τον
καρπόν αυτού ούτε και θα εγγίσετε αυτό, δια να μη αποθάνετε”.
Γεν. 3,4 καὶ εἶπεν
ὁ ὄφις τῇ γυναικί· οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε·
Γεν. 3,4 Είπε δε τότε ο όφις προς την γυναίκα· “δεν θα
αποθάνετε· κάθε άλλο.
Γεν. 3,5 ᾔδει γὰρ ὁ
Θεός, ὅτι ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ,
διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε
ὡς θεοί, γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν.
Γεν. 3,5 Σας απηγόρευσεν ο Θεός να φάγετε από το δένδρον
αυτό, διότι εγνώριζεν ότι κατά την ημέραν, κατά την οποίαν θα φάγετε, θα
ανοιχθούν τα μάτια σας και θα είσθε και σεις σαν θεοί, όμοιοι με αυτόν,
γνωρίζοντες καλόν και πονηρόν”.
Γεν. 3,6 καὶ εἶδεν
ἡ γυνή, ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς βρῶσιν καὶ
ὅτι ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν
καὶ ὡραῖόν ἐστι τοῦ κατανοῆσαι, καὶ
λαβοῦσα ἀπὸ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγε·
καὶ ἔδωκε καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς
μετ᾿ αὐτῆς, καὶ ἔφαγον.
Γεν. 3,6 Τοτε η Εύα παρετήρησε προσεκτικότερα το
απηγορευμένον δένδρον, είδε τον καρπόν του ωραίον εις την όψιν και εσκέφθη ότι
ευχάριστον θα ήτο να δοκιμάση αυτόν. Και λοιπόν έλαβεν από τον καρπόν του
δένδρου αυτού, έφαγεν αυτή, και έδωσε και στον άνδρα της, και έτσι έφαγον και
οι δύο.
Γεν. 3,7 καὶ
διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο, καὶ ἔγνωσαν
ὅτι γυμνοὶ ἦσαν, καὶ ἔῤῥαψαν φύλλα
συκῆς καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα.
Γεν. 3,7 Και ήνοιξαν τα μάτια των δύο πρωτοπλάστων,
εκατάλαβαν ότι ήσαν γυμνοί σωματικώς και ψυχικώς, εντράπηκαν την γυμνότητά των
και έκοψαν φύλλα συκής, τα έρραψαν προχείρως και με αυτά σαν ποδιές εκάλυψαν
την γυμνότητά των.
Γεν. 3,8 Καὶ ἤκουσαν
τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ περιπατοῦντος ἐν
τῷ παραδείσῳ τὸ δειλινόν, καὶ ἐκρύβησαν ὅ
τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἀπὸ
προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ τοῦ ξύλου τοῦ
παραδείσου.
Γεν. 3,8 Οταν δε κατά το δειλινόν ήκουσαν την φωνήν του
Θεού, ο οποίος περιπατούσεν στον παράδεισον, εκρύβησαν ο Αδάμ και η γυνή αυτού
από φόβον και εντροπήν ανάμεσα εις τα δένδρα του παραδείσου, δια να μη
αντικρύσουν το πρόσωπον του Θεού.
Γεν. 3,9 καὶ ἐκάλεσε
Κύριος ὁ Θεὸς τὸν Ἀδὰμ καὶ εἶπεν αὐτῷ·
Ἀδάμ, ποῦ εἶ;
Γεν. 3,9 Ο Θεός προσεκάλεσε τον Αδάμ και του είπε· “'
Αδάμ, που είσαι;”
Γεν. 3,10 καὶ εἶπεν
αὐτῷ· τῆς φωνῆς σου ἤκουσα περιπατοῦντος
ἐν τῷ παραδείσῳ καὶ ἐφοβήθην, ὅτι γυμνός εἰμι,
καὶ ἐκρύβην.
Γεν. 3,10 Ο δε Αδάμ απήντησεν στον Θεόν· “ήκουσα την φωνήν
σου, καθώς περιπατούσες στον παράδεισον, και εφοβήθην να παρουσιασθώ εμπρός σου
επειδή είμαι γυμνός δι' αυτό και έσπευσα να κρυφθώ”.
Γεν. 3,11 καὶ εἶπεν
αὐτῷ ὁ Θεός· τίς ἀνήγγειλέ σοι ὅτι γυμνὸς
εἶ, εἰ μὴ ἀπὸ τοῦ ξύλου, οὗ ἐνετειλάμην
σοι τούτου μόνου μὴ φαγεῖν, ἀπ᾿ αὐτοῦ ἔφαγες;
Γεν. 3,11 Ηρώτησε δε ο Θεός αυτόν· “ποίος σου ανήγγειλεν
ότι είσαι γυμνός; Μηπως και έφαγες από το δένδρον, από το οποίον και μόνον σου
απηγόρευσα να φάγης;”
Γεν. 3,12 καὶ εἶπεν ὁ
Ἀδάμ· ἡ γυνή, ἣν ἔδωκας μετ᾿ ἐμοῦ,
αὕτη μοι ἔδωκεν ἀπὸ τοῦ ξύλου, καὶ ἔφαγον.
Γεν. 3,12 Ο Αδάμ έσπευσε να δικαιολογηθή και είπε· “αυτή η
γυναίκα, την οποίαν συ μου έδωκες ως σύντροφον και βοηθόν μου, αυτή μου έδωσε
από τον καρπόν του απηγορευμένου δένδρου και έφαγον”.
Γεν. 3,13 καὶ εἶπε
Κύριος ὁ Θεὸς τῇ γυναικί· τί τοῦτο ἐποίησας;
καὶ εἶπεν ἡ γυνή· ὁ ὄφις ἠπάτησέ με,
καὶ ἔφαγον.
Γεν. 3,13 Είπε δε τότε Κυριος ο Θεός προς την γυναίκα, την
Εύαν· “διατί έκαμες αυτό;” Η Εύα απήντησεν· “ο όφις με εξηπάτησε και έφαγον”.
Γεν. 3,14 καὶ εἶπε
Κύριος ὁ Θεὸς τῷ ὄφει· ὅτι ἐποίησας τοῦτο,
ἐπικατάρατος σὺ ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ
ἀπὸ πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς·
ἐπὶ τῷ στήθει σου καὶ τῇ κοιλίᾳ πορεύσῃ
καὶ γῆν φαγῇ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς
σου.
Γεν. 3,14 Είπε δε τότε Κυριος ο Θεός στον όφιν· “επειδή
διέπραξες αυτήν την δολιότητα, θα είσαι κατηραμένος συ ανάμεσα από όλα τα κτήνη
και όλα τα θηρία, που υπάρχουν εις την γην. Θα σύρεσαι στο χώμα με το στήθος
και την κοιλίαν και χώμα θα τρώγης όλας τας ημέρας της ζωής σου.
Γεν. 3,15 καὶ ἔχθραν
θήσω ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῆς
γυναικὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου καὶ
ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς· αὐτός
σου τηρήσει κεφαλήν, καὶ σὺ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν.
Γεν. 3,15 Θα θέσω δε άσβεστον εχθρότητα μεταξύ σου και της
γυναικός, μεταξύ των απογόνων σου και των απογόνων αυτής. Ενας δε απόγονος της
γυναικός μόνης, αυτός θα σου συντρίψή την κεφαλήν και συ θα κεντήσης αυτού την
πτέρναν”.
Γεν. 3,16 καὶ τῇ
γυναικὶ εἶπε· πληθύνων πληθυνῶ τὰς λύπας σου καὶ
τὸν στεναγμόν σου· ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα, καὶ πρὸς
τὸν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου, καὶ αὐτός
σου κυριεύσει.
Γεν. 3,16 Προς δε την γυναίκα είπε· “θα πολλαπλασιάσω εις
πλήθος πολύ τας λύπας σου, τας θλίψεις και τους στεναγμούς σου. Με πόνους θα
γεννάς τα τέκνα σου, θα εξαρτάσαι δε πάντοτε από τον άνδρα σου και αυτός θα
είναι κύριός σου”.
Γεν. 3,17 τῷ δὲ Ἀδὰμ
εἶπεν· ὅτι ἤκουσας τῆς φωνῆς τῆς
γυναικός σου καὶ ἔφαγες ἀπὸ τοῦ ξύλου, οὗ ἐνετειλάμην
σοι τούτου μόνου μὴ φαγεῖν, ἀπ᾿ αὐτοῦ ἔφαγες,
ἐπικατάρατος ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σου· ἐν
λύπαις φαγῇ αὐτὴν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς
σου·
Γεν. 3,17 Εις δε τον Αδάμ είπεν· “επειδή ήκουσες την κακήν
συμβουλήν της γυναικός σου και έφαγες από τον καρπόν του δένδρου, εκ του οποίου
και μόνου εγώ σου έδωσα την εντολήν να μη φάγης, θα είναι κατηραιμένη η γη εις
τα έργα σου. Με λύπην και κόπον θα κερδίζης την τροφήν σου από την γην όλας τας
ημέρας της ζωής σου.
Γεν. 3,18 ἀκάνθας καὶ
τριβόλους ἀνατελεῖ σοι, καὶ φαγῇ τὸν χόρτον τοῦ
ἀγροῦ.
Γεν. 3,18 Αγκάθια και τριβόλια θα σου φυτρώνη η γη και θα
τρέφεσαι με τα χόρτα του αγρού.
Γεν. 3,19 ἐν ἱδρῶτι
τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ
ἀποστρέψαι σε εἰς τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης,
ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ·
Γεν. 3,19 Καθ' όλον το διάστημα της ζωής σου με τον ιδρώτα
του προσώπου σου θα τρώγης τον άρτον σου, μέχρις ότου αποθάνης και επιστρέψη το
σώμα σου εις την γην, από την οποίαν και έχει πλασθή· διότι χώμα είναι το σώμα
σου, στο χώμα θα καταλήξη και χώμα πάλιν θα γίνη”.
Γεν. 3,20 καὶ ἐκάλεσεν
Ἀδὰμ τὸ ὄνομα τῆς γυναικὸς αὐτοῦ
Ζωή, ὅτι αὕτη μήτηρ πάντων τῶν ζώντων.
Γεν. 3,20 Ωνόμασε τότε ο Αδάμ την γυναίκα του Ζωήν, διότι
αυτή θα ήτο η μητέρα όλων των ανθρώπων της γης.
Γεν. 3,21 Καὶ ἐποίησε
Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Ἀδὰμ καὶ τῇ γυναικὶ
αὐτοῦ χιτῶνας δερματίνους καὶ ἐνέδυσεν αὐτούς.
Γεν. 3,21 Ο δε πανάγαθος Θεός, δια να προφυλάξη τον Αδάμ και
την γυναίκα του από τας καιρικάς μεταβολάς, κατεσκεύασε δι' αυτούς χιτώνας
δερματίνους, με τους οποίους και τους ενέδυσεν.
Γεν. 3,22 καὶ εἶπεν ὁ
Θεός· ἰδοὺ Ἀδὰμ γέγονεν ὡς εἷς ἐξ
ἡμῶν, τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν· καὶ
νῦν μή ποτε ἐκτείνῃ τὴν χεῖρα αὐτοῦ
καὶ λάβῃ ἀπὸ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς καὶ
φάγῃ καὶ ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα.
Γεν. 3,22 Είπε δε τότε ο Τριαδικός Θεός· “ιδού ο Αδάμ έγινε
πλέον σαν ένας από ημάς με την ικανότητα να γνωρίζη καλόν και κακόν ! Και τώρα
μήπως τυχόν και απλώση το χέρι του και πάρη και φέγη από τον καρπόν του ξύλου
της ζωής και γίνη αυτός και το κακόν αθάνατον, πρέπει να εκδιωχθή από τον
παράδεισον”.
Γεν. 3,23 καὶ ἐξαπέστειλεν
αὐτὸν Κύριος ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ παραδείσου τῆς
τρυφῆς ἐργάζεσθαι τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθη.
Γεν. 3,23 Και έδιωξεν ο Θεός τον Αδάμ από τον παράδεισον της
χαράς και της τέρψεως, δια να εργάζεται μετά κόπου την γην, από το χώμα της
οποίας είχε πλασθή το σώμα του.
Γεν. 3,24 καὶ ἐξέβαλε
τὸν Ἀδὰμ καὶ κατῴκισεν αὐτὸν ἀπέναντι
τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς καὶ ἔταξε τὰ
Χερουβὶμ καὶ τὴν φλογίνην ῥομφαίαν τὴν
στρεφομένην φυλάσσειν τὴν ὁδὸν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς.
Γεν. 3,24 Εβγαλε τον Αδάμ και τον έφερε να κατοικήση
απέναντι από τον παράδεισον της χαράς και της τέρψεως. Διέταξε δε τα Χερουβιμ
και την φλογίνην ρομφαίαν, την συστρεφομένην, να φυλάσσουν την οδόν, η οποία
ωδηγούσε προς το δένδρον της ζωής.
ΓΕΝΕΣΙΣ
4
Γεν. 4,1 Ἀδὰμ δὲ
ἔγνω Εὔαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ
συλλαβοῦσα ἔτεκε τὸν Κάϊν καὶ εἶπεν· ἐκτησάμην
ἄνθρωπον διά τοῦ Θεοῦ.
Γεν. 4,1 Ο Αδάμ εγνώρισεν ως σύζυγον την γυναίκα αυτού
την Εύαν, η οποία έμεινεν έγκυος και εγέννησε τον Καϊν. Γεμάτη δε χαράν
ανεφώνησε· “με την δύναμιν του Θεού εγέννησα άνθρωπον” !
Γεν. 4,2 καὶ προσέθηκε
τεκεῖν τὸ ἀδελφὸν αὐτοῦ, τὸν Ἄβελ.
καὶ ἐγένετο Ἄβελ ποιμὴν προβάτων, Κάϊν δὲ ἦν
ἐργαζόμενος τὴν γῆν.
Γεν. 4,2 Επειτα δε από τον Καϊν εγέννησεν η Εύα τον
αδελφόν του Αβελ. Ο Αβελ ήτο ποιμήν προβάτων, ο δε Καϊν ήτο γεωργός, καλλιεργών
την γην.
Γεν. 4,3 καὶ ἐγένετο
μεθ᾿ ἡμέρας ἤνεγκε Κάϊν ἀπὸ τῶν καρπῶν
τῆς γῆς θυσίαν τῷ Κυρίῳ,
Γεν. 4,3 Μετά τινα χρόνον ο Καϊν
προσέφερε θυσίαν στον Θεόν από τους καρπούς των αγρών του.
Γεν. 4,4 καὶ Ἄβελ ἤνεγκε
καὶ αὐτὸς ἀπὸ τῶν πρωτοτόκων τῶν
προβάτων αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τῶν στεάτων αὐτῶν.
καὶ ἐπεῖδεν ὁ Θεὸς ἐπί Ἄβελ καὶ
ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ,
Γεν. 4,4 Ο δε Αβελ προσέφερε και αυτός θυσίαν από τα
πρωτότοκα των προβάτων του και μάλιστα από τα πλέον ευτραφή και παχέα. Ο δε
Θεός είδε με ευμένειαν τον Αβελ και τα δώρα του.
Γεν. 4,5 ἐπὶ δὲ
Κάϊν καὶ ἐπὶ ταῖς θυσίαις αὐτοῦ οὐ
προσέσχε. καὶ ἐλυπήθη Κάϊν λίαν, καὶ συνέπεσε τῷ προσώπῳ
αὐτοῦ.
Γεν. 4,5 Εις τον Καϊν όμως και την θυσίαν του δεν έδωσε
καμμίαν προσοχήν. Ενεκα τούτου ο Καϊν εδυσφόρησε πάρα πολύ και εσκυθρώπασε το
πρόσωπον αυτού.
Γεν. 4,6 καὶ εἶπε
Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Κάϊν· ἵνα τί περίλυπος ἐγένου,
καὶ ἵνα τί συνέπεσε τὸ πρόσωπόν σου;
Γεν. 4,6 Ηρώτησε Κυριος ο Θεός τον Καιν· “διατί έγινες
περίλυπος και κατέβασες οργισμένος τα μούτρα σου;
Γεν. 4,7 οὐκ ἐὰν
ὀρθῶς προσενέγκῃς, ὀρθῶς δὲ μὴ διέλῃς,
ἥμαρτες; ἡσύχασον· πρὸς σὲ ἡ ἀποστροφὴ
αὐτοῦ, καὶ σὺ ἄρξεις αὐτοῦ.
Γεν. 4,7 Δεν γνωρίζεις ότι εάν προσφέρης δώρα ως θυσίαν
στον αληθινόν Θεόν, δεν εκλέξης όμως τα καλά δώρα εις ένδειξιν ευλαβείας,
αμαρτάνεις ενώπιον του Θεού; Αλλά ησύχασε· το κακόν είναι εις την εξουσίαν σου
και δύνασαι αν θέλης να το νικήσης”.
Γεν. 4,8 καὶ εἶπε
Κάϊν πρὸς Ἄβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ·
διέλθωμεν εἰς τὸ πεδίον. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ
εἶναι αὐτοὺς ἐν τῷ πεδίῳ, ἀνέστη Κάϊν
ἐπὶ Ἄβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ
ἀπέκτεινεν αὐτόν.
Γεν. 4,8 Σκυθρωπός και φθονερός ο Καϊν είπε στον αδελφόν
του τον Αβελ “ας περάσωμεν εις την πεδιάδα”. Οταν δε έφθασαν εις την πεδιάδα, ο
Καϊν επετέθη αιφνιδίως και με ορμήν εναντίον του Αβελ, του αδελφού του, και τον
εφόνευσεν.
Γεν. 4,9 καὶ εἶπε
Κύριος ὁ Θεὸς πρὸς Κάϊν· ποῦ ἐστιν Ἄβελ
ὁ ἀδελφός σου; καὶ εἶπεν· οὐ γινώσκω· μὴ
φύλαξ τοῦ ἀδελφοῦ μου εἰμὶ ἐγώ;
Γεν. 4,9 Ο Κυριος και Θεός ηρώτησε τον Καϊν· “που είναι ο
αδελφός σου ο Αβελ;” Και εκείνος απήντησε· “δεν γνωρίζω· μήπως εγώ είμαι
φύλακας του αδελφού μου;”
Γεν. 4,10 καί εἶπε
Κύριος· τί πεποίηκας; φωνὴ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ
σου βοᾷ πρός με ἐκ τῆς γῆς.
Γεν. 4,10 Είπε δε ο Κυριος· “τι είναι αυτό που έκαμες; Η
φωνή του αίματος του φονευθέντος αδελφού σου υψώνεται από την γην στον ουρανόν
προς εμέ και βοά ζητούσα την τιμωρίαν σου.
Γεν. 4,11 καὶ νῦν ἐπικατάρατος
σὺ ἀπὸ τῆς γῆς, ἣ ἔχανε τὸ
στόμα αὐτῆς δέξασθαι τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ
σου ἐκ τῆς χειρός σου·
Γεν. 4,11 Και τώρα θα είσαι συ κατηραμένος και σαν ξένος
από την γην αυτήν, η οποία ήνοιξε το στόμα της και κατέπιε το αίμα του αδελφού
σου, τον οποίον συ με το εγκληματικόν σου χέρι εφόνευσες.
Γεν. 4,12 ὅτε ἐργᾷ
τὴν γῆν, καὶ οὐ προσθήσει τὴν ἰσχὺν αὐτῆς
δοῦναί σοι· στένων καὶ τρέμων ἔσῃ ἐπὶ
τῆς γῆς.
Γεν. 4,12 Οταν εργάζεσαι και καλλιεργής την γην αυτήν, δεν
θα παρέχη την δύναμίν της να αποδώση εις σε τους καρπούς της. Συ δε θα
ευρίσκεσαι συνεχώς εις κατάστασιν στεναγμών και τρόμων, και σαν καταδιωκόμενος
θα περιπλανάσαι επάνω εις την γην αυτήν”.
Γεν. 4,13 καὶ εἶπε
Κάϊν πρὸς Κύριον τὸν Θεόν· μείζων ἡ αἰτία μου τοῦ
ἀφεθῆναί με·
Γεν. 4,13 Εκραξε τότε ο Καϊν απηλπισμένος και αναστατωμένος
προς τον Θεόν· “το έγκλημα και η ενόχη μου είναι μεγαλυτέρα από την θείαν
συγγνώμην.
Γεν. 4,14 εἰ ἐκβάλλεις
με σήμερον ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ
τοῦ προσώπου σου κρυβήσομαι, καὶ ἔσομαι στένων καὶ
τρέμων ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἔσται πᾶς ὁ
εὑρίσκων με, ἀποκτενεῖ με.
Γεν. 4,14 Εάν όμως με διώξης από την περιοχήν αυτήν, όπου
σήμερον ευρίσκομαι, και αποστρέψης το πρόσωπόν σου από εμέ και θα είμαι σαν
κρυμμένος από την θείαν σου παρουσίαν, θα περιφέρωμαι στενάζων και τρέμων εις
την γην, και τότε ο πρώτος τυχών, που θα με συναντήση, θα με φονεύση”.
Γεν. 4,15 καὶ εἶπεν
αὐτῷ Κύριος ὁ Θεός· οὐχ οὕτως, πᾶς ὁ
ἀποκτείνας Κάϊν ἑπτὰ ἐκδικούμενα παραλύσει. καὶ ἔθετο
Κύριος ὁ Θεὸς σημεῖον τῷ Κάϊν τοῦ μὴ ἀνελεῖν
αὐτὸν πάντα τὸν εὑρίσκοντα αὐτόν.
Γεν. 4,15 Είπε δε προς αυτόν ο Θεός· “δεν θα συμβή κάτι
τέτοιο· διότι εκείνος ο οποίος θα φονεύση τον Καιν, θα επισύρη εναντίον του
πολύ περισσοτέρας τιμωρίας και θα παραλύση κάτω από το βάρος αυτών”. Εθεσε δε ο
Θεός κάποιο σημάδι στον Καϊν, ώστε κανείς από όσους θα τον συναντούσαν, να μη
τον φονεύση.
Γεν. 4,16 ἐξῆλθε δὲ
Κάϊν ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ καὶ ᾤκησεν ἐν
γῇ Ναὶδ κατέναντι Ἐδέμ.
Γεν. 4,16 Εφυγε δε τότε ο Καϊν από την περιοχήν, εις την
οποίαν μέχρι τότε ευρίσκετο και είχε την ευλογίαν του Θεού, και κατώκησεν εις
την χώραν Ναίδ, η οποία ευρίσκετο απέναντι από την Εδέμ.
Γεν. 4,17 Καὶ ἔγνω
Κάϊν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκε
τὸν Ἐνώχ. καὶ ἦν οἰκοδομῶν πόλιν καὶ ἐπωνόμασε
τὴν πόλιν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ
αὐτοῦ, Ἐνώχ.
Γεν. 4,17 Ο Καϊν εγνώρισε τότε την σύζυγόν του, η οποία
έμεινεν έγκυος και εγέννησε τον Ενώχ. Εκτισε δε ο Καϊν μίαν πόλιν και ωνόμασεν
αυτήν με το όνομα του υιού του, Ενώχ.
Γεν. 4,18 ἐγεννήθη δὲ
τῷ Ἐνὼχ Γαϊδάδ, καὶ Γαϊδὰδ ἐγέννησε τὸν
Μαλελεήλ, καὶ Μαλελεὴλ ἐγέννησε τὸν Μαθουσάλα, καὶ
Μαθουσάλα ἐγέννησε τὸν Λάμεχ.
Γεν. 4,18 Από δε τον Ενώχ εγεννήθη ο Γαϊδάδ. Ο Γαϊδάδ
εγέννησε τον Μαλελεήλ, ο δε Μαλελεήλ εγέννησε τον Μαθουσάλα, και ο Μαθουσάλα
εγέννησε τον Λαμεχ.
Γεν. 4,19 καὶ ἔλαβεν
ἑαυτῷ Λάμεχ δύο γυναῖκας, ὄνομα τῇ μιᾷ Ἀδά,
καὶ ὄνομα τῇ δευτέρᾳ Σελλά.
Γεν. 4,19 Ελαβε δε ο Λαμεχ δύο συγχρόνως συζύγους. Η μία
ωνομάζετο Αδά και η δευτέρα Σελλά.
Γεν. 4,20 καὶ ἔτεκεν
Ἀδὰ τὸν Ἰωβήλ· οὗτος ἦν πατὴρ οἰκούντων
ἐν σκηναῖς κτηνοτρόφων.
Γεν. 4,20 Η Αδά εγέννησε τον Ιωβήλ. Αυτός η το γενάρχης των
κτηνοτρόφων, οι οποίοι περιφερόμενοι ανά τας διαφόρους βοσκησίμους περιοχάς δεν
είχον μόνιμον οικίαν, αλλά εζούσαν εις σκηνάς.
Γεν. 4,21 καὶ ὄνομα
τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ Ἰουβάλ· οὗτος ἦν
ὁ καταδείξας ψαλτήριον καὶ κιθάραν.
Γεν. 4,21 Αδελφός του Ιωβήλ ήτο ο Ιουβάλ. Αυτός ήτο συνθέτης
ύμνων και διδάσκαλος της μουσικής.
Γεν. 4,22 Σελλὰ δὲ
καὶ αὐτὴ ἔτεκε τὸν Θόβελ, καὶ ἦν
σφυροκόπος χαλκεὺς χαλκοῦ καὶ σιδήρου· ἀδελφὴ
δὲ Θόβελ Νοεμά.
Γεν. 4,22 Η Σελλά εγέννησε και αυτή τον Θοβελ, ο οποίος
κατειργάζετο τον χαλκόν και τον σίδηρον και κατεσκεύαζεν εργαλεία. Αδελφή δε
του Θοβελ ήτο η Νοεμά.
Γεν. 4,23 εἶπε δὲ
Λάμεχ ταῖς ἑαυτοῦ γυναιξίν· Ἀδὰ καὶ
Σελλά, ἀκούσατέ μου τῆς φωνῆς, γυναῖκες Λάμεχ, ἐνωτίσασθέ
μου τοὺς λόγους, ὅτι ἄνδρα ἀπέκτεινα εἰς τραῦμα
ἐμοὶ καὶ νεανίσκον εἰς μώλωπα ἐμοί·
Γεν. 4,23 Ο δε Λαμεχ καυχώμενος δια την αγριότητά του, είπεν
εις τας γυναίκας του· “Αδά και Σελλά, ακούσατε την φωνήν μου· γυναίκες Λαμεχ
ανοίξατε τα αυτιά σας δια να ακούσετε τους λόγους μου· εφόνευσα ένα άνδρα,
διότι με επλήγωσε, και ένα νεανίαν διότι με ετραυμάτισε.
Γεν. 4,24 ὅτι ἑπτάκις
ἐκδεδίκηται ἐκ Κάϊν, ἐκ δὲ Λάμεχ ἑβδομηκοντάκις ἑπτά.
Γεν. 4,24 Επτά φοράς ετιμωρήθη ο Καϊν δια τον φόνον του αδελφού
του, εβδομήκοντα φοράς επτά θα τιμωρώ εγώ ο Λαμεχ εκείνον, που θα τολμήση να με
θίξη”.
Γεν. 4,25 Ἔγνω δὲ Ἀδὰμ
Εὔαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ συλλαβοῦσα
ἔτεκεν υἱόν, καὶ ἐπωνόμασε τὸ ὄνομα αὐτοῦ
Σήθ, λέγουσα· ἐξανέστησε γάρ μοι ὁ Θεὸς σπέρμα ἕτερον
ἀντὶ Ἄβελ, ὃν ἀπέκτεινε Κάϊν.
Γεν. 4,25 Ο δε Αδάμ εγνώρισε πάλιν την γυναίκα αυτού, η
οποία έμεινεν έγκυος και εγέννησεν υιόν, τον οποίον ωνόμασε Σηθ λέγουσα· “ο
Θεός μου έδωσε άλλο παιδί αντί του Αβελ, τον οποίον εφόνευσεν ο Καϊν”.
Γεν. 4,26 καὶ τῷ Σὴθ
ἐγένετο υἱός, ἐπωνόμασε δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ
Ἐνώς· οὗτος ἤλπισεν ἐπικαλεῖσθαι τὸ ὄνομα
Κυρίου τοῦ Θεοῦ.
Γεν. 4,26 Ο δε Σηθ απέκτησεν υιόν, τον οποίον ωνόμασεν Ενώς.
Αυτός δε ο Ενώς επίστευεν και ήλπιζεν στον Θεόν, ελάτρευε και επεκαλείτο
πάντοτε το όνομα Κυρίου του Θεού.
ΓΕΝΕΣΙΣ
5
Γεν. 5,1 Αὕτη ἡ
βίβλος γενέσεως ἀνθρώπων· ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν ὁ
Θεὸς τὸν Ἀδάμ, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν
αὐτόν·
Γεν. 5,1 Αυτή είναι η ιστορία της δημιουργίας των πρώτων
ανθρώπων, όταν ο Θεός εδημιούργησε τον Αδάμ. Εδημιούργησεν αυτόν κατ' εικόνα
Θεού.
Γεν. 5,2 ἄρσεν καὶ
θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς καὶ εὐλόγησεν αὐτούς·
καὶ ἐπωνόμασε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἀδάμ, ᾗ
ἡμέρᾳ ἐποίησεν αὐτούς·
Γεν. 5,2 Απ' αρχής άνδρα και γυναίκα εδημιούργησεν ο
Θεός, τους οποίους και ευλόγησε. Κατά δε την ημέραν κατά την οποίαν τους
εδημιούργησεν, έδωσεν στον πρώτον άνθρωπον το όνομα Αδάμ.
Γεν. 5,3 ἔζησε δὲ Ἀδὰμ
τριάκοντα καὶ διακόσια ἔτη, καὶ ἐγέννησε κατὰ τὴν
ἰδέαν αὐτοῦ καὶ κατὰ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ
καὶ ἐπωνόμασε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Σήθ.
Γεν. 5,3 Εζησε δε ο Αδάμ διακόσια τριάκοντα έτη και
εγέννησε κατά τα χαρακτηριστικά αυτού σωματικά και ψυχικά ιδιώματα υιόν, τον
οποίον ωνόμασε Σηθ.
Γεν. 5,4 ἐγένοντο δὲ
αἱ ἡμέραι τοῦ Ἀδάμ, ἃς ἔζησε μετά τὸ
γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Σήθ, ἔτη ἑπτακόσια, καὶ
ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρας.
Γεν. 5,4 Μετά δε την γέννησιν του Σηθ έζησεν ο Αδάμ
επτακόσια έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας.
Γεν. 5,5 καὶ ἐγένοντο
πᾶσαι αἱ ἡμέραι Ἀδάμ, ἃς ἔζησε, τριάκοντα
καὶ ἐννακόσια ἔτη, καὶ ἀπέθανεν.
Γεν. 5,5 Ολα τα έτη, τα οποία έζησεν ο Αδάμ, ανήλθον εις
εννεακόσια τριάκοντα, μετά τα οποία και απέθανε.
Γεν. 5,6 Ἔζησε δὲ
Σὴθ πέντε καὶ διακόσια ἔτη καὶ ἐγέννησε τὸν
Ἐνώς.
Γεν. 5,6 Ο δε Σηθ όταν ήτο εις ηλικίαν διακοσίων πέντε
ετών, εγέννησε τον Ενώς.
Γεν. 5,7 καὶ ἔζησε
Σὴθ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Ἐνὼς
ἑπτὰ ἔτη καὶ ἑπτακόσια καὶ ἐγέννησεν
υἱοὺς καὶ θυγατέρας.
Γεν. 5,7 Μετά δε την γέννησιν του Ενώς έζησεν επτακόσια
επτά έτη και απέκτησεν υιούς και θυγατέρας.
Γεν. 5,8 καὶ ἐγένοντο
πᾶσαι αἱ ἡμέραι Σὴθ δώδεκα καὶ ἐννακόσια ἔτη,
καὶ ἀπέθανε.
Γεν. 5,8 Ολα τα έτη, τα οποία έζησεν ο Σηθ ανήλθον εις
εννεακόσια δώδεκα και έπειτα απέθανεν.
Γεν. 5,9 Καὶ ἔζησεν
Ἐνὼς ἔτη ἑκατὸν ἐνενήκοντα καὶ ἐγέννησε
τὸν Καϊνᾶν.
Γεν. 5,9 Ο Ενώς, όταν έφθασεν εις ηλικίαν εκατόν
ενενήκοντα ετών, εγέννησε τον Καϊνάν.
Γεν. 5,10 καὶ ἔζησεν
Ἐνὼς μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν
Καϊνᾶν πεντεκαίδεκα ἔτη καὶ ἑπτακόσια καὶ ἐγέννησεν
υἱοὺς καὶ θυγατέρας.
Γεν. 5,10 Εζησε δε μετά την γέννησιν του Καϊνάν επτακόσια
δέκα πέντε έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας.
Γεν. 5,11 καὶ ἐγένοντο
πᾶσαι αἱ ἡμέραι Ἐνὼς πέντε ἔτη καὶ ἐννακόσια,
καὶ ἀπέθανε.
Γεν. 5,11 Εζησε εν συνόλω εννεακόσια πέντε έτη και
απέθανεν.
Γεν. 5,12 Καὶ ἔζησε
Καϊνᾶν ἑβδομήκοντα καὶ ἑκατὸν ἔτη, καὶ
ἐγέννησε τὸν Μαλελεήλ.
Γεν. 5,12 Ο Καϊνάν εις ηλικίαν εκατόν εβδομήκοντα ετών
εγέννησε τον Μαλελεήλ.
Γεν. 5,13 καὶ ἔζησε
Καϊνᾶν μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν
Μαλελεὴλ τεσσαράκοντα καὶ ἑπτακόσια ἔτη καὶ ἐγέννησεν
υἱοὺς καὶ θυγατέρας.
Γεν. 5,13 Μετά την γέννησιν του Μαλελεήλ έζησεν ο Καϊνάν
επτακόσια τεσσαράκοντα ακόμη έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας.
Γεν. 5,14 καὶ ἐγένοντο
πᾶσαι αἱ ἡμέρα Καϊνᾶν δέκα ἔτη καὶ ἐννακόσια,
καὶ ἀπέθανε.
Γεν. 5,14 Ολα τα έτη της ζωής του Καϊνάν επανήλθον εις
εννεακόσια δέκα, μετά τα οποία και απέθανεν.
Γεν. 5,15 Καὶ ἔζησε
Μαλελεὴλ πέντε καὶ ἑξήκοντα καὶ ἑκατὸν ἔτη
καὶ ἐγέννησε τὸν Ἰάρεδ.
Γεν. 5,15 Ο δε Μαλελεήλ, όταν έφθασεν εις την ηλικίαν των
εκατόν εξήκοντα πέντε ετών, απέκτησε τον Ιάρεδ.
Γεν. 5,16 καὶ ἔζησε
Μαλελεὴλ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Ἰάρεδ
ἔτη τριάκοντα καὶ ἑπτακόσια καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς
καὶ θυγατέρας.
Γεν. 5,16 Μετά δε την γέννησιν του Ιάρεδ έζησεν ο Μαλελεήλ
επτακόσια τριάκοντα έτη και απέκτησεν υιούς και θυγατέρας.
Γεν. 5,17 καὶ ἐγένοντο
πᾶσαι αἱ ἡμέραι Μαλελεήλ, ἔτη πέντε καὶ ἐνενήκοντα
καὶ ὀκτακόσια, καὶ ἀπέθανε.
Γεν. 5,17 Ολα δε τα έτη της ζωής του Μαλελεήλ ανήλθον εις
οκτακόσια ενενήκοντα πέντε, μετά τα οποία και απέθανεν.
Γεν. 5,18 Καὶ ἔζησεν
Ἰάρεδ δύο καὶ ἑξήκοντα ἔτη καὶ ἑκατὸν
καὶ ἐγέννησε τὸν Ἐνώχ.
Γεν. 5,18 Ο Ιάρεδ, όταν ήτο εκατόν εξήκοντα δύο ετών,
απέκτησε τον Ενώχ.
Γεν. 5,19 καὶ ἔζησεν
Ἰάρεδ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Ἐνὼχ
ὀκτακόσια ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ
θυγατέρας.
Γεν. 5,19 Και έζησε μετά την γέννησιν του Ενώχ οκτακόσια
έτη, κατά τα οποία απέκτησεν υιούς και θυγατέρας.
Γεν. 5,20 καὶ ἐγένοντο
πᾶσαι αἱ ἡμέραι Ἰάρεδ δύο καὶ ἑξήκοντα καὶ
ἐννακόσια ἔτη, καὶ ἀπέθανε.
Γεν. 5,20 Ολα τα έτη της ζωής του Ιάρεδ ενήλθον εις
εννεακόσια εξήκοντα δύο, οπότε και απέθανεν.
Γεν. 5,21 Καὶ ἔζησεν
Ἐνὼχ πέντε καὶ ἑξήκοντα καὶ ἑκατὸν ἔτη
καὶ ἐγέννησε τὸν Μαθουσάλα.
Γεν. 5,21 Ο Ενώχ εις ηλικίαν εκατόν εξήκοντα πέντε ετών
εγέννησε τον Μαθουσάλα.
Γεν. 5,22 εὐηρέστησε δὲ
Ἐνὼχ τῷ Θεῷ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν
τὸν Μαθουσάλα διακόσια ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς
καὶ θυγατέρας.
Γεν. 5,22 Μετά την γέννησιν του Μαθουσάλα έζησε ζωήν
ευάρεστον στον Θεόν επί διακόσια έτη, κατά τα οποία απέκτησεν υιούς και
θυγατέρας.
Γεν. 5,23 καὶ ἐγένοντο
πᾶσαι αἱ ἡμέραι Ἐνὼχ πέντε καὶ ἑξήκοντα
καὶ τριακόσια ἔτη.
Γεν. 5,23 Ολα δε τα έτη, τα οποία έζησεν ο Ενώχ, ανήλθον εις
τριακόσια εξήκοντα πέντε.
Γεν. 5,24 καὶ εὐηρέστησεν
Ἐνὼχ τῷ Θεῷ καὶ οὐχ εὑρίσκετο, ὅτι
μετέθηκεν αὐτὸν ὁ Θεός.
Γεν. 5,24 Ο Ενώχ, δια την ευσέβειαν και την αρετήν αυτού,
έγινεν αγαπητός και αρεστός στον Θεόν. Δι' αυτό και εξηφανίσθη από την γην,
διότι ο Θεός τον μετέθεσε ζώντα στους ουρανούς.
Γεν. 5,25 Καὶ ἔζησε
Μαθουσάλα ἑπτὰ ἔτη καὶ ἑξήκοντα καὶ ἑκατὸν
καὶ ἐγέννησε τὸν Λάμεχ.
Γεν. 5,25 Ο Μαθουσάλα, όταν έφθασεν εις την ηλικίαν των
εκατόν εξήκοντα επτά ετών, εγέννησε τον Λαμεχ.
Γεν. 5 ,26 καὶ ἔζησε
Μαθουσάλα μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Λάμεχ
δύο καὶ ὀκτακόσια ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς
καὶ θυγατέρας.
Γεν. 5,26 Μετά δε την γέννησιν του Λαμεχ έζησεν ακόμη
οκτακόσια δύο έτη και απέκτησεν υιούς και θυγατέρας.
Γεν. 5,27 καὶ ἐγένοντο
πᾶσαι αἱ ἡμέραι Μαθουσάλα, ἃς ἔζησεν, ἐννέα
καὶ ἑξήκοντα καὶ ἐννακόσια ἔτη, καὶ ἀπέθανε.
Γεν. 5,27 Ολα δε τα έτη της ζωής του Μαθουσάλα ανήλθον εις
εννεακόσια εξήκοντα εννέα, μετά τα οποία και απέθανεν.
Γεν. 5,28 Καὶ ἔζησε
Λάμεχ ὀκτὼ καὶ ὀγδοήκοντα καὶ ἑκατὸν ἔτη
καὶ ἐγέννησεν υἱόν.
Γεν. 5,28 Ο Λαμεχ εις ηλικίαν εκατόν ογδοήκοντα οκτώ ετών
απέκτησε υιόν.
Γεν. 5,29 καὶ ἐπωνόμασε
τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε λέγων· οὗτος
διαναπαύσει ἡμᾶς ἀπό τῶν ἔργων ἡμῶν
καὶ ἀπὸ τῶν λυπῶν τῶν χειρῶν ἡμῶν
καὶ ἀπὸ τῆς γῆς, ἧς κατηράσατο Κύριος ὁ
Θεός.
Γεν. 5,29 Ωνόμασε δε αυτόν Νώε, λέγων ότι “ούτος θα μας
αναπαύση από τα κοπιώδη και κακά ημών έργα, από τας θλίψεις των έργων των
χειρών μας και από τους κόπους της αγόνου γης, την οποίαν έχει καταρασθή ο
Θεός”.
Γεν. 5,30 καὶ ἔζησε
Λάμεχ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Νῶε
πεντακόσια καὶ ἑξήκοντα καὶ πέντε ἔτη καὶ ἐγέννησεν
υἱοὺς καὶ θυγατέρας.
Γεν. 5,30 Εζησεν ο Λαμεχ μετά την γέννησιν του Νώε
πεντακόσια εξήκοντα πέντε έτη και απέκτησεν υιούς και θυγατέρας.
Γεν. 5,31 καὶ ἐγένοντο
πᾶσαι αἱ ἡμέραι Λάμεχ ἑπτακόσια καὶ πεντήκοντα
τρία ἔτη, καὶ ἀπέθανε.
Γεν. 5,31 Ολα τα έτη της ζωής του Λαμεχ έφθασαν τα
επτακόσια πεντήκοντα τρία, μετά τα οποία και απέθανεν.
Γεν. 5,32 Καὶ ἦν Νῶε
ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησε τρεῖς υἱούς,
τὸν Σήμ, τὸν Χάμ, καὶ τὸν Ἰάφεθ.
Γεν. 5,32 Ο δε Νώε ήτα πεντακοσίων ετών, όταν απέκτησε τους
τρεις υιούς του, τον Σημ, τον Χαμ και τον Ιάφεθ.
ΓΕΝΕΣΙΣ
6
Γεν. 6,1 Καὶ ἐγένετο
ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ
τῆς γῆς, καὶ θυγατέρες ἐγεννήθησαν αὐτοῖς.
Γεν. 6,1 Οταν ήρχισαν να πληθύνωνται οι άνθρωποι επί της
γης, επληθύνοντο αναλόγως και αι γυναίκες των αμαρτωλών ανθρώπων, των απογόνων
του Καϊν.
Γεν. 6,2 ἰδόντες δὲ
οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων
ὅτι καλαί εἰσιν, ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ
πασῶν, ὧν ἐξελέξαντο.
Γεν. 6,2 Οι άνθρωποι του Θεού, ιδόντες ότι αι γυναίκες
του διεφθαρμένου κόσμου ήσαν ωραίαι, κατά τρόπον δε σαρκικόν σκεπτόμενοι και
από την εξωτερικήν ωραιότητα ελκυόμενοι εξέλεξαν και έλαβον συζύγους από τας
θυγατέρας των διεφθαρμένων ανθρώπων.
Γεν. 6,3 καὶ εἶπε
Κύριος ὁ Θεός· οὐ μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά
μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα
διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας, ἔσονται δὲ
αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἔτη.
Γεν. 6,3 Είδεν ο Θεός την σαρκικότητα αυτήν των ανθρώπων
και είπε· “δεν θα παραμείνη πλέον το πνεύμα μου στους ανθρώπους τούτους, διότι
κυριαρχούνται εξ ολοκλήρου από σαρκικά φρονήματα. Ολαι δε αι υπολειπόμεναι
ημέραι της ζωής των θα περιορισθούν μόνον εις εκατόν είκοσιν έτη”.
Γεν. 6,4 οἱ δὲ
γίγαντες ἦσαν ἐπὶ τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις
ἐκείναις· καὶ μετ᾿ ἐκεῖνο, ὡς ἂν
εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὰς
θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς·
ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ γίγαντες οἱ ἀπ᾿ αἰῶνος,
οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί.
Γεν. 6,4 Την εποχήν εκείνην υπήρχον οι γίγαντες εις την
γην. Αλλά και κατόπιν, όταν οι άνθρωποι του Θεού ελάμβανον ως συζύγους γυναίκας
του αμαρτωλού κόσμου, εγεννούσαν γίγαντας. Οι δε γίγαντες εκείνοι και διαβόητοι
άνθρωποι επί της γης.
Γεν. 6,5 Ἰδὼν δὲ
Κύριος ὁ Θεός, ὅτι ἐπληθύνθησαν αἱ κακίαι τῶν ἀνθρώπων
ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶς τις διανοεῖται ἐν
τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ
πονηρὰ πάσας τὰς ἡμέρας,
Γεν. 6,5 Ο Θεός ιδών ότι επληθύνθησαν και επληθύνοντο
συνεχώς αι αμαρτίαι των ανθρώπων επί της γης και ότι η καρδία παντός ανθρώπου
ήτο δοσμένη εις την αμαρτίαν, και τα πονηρά πάντοτε έργα είχεν ως αντικείμενον
των επιθυμιών και σκέψεών της,
Γεν. 6,6 καὶ ἐνεθυμήθη
ὁ Θεὸς ὅτι ἐποίησε τὸν ἄνθρωπον ἐπὶ
τῆς γῆς, καὶ διενοήθη.
Γεν. 6,6 εσκέφθη ότι αυτός εδημιούργησεν εις την γην τον
άνθρωπον να ζη κατά το θείον θέλημα και ελυπήθη δια το κατάντημα των ανθρώπων.
Γεν. 6,7 καὶ εἶπεν
ὁ Θεός· ἀπαλείψω τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἐποίησα
ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς, ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως
κτήνους καὶ ἀπό ἑρπετῶν ἕως πετεινῶν τοῦ
οὐρανοῦ, ὅτι μετεμελήθην ὅτι ἐποίησα αὐτούς.
Γεν. 6,7 Απεφάσισε δε ο Θεός και είπε· “θα εξαφανίσω από
το πρόσωπον της γης τον άνθρωπον, τον οποίον εδημιούργησα, και μαζή με αυτόν
κάθε άλλο ζωντανόν ον από ανθρώπου μέχρι κτήνους, από τα ερπετά της γης έως τα
πτηνά του ουρανού, διότι μετεμελήθην που τους εδημιούργησα”.
Γεν. 6,8 Νῶε δὲ εὗρε
χάριν ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ.
Γεν. 6,8 Ο Νώε όμως δια την αρετήν αυτού απελάμβανε την
ευμένειαν και προστασίαν του Θεού.
Γεν. 6,9 Αὗται δὲ
αἱ γενέσεις Νῶε· Νῶε ἄνθρωπος δίκαιος, τέλειος ὢν
ἐν τῇ γενεᾷ αὐτοῦ· τῷ Θεῷ εὐηρέστησε
Νῶε.
Γεν. 6,9 Αυτή δε είναι η ιστορία και τα γεγονότα της
εποχής του Νώε. Ο Νώε ήτο άνθρωπος δίκαιος, τέλειος εις την εποχήν του. Δια την
πίστιν και την αρετήν αυτού ήτο ευάρεστος ενώπιον του Θεού.
Γεν. 6,10 ἐγέννησε δὲ
Νῶε τρεῖς υἱούς, τὸν Σήμ, τὸν Χάμ, τὸν Ἰάφεθ.
Γεν. 6,10 Απέκτησε τρεις υιούς, τον Σημ, τον Χαμ και τον
Ιάφεθ.
Γεν. 6,11 ἐφθάρη δὲ ἡ
γῆ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐπλήσθη ἡ γῆ
ἀδικίας.
Γεν. 6,11 Οι άνθρωποι όμως της εποχής εκείνης είχον
παρεκτραπή και διαφθαρή ενώπιον του Θεού και επλημμύρησεν η γη από κάθε
αδικίαν.
Γεν. 6,12 καὶ εἶδε
Κύριος ὁ Θεὸς τὴν γῆν, καὶ ἦν κατεφθαρμένη,
ὅτι κατέφθειρε πᾶσα σὰρξ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ
ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 6,12 Είδε Κυριος ο Θεός την γην, όπου κατοικούσαν οι
άνθρωποι, ότι ήτο αθεραπεύτως διεφθαρμένη, διότι κάθε άνθρωπος είχε παρεκκλίνει
από την ευθείαν οδόν και επορεύετο τον δρόμον της διαφθοράς.
Γεν. 6,13 καὶ εἶπε
Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Νῶε· καιρὸς παντὸς ἀνθρώπου
ἥκει ἐναντίον μου, ὅτι ἐπλήσθη ἡ γῆ ἀδικίας
ἀπ᾿ αὐτῶν, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ
καταφθείρω αὐτοὺς καὶ τὴν γῆν.
Γεν. 6,13 Είπε τότε Κυριος ο Θεός προς τον Νώε· “το τέλος
όλων των ανθρώπων έφθασε, διότι εγέμισεν η γη από τας αμαρτίας των. Και ιδού
ότι εγώ θα καταστρέψω αυτούς και την γην, εις την οποίαν κατοικούν.
Γεν. 6,14 ποίησον οὖν
σεαυτῷ κιβωτὸν ἐκ ξύλων τετραγώνων· νοσσιὰς
ποιήσεις τὴν κιβωτὸν καὶ ἀσφαλτώσεις αὐτὴν ἔσωθεν
καὶ ἔξωθεν τῇ ἀσφάλτῳ.
Γεν. 6,14 Συ όμως να κατασκευάσης δια τον εαυτόν σου μίαν
κιβωτόν από ξύλα πλανισμένα τετράγωνα· να την χωρίσης εις μικρά δωμάτια και να
την αλείψης με πίσσαν από μέσα και απ' έξω.
Γεν. 6,15 καὶ οὕτω
ποιήσεις τὴν κιβωτόν· τριακοσίων πήχεων τὸ μῆκος τῆς
κιβωτοῦ καὶ πεντήκοντα πήχεων τὸ πλάτος καὶ τριάκοντα
πήχεων τὸ ὕψος αὐτῆς·
Γεν. 6,15 Ως εξής θα κατασκεύασης την κιβωτόν. Το μήκος
αυτής θα είναι τριακόσιοι πήχεις (
Γεν. 6,16 ἐπισυνάγων
ποιήσεις τὴν κιβωτὸν καὶ εἰς πῆχυν συντελέσεις αὐτὴν
ἄνωθεν· τὴν δὲ θύραν τῆς κιβωτοῦ ποιήσεις ἐκ
πλαγίων· κατάγαια διώροφα καὶ τριώροφα ποιήσεις αὐτήν.
Γεν. 6,16 Θα συγκλείσης δε τας πλευράς της κιβωτού στο ύψος,
ώστε η επάνω σκέπη αυτής θα έχη το πλάτος ενός μόνον πήχεως. Την θύραν της
κιβωτού θα την κατασκευάσης εις τα πλάγια αυτής. Θα διαιρέσης την κιβωτόν εις
τρεις ορόφους, στο ισόγειον, τον πρώτον όροφον και τον δεύτερον.
Γεν. 6,17 ἐγὼ δὲ
ἰδοὺ ἐπάγω τὸν κατακλυσμόν, ὕδωρ ἐπὶ
τὴν γῆν καταφθεῖραι πᾶσαν σάρκα, ἐν ᾗ ἐστι
πνεῦμα ζωῆς, ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ· καὶ
ὅσα ἐὰν ᾖ ἐπὶ τῆς γῆς,
τελευτήσει.
Γεν. 6,17 Εγώ δε θα εξαπολύσω τον κατακλυσμόν, ύδατα πολλά
επάνω εις την επιφάνειαν της γης, ώστε να καταστραφή κάθε σαρξ, κάθε τι το
οποίον κάτω από τον ουρανόν έχει ζωήν όλα όσα υπάρχουν επάνω εις την γην,
άνθρωποι και πτηνά και τετράποδα και ερπετά θα αποθάνουν.
Γεν. 6,18 καὶ στήσω τὴν
διαθήκην μου μετὰ σοῦ· εἰσελεύσῃ δὲ εἰς
τὴν κιβωτὸν σὺ καὶ οἱ υἱοί σου καὶ ἡ
γυνή σου καὶ αἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν σου μετὰ
σοῦ.
Γεν. 6,18 Συ όμως δια την αρετήν σου θα σωθής θα εισέλθης
εις την κιβωτόν, συ και τα παιδιά σου και η γυναίκα σου και αι γυναίκες των
παιδιών σου μαζή με σέ.
Γεν. 6,19 καὶ ἀπὸ
πάντων τῶν κτηνῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν ἑρπετῶν
καὶ ἀπὸ πάντων τῶν θηρίων καὶ ἀπὸ
πάσης σαρκός, δύο δύο ἀπὸ πάντων εἰσάξεις εἰς τὴν
κιβωτόν, ἵνα τρέφῃς μετὰ σεαυτοῦ· ἄρσεν καὶ
θῆλυ ἔσονται.
Γεν. 6,19 Και θα πάρης μαζή σου από όλα τα κτήνη και από όλα
τα ερπετά και από όλα τα θηρία και από κάθε είδος που ζη εις την γην κατά
ζεύγη, θα τα εισαγάγης εις την κιβωτόν, ώστε μαζή με σε να σωθούν, και συ θα
έχης την φροντίδα της διατροφής των. Καθε ζεύγος ζώων θα αποτελήται από
αρσενικόν και θηλυκόν.
Γεν. 6,20 ἀπὸ πάντων
τῶν ὀρνέων τῶν πετεινῶν κατὰ γένος, καὶ ἀπὸ
πάντων τῶν κτηνῶν κατὰ γένος καὶ ἀπὸ πάντων
τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς
γῆς κατὰ γένος αὐτῶν, δύο δύο ἀπὸ πάντων εἰσελεύσονται
πρὸς σὲ τρέφεσθαι μετὰ σοῦ, ἄρσεν καὶ θῆλυ.
Γεν. 6,20 Θα πάρης μαζή σου από όλα τα είδη των κτηνών, των
μικρών και των μεγάλων, και από όλα τα ερπετά που έρπουν εις την γην κατά το
γένος αυτών. Ζεύγος άρσεν και θήλυ από όλα αυτά θα εισέλθουν εις την κιβωτόν,
δια να διασωθούν και τραφούν μαζή σου.
Γεν. 6,21 σὺ δὲ λήψῃ
σεαυτῷ ἀπὸ πάντων τῶν βρωμάτων, ἃ ἔδεσθε,
καὶ συνάξεις πρὸς σεαυτόν, καὶ ἔσται σοι καὶ ἐκείνοις
φαγεῖν.
Γεν. 6,21 Συ δε θα πάρης ακόμη μαζή σου από όλα τα είδη των
τροφών, τας οποίας τρώγετε, και θα τας συγκεντρώσης δια τον εαυτόν σου. Ακόμη
δε θα μεριμνήσης και δια την διατροφήν των ζώων, ώστε και συ και εκείνα να
έχουν τροφάς κατά το διάστημα του κατακλυσμού.
Γεν. 6,22 καὶ ἐποίησε
Νῶε πάντα, ὅσα ἐνετείλατο αὐτῷ Κύριος ὁ
Θεός, οὕτως ἐποίησε.
Γεν. 6,22 Ο Νώε εξετέλεσε με ακρίβειαν όλα όσα διέταξε Κυριος
ο Θεός· έπραξεν, όπως εκείνος είχε διατάξει.
ΓΕΝΕΣΙΣ
7
Γεν. 7,1 Καὶ εἶπε
Κύριος ὁ Θεὸς πρὸς Νῶε· εἴσελθε σὺ καὶ
πᾶς ὁ οἶκός σου εἰς τὴν κιβωτόν, ὅτι σὲ
εἶδον δίκαιον ἐναντίον μου ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ.
Γεν. 7,1 Τοτε είπε Κυριος ο Θεός προς τον Νώε· “είσελθε
συ και όλη η οικογένειά σου εις την κιβωτόν, διότι μόνον σε μέσα εις την γενεάν
αυτήν ευρήκα πιστόν και ενάρετον ενώπιόν μου.
Γεν. 7,2 ἀπὸ δὲ
τῶν κτηνῶν τῶν καθαρῶν εἰσάγαγε πρὸς σὲ
ἑπτὰ ἑπτά, ἄρσεν καὶ θῆλυ, ἀπὸ
δὲ τῶν κτηνῶν τῶν μὴ καθαρῶν δύο δύο, ἄρσεν
καὶ θῆλυ,
Γεν. 7,2 Από τα ζώα τα καθαρά εισάγαγε εις την κιβωτόν
ανά επτά ζεύγη, άρσεν και θήλυ· από δε τα κτήνη τα μη καθαρά ανά δύο ζεύγη
άρσεν και θήλυ.
Γεν. 7,3 καὶ ἀπὸ
τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ τῶν καθαρῶν ἑπτὰ
ἑπτά, ἄρσεν καὶ θῆλυ, καὶ ἀπὸ πάντων
τῶν πετεινῶν τῶν μὴ καθαρῶν δύο δύο, ἄρσεν
καὶ θῆλυ, διαθρέψαι σπέρμα ἐπί πᾶσαν τὴν γῆν.
Γεν. 7,3 Επίσης από τα πτηνά του ουρανού τα καθαρά ανά
επτά ζεύγη, άρσεν και θήλυ και από όλα τα πτηνά τα μη καθαρά ανά δύο ζεύγη,
άρσεν και θήλυ, ώστε να διατραφούν και σωθούν από τον κατακλυσμόν και
πολλαπλασιασθούν κατόπιν εις όλην την γην.
Γεν. 7,4 ἔτι γὰρ ἡμερῶν
ἑπτὰ ἐγὼ ἐπάγω ὑετὸν ἐπὶ
τὴν γῆν τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας καὶ
ἐξαλείψω πᾶν τὸ ἀνάστημα, ὃ ἐποίησα, ἀπὸ
προσώπου πάσης τῆς γῆς.
Γεν. 7,4 Καμε σύντομα τούτο, διότι μετά επτά ημέρας θα
εξαπολύσω κατακλυσμόν εις ολόκληρον την γην επί τεσσαράκοντα ημερονύκτια και θα
εξαφανίσω από το πρόσωπον της γης ανθρώπους και ζώα, τα οποία είχον
δημιουργήσει”.
Γεν. 7,5 καὶ ἐποίησε
Νῶε πάντα, ὅσα ἐνετείλατο αὐτῷ Κύριος ὁ
Θεός.
Γεν. 7,5 Και εξετέλεσεν ο Νώε όλα όσα διέταξε και
υπέδειξεν εις αυτόν Κυριος ο Θεός.
Γεν. 7,6 Νῶε δὲ ἦν
ἐτῶν ἑξακοσίων, καὶ ὁ κατακλυσμὸς τοῦ
ὕδατος ἐγένετο ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 7,6 Ο δε Νώε ήτο εξακοσίων ετών τότε, που έγινεν ο
κατακλυσμός εις την γην.
Γεν. 7,7 εἰσῆλθε δὲ
Νῶε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ ἡ
γυνὴ αὐτοῦ καὶ αἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν
αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ εἰς τὴν κιβωτὸν
διὰ τὸ ὕδωρ τοῦ κατατακλυσμοῦ.
Γεν. 7,7 Εισήλθε, σύμφωνα με την διαταγήν του Θεού, εις
την κιβωτόν αυτός και μαζή με αυτόν τα παιδιά του και η γυναίκα του και αι
γυναίκες των παιδιών του, δια να σωθούν από τα ύδατα του κατακλυσμού.
Γεν. 7,8 καὶ ἀπὸ
τῶν πετεινῶν τῶν καθαρῶν καὶ ἀπὸ τῶν
πετεινῶν τῶν μὴ καθαρῶν καὶ ἀπὸ τῶν
κτηνῶν τῶν καθαρῶν καὶ ἀπὸ τῶν κτηνῶν
τῶν μὴ καθαρῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν ἑρπόντων
ἐπὶ τῆς γῆς
Γεν. 7,8 Μαζή του επίσης εισήλθον από τα καθαρά και
ακάθαρτα πτηνά, από τα καθαρά και ακάθαρτα ζώα και από όλα τα ερπετά, που
σύρονται εις την γην.
Γεν. 7,9 δύο δύο εἰσῆλθον
πρὸς Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ,
καθὰ ἐνετείλατο ὁ Θεὸς τῷ Νῶε.
Γεν. 7,9 Εισήλθον μαζή με τον Νώε εις την κιβωτόν κατά
ζεύγη, αρσενικόν και θηλυκόν, όπως είχε διατάξει ο Θεός.
Γεν. 7,10 καὶ ἐγένετο
μετὰ τὰς ἑπτὰ ἡμέρας καὶ τὸ ὕδωρ
τοῦ κατακλυσμοῦ ἐγένετο ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 7,10 Επτά δε ημέρας μετά την είσοδον αυτών εξεχύθησαν
τα ύδατα του κατακλυσμού επάνω εις την γην.
Γεν. 7,11 ἐν τῷ ἑξακοσιοστῷ
ἔτει ἐν τῇ ζωῇ τοῦ Νῶε, τοῦ δευτέρου
μηνός, ἑβδόμῃ καὶ εἰκάδι τοῦ μηνός, τῇ ἡμέρᾳ
ταύτῃ ἐῤῥάγησαν πᾶσαι αἱ πηγαὶ τῆς
ἀβύσσου, καὶ οἱ καταῤῥάκται τοῦ οὐρανοῦ
ἠνεῴχθησαν.
Γεν. 7,11 Κατά το εξακοσιοστόν έτος της ηλικίας του Νώε,
εις τας είκοσι δύο του δευτέρου μηνός διερράγησαν όλαι αι πηγαί των υπογείων
υδάτων και των θαλασσών και ήνοιξαν οι καταρράκται του ουρανού εις
καταρρακτώδεις βροχάς.
Γεν. 7,12 καὶ ἐγένετο
ὑετὸς ἐπὶ τῆς γῆς τεσσαράκοντα ἡμέρας
καὶ τεσσαράκοντα νύκτας.
Γεν. 7,12 Εβρεχε δε συνεχώς επί τεσσαράκοντα ημερονύκτια εις
την γην.
Γεν. 7,13 ἐν τῇ ἡμέρᾳ
ταύτῃ εἰσῆλθε Νῶε, Σήμ, Χάμ, Ἰάφεθ, οἱ υἱοὶ
Νῶε, καὶ ἡ γυνὴ Νῶε καὶ αἱ τρεῖς
γυναῖκες τῶν υἱῶν αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ
εἰς τὴν κιβωτόν.
Γεν. 7,13 Κατά την ημέραν αυτήν, όπως είχε διατάξει ο Θεός,
εισήλθεν εις την κιβωτόν ο Νώε και τα παιδιά του, ο Σημ, ο Χαμ και ο Ιάφεθ, η
γυναίκα του Νώε και αι τρεις γυναίκες των παιδιών του.
Γεν. 7,14 καὶ πάντα τὰ
θηρία κατὰ γένος καὶ πάντα τὰ κτήνη κατὰ γένος καὶ
πᾶν ἑρπετὸν κινούμενον ἐπὶ τῆς γῆς
κατὰ γένος καὶ πᾶν ὄρνεον πετεινὸν κατὰ
γένος αὐτοῦ
Γεν. 7,14 Μαζή του επίσης είχον εισέλθει όλα τα θηρία κατά
τα είδη αυτών και όλα τα κτήνη κατά τα είδη αυτών και όλα τα είδη των ερπετών
που σύρονται εις την γην, και όλα τα πτηνά του ουρανού κατά τα είδη αυτών.
Γεν. 7,15 εἰσῆλθον
πρὸς Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν, δύο δύο ἄρσεν καὶ
θῆλυ ἀπὸ πάσης σαρκός, ἐν ᾧ ἐστι πνεῦμα
ζωῆς.
Γεν. 7,15 Κατά ζεύγη, άρρενα και θήλεα, εισήλθον μαζή με
τον Νώε εις την κιβωτόν, κάθε ζωντανόν της ξηράς.
Γεν. 7,16 καὶ τὰ εἰσπορευόμενα
ἄρσεν καὶ θῆλυ ἀπὸ πάσης σαρκὸς εἰσῆλθε,
καθὰ ἐνετείλατο ὁ Θεὸς τῷ Νῶε. καὶ ἔκλεισε
Κύριος ὁ Θεὸς τὴν κιβωτὸν ἔξωθεν αὐτοῦ.
Γεν. 7,16 Τα εισελθόντα εις την κιβωτόν ζώα ήσαν από όλα τα
είδη αρσενικά και θηλυκά, όπως είχε διατάξει ο Θεός τον Νώε. Και αφού τα πάντα
ησφαλίσθησαν εις την κιβωτόν, έκλεισεν ο ίδιος ο Θεός απ' έξω την κιβωτόν.
Γεν. 7,17 Καὶ ἐγένετο
ὁ κατακλυσμὸς τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα
νύκτας ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἐπεπληθύνθη τὸ
ὕδωρ καὶ ἐπῆρε τὴν κιβωτόν, καὶ ὑψώθη
ἀπὸ τῆς γῆς.
Γεν. 7,17 Ο κατακλυσμός εγίνετο επί τεσσαράκοντα κατά
συνέχειαν ημερονύκτια εις την γην και επληθύνθη πάρα πολύ το νερό επάνω εις την
γην, ανεσήκωσε την κιβωτόν εις την επιφάνειάν του και την ύψωσεν επάνω από την
γην.
Γεν. 7,18 καὶ ἐπεκράτει
τὸ ὕδωρ καὶ ἐπληθύνετο σφόδρα ἐπὶ τῆς
γῆς, καί ἐπεφέρετο ἡ κιβωτὸς ἐπάνω τοῦ ὕδατος.
Γεν. 7,18 Και εκυριάρχει συνεχώς το ύδωρ και επληθύνετο
ολονέν και περισσότερον επάνω εις την γην, η δε κιβωτός εφέρετο επάνω εις τα
ύδατα.
Γεν. 7,19 τὸ δὲ ὕδωρ
ἐπεκράτει σφόδρα σφόδρα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐκάλυψε
πάντα τὰ ὄρη τὰ ὑψηλά, ἃ ἦν ὑποκάτω
τοῦ οὐρανοῦ·
Γεν. 7,19 Και εξωγκώθη ακόμη περισσότερον το ύδωρ και
υπερεπληθύνθη και εσκέπασεν όλα τα όρη τα υψηλά, όσα υπήρχον κάτω από τον
ουρανόν.
Γεν. 7,20 πεντεκαίδεκα πήχεις ὑπεράνω
ὑψώθη τὸ ὕδωρ καὶ ἐπεκάλυψε πάντα τὰ ὄρη
τὰ ὑψηλά.
Γεν. 7,20 Δέκα πέντε πήχεις επάνω από τα υψηλότερα όρη υψώθη
το ύδωρ και εσκέπασεν εξ ολοκλήρου αυτά.
Γεν. 7,21 καὶ ἀπέθανε
πᾶσα σὰρξ κινουμένη ἐπὶ τῆς γῆς τῶν
πετεινῶν καὶ τῶν κτηνῶν καὶ τῶν θηρίων καὶ
πᾶν ἑρπετὸν κινούμενον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ
πᾶς ἄνθρωπος.
Γεν. 7,21 Επνίγη δε και απέθανε μέσα εις τα ύδατα του
κατακλυσμού κάθε ζωϊκή υπαρξις της γης, τα πτηνά του ουρανού και τα κτήνη και
τα θηρία και τα ερπετά που σύρονται εις την γην και κάθε άνθρωπος·
Γεν. 7,22 καὶ πάντα, ὅσα
ἔχει πνοὴν ζωῆς, καὶ πᾶν, ὃ ἦν ἐπὶ
τῆς ξηρᾶς, ἀπέθανε.
Γεν. 7,22 και όλα όσα έχουν ζωήν και αναπνέουν, κάθε τι το
οποίον έζη εις την ξηράν επνίγη.
Γεν. 7,23 καὶ ἐξήλειψε
πᾶν τὸ ἀνάστημα, ὃ ἦν ἐπί προσώπου τῆς
γῆς, ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους καὶ ἑρπετῶν
καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἐξηλείφθησαν
ἀπὸ τῆς γῆς· καὶ κατελείφθη μόνος Νῶε
καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ἐν τῇ κιβωτῷ.
Γεν. 7,23 Τοιουτοτρόπως ο Θεός εξηφάνισε κάθε ζωντανήν
ύπαρξιν επί της γης από ανθρώπου μέχρι των κτηνών και ερπετών και πτηνών του
ουρανού· τα πάντα εξηφανίσθησαν από το πρόσωπον της γης. Εμεινε δε εν τη ζωή
μόνον ο Νώε και όσοι ήσαν μαζή με αυτόν εις την κιβωτόν.
Γεν. 7,24 καὶ ὑψώθη
τὸ ὕδωρ ἐπὶ τῆς γῆς ἡμέρας ἑκατὸν
πεντήκοντα.
Γεν. 7,24 Και το ύδωρ κατεπλημμύρισε την επιφάνειαν της γης
επί εκατόν πεντήκοντα ημέρας.
ΓΕΝΕΣΙΣ
8
Γεν. 8,1 Καὶ ἀνεμνήσθη
ὁ Θεὸς τοῦ Νῶε καὶ πάντων τῶν θηρίων καὶ
πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάντων τῶν πετεινῶν καὶ
πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων, ὅσα ἦν
μετ᾿ αὐτοῦ ἐν τῇ κιβωτῷ, καὶ ἐπήγαγεν
ὁ Θεὸς πνεῦμα ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἐκόπασε
τὸ ὕδωρ,
Γεν. 8,1 Ενεθυμήθη δε ο Θεός τον Νώε και όλα τα θηρία
και όλα τα κτήνη και όλα τα πτηνά και όλα τα ερπετά, που σύρονται εις την γην,
όλα όσα ευρίσκοντο μαζή με τον Νώε εις την κιβωτόν· και έστειλε τότε ο Θεός
άνεμον εις την γην, συνεπεία του οποίου ήρχισε να υποχωρή και να ελαττώνεται το
ύδωρ, που εσκέπαζε την γην.
Γεν. 8,2 καὶ ἐπεκαλύφθησαν
αἱ πηγαὶ τῆς ἀβύσσου καὶ οἱ καταῤῥάκται
τοῦ οὐρανοῦ, καὶ συνεσχέθη ὁ ὑετὸς ἀπὸ
τοῦ οὐρανοῦ.
Γεν. 8,2 Επωματίσθησαν κατά διαταγήν του Θεού αι πηγαί
της ξηράς και της θαλάσσης, έκλεισαν οι καταρράκται του ουρανού και εσταμάτησε
τελείως η κατακλυσμιαία βροχή.
Γεν. 8,3 καὶ ἐνεδίδου
τὸ ὕδωρ πορευόμενον ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἠλαττονοῦτο
τὸ ὕδωρ μετὰ πεντήκοντα καὶ ἑκατὸν ἡμέρας.
Γεν. 8,3 Το ύδωρ υποχωρούσε ολονέν και περισσότερον και
απεσύρετο από την γην. Μετά εκατόν πεντήκοντα ημέρας από την έναρξιν του
κατακλυσμού ήρχισε να υποχωρή το ύδωρ.
Γεν. 8,4 καὶ ἐκάθισεν
ἡ κιβωτὸς ἐν μηνὶ τῷ ἑβδόμῳ, ἑβδόμῃ
καὶ εἰκάδι τοῦ μηνός, ἐπὶ τὰ ὄρη τὰ
Ἀραράτ.
Γεν. 8,4 Η κιβωτός εκάθισεν ομαλώς εις τα όρη Αραράτ κατά
την εικοστήν εβδόμην του εβδόμου μηνός.
Γεν. 8,5 τὸ δὲ ὕδωρ
ἠλαττονοῦτο ἕως τοῦ δεκάτου μηνός· καὶ ἐν
τῷ δεκάτῳ μηνί, τῇ πρώτῃ τοῦ μηνός, ὤφθησαν
αἱ κεφαλαὶ τῶν ὀρέων.
Γεν. 8,5 Το δε ύδωρ συνεχώς ηλαττώνετο μέχρι του δεκάτου
μηνός. Κατά την πρώτην του δεκάτου μηνός εφάνησαν αι κορυφαί και των άλλων
ορέων.
Γεν. 8,6 καὶ ἐγένετο
μετὰ τεσσαράκοντα ἡμέρας ἠνέῳξε Νῶε τὴν
θυρίδα τῆς κιβωτοῦ, ἣν ἐποίησε, καὶ ἀπέστειλε
τὸν κόρακα τοῦ ἰδεῖν, εἰ κεκόπακε τὸ ὕδωρ·
Γεν. 8,6 Τεσσαράκοντα δε ημέρας κατόπιν ήνοιξεν ο Νώε την
θυρίδα της κιβωτού, την οποίαν είχε κατασκευάσει, και απέλυσε τον κόρακα, δια
να ίδη εάν έπαυσε να υπάρχη νερό εις την ξηράν.
Γεν. 8,7 καὶ ἐξελθών,
οὐκ ἀνέστρεψεν ἕως τοῦ ξηρανθῆναι τὸ ὕδωρ
ἀπὸ τῆς γῆς.
Γεν. 8,7 Ο κόραξ εξελθών από την κιβωτόν δεν επέστρεψε
πλέον, ούτε και όταν εξηράνθη εντελώς το ύδωρ από την επιφάνειαν της γης.
Γεν. 8,8 καὶ ἀπέστειλε
τὴν περιστερὰν ὀπίσω αὐτοῦ ἰδεῖν, εἰ
κεκόπακε τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς.
Γεν. 8,8 Επειτα από τον κόρακα έστειλεν ο Νώε την
περιστεράν, δια να ίδη εάν είχε παύσει το ύδωρ να σκεπάζη την επιφάνειαν της
γης.
Γεν. 8,9 καὶ οὐχ εὑροῦσα
ἡ περιστερὰ ἀνάπαυσιν τοῖς ποσὶν αὐτῆς,
ἀνέστρεψε πρὸς αὐτὸν εἰς τὴν κιβωτόν, ὅτι
ὕδωρ ἦν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς,
καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἔλαβεν αὐτήν, καὶ
εἰσήγαγεν αὐτὴν πρὸς ἑαυτὸν εἰς τὴν
κιβωτόν.
Γεν. 8,9 Η περιστερά επειδή δεν εύρε τόπον ξηρόν, δια να
πατήση και αναπαυθή, διότι το ύδωρ εξηκολούθει να καλύπτη την επιφάνειαν της
γης, επέστρεψεν εις την κιβωτόν. Ο Νώε ήπλωσε το χέρι του, επήρε την περιστεράν
και την εισήγαγεν εις την κιβωτόν, όπου και αυτός ευρίσκετο.
Γεν. 8,10 καὶ ἐπισχὼν
ἔτι ἡμέρας ἑπτὰ ἑτέρας, πάλιν ἐξαπέστειλε τὴν
περιστερὰν ἐκ τῆς κιβωτοῦ·
Γεν. 8,10 Επερίμενεν επτά ακόμη ημέρας και απέστειλε πάλιν
την περιστεράν από την κιβωτόν.
Γεν. 8,11 καὶ ἀνέστρεψε
πρὸς αὐτὸν ἡ περιστερὰ τὸ πρὸς ἑσπέραν,
καὶ εἶχε φύλλον ἐλαίας κάρφος ἐν τῷ στόματι αὐτῆς,
καὶ ἔγνω Νῶε ὅτι κεκόπακε τὸ ὕδωρ ἀπὸ
τῆς γῆς.
Γεν. 8,11 Η περιστερά επέστρεψε προς τον Νώε κατά την
εσπέραν φέρουσα στο ράμφος της κλωναράκι εληάς. Ενόησε τότε ο Νώε ότι είχεν
αποσυρθή πλέον το ύδωρ από την γην.
Γεν. 8,12 καὶ ἐπισχὼν
ἔτι ἡμέρας ἑπτὰ ἑτέρας, πάλιν ἐξαπέστειλε τὴν
περιστεράν, καὶ οὐ προσέθετο τοῦ ἐπιστρέψαι πρὸς
αὐτὸν ἔτι.
Γεν. 8,12 Επερίμενεν ο Νώε άλλας επτά ημέρας και έστειλε
πάλιν την περιστεράν. Αλλά η περιστερά δεν επέστρεψε πλέον προς αυτόν.
Γεν. 8,13 καὶ ἐγένετο
ἐν τῷ ἑνὶ καὶ ἑξακοσιοστῷ ἔτει ἐν
τῇ ζωῇ τοῦ Νῶε, τοῦ πρώτου μηνός, μιᾷ τοῦ
μηνός, ἐξέλιπε τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς·
καὶ ἀπεκάλυψε Νῶε τὴν στέγην τῆς κιβωτοῦ, ἣν
ἐποίησε, καὶ εἶδεν ὅτι ἐξέλιπε τὸ ὕδωρ
ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς.
Γεν. 8,13 Οταν δε ο Νώε το εξακοσίων και ενός ετών, κατά την
πρώτην του πρώτου μηνός, εξηφηνίσθη ολοτελώς από την επιφάνειαν το ύδωρ του
κατακλυσμού. Τοτε ο Νώε εξεσκέπασε την στέγην της κιβωτού, την οποίαν είχε
κατασκευάσει, και είδεν ότι πράγματι είχεν εκλείψει το ύδωρ του κατακλυσμού από
την ξηράν.
Γεν. 8,14 ἐν δὲ τῷ
δευτέρῳ μηνὶ ἐξηράνθη ἡ γῆ, ἑβδόμῃ καὶ
εἰκάδι τοῦ μηνός.
Γεν. 8,14 Κατά δε την εικοστήν εβδόμην του δευτέρου μηνός
εστέγνωσεν η ξηρά από τα ύδατα του κατακλυσμού.
Γεν. 8,15 Καὶ εἶπε
Κύριος ὁ Θεὸς πρὸς Νῶε λέγων·
Γεν. 8,15 Τοτε ωμίλησε Κυριος ο Θεός προς τον Νώε και του
είπε·
Γεν. 8,16 ἔξελθε ἐκ
τῆς κιβωτοῦ, σὺ καὶ ἡ γυνή σου καὶ οἱ
υἱοί σου καὶ αἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν σου
μετὰ σοῦ
Γεν. 8,16 “έβγα από την κιβωτόν, συ μαζή δέ με σε και η
γυναίκα σου και τα παιδιά σου και αι γυναίκες των παιδιών σου·
Γεν. 8,17 καὶ πάντα τὰ
θηρία, ὅσα ἐστὶ μετὰ σοῦ, καὶ πᾶσα σὰρξ
ἀπὸ πετεινῶν ἕως κτηνῶν, καὶ πᾶν ἑρπετὸν
κινούμενον ἐπὶ τῆς γῆς ἐξάγαγε μετὰ σεαυτοῦ·
καὶ αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 8,17 Βγάλε από την κιβωτόν όλα τα θηρία όσα υπάρχουν
εις αυτήν και κάθε τι έμψυχον από τα πτηνά έως τα κτήνη και κάθε ερπετόν, που
σύρεται εις την γην, ώστε τίποτε πλέον να μη μείνη εις την κιβωτόν. Αυξάνεσθε
και πληθύνεσθε εις όλην την γην”.
Γεν. 8,18 καὶ ἐξῆλθε
Νῶε καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ οἱ υἱοὶ
αὐτοῦ καὶ αἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν
αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ.
Γεν. 8,18 Και πράγματι εξήλθεν από την κιβωτόν ο Νώε και η
σύζυγος αυτού, τα παιδιά του και αι γυναίκες των παιδιών του μαζή με αυτόν.
Γεν. 8,19 καὶ πάντα τὰ
θηρία, καὶ πάντα τὰ κτήνη, καὶ πᾶν πετεινόν, καὶ
πᾶν ἑρπετὸν κινούμενον ἐπὶ τῆς γῆς
κατὰ γένος αὐτῶν, ἐξήλθοσαν ἐκ τῆς κιβωτοῦ.
Γεν. 8,19 Εξήλθον επίσης από την κιβωτόν όλα τα θηρία και
όλα τα κτήνη και κάθε πτηνόν και κάθε ερπετόν, που κινείται εις την επιφάνειαν
της γης, κατά το είδος αυτών.
Γεν. 8,20 καὶ ᾠκοδόμησε
Νῶε θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ, καὶ ἔλαβεν ἀπὸ
πάντων τῶν κτηνῶν τῶν καθαρῶν καὶ ἀπὸ
πάντων τῶν πετεινῶν τῶν καθαρῶν καὶ ἀνήνεγκεν
εἰς ὁλοκάρπωσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον.
Γεν. 8,20 Και έκτισεν ο Νώε θυσιαστήριον εις έκφρασιν
ευγνωμοσύνης και δοξολογίας προς τον Κυριον. Επήρε δε και προσέφερε θυσίαν
ολοκαυτώματος προς τον Θεόν από όλα τα καθαρά κτήνη και από όλα τα καθαρά
πτηνά.
Γεν. 8,21 καὶ ὠσφράνθη
Κύριος ὁ Θεὸς ὀσμὴν εὐωδίας, καὶ εἶπε
Κύριος ὁ Θεὸς διανοηθείς· οὐ προσθήσω ἔτι
καταράσασθαι τὴν γῆν διὰ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων,
ὅτι ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμελῶς
ἐπὶ τὰ πονηρὰ ἐκ νεότητος αὐτοῦ·
οὐ προσθήσω οὖν ἔτι πατάξαι πᾶσαν σάρκα ζῶσαν,
καθὼς ἐποίησα.
Γεν. 8,21 Ο δε Θεός ωσφράνθη την ευώδη οσμήν της
ευχαριστηρίου θυσίας και σκεφθείς απεφάσισε και είπε· “δεν θα καταρασθώ πλέον
την γην εξ αιτίας των πονηρών έργων των ανθρώπων, μολονότι η καρδία του κάθε ανθρώπου
ρέπει και είναι προσηλωμένη επιμελώς στο πονηρόν εκ νεότητος αυτού. Δεν θα
πλήξω και δεν θα καταστρέψω άλλην φοράν κάθε ζωντανήν υπαρξιν επί της γης δια
κατακλυσμού, όπως έκαμα τώρα.
Γεν. 8,22 πάσας τὰς ἡμέρας
τῆς γῆς, σπέρμα καὶ θερισμός, ψῦχος καὶ καῦμα,
θέρος καὶ ἔαρ, ἡμέραν καὶ νύκτα οὐ καταπαύσουσι.
Γεν. 8,22 Εφ' όσον θα υπάρχη η γη, δεν θα παύσουν να υπάρχουν
σπορά και θερισμός, κρύο και ζέστη, άνοιξις και θέρος, ημέρα και νύκτα.
ΓΕΝΕΣΙΣ
9
Γεν. 9,1 Καὶ εὐλόγησεν
ὁ Θεὸς τὸν Νῶε καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ
καὶ εἶπεν αὐτοῖς· αὐξάνεσθε καὶ
πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς.
Γεν. 9,1 Ευλόγησε τότε ο Θεός τον Νώε και τα παιδιά
αυτού και είπε προς αυτούς· “αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και απλωθήτε εις όλην την
γην και γενήτε κύριοι αυτής.
Γεν. 9,2 καὶ ὁ
τρόμος καὶ ὁ φόβος ὑμῶν ἔσται ἐπὶ πᾶσι
τοῖς θηρίοις τῆς γῆς, ἐπὶ πάντα τὰ πετεινὰ
τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐπὶ πάντα τὰ
κινούμενα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐπὶ πάντας
τοὺς ἰχθύας τῆς θαλάσσης· ὑπὸ χεῖρας ὑμῖν
δέδωκα.
Γεν. 9,2 Ας είσθε τρόμος και φόβος εις όλα τα θηρία της
γης, εις όλα τα πτηνά του ουρανού, εις κάθε τι που ζη και κινείται έτι της
ξηράς, και εις όλους τους ιχθύας της θαλάσσης. Υπό την εξουσίαν σας έδωκα όλα
αυτά.
Γεν. 9,3 καὶ πᾶν ἑρπετόν,
ὅ ἐστι ζῶν, ὑμῖν ἔσται εἰς βρῶσιν·
ὡς λάχανα χόρτου δέδωκα ὑμῖν τὰ πάντα.
Γεν. 9,3 Καθε τι που ζη και κινείται επί της γης, θα
είναι προς διατροφήν σας. Σας δίδω όλα αυτά εις τροφήν, όπως σας έδωσα τα
λάχανα και τα χόρτα.
Γεν. 9,4 πλὴν κρέας ἐν
αἵματι ψυχῆς οὐ φάγεσθε·
Γεν. 9,4 Πλην όμως κρέας μαζή με το αίμα, επί του οποίου
βασίζεται η ζωή του ζώου, δεν θα φάγετε.
Γεν. 9,5 καὶ γὰρ τὸ
ὑμέτερον αἷμα τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἐκ χειρὸς
πάντων τῶν θηρίων ἐκζητήσω αὐτὸ καὶ ἐκ χειρὸς
ἀνθρώπου ἀδελφοῦ ἐκζητήσω τὴν ψυχὴν τοῦ
ἀνθρώπου.
Γεν. 9,5 Δια δε το αίμα των συνανθρώπων σας, το οποίον
τυχόν με τα χέρια σας εγκληματούντες θα χύσετε, θα τιμωρήσω δια των αγρίων
ζώων, τα οποία θα εξαπολύσω εναντίον σας. Αλλά και δι' άλλου ανθρώπου θα
τιμωρήσω εκείνον, ο οποίος αφαιρεί ανθρωπίνην ζωήν.
Γεν. 9,6 ὁ ἐκχέων
αἷμα ἀνθρώπου, ἀντὶ τοῦ αἵματος αὐτοῦ
ἐκχυθήσεται, ὅτι ἐν εἰκόνι Θεοῦ ἐποίησα τὸν
ἄνθρωπον.
Γεν. 9,6 Εκείνος δηλαδή ο οποίος χύνει αίμα ανθρώπου, εις
τιμωρίαν του δια το εκχυθέν υπ' αυτού αίμα, θα φονευθή και θα χυθή έτσι και το
ιδικόν του αίμα, διότι εγώ ο Θεός εδημιούργησα κατ' εικόνα ιδικήν μου τον
άνθροπον και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να του αφαιρέση την ζωήν.
Γεν. 9,7 ὑμεῖς δὲ
αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν,
καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς.
Γεν. 9,7 Σεις δε αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και γεμίσατε
όλην την γην και γενήτε κύριοι αυτής”.
Γεν. 9,8 Καὶ εἶπεν
ὁ Θεός τῷ Νῷε καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ
μετ᾿ αὐτοῦ λέγων·
Γεν. 9,8 Είπε δε ακόμη ο Θεός στον Νώε και εις τα παιδιά
αυτού λέγων·
Γεν. 9,9 καὶ ἰδοὺ
ἐγὼ ἀνίστημι τὴν διαθήκην μου ὑμῖν καὶ
τῷ σπέρματι ὑμῶν μεθ᾿ ὑμᾶς
Γεν. 9,9 “ιδού εγώ σήμερον συνάπτω και κλείω μίαν
συμφωνίαν μαζή σας και με τους απογόνους σας, οι οποίοι θα σας διαδεχθούν.
Γεν. 9,10 καὶ πάσῃ
ψυχῇ ζώσῃ μεθ᾿ ὑμῶν, ἀπὸ ὀρνέων
καὶ ἀπὸ κτηνῶν, καὶ πᾶσι τοῖς θηρίοις
τῆς γῆς, ὅσα ἐστὶ μεθ᾿ ὑμῶν ἀπὸ
πάντων τῶν ἐξελθόντων ἐκ τῆς κιβωτοῦ.
Γεν. 9,10 Η συμφωνία και η υπόσχεσίς μου αυτή επεκτείνεται
και εις κάθε ζώσαν ψυχήν, που υπάρχει μαζή σας και γύρω σας, εις τα πτηνά του
ουρανού και εις όλα τα κτήνη και τα θηρία της γης, όσα μαζή με σας εξήλθον από
την κιβωτόν.
Γεν. 9,11 καὶ στήσω τὴν
διαθήκην μου πρὸς ὑμᾶς, καὶ οὐκ ἀποθανεῖται
πᾶσα σὰρξ ἔτι ἀπὸ τοῦ ὕδατος τοῦ
κατακλυσμοῦ, καὶ οὐκ ἔτι ἔσται κατακλυσμὸς ὕδατος
τοῦ καταφθεῖραι πᾶσαν τὴν γῆν.
Γεν. 9,11 Καμνω διαθήκην και σας υπόσχομαι ότι δεν θα
καταστραφή ποτέ πλέον το ζωϊκόν βασίλειον από ύδατα του κατακλυσμού και δεν θα
γίνη ποτέ κατακλυσμός, δια να καταστρέψη όλην την γην”.
Γεν. 9,12 καὶ εἶπε
Κύριος ὁ Θεὸς πρὸς Νῶε· τοῦτο τὸ σημεῖον
τῆς διαθήκης, ὃ ἐγὼ δίδωμι ἀνὰ μέσον ἐμοῦ
καὶ ὑμῶν καὶ ἀνὰ μέσον πάσης ψυχῆς
ζώσης, ἥ ἐστι μεθ᾿ ὑμῶν εἰς γενεὰς αἰωνίους·
Γεν. 9,12 Είπε δε ακόμη Κυριος ο Θεός προς τον Νώε· “σημείον
δε αυτής της υποσχέσεως, την οποίαν εγώ δίδω, ώστε να μένη μεταξύ εμού και
μεταξύ σας και μεταξύ πάσης ζώσης υπάρξεως η οποία υπάρχει σήμερον μαζή σας και
θα υπάρχη εις γενεάς γενεών, είναι τούτο·
Γεν. 9,13 τὸ τόξον μου
τίθημι ἐν τῇ νεφέλῃ, καὶ ἔσται εἰς σημεῖον
διαθήκης ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ τῆς γῆς.
Γεν. 9,13 Θέτω το ουράνιον τόξον εις τα νέφη, και αυτό θα
είναι εις σημείον και εις υπόμνησιν της διαθήκης μου μεταξύ Εμού και όλων των
ζώντων επί της γης, ανθρώπων και ζώων.
Γεν. 9,14 καὶ ἔσται ἐν
τῷ συννεφεῖν με νεφέλας ἐπὶ τὴν γῆν, ὀφθήσεται
τὸ τόξον ἐν τῇ νεφέλῃ,
Γεν. 9,14 Οταν θα συναθροίζω τα νέφη στον ουρανόν της γης,
θα φαίνεται το ουράνιον τόξον επάνω εις αυτά,
Γεν. 9,15 καὶ μνησθήσομαι
τῆς διαθήκης μου, ἥ ἐστιν ἀνὰ μέσον ἐμοῦ
καὶ ὑμῶν, καὶ ἀνὰ μέσον πάσης ψυχῆς
ζώσης ἐν πάσῃ σαρκί, καὶ οὐκ ἔσται ἔτι τὸ
ὕδωρ εἰς κατακλυσμόν, ὥστε ἐξαλεῖψαι πᾶσαν
σάρκα.
Γεν. 9,15 και θα ενθυμούμαι την διαθήκην μου, την οποίαν
έκαμα προς σας και προς κάθε άλλην ζωντανήν υπαρξιν, προς κάθε σάρκα και δεν θα
πέση ύδωρ επί της γης εις κατακλυσμόν αυτής, ώστε να καταστραφή κάθε ζώσα
ύπαρξις από ανθρώπου έως ζώου.
Γεν. 9,16 καὶ ἔσται
τὸ τόξον μου ἐν τῇ νεφέλῃ, καὶ ὄψομαι τοῦ
μνησθῆναι διαθήκην αἰώνιον ἀνὰ μέσον ἐμοῦ
καὶ τῆς γῆς καὶ ἀνὰ μέσον ψυχῆς ζώσης
ἐν πᾶσι σαρκί, ἥ ἐστιν ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 9,16 Τούτο το ουράνιόν μου τόξον θα υπάρχη εις τα νέφη,
και θα το βλέπω, ώστε να ενθυμούμαι, την αιωνίαν και απαράβατον συμφωνίαν
μεταξύ εμού και των ανθρώπων της γης και πάσης άλλης ζωής που θα υπάρχη εις
κάθε ζωϊκόν οργανισμόν επάνω εις την γην”.
Γεν. 9,17 καὶ εἶπεν ὁ
Θεὸς τῷ Νῶε· τοῦτο τὸ σημεῖον τῆς
διαθήκης, ἧς διεθέμην ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ἀνὰ
μέσον πάσης σαρκός, ἥ ἐστιν ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 9,17 Είπεν ακόμη ο Θεός στον Νώε· “λοιπόν αυτό το
ουράνιον τόξον είναι το αιώνιον σημείον της συμφωνίας, την οποίαν έκαμα μεταξύ
εμού και παντός ζωϊκού οργανισμού επί της γης και της υποσχέσεώς μου ότι δεν θα
αποστείλω πλέον κατακλυσμόν εις την γην”.
Γεν. 9,18 Ἦσαν δὲ οἱ
υἱοὶ Νῶε, οἱ ἐξελθόντες ἐκ τῆς κιβωτοῦ,
Σήμ, Χάμ, Ἰάφεθ· Χάμ δὲ ἦν πατὴρ Χαναάν.
Γεν. 9,18 Τα παιδιά του Νώε, τα οποία εξήλθον από την
κιβωτόν, ήσαν ο Σημ, ο Χαμ και ο Ιάφεθ. Ο Χαμ ήτο γενάρχης των Χαναναίων.
Γεν. 9,19 τρεῖς οὗτοί
εἰσιν υἱοὶ Νῶε· ἀπὸ τούτων διεσπάρησαν
ἐπί πᾶσαν τὴν γῆν.
Γεν. 9,19 Αυτοί οι τρεις ήσαν οι υιοί του Νώε. Από αυτούς δε
εγεννήθησαν και επληθύνθησαν οι άνθρωποι και διεσπάρησαν εις όλην την γην.
Γεν. 9,20 Καὶ ἤρξατο
Νῶε ἄνθρωπος γεωργὸς γῆς καὶ ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα.
Γεν. 9,20 Ο Νώε έγινε γεωργός, ήρχισε να καλλιεργή την γην,
και εφύτευσε μεταξύ των άλλων, και αμπελώνα.
Γεν. 9,21 καὶ ἔπιεν ἐκ
τοῦ οἴνου καὶ ἐμεθύσθη καὶ ἐγυμνώθη ἐν
τῷ οἴκῳ αὐτοῦ.
Γεν. 9,21 Επιε δε από τον οίνον και εμέθυσε. Μεθυσμένος δε
καθώς ήτο, εγυμνώθη εντός της οικίας του, χωρίς να το αντιληφθή.
Γεν. 9,22 καὶ εἶδε Χὰμ
ὁ πατὴρ Χαναὰν τὴν γύμνωσιν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ
καὶ ἐξελθὼν ἀνήγγειλε τοῖς δυσὶν ἀδελφοῖς
αὐτοῦ ἔξω.
Γεν. 9,22 Ο Χαμ, ο πρόγονος των Χαναναίων, είδε την γύμνωσιν
του πατρός του και εξελθών εγνωστοποίησεν εμπαικτικώς το γεγονός στους δύο
αδελφούς του, οι οποίοι ευρίσκοντο έξω.
Γεν. 9,23 καὶ λαβόντες Σὴμ
καὶ Ἰάφεθ τὸ ἱμάτιον ἐπέθεντο ἐπὶ τὰ
δύο νῶτα αὐτῶν καὶ ἐπορεύθησαν ὀπισθοφανῶς
καὶ συνεκάλυψαν τὴν γύμνωσιν τοῦ πατρὸς αὐτῶν,
καὶ τὸ πρόσωπον αὐτῶν ὀπισθοφανῶς, καὶ
τὴν γύμνωσιν τοῦ πατρὸς αὐτῶν οὐκ εἶδον.
Γεν. 9,23 Αμέσως δε ο Σημ και ο Ιάφεθ έλαβον το ιμάτιον του
πατρός των, έθεσαν αυτό στους ώμους των και οπισθοβατούντες μέχρι του πατρός
των εσκέπασαν την γύμνωσιν αυτού έχοντες το πρόσωπόν των προς την αντιθέτον
διεύθυνσιν, και έτσι δεν είδον καθόλου την γύμνωσιν του πατρός των.
Γεν. 9,24 ἐξένηψε δὲ
Νῶε ἀπὸ τοῦ οἴνου καὶ ἔγνω ὅσα ἐποίησεν
αὐτῷ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ νεώτερος,
Γεν. 9,24 Ανένηψε και συνήλθε ο Νώε από την επίδρασίν του
οίνου, έμαθε όσα έκαμεν ο νεώτερος υιός του ο Χαμ
Γεν. 9,25 καὶ εἶπεν·
ἐπικατάρατος Χαναάν· παῖς οἰκέτης ἔσται τοῖς
ἀδελφοῖς αὐτοῦ.
Γεν. 9,25 και είπε· “κατηραμένος θα είναι ο Χαμ και οι
απόγονοί του. Υπηρέτης και δούλος θα είναι στους αδελφούς του”.
Γεν. 9 ,26 καὶ εἶπεν·
εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ Σήμ, καὶ ἔσται
Χαναὰν παῖς οἰκέτης αὐτοῦ.
Γεν. 9,26 Είπε δε ακόμη ο Νώε· “ευλογημένος ο Θεός του Σημ
και ο Χαναάν θα είναι δούλος αυτού κατά την δικαίαν απόφασιν του Θεού.
Γεν. 9,27 πλατύναι ὁ Θεὸς
τῷ Ἰάφεθ, καὶ κατοικησάτω ἐν τοῖς οἴκοις τοῦ
Σὴμ καὶ γενηθήτω Χαναὰν παῖς αὐτοῦ.
Γεν. 9,27 Ας αυξήση και ας πλατύνη ο Θεός την γενεάν και τας
χώρας του Ιάφεθ και ας βάλη αυτόν να κατοική εις τας περιοχάς του Σημ, ο δε
Χαναάν ας γίνη υπηρέτης του”.
Γεν. 9,28 Ἔζησε δὲ Νῶε
μετὰ τὸν κατακλυσμὸν ἔτη τριακόσια πεντήκοντα.
Γεν. 9,28 Εζησε δε ο Νώε μετά τον κατακλυσμόν τριακόσια
πεντήκοντα έτη.
Γεν. 9,29 καὶ ἐγένοντο
πᾶσαι αἱ ἡμέραι Νῶε ἐννακόσια πεντήκοντα ἔτη,
καὶ ἀπέθανεν.
Γεν. 9,29 Εφθασαν εν συνόλω τα έτη της ζωής του Νώε
εννεακόσια πεντήκοντα και έπειτα απέθανε.
ΓΕΝΕΣΙΣ
10
Γεν. 10,1 Αὗται δὲ αἱ
γενέσεις τῶν υἱῶν Νῶε, Σήμ, Χάμ, Ἰάφεθ, καὶ
ἐγεννήθησαν αὐτοῖς υἱοὶ μετὰ τὸν
κατακλυσμόν.
Γεν. 10,1 Οι απόγονοι, των υιών του Νώε, του Σημ του Χαμ και
του Ιάφεθ, οι οποίοι εγεννήθησαν μετά τον κατακλυσμόν, είναι οι εξής·
Γεν. 10,2 Υἱοὶ Ἰάφεθ·
Γαμὲρ καὶ Μαγὼγ καὶ Μαδοὶ καὶ Ἰωύαν
καὶ Ἐλισὰ καὶ Θοβὲλ καὶ Μοσόχ καὶ
Θείρας.
Γεν. 10,2 Υιοί και απόγονοι του Ιάφεθ είναι οι Γαμέρ και ο
Μαγώγ, Μήδοι και Ιωνες, Ελισά και Θοβέλ, Μοσόχ και Θείρας.
Γεν. 10,3 καὶ υἱοὶ
Γαμέρ· Ἀσχανὰζ καὶ Ῥιφὰθ καὶ Θοργαμά.
Γεν. 10,3 Υιοί δε και απόγονοι του Γαμέρ είναι οι Ασχανάζ,
Ριφάθ και Θοργαμά.
Γεν. 10,4 καὶ υἱοὶ
Ἰωύαν· Ἐλισὰ καὶ Θάρσεις, Κίτιοι, Ῥόδιοι.
Γεν. 10,4 Υιοί και απόγονοι του Ιωύαν οι Ελισά, Θαρσείς,
Κιτιοι και Ροδιοι.
Γεν. 10,5 ἐκ τούτων ἀφωρίσθησαν
νῆσοι τῶν ἐθνῶν ἐν τῇ γῇ αὐτῶν,
ἕκαστος κατὰ γλῶσσαν ἐν ταῖς φυλαῖς αὐτῶν
καὶ ἐν τοῖς ἔθνεσιν αὐτῶν.
Γεν. 10,5 Από αυτούς προήλθον λαοί, οι οποίοι διεσπάρησαν
εις διαφόρους ειδωλολατρικάς νήσους, ιδίως της Μεσογείου θαλάσσης, και εις
άλλας χώρας κατά τας γλώσσας αυτών, τας φυλάς και τα έθνη των.
Γεν. 10,6 Υἱοὶ δὲ
Χάμ· Χοὺς καὶ Μερσαΐν, Φοὺδ καὶ Χαναάν.
Γεν. 10,6 Υιοί και απόγονοι του Χαμ είναι οι Χούς, Μεσραΐν,
Φουδ και Χαναάν.
Γεν. 10,7 υἱοὶ δὲ
Χούς· Σαβὰ καὶ Εὐϊλὰ καὶ Σαβαθὰ καὶ
Ῥεγμὰ καὶ Σαβαθακά. υἱοὶ δὲ Ῥεγμά·
Σαβὰ καὶ Δαδάν.
Γεν. 10,7 Υιοί δε και απόγονοι του Χους είναι οι Σαβά,
Ευϊλά, Σαβαθά, Ρεγμά και Σαβαθακά. Υιοί δε του Ρεγμά, ο Σαβά και ο Δαδάν.
Γεν. 10,8 Χοὺς δὲ ἐγέννησε
τὸν Νεβρώδ. οὗτος ἤρξατο εἶναι γίγας ἐπὶ τῆς
γῆς·
Γεν. 10,8 Ο δε Χους απέκτησεν υιόν τον Νεβρώδ. Αυτός υπήρξεν
ο πρώτος γίγας εις την περιοχήν του.
Γεν. 10,9 οὗτος ἦν
γίγας κυνηγὸς ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ· διὰ
τοῦτο ἐροῦσιν, ὡς Νεβρὼδ γίγας κυνηγὸς ἐναντίον
Κυρίου.
Γεν. 10,9 Ητο επίσης και ανδρείος κυνηγός, ήρως ενώπιον
Κυρίου του Θεού. Ητο τόσον ονομαστός δια την δύναμιν και την ανδρείαν του, ώστε
ως παροιμία θα λέγουν οι άνθρωποι, όταν θα θέλουν να εξάρουν την ανδρείαν
κάποιου, “ούτος είναι σαν τον Νεβρώδ ανδρείος κυνηγός ενώπιον του Κυρίου”.
Γεν. 10,10 καὶ ἐγένετο
ἀρχὴ τῆς βασιλείας αὐτοῦ Βαβυλὼν καὶ Ὀρὲχ
καὶ Ἀρχὰδ καὶ Χαλάννη ἐν τῇ γῇ
Σεναάρ.
Γεν. 10,10 Η αρχή και ο πυρήν της βασιλείας του Νεδρώδ υπήρξεν
η Βαβυλών, η Ορέχ, η Αρχάδ και η Χαλάννη εις την χώραν Σεναάρ.
Γεν. 10,11 ἐκ τῆς γῆς
ἐκείνης ἐξῆλθεν Ἀσσοὺρ καὶ ᾠκοδόμησε
τὴν Νινευΐ καὶ τὴν Ῥοωβὼθ πόλιν καὶ τὴν
Χαλὰχ
Γεν. 10,11 Από την περιοχήν αυτήν Σεναάρ ανεχώρησεν ο Ασσούρ
και έκτισε την Νινευΐ, την πόλιν Ροωβώθ, την Χαλάχ
Γεν. 10,12 καὶ τὴν Δασὴ
ἀνὰ μέσον Νινευΐ καὶ ἀνὰ μέσον Χαλάχ· αὕτη
ἡ πόλις μεγάλη.
Γεν. 10,12 και την Δασή μεταξύ της πόλεως Νινευί και της Χαλάχ.
Η δε Νινευί είναι η ονομαστή μεγάλη πόλις.
Γεν. 10,13 καὶ Μεσραΐν ἐγέννησε
τοὺς Λουδιεὶμ καὶ τοὺς Ἐνεμετιεὶμ καὶ
τοὺς Λαβιεὶμ καὶ τοὺς Νεφθαλιεὶμ καὶ τοὺς
Πατροσωνιεὶμ
Γεν. 10,13 Ο Μεσραίν εγέννησεν υιούς και απογόνους, τους
Λουδιείμ, τους Ενεμετιείμ, τους Λαβιείμ, τους Νεφθαλιείμ, τους Πατροσωνιείμ,
Γεν. 10,14 καὶ τοὺς
Χασλωνιείμ, ὅθεν ἐξῆλθε Φυλιστιείμ, καὶ τοὺς
Καφθοριείμ.
Γεν. 10,14 τους Χασλωνιείμ, από τους οποίους προήλθον οι
Φιλισταίοι, και τους Καφθοριείμ.
Γεν. 10,15 Χαναὰν δὲ ἐγέννησε
τὸν Σιδῶνα πρωτότοκον αὐτοῦ
Γεν. 10,15 Ο δε Χαναάν απέκτησε πρωτότοκον υιόν αυτού τον
Σιδώνα, και άλλους έπειτα υιούς,
Γεν. 10,16 καὶ τὸν
Χετταῖον καὶ τὸν Ἰεβουσαῖον καὶ τὸν Ἀμοῤῥαῖον
καὶ τὸν Γεργεσαῖον καὶ τὸν Εὐαῖον καὶ
τὸν Ἀρουκαῖον
Γεν. 10,16 δηλαδή τον Χετταίον, τον Ιεβουσαίον, τον Αμορραίον,
τον Γεργεσαίον, τον Ευαίον, τον Αρουκαίον,
Γεν. 10,17 καὶ τὸν Ἀσενναῖον
καὶ τὸν Ἀράδιον καὶ τὸν Σαμαραῖον καὶ
τὸν Ἀμαθί.
Γεν. 10,17 τον Ασενναίον, τον Αράδιον, τον Σαμαραίον και
Αμαθί.
Γεν. 10,18 καὶ μετὰ τοῦτο
διεσπάρησαν αἱ φυλαὶ τῶν Χαναναίων,
Γεν. 10,18 Μετά δε ταύτα διεσπάρησαν αι φυλαί των Χαναναίων ανά
την περιοχήν της Χαναάν.
Γεν. 10,19 καὶ ἐγένετο
τὰ ὅρια τῶν Χαναναίων ἀπὸ Σιδῶνος ἕως
ἐλθεῖν εἰς Γεραρὰ καὶ Γαζάν, ἕως ἐλθεῖν
ἕως Σοδόμων καὶ Γομόῤῥας, Ἀδαμὰ καὶ
Σεβωΐμ ἕως Δασά.
Γεν. 10,19 Εξετείνοντο δε τα όρια της περιοχής των Χαναναίων
από την Σιδώνα έως τα Γέραρα και την Γαζαν, έως τα Σοδομα και την Γομόρραν, την
Αδαμά και Σεβωίμ έως Δασά.
Γεν. 10,20 οὗτοι υἱοὶ
Χάμ, ἐν ταῖς φυλαῖς αὐτῶν, κατὰ γλώσσας αὐτῶν,
ἐν ταῖς χώραις αὐτῶν καὶ ἐν τοῖς ἔθνεσιν
αὐτῶν.
Γεν. 10,20 Αυτοί είναι οι υιοί και απόγονοι του Χαμ, κατά τας
φυλάς αυτών και τας διαλέκτους αυτών εις τας χώρας αυτών και εις τα έθνη, που
διεσπάρησαν.
Γεν. 10,21 Καὶ τῷ Σὴμ
ἐγεννήθη καὶ αὐτῷ, πατρὶ πάντων τῶν υἱῶν
Ἕβερ, ἀδελφῷ Ἰάφεθ τοῦ μείζονος.
Γεν. 10,21 Και ο Σημ πρεσβύτερος αδελφός του Ιάφεθ απέκτησεν
υιούς και απογόνους και ανεδείχθη ο γενάρχης των υιών Εβερ.
Γεν. 10,22 υἱοὶ
Σήμ· Ἐλὰμ καὶ Ἀσσοὺρ καὶ Ἀρφαξὰδ
καὶ Λοὺδ καὶ Ἀρὰμ καὶ Καϊνᾶν.
Γεν. 10,22 Υιοί του Σημ είναι οι Ελάμ, Ασσούρ, Αρφαξάδ, Λούδ,
Αράμ και Καϊνάν.
Γεν. 10,23 καὶ υἱοὶ
Ἀράμ· Οὒζ καί Οὒλ καὶ Γατὲρ καὶ Μοσόχ.
Γεν. 10,23 Υιοί του Αράμ ήσαν ο Ουζ, ο Ουλ, ο Γατέρ και ο
Μοσόχ.
Γεν. 10,24 καὶ Ἀρφαξὰδ
ἐγέννησε τὸν Καϊνᾶν, καὶ Καϊνᾶν ἐγέννησε τὸν
Σαλά, Σαλὰ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἕβερ.
Γεν. 10,24 Ο δε Αρφαξάδ εγέννησεν υιόν τον Καϊνάν, ο Καϊνάν εγέννησε
τον Σαλά, ο δε Σαλά εγέννησε τον Εβερ.
Γεν. 10,25 καὶ τῷ Ἕβερ
ἐγεννήθησαν δύο υἱοί· ὄνομα τῷ ἑνὶ
Φαλέγ, ὅτι ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ διεμερίσθη
ἡ γῆ, καὶ ὄνομα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ
Ἰεκτάν.
Γεν. 10,25 Ο Εβερ απέκτησε δύο υιούς· το όνομα του ενός ήτο
Φαλέγ- που σημαίνει χωρισμός- διότι επί των ημερών αυτού διεσπάρησαν οι
κάτοικοι της γης, όταν επεχείρησαν να κτίσουν τον πύργον Βαβέλ, το δε όνομα του
αδελφού του ήτο Ιεκτάν.
Γεν. 10 ,26 Ἰεκτὰν δὲ
ἐγέννησε τὸν Ἐλμωδὰδ καὶ Σαλὲθ καὶ τὸν
Σαρμὼθ καὶ Ἰαρὰχ καὶ Ὁδοῤῥὰ
καὶ Αἰβὴλ καὶ Δεκλὰ
Γεν. 10,26 Ο Ιεκτάν απέκτησεν υιούς τον Ελμωδάδ, τον Σαλέθ, τον
Σαρμώθ, τον Ιαράχ, τον Οδορρά, τον Αιβήλ, τον Δεκλά,
Γεν. 10,27 καὶ Εὐὰλ
καὶ Ἀβιμαὲλ καὶ Σαβὰ
Γεν. 10,27 τον Ευάλ, τον Αβιμαέλ, τον Σαβά,
Γεν. 10,28 καὶ Οὐφεὶρ
καὶ Εὐειλὰ καὶ Ἰωβάβ.
Γεν. 10,28 τον Ουφείρ, τον Ευειλά και τον Ιωβάβ.
Γεν. 10,29 πάντες οὗτοι υἱοὶ
Ἰεκτάν.
Γεν. 10,29 Ολοι αυτοί ήσαν υιοί του Ιεκτάν.
Γεν. 10,30 καὶ ἐγένετο
ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἀπὸ Μασσῆ ἕως ἐλθεῖν
εἰς Σαφηρά, ὄρος ἀνατολῶν.
Γεν. 10,30 Η δε περιοχή, την οποίαν κατοικούσαν, εξετείνετο από
Μασσή μέχρι Σαφηρά στο όρος το προς ανατολάς.
Γεν. 10,31 οὗτοι υἱοὶ
Σήμ, ἐν ταῖς φυλαῖς αὐτῶν, κατὰ γλώσσας αὐτῶν,
ἐν ταῖς χώραις αὐτῶν καὶ ἐν τοῖς ἔθνεσιν
αὐτῶν.
Γεν. 10,31 Αυτοί ήσαν οι υιοί και απόγονοι του Σημ κατά τας
διαφόρους αυτών φυλάς και τας διαλέκτους, εις τας χώρας και τους λαούς όπου
διεσκορπίσθησαν.
Γεν. 10,32 Αὗται αἱ
φυλαὶ υἱῶν Νῶε κατὰ γενέσεις αὐτῶν,
κατὰ ἔθνη αὐτῶν· ἀπὸ τούτων
διεσπάρησαν νῆσοι τῶν ἐθνῶν ἐπὶ τῆς γῆς
μετὰ τὸν κατακλυσμόν.
Γεν. 10,32 Αυταί είναι αι φυλαί των υιών του Νώε κατά τας
γενεαλογίας αυτών και κατά τους λαούς. Από αυτούς οι απόγονοί των διεσπάρησαν
επί της γης μετά τον κατακλυσμόν εις διαφόρους χώρας και νήσους.
ΓΕΝΕΣΙΣ
11
Γεν. 11,1 Καὶ ἦν πᾶσα
ἡ γῆ χεῖλος ἕν, καὶ φωνὴ μία πᾶσι.
Γεν. 11,1 Απ' αρχής και μέχρι της εποχής εκείνης όλοι οι
άνθρωποι ωμιλούσαν μίαν γλώσσαν, είχον την ίδιαν ομιλίαν.
Γεν. 11,2 καὶ ἐγένετο
ἐν τῷ κινῆσαι αὐτοὺς ἀπὸ ἀνατολῶν,
εὗρον πεδίον ἐν γῇ Σενναὰρ καὶ κατῴκησαν ἐκεῖ.
Γεν. 11,2 Οταν οι απόγονοι του Νώε εξεκίνησαν από τα
ανατολικά μέρη, εύρον την πεδιάδα εις την περιοχήν Σενναάρ και κατώκησαν εκεί.
Γεν. 11,3 καὶ εἶπεν ἄνθρωπος
τῷ πλησίον αὐτοῦ· δεῦτε πλινθεύσωμεν πλίνθους καὶ
ὀπτήσωμεν αὐτὰς πυρί. καὶ ἐγένετο αὐτοῖς
ἡ πλίνθος εἰς λίθον, καὶ ἄσφαλτος ἦν αὐτοῖς
ὁ πηλός.
Γεν. 11,3 Εκεί είπεν ο ένας στον άλλον· “ελάτε να πλάσωμεν
όλοι μαζή πλίνθους και να τας ψήσωμεν εις την φωτιά”. Αι πλίνθοι εχρησίμευσαν
εις αυτούς ως λίθοι οικοδομής· ως συνδετικόν δε υλικόν, ως πηλόν, μεταξύ των
πλίνθων, εχρησιμοποίησαν την άσφαλτον.
Γεν. 11,4 καὶ εἶπαν·
δεῦτε οἰκοδομήσωμεν ἑαυτοῖς πόλιν καὶ πύργον, οὗ
ἔσται ἡ κεφαλὴ ἕως τοῦ οὐρανοῦ, καὶ
ποιήσωμεν ἑαυτοῖς ὄνομα πρὸ τοῦ διασπαρῆναι
ἡμᾶς ἐπὶ προσώπου πάσης τῆς γῆς.
Γεν. 11,4 Είπαν δε κατόπιν μεταξύ των· “ελάτε να
οικοδομήσωμεν όλοι μαζή δια τον εαυτόν μας και την φήμην μας πόλιν και ένα
πύργον, του οποίου η κορυφή θα φθάνη έως τον ουρανόν. Ετσι θα αφήσωμεν όνομα
στους απογόνους μας, πριν διασκορπισθώμεν στο πρόσωπον όλης της γης”. Και
ήρχισαν να κτίζουν την πόλιν και τον πύργον.
Γεν. 11,5 καὶ κατέβη Κύριος
ἰδεῖν τὴν πόλιν καὶ τὸν πύργον, ὃν ᾠκοδόμησαν
οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων.
Γεν. 11,5 Κατέβη τότε ο Θεός από τον ουρανόν να ίδη την
πόλιν και τον πύργον, που είχαν αρχίσει να οικοδομούν οι άνθρωποι.
Γεν. 11,6 καὶ εἶπε
Κύριος· ἰδοὺ γένος ἓν καὶ χεῖλος ἓν
πάντων, καὶ τοῦτο ἤρξαντο ποιῆσαι, καὶ νῦν
οὐκ ἐκλείψει ἀπ᾿ αὐτῶν πάντα, ὅσα ἂν
ἐπιθῶνται ποιεῖν.
Γεν. 11,6 Και είπε τότε ο Κυριος· “ιδού έως τώρα ένας λαός
είναι αυτοί και μίαν γλώσσαν ομιλούν όλοι. Ιδού ότι ήρχισαν δι' αλαζονείαν και
επίδειξιν το οικοδομικόν έργον των. Και νομίζουν ότι τώρα δεν θα τους λείψη
τίποτε από όσα σκέπτονται να κάμουν”.
Γεν. 11,7 δεῦτε καὶ
καταβάντες συγχέωμεν αὐτῶν ἐκεῖ τὴν γλῶσσαν,
ἵνα μὴ ἀκούσωσιν ἕκαστος τὴν φωνὴν τοῦ
πλησίον.
Γεν. 11,7 Είπε δε τότε ο Τριαδικός Θεός· “εμπρός ας
καταβώμεν εκεί και ας επιφέρωμεν σύγχυσιν εις την γλώσσαν των, ώστε να μην
εννοή ο ένας την γλώσσαν του άλλου”. Ετσι και έγινε.
Γεν. 11,8 καὶ διέσπειρεν αὐτοὺς
Κύριος ἐκεῖθεν ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς,
καὶ ἐπαύσαντο οἰκοδομοῦντες τὴν πόλιν καὶ τὸν
πύργον.
Γεν. 11,8 Με την σύγχυσιν δε αυτήν των γλωσσών και την
αδυναμίαν των να συνεννοούνται μεταξύ των οι άνθρωποι, τους ηνάγκασεν ο Θεός να
ξεχωρισθούν εις ομάδας μεταξύ των, να διασκορπισθούν εις όλην την γην και να
παύσουν πλέον να οικοδομούν την υπερήφανον πόλιν και τον πύργον των.
Γεν. 11,9 διὰ τοῦτο ἐκλήθη
τὸ ὄνομα αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῖ
συνέχεε Κύριος τὰ χείλη πάσης τῆς γῆς, καὶ ἐκεῖθεν
διέσπειρεν αὐτοὺς Κύριος ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς.
Γεν. 11,9 Δια τούτο και εκλήθη το όνομα της περιοχής αυτής
“Συγχυσις”, διότι εκεί επέφερεν ο Θεός σύγχυσιν εις τας γλώσσας των ανθρώπων
και διεσκόρπισεν αυτούς εις όλην την γην.
Γεν. 11,10 Καὶ αὗται αἱ
γενέσεις Σήμ. καί ἦν Σὴμ υἱὸς ἑκατὸν ἐτῶν,
ὅτε ἐγέννησε τὸν Ἀρφαξάδ, δευτέρου ἔτους μετὰ
τὸν κατακλυσμόν.
Γεν. 11,10 Οι απόγονοι του Σημ ήσαν οι εξής. Ο Σημ εις ηλικίαν
εκατόν ετών, και κατά το δεύτερον έτος μετά τον κατακλυσμόν, απέκτησεν υιόν τον
Αρφαξάδ.
Γεν. 11,11 καὶ ἔζησε Σὴμ
μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Ἀρφαξὰδ
ἔτη πεντακόσια καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ
θυγατέρας καὶ ἀπέθανε.
Γεν. 11,11 Μετά δε την γέννησιν του Αρφαξάδ έζησεν ο Σημ
πεντακόσια ακόμη έτη, απέκτησεν υιούς και θυγατέρας και κατόπιν απέθανε.
Γεν. 11,12 Καὶ ἔζησεν Ἀρφαξὰδ
ἑκατὸν τριάκοντα πέντε ἔτη καὶ ἐγέννησε τὸν
Καϊνᾶν.
Γεν. 11,12 Ο δε Αρφαξάδ εις ηλικίαν εκατόν τριάκοντα πέντε
ετών απέκτησεν υιόν τον Καϊνάν.
Γεν. 11,13 καὶ ἔζησεν Ἀρφαξὰδ
μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Καϊνᾶν ἔτη
τετρακόσια καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρας καὶ
ἀπέθανε. Καὶ ἔζησε Καϊνᾶν ἑκατὸν καὶ
τριάκοντα ἔτη καὶ ἐγέννησε τὸν Σαλά. καὶ ἔζησε
Καϊνᾶν μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τόν Σαλὰ
ἔτη τριακόσια τριάκοντα καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ
θυγατέρας καὶ ἀπέθανε.
Γεν. 11,13 Μετά δε την γέννησιν του Καϊνάν έζησε τετρακόσια
ακόμη έτη, απέκτησε υιούς και θυγατέρας και κατόπιν απέθανε. Ο Καϊνάν εις
ηλικίαν εκατόν τριάκοντα ετών απέκτησεν υιόν τον Σαλά. Εζησε δε ο Καϊνάν μετά
την γέννησιν του Σαλά τριακόσια τριάκοντα έτη, απέκτησεν υιούς και θυγατέρας
και έπειτα απέθανεν.
Γεν. 11,14 Καὶ ἔζησε
Σαλὰ ἑκατὸν τριάκοντα ἔτη καὶ ἐγέννησε τὸν
Ἕβερ.
Γεν. 11,14 Εζησεν ο Σαλά εκατόν τριάκοντα έτη και απέκτησεν
υιόν τον Εβερ.
Γεν. 11,15 καὶ ἔζησε
Σαλὰ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Ἕβερ
τριακόσια τριάκοντα ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ
θυγατέρας καὶ ἀπέθανε.
Γεν. 11,15 Μετά δε την γέννησιν του Εβερ έζησε τριακόσια
τριάκοντα έτη, απέκτησεν υιούς και θυγατέρας και έπειτα απέθανε.
Γεν. 11,16 Καὶ ἔζησεν Ἕβερ
ἑκατὸν τριάκοντα τέσσαρα ἔτη καὶ ἐγέννησε τὸν
Φαλέγ.
Γεν. 11,16 Ο Εβερ εις ηλικίαν εκατόν τριάκοντα τεσσάρων ετών απέκτησεν
υιόν τον Φαλέγ.
Γεν. 11,17 καί ἔζησεν Ἕβερ
μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Φαλὲγ ἔτη
διακόσια ἑβδομήκοντα καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ
θυγατέρας καὶ ἀπέθανε.
Γεν. 11,17 Μετά δε την γέννησιν του Φαλέγ έζησεν ο Εβερ
διακόσια εβδομήκοντα έτη, απέκτησεν υιούς και θυγατέρας και έπειτα απέθανεν.
Γεν. 11,18 Καὶ ἔζησε
Φαλὲγ τριάκοντα καὶ ἑκατὸν ἔτη καὶ ἐγέννησε
τὸν Ῥαγαῦ.
Γεν. 11,18 Ο Φαλέγ εις ηλικίαν εκατόν τριάκοντα ετών απέκτησεν
υιόν τον Ραγαύ.
Γεν. 11,19 καὶ ἔζησε
Φαλὲγ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Ῥαγαῦ
ἐννέα καὶ διακόσια ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱούς
καὶ θυγατέρας καὶ ἀπέθανε.
Γεν. 11,19 Μετά δε την γέννησιν του Ραγαύ έζησεν ο Φαλέγ
διακόσια εννέα έτη, απέκτησε υιούς και θυγατέρας και έπειτα απέθανεν.
Γεν. 11,20 Καὶ ἔζησε Ῥαγαῦ
ἑκατὸν τριάκοντα καὶ δύο ἔτη καὶ ἐγέννησε τὸν
Σερούχ.
Γεν. 11,20 Ο Ραγαύ εις ηλικίαν εκατόν τριάκοντα δύο ετών
απέκτησεν υιόν τον Σερούχ.
Γεν. 11,21 καὶ ἔζησε Ῥαγαῦ
μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Σεροὺχ
διακόσια ἑπτὰ ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς
καὶ θυγατέρας καὶ ἀπέθανε.
Γεν. 11,21 Εζησε δε μετά την γέννησιν του Σερούχ διακόσια επτά
έτη, απέκτησεν υιούς και θυγατέρας και κατόπιν απέθανε.
Γεν. 11,22 καὶ ἔζησε
Σεροὺχ ἑκατὸν τριάκοντα ἔτη καὶ ἐγέννησε τὸν
Ναχώρ.
Γεν. 11,22 Ο Σερούχ εις ηλικίαν εκατόν τριάκοντα ετών απέκτησε
υιόν, τον Ναχώρ.
Γεν. 11,23 Καὶ ἔζησε
Σερούχ, μετὰ τό γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Ναχώρ, ἔτη
διακόσια καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρας καὶ
ἀπέθανε.
Γεν. 11,23 Μετά δε την γέννησιν του Ναχώρ έζησεν ο Σερούχ
διακόσια έτη, απέκτησεν υιούς και θυγατέρας και κατόπιν απέθανεν.
Γεν. 11,24 Καὶ ἔζησε
Ναχὼρ ἔτη ἑκατὸν ἑβδομήκοντα ἐννέα καὶ
ἐγέννησε τὸν Θάρα.
Γεν. 11,24 Ο Ναχώρ εις ηλικίαν εκατόν εβδομήκοντα εννέα ετών
απέκτησεν υιόν τον Θαρα.
Γεν. 11,25 καὶ ἔζησε
Ναχώρ, μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Θάρα, ἔτη
ἑκατὸν εἰκοσιπέντε καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς
καὶ θυγατέρας καὶ ἀπέθανε.
Γεν. 11,25 Μετά δε την γέννησιν του Θαρα έζησεν ακόμη εκατόν
είκοσι πέντε έτη, απέκτησεν υιούς και θυγατέρας και έπειτα απέθανεν.
Γεν. 11 ,26 Καὶ ἔζησε
Θάρα ἑβδομήκοντα ἔτη καὶ ἐγέννησε τὸν Ἅβραμ
καὶ τὸν Ναχὼρ καὶ τὸν Ἀῤῥάν.
Γεν. 11,26 Ο Θαρα εις ηλικίαν εβδομήκοντα ετών απέκτησεν υιόν
τον Αβραμ, τον Ναχώρ και τον Αρράν.
Γεν. 11,27 Αὗται αἱ
γενέσεις Θάρα· Θάρα ἐγέννησε τὸν Ἅβραμ καὶ τὸν
Ναχὼρ καὶ τὸν Ἀῤῥάν, καὶ Ἀῤῥὰν
ἐγέννησε τὸν Λώτ.
Γεν. 11,27 Οι απόγονοι του Θαρα είναι οι εξής. Ο Θαρα εγέννησε
τον Αβραμ, τον Ναχώρ και τον Αρράν· ο Αρράν απέκτησεν υιόν τον Λωτ.
Γεν. 11,28 καὶ ἀπέθανεν
Ἀῤῥὰν ἐνώπιον Θάρα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ
ἐν τῇ γῇ, ᾗ ἐγεννήθη, ἐν τῇ χώρᾳ
τῶν Χαλδαίων.
Γεν. 11,28 Ο Αρράν απέθανεν εις την χώραν των Χαλδαίων, όπου
είχε γεννηθή, ενώ ακόμη έζη ο πατήρ αυτού ο Θαρα.
Γεν. 11,29 καὶ ἔλαβον Ἅβραμ
καὶ Ναχὼρ ἑαυτοῖς γυναῖκας· ὄνομα τῇ
γυναικὶ Ἅβραμ Σάρα, καὶ ὄνομα τῇ γυναικὶ
Ναχὼρ Μελχά, θυγάτηρ Ἀῤῥὰν καὶ πατὴρ
Μελχὰ καὶ πατὴρ Ἰεσχά.
Γεν. 11,29 Οι δύο άλλοι υιοί του Θαρα, ο Αβραμ και ο Ναχώρ
έλαβον συζύγους. Το όνομα της γυναικός του Αβραμ ήτο Σαρα και το όνομα της
γυναικός του Ναχώρ ήτο Μελχά. Η δε Μελχά ήτο θυγάτηρ του Αρράν, ο οποίος ήτο
πατήρ της Μελχά και της Ιεσχά.
Γεν. 11,30 καὶ ἦν Σάρα
στεῖρα καὶ οὐκ ἐτεκνοποίει.
Γεν. 11,30 Η δε Σαρα ήτο στείρα και δεν ετεκνοποιούσε.
Γεν. 11,31 καὶ ἔλαβε
Θάρα τὸν Ἅβραμ υἱὸν αὐτοῦ καὶ τὸν
Λὼτ υἱὸν Ἀῤῥάν, υἱὸν τοῦ
υἱοῦ αὐτοῦ, καὶ τὴν Σάραν τὴν νύμφην
αὐτοῦ, γυναῖκα Ἅβραμ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ,
καὶ ἐξήγαγεν αὐτοὺς ἐκ τῆς χώρας τῶν
Χαλδαίων πορευθῆναι εἰς γῆν Χαναὰν καὶ ἦλθον
ἕως Χαῤῥὰν καὶ κατῴκησεν ἐκεῖ.
Γεν. 11,31 Ελαβε δε ο Θαρα τον υιόν αυτού τον Αβραμ και τον
έγγονόν του Λωτ, υιόν του υιού του Αρράν, την νύμφην αυτού την Σαραν, σύζυγον
του παιδιού του Αβραμ, και έβγαλεν αυτούς από την χώραν των Χαλδαίων με τον
σκοπόν να μεταβούν και κατοικήσουν εις την γην Χαναάν. Εφθασαν εις την Χαρράν
και εγκατεστάθησαν εκεί.
Γεν. 11,32 καὶ ἐγένοντο
πᾶσαι αἱ ἡμέραι Θάρα ἐν γῇ Χαῤῥὰν
διακόσια πέντε ἔτη, καὶ ἀπέθανε Θάρα ἐν Χαῤῥάν.
Γεν. 11,32 Ο Θαρα έφθασεν εις την ηλικίαν των διακοσίων πέντε
ετών και απέθανεν εις την Χαρράν.
ΓΕΝΕΣΙΣ
12
Γεν. 12,1 Καὶ εἶπε
Κύριος τῷ Ἅβραμ· ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου
καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου
τοῦ πατρός σου καὶ δεῦρο εἰς τὴν γῆν, ἣν
ἄν σοι δείξω·
Γεν. 12,1 Τοτε είπεν ο Κυριος στον Αβραμ· “έβγα από την
πατρίδα σου, από τους συγγενείς σου και τον πατρικόν σου οίκον, και ξεκίνα και
πήγαινε εις την χώραν, την οποίαν εγώ θα σου δείξω.
Γεν. 12,2 καὶ ποιήσω σε εἰς
ἔθνος μέγα καὶ εὐλογήσω σε καὶ μεγαλυνῶ τὸ ὄνομά
σου, καὶ ἔσῃ εὐλογημένος·
Γεν. 12,2 Θα σε κάμω δε γενάρχην μεγάλου έθνους, θα σου δώσω
πλουσίας τας υλικάς και πνευματικάς ευλογίας μου, θα καταστήσω ένδοξον το όνομά
σου και έτσι θα είσαι πλούσιος και δοξασμένος εν μέσω των ανθρώπων.
Γεν. 12,3 καὶ εὐλογήσω
τοὺς εὐλογοῦντάς σε καὶ τοὺς καταρωμένους σε
καταράσομαι· καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν σοὶ πᾶσαι
αἱ φυλαὶ τῆς γῆς.
Γεν. 12,3 Θα ευλογήσω δε εκείνους, οι οποίοι θα σε σέβωνται
και θα σε τιμούν, θα καταρασθώ δε εκείνους οι οποίοι θα σε υβρίζουν και θα σε
πολεμούν. Και το σπουδαιότερον, ότι δι' ενός από τους απογόνους σου θα
ευλογηθούν όλαι αι φυλαί της γης”.
Γεν. 12,4 καὶ ἐπορεύθη
Ἅβραμ, καθάπερ ἐλάλησεν αὐτῷ Κύριος, καὶ ᾤχετο
μετ᾿ αὐτοῦ Λώτ. Ἅβραμ δὲ ἦν ἐτῶν
ἑβδομηκονταπέντε, ὅτε ἐξῆλθε ἐκ Χαῤῥάν.
Γεν. 12,4 Υπήκουσεν ο Αβραμ και ανεχώρησεν από την Χαρράν,
όπως του είχεν είπει ο Κυριος. Μαζή του δε ανεχώρησε και ο Λωτ. Οταν δε ο Αβραμ
ανεχώρησεν από την Χαρράν δια την Χαναάν, ήτο εβδομήκοντα πέντε ετών.
Γεν. 12,5 καὶ ἔλαβεν Ἅβραμ
Σάραν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὸν Λὼτ υἱὸν
τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ καὶ πάντα τὰ ὑπάρχοντα
αὐτῶν, ὅσα ἐκτήσαντο, καὶ πᾶσαν ψυχήν, ἣν
ἐκτήσαντο ἐκ Χαῤῥάν, καὶ ἐξήλθοσαν πορευθῆναι
εἰς γῆν Χαναάν.
Γεν. 12,5 Επήρε μαζή τοο ο Αβραμ την γυναίκα αυτού την
Σαραν, το παιδί του αδελφού του τον Λωτ, όλους τους δούλους και όλα τα
υπάρχοντά των όσα είχον αποκτήσει εις Χαρράν, και έφυγον από την πόλιν Χαρράν,
δια να μεταβούν εις την χώραν Χαναάν.
Γεν. 12,6 καὶ διώδευσεν Ἅβραμ
τὴν γῆν εἰς τὸ μῆκος αὐτῆς ἕως
τοῦ τόπου Συχέμ, ἐπὶ τὴν δρῦν τὴν ὑψηλήν·
οἱ δὲ Χαναναῖοι τότε κατῴκουν τὴν γῆν.
Γεν. 12,6 Ο Αβραμ διεπέρασε κατά μήκος από βορρά προς νότον
την Χαναάν μέχρι του τόπου της Συχέμ, πλησίον της τοποθεσίας, της λεγομένης
“υψηλή δρυς”. Οι Χαναναίοι δέ, οι απόγονοι δηλαδή του Χαμ, κατοικούσαν τότε την
περιοχήν αυτήν.
Γεν. 12,7 καὶ ὤφθη
Κύριος τῷ Ἅβραμ καὶ εἶπεν αὐτῷ· τῷ
σπέρματί σου δώσω τὴν γῆν ταύτην. καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ
Ἅβραμ θυσιαστήριον Κυρίῳ τῷ ὀφθέντι αὐτῷ.
Γεν. 12,7 Εκεί εφανερώθηκε ο Κυριος στον Αβραμ και του
είπεν· “αυτήν όλην την χώραν θα την δώσω στους απογόνους σου”. Ο Αβραμ,
ευγνώμων προς τον Θεόν και δια τον λόγον ότι εκεί εφανερώθηκε εις αυτόν ο
Κυριος, έκτισε προς τιμήν Αυτού θυσιαστήριον.
Γεν. 12,8 καὶ ἀπέστη ἐκεῖθεν
εἰς τὸ ὄρος κατὰ ἀνατολὰς Βαιθὴλ καὶ
ἔστησεν ἐκεῖ τὴν σκηνὴν αὐτοῦ, Βαιθὴλ
κατὰ θάλασσαν καὶ Ἀγγαὶ κατὰ ἀνατολάς·
καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ
καὶ ἐπεκαλέσατο ἐπὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου.
Γεν. 12,8 Ανεχώρησεν από την τοποθεσίαν αυτήν ο Αβραμ,
μετέβη εις κάποιο όρος ανατολικά της Βαιθήλ και έστησε την σκηνήν του μεταξύ
της Βαιθήλ, η οποία ευρίσκετο προς δυσμάς εις την θάλασσαν και της Αγγαί, η
οποία ευρίσκετο προς ανατολάς. Εκτισε δε εκεί θυσιαστήριον προς τον Κυριον, του
οποίου και επεκαλέσθη το όνομα.
Γεν. 12,9 καὶ ἀπῇρεν
Ἅβραμ καὶ πορευθεὶς ἐστρατοπέδευσεν ἐν τῇ ἐρήμῳ.
Γεν. 12,9 Αλλά και από εκεί ανεχώρησεν ο Αβραμ και
εγκατεστάθη νοτιώτερα εις την έρημον περιοχήν.
Γεν. 12,10 Καὶ ἐγένετο
λιμὸς ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ κατέβη Ἅβραμ εἰς
Αἴγυπτον παροικῆσαι ἐκεῖ, ὅτι ἐνίσχυσεν ὁ
λιμὸς ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 12,10 Τοτε δε έγινε λιμός και ήλθε πείνα εις την Χαναάν.
Δι' αυτό ο Αβραμ κατέβηκε εις την Αίγυπτον, δια να κατοικήση εκεί, επειδή ήτο
μεγάλη η πείνα εις την χώραν Χαναάν.
Γεν. 12,11 ἐγένετο δέ, ἡνίκα
ἤγγισεν Ἅβραμ εἰσελθεῖν εἰς Αἴγυπτον, εἶπεν
Ἅβραμ Σάρᾳ τῇ γυναικί· γινώσκω ἐγώ, ὅτι γυνὴ
εὐπρόσωπος εἶ·
Γεν. 12,11 Οταν δε επλησίαζε να εισέλθη εις την Αίγυπτον,
είπεν εις την Σαραν την συζυγόν του· “εγώ γνωρίζω καλά ότι είσαι εύμορφη γυνή.
Γεν. 12,12 ἔσται οὖν, ὡς
ἂν ἴδωσί σε οἱ Αἰγύπτιοι, ἐροῦσιν ὅτι
γυνὴ αὐτοῦ ἐστιν αὐτή, καὶ ἀποκτενοῦσί
με, σὲ δὲ περιποιήσονται.
Γεν. 12,12 Υπάρχει φόβος, όταν σε ιδουν οι Αιγύπτιοι, να είπουν
ότι η γυναίκα αυτή είναι σύζυγός του. Τοτε εμέ μεν θα φονεύσουν, σε δε θα
περιποιηθούν.
Γεν. 12,13 εἰπὸν οὖν,
ὅτι ἀδελφὴ αὐτοῦ εἰμι, ὅπως ἂν
εὖ μοι γένηται διὰ σέ, καὶ ζήσεται ἡ ψυχή μου ἕνεκέν
σου.
Γεν. 12,13 Δια τούτο είπε ότι είμαι αδελφή του, ώστε χάριν σου
να εύρω και εγώ μίαν ευμενή υποδοχήν, να διαφύγω τον θάνατον και να ζήσω χάρις
εις σέ”.
Γεν. 12,14 ἐγένετο δέ, ἡνίκα
εἰσῆλθεν Ἅβραμ εἰς Αἴγυπτον, ἰδόντες οἱ
Αἰγύπτιοι τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, ὅτι καλὴ
ἦν σφόδρα,
Γεν. 12,14 Πράγματι· όταν ο Αβραμ εισήλθεν εις την Αίγυπτον,
είδον οι Αιγύπτιοι την σύζυγόν του, ότι ήτο ωραιοτάτη.
Γεν. 12,15 καὶ εἶδον αὐτὴν
οἱ ἄρχοντες Φαραὼ καὶ ἐπῄνεσαν αὐτὴν
πρὸς Φαραὼ καὶ εἰσήγαγον αὐτὴν εἰς τὸν
οἶκον Φαραώ·
Γεν. 12,15 Και οι άρχοντες ακόμη του Φαραώ την είδον, επήνεσαν
αυτήν προς τον Φαραώ και την ωδήγησαν εις τα ανάκτορά του.
Γεν. 12,16 καὶ τῷ Ἅβραμ
εὖ ἐχρήσαντο δι᾿ αὐτήν, καὶ ἐγένοντο αὐτῷ
πρόβατα καὶ μόσχοι καὶ ὄνοι καὶ παῖδες καὶ
παιδίσκαι καὶ ἡμίονοι καὶ κάμηλοι.
Γεν. 12,16 Χαριν δε αυτής υπεδέχθησαν με ευμένειαν και
επεριποιήθησαν τον Αβραμ, ώστε αυτός να αποκτήση πρόβατα και μόσχους και όνους
και δούλους και δούλας και ημιόνους και καμήλους.
Γεν. 12,17 καὶ ἤτασεν ὁ
Θεὸς τὸν Φαραὼ ἐτασμοῖς μεγάλοις καὶ πονηροῖς
καὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ περὶ Σάρας τῆς
γυναικὸς Ἅβραμ.
Γεν. 12,17 Ο Θεός όμως ετιμώρησε και εβασάνισε τον Φαραώ με
πολλάς και οδυνηράς θλίψεις αυτόν και την οικογένειάν του δια τας απρεπείς
διαθέσεις που είχε προς την Σαραν, την γυναίκα του Αβραμ.
Γεν. 12,18 καλέσας δὲ Φαραὼ
τὸν Ἅβραμ εἶπε· τί τοῦτο ἐποίησάς μοι, ὅτι
οὐκ ἀπήγγειλάς μοι, ὅτι γυνή σου ἐστίν;
Γεν. 12,18 Ο Φαραώ αντιληφθείς την αιτίαν των δοκιμασιών
εκείνων εκάλεσε τον Αβραμ και του είπε· “τι είναι αυτό το οποίον μου έκαμες;
Διατί δεν μου ανήγγειλες ότι αυτή είναι σύζυγός σου;
Γεν. 12,19 ἱνατί εἶπας
ὅτι ἀδελφή μου ἐστί; καὶ ἔλαβον αὐτὴν
ἐμαυτῷ γυναῖκα, καὶ νῦν ἰδοὺ ἡ
γυνή σου ἔναντί σου· λαβὼν ἀπότρεχε.
Γεν. 12,19 Διατί μου είπες ότι είναι αδελφή σου και έλαβον
αυτήν ως σύζυγόν μου; Και τώρα ιδού η σύζυγός σου είναι ενώπιόν σου. Παρε την
και φύγε έξω από την Αίγυπτον”.
Γεν. 12,20 καὶ ἐνετείλατο
Φαραὼ ἀνδράσι περὶ Ἅβραμ συμπροπέμψαι αὐτὸν
καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ πάντα, ὅσα ἦν
αὐτῷ.
Γεν. 12,20 Διέταξε δε ο Φαραώ μερικούς άνδρας να πορευθούν και
να προπέμψουν τιμητικώς εκτός της Αιγύπτου τον Αβραμ, την γυναίκα του και όλα
τα υπάρχοντά του.
ΓΕΝΕΣΙΣ
13
Γεν. 13,1 Ἀνέβη δὲ Ἅβραμ
ἐξ Αἰγύπτου, αὐτὸς καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ
καὶ πάντα τὰ αὐτοῦ καὶ Λὼτ μετ᾿ αὐτοῦ,
εἰς τὴν ἔρημον.
Γεν. 13,1 Ο Αβραμ και η σύζυγός του με όλα τα υπάρχοντά των
και ο Λωτ μαζή με αυτόν, έφυγον από την Αίγυπτον και ήλθον εις την έρημον
περιοχήν, εις τα νότια μέρη της Χαναάν.
Γεν. 13,2 Ἅβραμ δὲ ἦν
πλούσιος σφόδρα κτήνεσι καὶ ἀργυρίῳ καὶ χρυσίῳ.
Γεν. 13,2 Ητο δε ο Αβραμ πολύ πλούσιος εις ζώα, εις άργυρον
και εις χρυσόν.
Γεν. 13,3 καὶ ἐπορεύθη
ὅθεν ἦλθεν εἰς τὴν ἔρημον ἕως Βαιθήλ, ἕως
τοῦ τόπου, οὗ ἦν ἡ σκηνὴ αὐτοῦ τὸ
πρότερον, ἀνὰ μέσον Βαιθὴλ καὶ ἀνὰ μέσον Ἀγγαί,
Γεν. 13,3 Από δε την έρημον αυτήν επορεύθησαν έως εις την
Βαιθήλ και άκριβώς στο μέρος εκείνο, όπου προηγουμένως ο Αβραμ είχε στήσει την
σκηνήν του, μεταξύ Βαιθήλ και Αγγαί·
Γεν. 13,4 εἰς τὸν
τόπον τοῦ θυσιαστηρίου, οὗ ἐποίησεν ἐκεῖ τὴν
ἀρχήν· καὶ ἐπεκαλέσατο ἐκεῖ Ἅβραμ τὸ
ὄνομα τοῦ Κυρίου.
Γεν. 13,4 εις την τοποθεσίαν, όπου έκτισεν, αμέσως μόλις
είχε φθάσει προηγουμένως, θυσιαστήριον προς τιμήν του Θεού, του οποίου το όνομα
είχεν επικαλεσθή.
Γεν. 13,5 καὶ Λὼτ τῷ
συμπορευομένῳ μετὰ Ἅβραμ ἦν πρόβατα καὶ βόες καὶ
σκηναί.
Γεν. 13,5 Και ο Λωτ, ο οποίος συνεπορεύετο μαζή με τον
Αβραμ, είχεν επίσης πρόβατα και βόδια και ιδικόν του υπηρετικόν προσωπικόν,
σκηνίτας.
Γεν. 13,6 καὶ οὐκ ἐχώρει
αὐτοὺς ἡ γῆ κατοικεῖν ἅμα, ὅτι ἦν
τὰ ὑπάρχοντα αὐτῶν πολλά, καὶ οὐκ ἐχώρει
αὐτοὺς ἡ γῆ κατοικεῖν ἅμα.
Γεν. 13,6 Επειδή δε τα πρόβατα, τα ζώα και τα αλλά υπάρχοντα
του Αβραμ και του Λωτ, ήσαν πολλά και δεν τα εχωρούσε όλα μαζή η περιοχή
εκείνη,
Γεν. 13,7 καὶ ἐγένετο
μάχη ἀνὰ μέσον τῶν ποιμένων τῶν κτηνῶν τοῦ Ἅβραμ
καὶ ἀνὰ μέσον τῶν ποιμένων τῶν κτηνῶν τοῦ
Λώτ· οἱ δὲ Χαναναῖοι καὶ οἱ Φερεζαῖοι
τότε κατῴκουν τὴν γῆν.
Γεν. 13,7 έγινε φιλονεικία μεταξύ των ποιμένων του Αβραμ
και των ποιμένων του Λωτ. Τοτε δε κατοικούσαν την Χαναάν εκτός των Χαναναίων
και οι Φερεζαίοι.
Γεν. 13,8 εἶπε δὲ Ἅβραμ
τῷ Λώτ· μὴ ἔστω μάχη ἀνὰ μέσον ἐμοῦ
καὶ σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῶν ποιμένων μου καὶ
ἀνὰ μέσον τῶν ποιμένων σου, ὅτι ἄνθρωποι ἀδελφοί
ἐσμεν ἡμεῖς.
Γεν. 13,8 Είπε δε ο ειρηνικός Αβραμ στον Λωτ· “δεν πρέπει να
υπάρχουν φιλονεικίαι και έριδες μεταξύ μας ούτε μεταξύ των ποιμένων μου και των
ποιμένων σου, διότι ημείς είμεθα συγγενείς, είμεθα αδελφοί.
Γεν. 13,9 οὐκ ἰδοὺ
πᾶσα ἡ γῆ ἐναντίον σου ἐστί; διαχωρίσθητι ἀπ᾿
ἐμοῦ· εἰ σὺ εἰς ἀριστερά, ἐγὼ
εἰς δεξιά· εἰ δὲ σὺ εἰς δεξιά, ἐγὼ
εἰς ἀριστερά.
Γεν. 13,9 Διατί να φιλονεικούμεν; Εις την διάθεσίν μας δεν
ευρίσκεται όλη αυτή η χώρα; Λοιπόν ας χωρισθώμεν. Πηγαινε συ, όπου θέλεις. Εάν
μεταβής εις αριστερά, εγώ θα πορευθώ εις τα δεξιά εάν συ υπάγης δεξιά, εγώ θα
προχωρήσω αριστερά”.
Γεν. 13,10 καὶ ἐπάρας
Λὼτ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ἐπεῖδε
πᾶσαν τὴν περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου, ὅτι πᾶσα ἦν
ποτιζομένη πρὸ τοῦ καταστρέψαι τὸν Θεὸν Σόδομα καὶ
Γόμοῤῥα, ὡς ὁ παράδεισος τοῦ Θεοῦ καὶ
ὡς ἡ γῆ Αἰγύπτου, ἕως ἐλθεῖν εἰς
Ζόγορα.
Γεν. 13,10 Ο Λωτ εσηκωσε τα μάτια του, επεθεώρησε με προσοχήν
την περίχωρον του Ιορδάνου. Είδεν ότι όλη αυτή μέχρι Ζογορα εποτίζετο και είχε
πλουσίαν βλάστησιν, και ότι, πριν ο Θεός καταστρέψη τα Σοδομα και Γομορρα,
εφαίνετο σαν παράδεισος του Θεού και σαν την χώραν της Αιγύπτου που ποτίζεται
από τον Νείλον ποταμόν,
Γεν. 13,11 καὶ ἐξελέξατο
ἑαυτῷ Λὼτ πᾶσαν τὴν περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου,
καὶ ἀπῇρε Λὼτ ἀπὸ ἀνατολῶν, καὶ
διεχωρίσθησαν ἕκαστος ἀπὸ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ.
Γεν. 13,11 και επροτίμησεν όλην αυτήν την περίχωρον του
Ιορδάνου. Επήρε τα υπάρχοντά του και μετέβη προς ανατολάς. Ετσι δε εχωρίσθησαν
μεταξύ των οι δύο αυτοί συγγενείς, ο θείος και ανεψιός.
Γεν. 13,12 Ἅβραμ δὲ
κατῴκησεν ἐν γῇ Χαναάν, Λὼτ δὲ κατῴκησεν ἐν
πόλει τῶν περιχώρων καὶ ἐσκήνωσεν ἐν Σοδόμοις·
Γεν. 13,12 Ο Αβραμ έμεινε και κατώκησεν εις την γην Χαναάν, ο δε
Λωτ εις μίαν πόλιν πέραν από τα μέρη του Ιορδάνου και έστησε την σκηνήν του εις
τα Σοδομα.
Γεν. 13,13 οἱ δὲ ἄνθρωποι
οἱ ἐν Σοδόμοις πονηροὶ καὶ ἁμαρτωλοὶ ἐναντίον
τοῦ Θεοῦ σφόδρα.
Γεν. 13,13 Οι άνθρωποι των Σοδόμων ήσαν πάρα πολύ πονηροί και
αμαρτωλοί ενώπιον του Θεού.
Γεν. 13,14 Ὁ δὲ Θεὸς
εἶπε τῷ Ἅβραμ μετὰ τὸ διαχωρισθῆναι τὸν
Λὼτ ἀπ᾿ αὐτοῦ· ἀνάβλεψον τοῖς ὀφθαλμοῖς
σου καὶ ἴδε ἀπὸ τοῦ τόπου, οὗ νῦν σύ
εἶ, πρὸς βοῤῥᾶν καὶ λίβα καὶ ἀνατολὰς
καὶ θάλασσαν·
Γεν. 13,14 Αφού ο Λωτ, ιδιοτελώς σκεπτόμενος, εχωρίσθη από τον
Αβραμ, είπεν ο Θεός στον πράον και μεγαλόκαρδον Αβραμ· “σήκωσε τα βλέμματά σου,
ίδε ολόγυρα από τον τόπον όπου τώρα ευρίσκεσαι, προς Βορράν και Νοτον, προς
Ανατολάς και Δυσμάς,
Γεν. 13,15 ὅτι πᾶσαν τὴν
γῆν, ἣν σὺ ὁρᾷς, σοὶ δώσω αὐτὴν
καὶ τῷ σπέρματί σου ἕως αἰῶνος.
Γεν. 13,15 διότι όλην αυτήν την γην, την οποίαν βλέπεις, θα
την δώσω εις σε και στους απογόνους σου στους αιώνας.
Γεν. 13,16 καὶ ποιήσω τὸ
σπέρμα σου ὡς τὴν ἄμμον τῆς γῆς· εἰ
δύναταί τις ἐξαριθμῆσαι τὴν ἄμμον τῆς γῆς,
καὶ τὸ σπέρμα σου ἐξαριθμηθήσεται.
Γεν. 13,16 Και θα πληθύνω τους απογόνους σου ωσάν την άμμον
της γης. Εάν κανείς ημπορή να μετρήση την άμμον της θαλάσσης θα δυνηθή να
μετρήση και τους ιδικούς σου απογόνους.
Γεν. 13,17 ἀναστὰς
διόδευσον τὴν γῆν εἴς τε τὸ μῆκος αὐτῆς
καὶ εἰς τὸ πλάτος, ὅτι σοὶ δώσω αὐτὴν
καὶ τῷ σπέρματί σου εἰς τὸν αἰῶνα.
Γεν. 13,17 Σηκω, διόδευσε την χώραν αυτήν κατά μήκος και κατά
πλάτος, δια να την γνωρίσης καλά, διότι εις σε και στους απογόνους σου θα την
δώσω ως παντοτεινήν κατοικίαν σας”.
Γεν. 13,18 καὶ ἀποσκηνώσας
Ἅβραμ, ἐλθὼν κατῴκησε παρὰ τὴν δρῦν τὴν
Μαμβρῆ, ἣ ἦν ἐν Χεβρώμ, καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ
θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ.
Γεν. 13,18 Επειτα από αυτά ο Αβραμ εσήκωσε την σκηνήν του,
επήρε τα υπάρχοντά του και ελθών εγκατεστάθη πλησίον εις την δρυν Μαμβρή, η
οποία ευρίσκετο εις την Χεβρών, εκεί και έκτισε θυσιαστήριον προς τιμήν του
Κυρίου.
ΓΕΝΕΣΙΣ
14
Γεν. 14,1 Ἐγένετο δὲ ἐν
τῇ βασιλείᾳ τῇ Ἀμαρφὰλ βασιλέως Σενναάρ, καὶ
Ἀριὼχ βασιλέως Ἐλλασάρ, Χοδολλογομὸρ βασιλεὺς Ἐλὰμ
καὶ Θαργὰλ βασιλεὺς ἐθνῶν
Γεν. 14,1 Τοτε βασιλεύς της Σενναάρ ήτο ο Αμαρφάλ, βασιλεύς
της Ελλασάρ ήτο ο Αριώχ, βασιλεύς της Ελάμ ήτο ο Χοδολλογομόρ και βασιλεύς των
εθνών ήτο ο Θαργάλ.
Γεν. 14,2 ἐποίησαν πόλεμον
μετὰ Βαλλὰ βασιλέως Σοδόμων καὶ μετὰ Βαρσὰ
βασιλέως Γομόῤῥας καὶ μετὰ Σενναὰρ βασιλέως Ἀδαμὰ
καὶ μετὰ Συμοβὸρ βασιλέως Σεβωείμ, καὶ βασιλέως Βαλάκ
(αὕτη ἐστὶ Σηγώρ).
Γεν. 14,2 Αυτοί εκήρυξαν πόλεμον εναντίον του Βαλλά,
βασιλέως των Σοδόμον, εναντίον του Βαρσά βασιλέως της Γομόρρας, εναντίον
Σενναάρ βασιλέως Αδαμά, εναντίον Συμοβόρ βασιλέως Σεβωείμ και εναντίον του
βασιλέως της Βαλάκ, η οποία Βαλάκ είναι η ίδια με την Σηγώρ,
Γεν. 14,3 πάντες οὗτοι
συνεφώνησαν ἐπὶ τὴν φάραγγα τὴν ἁλυκὴν (αὕτη
ἡ θάλασσα τῶν ἁλῶν).
Γεν. 14,3 Οι πέντε αυτοί βασιλείς συνεκεντρώθησαν, με τα στρατεύματά
των εις την φάραγγα, η οποία ελέγετο αλμυρά (αυτή είναι η θάλασσα των αλάτων).
Γεν. 14,4 δώδεκα ἔτη αὐτοὶ
ἐδούλευσαν τῷ Χοδολλογομόρ, τῷ δὲ τρισκαιδεκάτῳ ἔτει
ἀπέστησαν.
Γεν. 14,4 Οι πέντε αυτοί βασιλείς επί δώδεκα έτη ήσαν δούλοι
στον Χοδολλογομόρ. Κατά δε το δέκατον τρίτον έτος επανεστάτησαν.
Γεν. 14,5 ἐν δὲ τῷ
τεσσαρεσκαιδεκάτῳ ἔτει ἦλθε Χοδολλογομὸρ καὶ οἱ
βασιλεῖς μετ᾿ αὐτοῦ καὶ κατέκοψαν τοὺς
γίγαντας τοὺς ἐν Ἀσταρὼθ καὶ Καρναΐν, καὶ ἔθνη
ἰσχυρὰ ἅμα αὐτοῖς καὶ τοὺς Ὀμμαίους
τοὺς ἐν Σαυῇ τῇ πόλει
Γεν. 14,5 Κατά το δέκατον τέταρτον όμως έτος επήλθεν
εναντίον αυτών ο Χοδολλογομόρ και μαζή με αυτόν οι σύμμαχοί του βασιλείς και
κατέκοψαν τους γίγαντας της πόλεως Ασταρώθ και Καρναΐν, μαζή δε με αυτούς και
άλλα έθνη ισχυρά, τους Ομμαίους της πόλεως Σαυή,
Γεν. 14,6 καὶ τοὺς Χοῤῥαίους
τοὺς ἐν τοῖς ὄρεσι Σηείρ, ἕως τῆς
τερεβίνθου τῆς Φαράν, ἥ ἐστιν ἐν τῇ ἐρήμῳ.
Γεν. 14,6 τους Χορραίρυς των ορέων Σηείρ μέχρι της
τερεβίνθου της Φαράν, η οποία ευρίσκεται εις την έρημον, εις τα νότια μέρη της
Χαναάν.
Γεν. 14,7 καὶ ἀναστρέψαντες
ἦλθον ἐπὶ τὴν πηγὴν τῆς κρίσεως (αὕτη
ἐστὶ Κάδης) καὶ κατέκοψαν πάντας τοὺς ἄρχοντας Ἀμαλὴκ
καὶ τοὺς Ἀμοῤῥαίους τοὺς κατοικοῦντας
ἐν Ἀσασονθαμάρ.
Γεν. 14,7 Οι τέσσαρες αυτοί πολεμισταί βασιλείς επέστρεψαν
από την περιοχήν Φαράν, ήλθον εις την “Πηγήν της Κρίσεως”, δηλαδή εις την
Καδης, και εκεί κατέκοψαν όλους τους άρχοντας των Αμαληκιτών και τους
Αμορραίους, οι οποίοι κατοικούσαν εις Ασασονθαμάρ, κοντά εις την Νεκράν
Θαλασσαν.
Γεν. 14,8 ἐξῆλθε δὲ
βασιλεὺς Σοδόμων καὶ βασιλεὺς Γομόῤῥας καὶ
βασιλεὺς Ἀδαμὰ καὶ βασιλεὺς Σεβωεὶμ καὶ
βασιλεὺς Βαλάκ (αὕτη ἐστὶ Σηγώρ) καὶ παρετάξαντο
αὐτοῖς εἰς πόλεμον ἐν τῇ κοιλάδι τῇ ἁλυκῇ,
Γεν. 14,8 Τοτε οι πέντε βασιλείς, δηλαδή ο βασιλεύς Σοδόμων,
ο βασιλεύς Γομόρρας, ο βασιλεύς Αδαμά, ο βασιλεύς Σεβωείμ και ο βασιλεύς της
Βαλάκ (αυτή είναι η πόλις Σηγώρ) εξήλθον και παρετάχθησαν εις την κοιλάδα την
αλμυράν, δια να πολεμήσουν
Γεν. 14,9 πρὸς Χοδολλογομὸρ
βασιλέα Ἐλὰμ καὶ Θαργὰλ βασιλέα ἐθνῶν καὶ
Ἀμαρφὰλ βασιλέα Σενναὰρ καὶ Ἀριὼχ βασιλέα Ἐλλασάρ,
οἱ τέσσαρες βασιλεῖς πρὸς τοὺς πέντε.
Γεν. 14,9 εναντίον των τεσσάρων βασιλέων, ήτοι εναντίον του
Χοδολλογομόρ βασιλέως Ελάμ, εναντίον Θαργάλ βασιλέως των εθνών, εναντίον
Αμαρφάλ βασιλέως Σενναάρ και εναντίον Αριώχ βασιλέως Ελλασάρ. Οι τέσσαρες αυτοί
τελευταίοι βασιλείς αντιπαρετάχθησαν εναντίον των πέντε βασιλέων.
Γεν. 14,10 ἡ δὲ κοιλὰς
ἡ ἁλυκή, φρέατα ἀσφάλτου. ἔφυγε δὲ βασιλεὺς
Σοδόμων καὶ βασιλεὺς Γομόῤῥας καὶ ἐνέπεσαν ἐκεῖ,
οἱ δὲ καταλειφθέντες εἰς τὴν ὀρεινὴν ἔφυγον.
Γεν. 14,10 Η αλμυρά εκείνη κοιλάς είχε φρέατα ασφάλτου.
Γενομένης μάχης μεταξύ των αντιπάλων μερών ενικήθησαν και ετράπησαν εις φυγήν ο
βασιλεύς των Σοδόμων και ο βασιλεύς της Γομόρρας, οι οποίοι όμως ενέπεσαν εις
τα εκεί φρέατα. Οι υπόλοιποι έφυγον εις την ορεινήν περιοχήν.
Γεν. 14,11 ἔλαβον δὲ τὴν
ἵππον πᾶσαν τὴν Σοδόμων καὶ Γομόῤῥας καὶ
πάντα τὰ βρώματα αὐτῶν καὶ ἀπῆλθον.
Γεν. 14,11 Οι νικηταί τέσσαρες βασιλείς επήραν ως λάφυρα όλον
το ιππικόν των Σοδόμων και της Γομόρας και όλα τα τρόφιμα αυτών και έφυγον.
Γεν. 14,12 ἔλαβον δὲ
καὶ τὸν Λὼτ τὸν υἱὸν τοῦ ἀδελφοῦ
Ἅβραμ καὶ τὴν ἀποσκευὴν αὐτοῦ καὶ
ἀπῴχοντο· ἦν γὰρ κατοικῶν ἐν Σοδόμοις.
Γεν. 14,12 Συνέλαβον δε και τον Λωτ, τον υιόν του αδελφού του
Αβραμ, επήραν και τα υπάρχοντα αυτού και έφυγαν. Αυτό δε το επαθεν ο Λωτ, διότι
κατοικούσε εις την περιοχήν των Σοδόμων.
Γεν. 14,13 Παραγενόμενος δὲ
τῶν ἀνασωθέντων τις ἀπήγγειλεν Ἅβραμ τῷ περάτῃ·
αὐτὸς δὲ κατῴκει παρὰ τῇ δρυΐ τῇ
Μαμβρῇ Ἀμοῤῥαίου τοῦ ἀδελφοῦ Ἐσχὼλ
καὶ τοῦ ἀδελφοῦ Αὐνάν, οἳ ἦσαν
συνωμόται τοῦ Ἅβραμ.
Γεν. 14,13 Ενας δε από τους διασωθέντας ήλθεν στον Αβραμ, στον
περάτην όπως τον ωνόμαζον οι εντόπιοι, και του ανήγγειλε τα θλιβερά γεγονότα. Ο
Αβραμ κατοικούσε τότε κοντά εις την δρυν του Μαμβρή του Αμορραίου, αδελφού του
Εσχώλ και του Αυνάν, οι οποίοι είχον συνάψει ένα σύμφωνον φιλίας και συμμαχίας
με τον Αβραμ.
Γεν. 14,14 ἀκούσας δὲ Ἅβραμ
ὅτι ᾐχμαλώτευται Λὼτ ὁ ἀδελφιδοῦς αὐτοῦ,
ἠρίθμησε τοὺς ἰδίους οἰκογενεῖς αὐτοῦ,
τριακοσίους δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ κατεδίωξεν ὀπίσω αὐτῶν
ἕως Δάν.
Γεν. 14,14 Πληροφορηθείς ο Αβραμ ότι συνελήφθη αιχμάλωτος ο
ανεψιός του ο Λωτ επεστράτευσε τους δούλους, που είχαν γεννηθή και εζούσαν στον
οίκον του, τριακοσίους δέκα οκτώ άνδρας, και κατεδίωξε τους νικητάς βασιλείς
μέχρι της πόλεως Δαν.
Γεν. 14,15 καὶ ἐπέπεσεν
ἐπ᾿ αὐτοὺς τὴν νύκτα αὐτὸς καὶ
οἱ παῖδες αὐτοῦ, καὶ ἐπάταξεν αὐτοὺς
καὶ κατεδίωξεν αὐτοὺς ἕως Χοβά, ἥ ἐστιν ἐν
ἀριστερᾷ Δαμασκοῦ.
Γεν. 14,15 Επέπεσεν εναντίον αυτών κατά την νύκτα, αυτός και
οι δούλοι του, εκτύπησε και ενίκησεν αυτούς και τους κατεδίωξεν έως εις την
πόλιν Χοβά, η οποία ευρίσκεται προς τα αριστερά της Δαμασκού.
Γεν. 14,16 καὶ ἀπέστρεψε
πᾶσαν τὴν ἵππον Σοδόμων, καὶ Λὼτ τὸν ἀδελφιδοῦν
αὐτοῦ ἀπέστρεψε καὶ πάντα τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ
καὶ τὰς γυναῖκας καὶ τὸν λαόν.
Γεν. 14,16 Εκυρίευσεν ο Αβραμ όλον το ιππικόν των Σοδόμων,
απηλευθέρωσε τον ανεψιόν του τον Λωτ με όλα τα υπάρχοντά του, με τας γυναίκας
και τον λαόν.
Γεν. 14,17 Ἐξῆλθε δὲ
βασιλεὺς Σοδόμων εἰς συνάντησιν αὐτῷ, μετὰ τὸ
ὑποστρέψαι αὐτὸν ἀπὸ τῆς κοπῆς τοῦ
Χοδολλογομὸρ καὶ τῶν βασιλέων τῶν μετ᾿ αὐτοῦ,
εἰς τὴν κοιλάδα τοῦ Σαβύ (τοῦτο ἦν τὸ
πεδίον τῶν βασιλέων).
Γεν. 14,17 Μετά δε την συντριπτικήν ήτταν του Χοδολλογομόρ και
των συμμάχων του βασιλέων ο Αβραμ επέστρεψε και έφθασεν έξω από την Ιερουσαλήμ.
Εκεί, εις την κοιλάδα του Σαβύ (δηλαδή εις την πεδιάδα των βασιλέων), εξήλθε
προς συνάντησίν του ο βασιλεύς των Σοδόμων.
Γεν. 14,18 καὶ Μελχισεδὲκ
βασιλεὺς Σαλὴμ ἐξήνεγκεν ἄρτους καὶ οἶνον·
ἦν δὲ ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου.
Γεν. 14,18 Ο δε Μελχισεδέκ, ο οποίος ήτο ιερεύς του Θεού του
Υψίστου και βασιλεύς της Ιερουσαλήμ, προσέφερε προς τον Θεόν ως ευχαριστήριον
θυσίαν δια την νίκην του Αβραμ άρτους και οίνον.
Γεν. 14,19 καὶ εὐλόγησε
τὸν Ἅβραμ καὶ εἶπεν· εὐλογημένος Ἅβραμ
τῷ Θεῷ τῷ ὑψίστῳ, ὃς ἔκτισε τὸν
οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.
Γεν. 14,19 Αυτός ευλόγησε τον Αβραμ και είπεν “ας είναι ευλογημένος
ο Αβραμ από τον Θεόν τον Υψιστον, ο οποίος εδημιούργησε τον ουρανόν και την
γην.
Γεν. 14,20 καὶ εὐλογητὸς
ὁ Θεὸς ὁ ὕψιστος, ὃς παρέδωκε τοὺς ἐχθρούς
σου ὑποχειρίους σοι. καὶ ἔδωκεν αὐτῷ Ἅβραμ
δεκάτην ἀπὸ πάντων.
Γεν. 14,20 Και δοξασμένος ας είναι ο Θεός ο Υψιστος, ο οποίος
παρέδωσε υποχειρίους εις σε τους εχθρούς σου”. Ο Αβραμ έδωσε τότε στον
Μελχισεδέκ το δέκατον από όλα τα λάφυρα, τα οποία είχε κυριεύσει.
Γεν. 14,21 εἶπε δὲ
βασιλεὺς Σοδόμων πρὸς Ἅβραμ· δός μοι τοὺς ἄνδρας,
τὴν δὲ ἵππον λάβε σεαυτῷ.
Γεν. 14,21 Ο δε βασιλεύς των Σοδόμων είπε προς τον Αβραμ· “δος
μου τους άνδρας μου, τους οποίους απηλευθέρωσες, και κράτησε δια τον εαυτόν σου
το ιππικόν”.
Γεν. 14,22 εἶπε δὲ Ἅβραμ
πρὸς τὸν βασιλέα Σοδόμων· ἐκτενῶ τὴν χεῖρά
μου πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν τὸν ὕψιστον, ὃς ἔκτισε
τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν,
Γεν. 14,22 Απήντησε δε Αβραμ προς τον βασιλέα των Σοδόμων·
“απλώνω το χέρι μου και ορκίζομαι εις Κυριον τον Θεόν τον Υψιστον, ο οποίος
εδημιούργησε τον ουρανόν και την γην,
Γεν. 14,23 εἰ ἀπὸ
σπαρτίου ἕως σφυρωτῆρος ὑποδήματος λήψομαι ἀπὸ
πάντων τῶν σῶν, ἵνα μὴ εἴπῃς, ὅτι ἐγὼ
ἐπλούτισα τὸν Ἅβραμ·
Γεν. 14,23 ότι δεν θα πάρω τίποτε, από όσα σου ανήκουν, από
κλωστήν έως σχοινί υποδήματος, δια να μη είπης ότι εγώ επλούτισα τον Αβραμ.
Γεν. 14,24 πλὴν ὧν ἔφαγον
οἱ νεανίσκοι καὶ τῆς μερίδος τῶν ἀνδρῶν τῶν
συμπορευθέντων μετ᾿ ἐμοῦ, Ἐσχώλ, Αὐνάν, Μαμβρῆ,
οὗτοι λήψονται μερίδα.
Γεν. 14,24 Θα λάβω μόνον τας τροφάς, τας οποίας κατηνάλωσαν οι
δούλοι μου κατά τον χρόνον της επιθέσεως αυτής. Επίσης αυτοί που εξεστράτευσαν
μαζή με εμέ, οι άνδρες του Εσχώλ, του Αυνάν και Μαμβρή, θα λάβουν την δικαίαν
μερίδα από τα λάφυρα”.
ΓΕΝΕΣΙΣ
15
Γεν. 15,1 Μετὰ δὲ τὰ
ῥήματα ταῦτα ἐγενήθη ῥῆμα Κυρίου πρὸς Ἅβραμ
ἐν ὁράματι, λέγων· μὴ φοβοῦ Ἅβραμ, ἐγὼ
ὑπερασπίζω σου· ὁ μισθός σου πολὺς ἔσται σφόδρα.
Γεν. 15,1 Επειτα από τα γεγονότα αυτά παρουσιάσθη ο Θεός με
όραμα στον Αβραμ και του είπε· “Αβραμ, μη φοβήσαι· εγώ σε υπερασπίζω πάντοτε· ο
μισθός σου δια την πίστιν και δικαιοσύνην σου θα είναι πολύς, πάρα πολύς”.
Γεν. 15,2 λέγει δὲ Ἅβραμ·
δέσποτα Κύριε, τί μοι δώσεις; ἐγὼ δὲ ἀπολύομαι ἄτεκνος·
ὁ δὲ υἱὸς Μασὲκ τῆς οἰκογενοῦς
μου, οὗτος Δαμασκὸς Ἐλιέζερ.
Γεν. 15,2 Είπε δε ο Αβραμ· “Δεσπότα Κυριε, τι θα μου δώσης;
Εγώ έπειτα από ολίγον αποθνήσκω άτεκνος. Κληρονόμος μου θα είναι ο Ελιέζερ, ο
καταγόμενος από την Δαμασκόν, ο υιός της δούλης μου Μασέκ, η οποία εγεννήθη
στον οίκον μου”.
Γεν. 15,3 καὶ εἶπεν Ἅβραμ·
ἐπειδὴ ἐμοὶ οὐκ ἔδωκας σπέρμα, ὁ δὲ
οἰκογενής μου κληρονομήσει μοι.
Γεν. 15,3 Και επαναλαμβάνει ο Αβραμ προς τον Θεόν· “ναι,
Κυριε, ο δούλος μου ο γεννηθείς στον οίκον μου, αυτός θα με κληρονομήση, διότι
εις εμέ δεν έδωσες τέκνον”.
Γεν. 15,4 καὶ εὐθὺς
φωνὴ Κυρίου ἐγένετο πρὸς αὐτὸν λέγουσα· οὐ
κληρονομήσει σε οὗτος, ἀλλ᾿ ὃς ἐξελεύσεται ἐκ
σοῦ, οὗτος κληρονομήσει σε.
Γεν. 15,4 Αμέσως ηκούσθη η φωνή του Κυρίου λέγουσα προς
αυτόν· “όχι ! Δεν θα σε κληρονομήση αυτός, αλλά θα σε κληρονομήση εκείνος που
θα γεννηθή από σένα”.
Γεν. 15,5 ἐξήγαγε δὲ
αὐτὸν ἔξω καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀνάβλεψον
δὴ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἀρίθμησον τοὺς
ἀστέρας, εἰ δυνήσῃ ἐξαριθμῆσαι αὐτούς. καὶ
εἶπεν· οὕτως ἔσται τὸ σπέρμα σου.
Γεν. 15,5 Εβγαλε δε ο Θεός τον Αβραμ έξω από την σκηνήν και
του είπε· “σήκωσε, λοιπόν, το βλέμμα σου στον ουρανόν και μέτρησε τα αστέρια
του ουρανού, εάν ημπορής ποτέ να τα μετρήσης”. Και προσέθεσεν ο Θεός· “τόσον
πολλοί θα είναι οι απόγονοί σου”.
Γεν. 15,6 καὶ ἐπίστευσεν
Ἅβραμ τῷ Θεῷ, καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς
δικαιοσύνην.
Γεν. 15,6 Επίστευσεν ο Αβραμ υλοψύχως στον Θεόν και η πίστις
του αυτή εθεωρήθη ως μεγάλη αρετή και σύνολον αρετών.
Γεν. 15,7 εἶπε δὲ πρὸς
αὐτόν· ἐγὼ ὁ Θεὸς ὁ ἐξαγαγών σε ἐκ
χώρας Χαλδαίων, ὥστε δοῦναί σοι τὴν γῆν ταύτην κληρονομῆσαι.
Γεν. 15,7 Είπεν ακόμη ο Θεός προς τον Αβραμ· “εγώ σε έβγαλα
από την χώραν των Χαλδαίων, δια να δώσω εις σε και εις τους απογόνους σου ως
κληρονομίαν την γην αυτήν”.
Γεν. 15,8 εἶπε δέ, Δέσποτα
Κύριε, κατὰ τί γνώσομαι ὅτι κληρονομήσω αὐτήν;
Γεν. 15,8 Είπε τότε ο Αβραμ· “Δεσπότα Κυριε, πως εγώ θα
πληροφορηθώ σαφώς και θα εννοήσω ότι θα κληρονομήσω αυτήν την χώραν;”
Γεν. 15,9 εἶπε δὲ αὐτῷ·
λάβε μοι δάμαλιν τριετίζουσαν καὶ αἶγα τριετίζουσαν καὶ κριὸν
τριετίζοντα καὶ τρυγόνα καὶ περιστεράν.
Γεν. 15,9 Είπε προς αυτόν ο Θεός· “πάρε δι' εμέ μίαν δάμαλιν
τριών ετών, αίγα επίσης τριών ετών και κριον τριών ετών, ακόμη δε μίαν τρυγόνα
και μίαν περιστεράν”.
Γεν. 15,10 ἔλαβε δὲ αὐτῷ
πάντα ταῦτα καὶ διεῖλεν αὐτὰ μέσα καὶ ἔθηκεν
αὐτὰ ἀντιπρόσωπα ἀλλήλοις, τὰ δὲ ὄρνεα
οὐ διεῖλε.
Γεν. 15,10 Επήρε ο Αβραμ όλα αυτά, τα εδιχοτόμησε και έθεσε τα
τεμάχια τα μεν απέναντι των δέ. Τα πτηνά όμως δεν τα εδιχοτόμησε.
Γεν. 15,11 κατέβη δὲ ὄρνεα
ἐπὶ τὰ σώματα, ἐπὶ τὰ διχοτομήματα αὐτῶν,
καὶ συνεκάθησεν αὐτοῖς Ἅβραμ.
Γεν. 15,11 Εις τα διχοτομημένα αυτά σώματα των ζώων επέπεσαν
με ορμήν αρπακτικά όρνεα και ο Αβραμ εκάθησε κοντά εις τα διχοτομημένα εκείνα
σώματα, δια να διώχνη τα όρνεα.
Γεν. 15,12 περὶ δὲ ἡλίου
δυσμὰς ἔκστασις ἐπέπεσε τῷ Ἅβραμ, καὶ ἰδοὺ
φόβος σκοτεινὸς μέγας ἐπιπίπτει αὐτῷ.
Γεν. 15,12 Κατά δε το ηλιοβασίλεμμα εβυθισθη ο Αβραμ εις
έκστασιν και ένας σκοτεινός μεγάλος φόβος τον κατέλαβεν.
Γεν. 15,13 καὶ ἐῤῥέθη
πρὸς Ἅβραμ· γινώσκων γνώσῃ ὅτι πάροικον ἔσται
τὸ σπέρμα σου ἐν γῇ οὐκ ἰδίᾳ, καὶ
δουλώσουσιν αὐτοὺς καὶ κακώσουσιν αὐτοὺς καὶ
ταπεινώσουσιν αὐτοὺς τετρακόσια ἔτη.
Γεν. 15,13 Εις τοιαύτην ψυχολογικήν κατάστασιν ευρισκόμενος
ήκουσε τον Θεόν να του λέγη· “μάθε και κατανόησε καλά ότι οι απόγονοί σου επί
τετρακόσια ολόκληρα έτη θα ζήσουν ως ξένοι εις ξένην χώραν, οι κάτοικοι της
οποίας θα έχουν αυτούς ως δούλους· θα τους ταλαιπωρήσουν και θα τους
εξευτελίσουν επί τετρακόσια έτη.
Γεν. 15,14 τὸ δὲ ἔθνος,
ᾧ ἐὰν δουλεύσωσι, κρινῶ ἐγώ· μετὰ δὲ
ταῦτα ἐξελεύσονται ὧδε μετὰ ἀποσκευῆς πολλῆς.
Γεν. 15,14 Το δε έθνος, το οποίον θα μεταχειρισθή τους
απογόνους σου ως δούλους, θα το τιμωρήσω εγώ. Μετά δε τα τετρακόσια αυτά χρόνια
οι απόγονοί σου θα εξέλθουν από την χώραν εκείνην και θα έλθουν εδώ εις την
Χαναάν με πολλά αγαθά, λαός πολύς.
Γεν. 15,15 σὺ δὲ ἀπελεύσῃ
πρὸς τοὺς πατέρας σου ἐν εἰρήνῃ, τραφεὶς ἐν
γήρᾳ καλῷ.
Γεν. 15,15 Συ δε με ένα ειρηνικόν θάνατον, αφού πλέον θα έχεις
φθάσει εις ευτυχιαμένα γεράματα, θα μεταβής στους προπάτοράς σου εις την
αιωνιότητα.
Γεν. 15,16 τετάρτῃ δὲ
γενεᾷ ἀποστραφήσονται ὧδε· οὔπω γὰρ ἀναπεπλήρωνται
αἱ ἁμαρτίαι τῶν Ἀμοῤῥαίων ἕως τοῦ
νῦν.
Γεν. 15,16 Οι απόγονοί σου θα επιστρέψουν εδώ από την ξένην
χώραν κατά την τετάρτην γενεάν. Και τούτο, διότι αι κακίαι των Αμορραίων δεν θα
έχουν φθάσει ενωρίτερον στο αποκορύφωμά των, δια να τιμωρηθούν αυτοί όπως τους
πρέπει”.
Γεν. 15,17 ἐπεὶ δὲ
ὁ ἥλιος ἐγένετο πρὸς δυσμάς, φλὸξ ἐγένετο,
καὶ ἰδοὺ κλίβανος καπνιζόμενος καὶ λαμπάδες πυρός, αἳ
διῆλθον ἀνὰ μέσον τῶν διχοτομημάτων τούτων.
Γεν. 15,17 Οταν δε ο ήλιος έδυε, ήναψε μια φλοξ και ιδού εφάνη
ένα καμίνι να καπνίζη και λαμπάδες πυρός, αι οποίαι επέρασαν ανάμεσα από τα
διχοτομημένα σώματα των ζώων.
Γεν. 15,18 ἐν τῇ ἡμέρᾳ
ἐκείνῃ διέθετο Κύριος τῷ Ἅβραμ διαθήκην λέγων· τῷ
σπέρματί σου δώσω τὴν γῆν ταύτην, ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ
Αἰγύπτου ἕως τοῦ ποταμοῦ τοῦ μεγάλου, ποταμοῦ
Εὐφράτου,
Γεν. 15,18 Κατά την ημέραν εκείνην έκαμε διαθήκην ο Θεός προς
τον Αβραμ και του έδωσε την υπόσχεσιν λέγων· “στους απογόνους σου θα δώσω την
χώραν αυτήν από τον ποταμόν της Αιγύπτου έως τον μεγάλον ποταμόν της
Μεσοποταμίας, τον Ευφράτην.
Γεν. 15,19 τοὺς Κεναίους καὶ
τοὺς Κενεζαίους καὶ τούς Κεδμωναίους
Γεν. 15,19 Θα σας δώσω επίσης υπό την εξουσίαν σας τους
Κεναίους, τους Κενεζαίους, τους Κεδμωναίους,
Γεν. 15,20 καὶ τοὺς
Χετταίους καὶ τοὺς Φερεζαίους καὶ Ῥαφαεὶν καὶ
τοὺς Ἀμοῤῥαίους καὶ τοὺς Χαναναίους καὶ
τοὺς Εὐαίους καὶ τοὺς Γεργεσαίους καὶ τοὺς Ἰεβουσαίους.
Γεν. 15,20 τους Χετταίους, τους Φερεζαίους, τους Ραφαείν, τους
Αμορραίους, τους Χαναναίους, τους Ευαίους, τους Γεργεσαίους και τους
Ιεβουσαίους”.
ΓΕΝΕΣΙΣ
16
Γεν. 16,1 Σάρα δὲ γυνὴ
Ἅβραμ οὐκ ἔτικτεν αὐτῷ. ἦν δὲ αὐτῇ
παιδίσκη Αἰγυπτία, ᾗ ὄνομα Ἄγαρ.
Γεν. 16,1 Η Σαρα, η σύζυγος του Αβραμ, δεν εγεννοσε τέκνα.
Εις την υπηρεσίαν αυτής ευρίσκετο μία δούλη από την Αίγυπτον, η οποία ωνομάζετο
Αγαρ.
Γεν. 16,2 εἶπε δὲ
Σάρα πρὸς Ἅβραμ· ἰδοὺ συνέκλεισέ με Κύριος τοῦ
μὴ τίκτειν· εἴσελθε οὖν πρὸς τὴν παιδίσκην
μου, ἵνα τεκνοποιήσωμαι ἐξ αὐτῆς. ὑπήκουσε δὲ
Ἅβραμ τῆς φωνῆς Σάρας.
Γεν. 16,2 Είπε η Σαρα προς τον Αβραμ· “ιδού, ο Κυριος με
έχει εμποδίσει να συλλάβω και γεννήσω τέκνον. Λοιπόν, πήγαινε εις την δούλην
μου, δια να αποκτήσω, έστω και από αυτήν, ένα τέκνον”. Υπήκουσεν ο Αβραμ στον
λόγον αυτόν της Σαρας.
Γεν. 16,3 καὶ λαβοῦσα
Σάρα ἡ γυνὴ Ἅβραμ Ἄγαρ τὴν Αἰγυπτίαν τὴν
ἑαυτῆς παιδίσκην, μετὰ δέκα ἔτη τοῦ οἰκῆσαι
Ἅβραμ ἐν γῇ Χαναάν, ἔδωκεν αὐτὴν τῷ Ἅβραμ
ἀνδρὶ αὐτῆς αὐτῷ γυναῖκα.
Γεν. 16,3 Η Σαρα, η γυνή του Αβραμ, έλαβε την Αγαρ την
Αιγυπτίαν δούλην της, δέκα έτη μετά την έλευσιν του Αβραμ εις την Χαναάν και
έδωσεν εκείνην εις αυτόν ως γυναίκα.
Γεν. 16,4 καὶ εἰσῆλθε
πρὸς Ἄγαρ, καὶ συνέλαβε. καὶ εἶδεν ὅτι ἐν
γαστρὶ ἔχει, καὶ ἠτιμάσθη ἡ κυρία ἐναντίον
αὐτῆς.
Γεν. 16,4 Ο Αβραμ έλαβε την Αγαρ, η οποία και κατέστη
κατόπιν έγκυος. Οταν η Αγαρ είδεν ότι είναι έγκυος, υπερηφανεύθη, πράγμα το
οποίον απετέλεσε περιφρόνησιν δια την κυρίαν της την Σαραν.
Γεν. 16,5 εἶπε δὲ
Σάρα πρὸς Ἅβραμ· ἀδικοῦμαι ἐκ σοῦ·
ἐγὼ δέδωκα τὴν παιδίσκην μου εἰς τὸν κόλπον σου, ἰδοῦσα
δὲ ὅτι ἐν γαστρὶ ἔχει, ἠτιμάσθην ἐναντίον
αὐτῆς· κρίναι ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον ἐμοῦ
καὶ σοῦ.
Γεν. 16,5 Είπε τότε η Σαρα προς τον Αβραμ· “αδικούμαι από
σέ· εγώ σου έδωσα την δούλην μου εις την αγκάλην σου. Εκείνη δέ, όταν είδεν ότι
είναι έγκυος, υπερηφανεύθη εναντίον μου και με περιεφρόνησε. Ο Θεός ας κρίνη μεταξύ
εμού και σου, διότι φαίνεται ότι συ ανέχεσαι αυτήν την διαγωγήν της”.
Γεν. 16,6 εἶπε δὲ Ἅβραμ
πρὸς Σάραν· ἰδοὺ ἡ παιδίσκη σου ἐν ταῖς
χερσί σου· χρῶ αὐτῇ ὡς ἄν σοι ἀρεστόν ᾖ.
καὶ ἐκάκωσεν αὐτὴν Σάρα, καὶ ἀπέδρα ἀπὸ
προσώπου αὐτῆς.
Γεν. 16,6 Ο Αβραμ είπε τότε προς την Σαραν “η δούλη σου
είναι εις τα χέρια σου. Την αφήνω εις την διάθεσίν σου. Μεταχειρίσου την, όπως
σου αρέσει”. Η Σαρα εταλαιπώρησε τότε και εβασάνισε την Αγαρ, η οποία και
εδραπέτευσεν από την σκληράν κυρίαν της.
Γεν. 16,7 Εὗρε δὲ αὐτὴν
ἄγγελος Κυρίου ἐπὶ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος
ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἐπὶ τῆς πηγῆς ἐν
τῇ ὁδῷ Σούρ.
Γεν. 16,7 Αγγελος όμως Κυρίου εύρε την Αγαρ περιπλανωμένην
εις την έρημον, πλησίον κάποιας πηγής που ευρίσκετο εις την οδόν την οδηγούσαν
προς την έρημον Σούρ,
Γεν. 16,8 καὶ εἶπεν αὐτῇ
ὁ ἄγγελος Κυρίου. Ἄγαρ, παιδίσκη Σάρας, πόθεν ἔρχῃ
καὶ ποῦ πορεύῃ; καὶ εἶπεν· ἀπὸ
προσώπου Σάρας τῆς κυρίας μου ἐγὼ ἀποδιδράσκω.
Γεν. 16,8 και είπε προς αυτήν ο άγγελος του Κυρίου· “Αγαρ,
δούλη της Σαρας, από που έρχεσαι και που πηγαίνεις;” Εκείνη απήντησε·
“εδραπέτευσα από την κυρίαν μου την Σαραν”.
Γεν. 16,9 εἶπε δὲ αὐτῇ
ὁ ἄγγελος Κυρίου· ἀποστράφηθι πρὸς τὴν
κυρίαν σου καὶ ταπεινώθητι ὑπὸ τὰς χεῖρας αὐτῆς.
Γεν. 16,9 Είπε προς αυτήν ο άγγελος του Κυρίου· “να
επιστρέψης εις την κυρίαν σου, να ταπεινωθής και να υποταχθής εις την εξουσίαν
της”.
Γεν. 16,10 καὶ εἶπεν αὐτῇ
ὁ ἄγγελος Κυρίου· πληθύνων πληθυνῶ τὸ σπέρμα σου,
καὶ οὐκ ἀριθμηθήσεται ὑπὸ τοῦ πλήθους.
Γεν. 16,10 Και προσέθεσεν ο άγγελος· “θα πληθύνω πολύ τους
απογόνους σου, τόσον πολύ ώστε λόγω του πλήθους των να μη είναι δυνατόν να
καταμετρηθούν.
Γεν. 16,11 καί εἶπεν αὐτῇ
ὁ ἄγγελος Κυρίου· ἰδού, σὺ ἐν γαστρί ἔχεις
καὶ τέξῃ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ
Ἰσμαήλ, ὅτι ἐπήκουσε Κύριος τῇ ταπεινώσει σου.
Γεν. 16,11 Συ είσαι τώρα έγκυος, θα γεννήσης τέκνον και θα το
ονομάσης Ισμαήλ, διότι Κυριος ο Θεός ήκουσε την δέησίν σου και διετέθη ευμενώς
δια σε εξ αιτίας της θλίψεώς σου αυτής.
Γεν. 16,12 οὗτος ἔσται
ἄγροικος ἄνθρωπος αἱ χεῖρες αὐτοῦ ἐπὶ
πάντας, καὶ αἱ χεῖρες πάντων ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ
κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ
κατοικήσει.
Γεν. 16,12 Αυτός δε ο υιός σου θα είναι άνθρωπος της υπαίθρου,
τραχύς· θα στρέφεται εναντίον όλων και όλοι θα στρέφωνται εναντίον αυτού. Αυτός
και οι απόγονοί του θα κατοικήσουν απέναντι όλων των συγγενών των”.
Γεν. 16,13 καὶ ἐκάλεσεν
Ἄγαρ τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ λαλοῦντος πρὸς αὐτήν·
σὺ ὁ Θεὸς ὁ ἐπιδών με, ὅτι εἶπε·
καὶ γὰρ ἐνώπιον εἶδον ὀφθέντα μοι.
Γεν. 16,13 Η Αγαρ επεκαλέσθη τότε με σεβασμόν και ευγνομοσύνην
το όνομα του Κυρίου, ο οποίος ωμίλει προς αυτήν, και είπε· “συ είσαι ο Θεός, ο
οποίος έρριψες βλέμμα στοργής προς εμέ την ταλαίπωρον”. Και ωμολόγησεν η Αγαρ·
“πράγματι είδον ενώπιόν μου να φανερώνεται ο Θεός” !
Γεν. 16,14 ἕνεκεν τούτου ἐκάλεσε
τὸ φρέαρ Φρέαρ οὗ ἐνώπιον εἶδον· ἰδοὺ ἀνὰ
μέσον Κάδης καὶ ἀνὰ μέσον Βαράδ.
Γεν. 16,14 Εξ αιτίας του μεγάλου τούτου γεγονότος ωνόμασε το
φρέαρ εκείνο “φρέαρ όπου είδον ενώπιόν μου τον Θεόν”. Τούτο ευρίσκεται μεταξύ
Καδης και Βαράδ.
Γεν. 16,15 Καὶ ἔτεκεν Ἄγαρ
τῷ Ἅβραμ υἱόν, καὶ ἐκάλεσεν Ἅβραμ τὸ ὄνομα
τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, ὃν ἔτεκεν αὐτῷ
Ἄγαρ, Ἰσμαήλ.
Γεν. 16,15 Η Αγαρ εγέννησε πράγματι, υστέρα από ολίγον, τέκνον
στον Αβραμ. Ο δε Αβραμ ωνόμασε το παιδί του, το οποίον του εγέννησεν η Αγαρ, με
το όνομα Ισμαήλ.
Γεν. 16,16 Ἅβραμ δὲ ἦν
ἐτῶν ὀγδοηκονταέξ, ἡνίκα ἔτεκεν Ἄγαρ τῷ
Ἅβραμ τὸν Ἰσμαήλ.
Γεν. 16,16 Ητο δε τότε ο Αβραμ, όταν εγέννησεν εις αυτόν η Αγαρ
τον Ισμαήλ, ετών ογδοήκοντα εξ.
ΓΕΝΕΣΙΣ
17
Γεν. 17,1 Ἐγένετο δὲ Ἅβραμ
ἐτῶν ἐνενηκονταεννέα, καὶ ὤφθη Κύριος τῷ Ἅβραμ
καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐγώ εἰμι ὁ Θεός
σου· εὐαρέστει ἐνώπιον ἐμοῦ καὶ γίνου ἄμεμπτος,
Γεν. 17,1 Οταν ο Αβραμ έφθασεν εις ηλικίαν ενενήκοντα εννέα
ετών, παρουσιάσθη ο Κυριος εις αυτόν και του είπεν· “εγώ είμαι, ο Θεός σου·
γίνε ευάρεστος ενώπιόν μου, ανεπίληπτος και ενάρετος·
Γεν. 17,2 καὶ θήσομαι τὴν
διαθήκην μου ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ἀνὰ
μέσον σοῦ καὶ πληθυνῶ σε σφόδρα.
Γεν. 17,2 και θα συνάψω την διαθήκην μου μεταξύ εμού και σου
και θα πληθύνω τους απογόνους σου πάρα πολύ”.
Γεν. 17,3 καὶ ἔπεσεν Ἅβραμ
ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ, καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ
ὁ Θεὸς λέγων·
Γεν. 17,3 Γεμάτος ιερόν δέος και ευγνωμοσύνην ο Αβραμ έπεσε
πρηνής ενώπιον του Θεού, ο οποίος ωμίλησε πάλιν και του είπεν·
Γεν. 17,4 καὶ ἐγὼ
ἰδοὺ ἡ διαθήκη μου μετὰ σοῦ, καὶ ἔσῃ
πατὴρ πλήθους ἐθνῶν,
Γεν. 17,4 “Ιδού η συμφωνία και η υπόσχεσίς μου προς σέ· θα
γίνης γενάρχης πολυαρίθμων εθνών.
Γεν. 17,5 καὶ οὐ
κληθήσεται ἔτι τὸ ὄνομά σου Ἅβραμ, ἀλλ᾿ ἔσται
τὸ ὄνομά σου Ἁβραάμ, ὅτι πατέρα πολλῶν ἐθνῶν
τέθεικά σε.
Γεν. 17,5 Το όνομά σου δεν θα είναι πλέον Αβραμ, αλλά θα
ονομάζεσαι Αβραάμ, διότι σε έχω προορίσει ως πρόγονον και πατριάρχην πολλών
λαών.
Γεν. 17,6 καὶ αὐξανῶ
σε σφόδρα σφόδρα καὶ θήσω σε εἰς ἔθνη, καὶ βασιλεῖς
ἐκ σοῦ ἐξελεύσονται.
Γεν. 17,6 Θα σε αυξήσω πολύ, πάρα πολύ, θα σε αναδείξω
πρόγονον πολλών εθνών και βασιλείς θα προέλθουν από σέ.
Γεν. 17,7 καὶ στήσω τὴν
διαθήκην μου ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ
σπέρματός σου μετά σέ, εἰς τὰς γενεὰς αὐτῶν, εἰς
διαθήκην αἰώνιον, εἶναί σου Θεὸς καὶ τοῦ
σπέρματός σου μετὰ σέ.
Γεν. 17,7 Και θα στήσω έγκυρον και ακατάλυτον την συμφωνίαν
και την υπόσχεσίν μου αυτήν και στους απογόνους σου έπειτα από σε εις όλας τας
γενεάς αυτών· υπόσχεσιν παντοτεινήν και ανέκκλητον ότι θα είμαι ιδικός σου Θεός
και Θεός των έπειτα από σε απογόνων σου.
Γεν. 17,8 καὶ δώσω σοι καὶ
τῷ σπέρματί σου μετὰ σὲ τὴν γῆν, ἣν παροικεῖς,
πᾶσαν τὴν γῆν Χαναάν, εἰς κατάσχεσιν αἰώνιον καὶ
ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν.
Γεν. 17,8 Και θα δώσω εις σε και, έπειτα από σε στους
απογόνους σου ως αιωνίαν ιδιοκτησίαν όλην αυτήν την γην Χαναάν, εις την οποίαν
τώρα κατοικείς ως ξένος· και θα είμαι στους απογόνους σου ο Θεός των”.
Γεν. 17,9 καὶ εἶπεν ὁ
Θεὸς πρὸς Ἁβραάμ· σὺ δὲ τὴν διαθήκην
μου διατηρήσεις, σὺ καὶ τὸ σπέρμα σου μετὰ σὲ εἰς
τὰς γενεὰς αὐτῶν.
Γεν. 17,9 Είπε δε ακόμη ο Θεός προς τον Αβραάμ· “συ θα
φυλάξης την διαθήκην μου αυτήν, συ και οι απόγονοί σου εις όλας τας γενεάς των.
Γεν. 17,10 καὶ αὕτη ἡ
διαθήκη, ἣν διατηρήσεις, ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ
ὑμῶν καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου μετὰ
σὲ εἰς τὰς γενεὰς αὐτῶν·
περιτμηθήσεται ὑμῶν πᾶν ἀρσενικόν,
Γεν. 17,10 Σημείον δε και εξωτερικόν γνώρισμα της συμφωνίας μεταξύ
εμού και υμών και των απογόνων σου έπειτα από σέ, εις όλας τας γενεάς αυτών ότι
θα τηρήσετε την διαθήκην μου είναι τούτο· Από τώρα και στο εξής θα περιτέμνεται
κάθε αρσενικόν τέκνον σας.
Γεν. 17,11 καὶ
περιτμηθήσεσθε τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας ὑμῶν, καὶ
ἔσται εἰς σημεῖον διαθήκης ἀνὰ μέσον ἐμοῦ
καὶ ὑμῶν.
Γεν. 17,11 Θα περικόψετε την σαρκίνην ακροβυστίαν σας· και
τούτο θα είναι σημείον της συμφωνίας μας μεταξύ εμού και υμών.
Γεν. 17,12 καὶ παιδίον ὀκτὼ
ἡμερῶν περιτμηθήσεται ὑμῖν, πᾶν ἀρσενικὸν
εἰς τὰς γενεὰς ὑμῶν, ὁ οἰκογενὴς
καὶ ὁ ἀργυρώνητος, ἀπὸ παντὸς υἱοῦ
ἀλλοτρίου, ὃς οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ σπέρματός
σου.
Γεν. 17,12 Καθε αρσενικόν παιδί θα περιτέμνεται οκτώ ημέρας
μετά την γέννησίν του, κάθε αρσενικόν εις όλας τας γενεάς σας, όπως επίσης θα
περιτέμνεται και ο δούλος, ο οποίος θα αγορασθή με χρήματα, και το παιδί παντός
ξένου ο οποίος κατοικεί μαζή σας, έστω και αν δεν είναι απόγονός σου.
Γεν. 17,13 περιτομῇ
περιτμηθήσεται ὁ οἰκογενὴς τῆς οἰκίας σου καὶ
ὁ ἀργυρώνητος, καὶ ἔσται ἡ διαθήκη μου ἐπὶ
τῆς σαρκὸς ὑμῶν εἰς διαθήκην αἰώνιον.
Γεν. 17,13 Θα περιτμηθή όπως δήποτε ο δούλος, που εγεννήθη εις
την οικίαν σου, και ο δούλος, που ηγοράσθη με χρήματα. Η περιτομή αυτή της
σαρκός σας θα είναι υποχρέωσις απορρέουσα από την συμφωνίαν μας, η οποία θα έχη
αιωνίαν ισχύν.
Γεν. 17,14 καὶ ἀπερίτμητος
ἄρσην, ὃς οὐ περιτμηθήσεται τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας
αὐτοῦ τῇ ἡμέρᾳ τῇ ὀγδόῃ, ἐξολοθρευθήσεται
ἡ ψυχὴ ἐκείνη ἐκ τοῦ γένους αὐτῆς, ὅτι
τὴν διαθήκην μου διεσκέδασε.
Γεν. 17,14 Καθε αρσενικόν, του οποίου δεν περιεκόπη η σαρξ της
ακροβυστίας του κατά την ογδόην ημέραν από της γεννήσεώς του και έμεινεν
απερίτμητον, θα εξολοθρευθή η ύπαρξις αυτή εκ μέσου της φυλής του, διότι
κατεφρόνησε και κατεπάτησε την εντολήν μου”.
Γεν. 17,15 Καὶ εἶπεν ὁ
Θεὸς τῷ Ἁβραάμ· Σάρα ἡ γυνή σου οὐ
κληθήσεται τὸ ὄνομα αὐτῆς Σάρα, ἀλλὰ Σάῤῥα
ἔσται τὸ ὄνομα αὐτῆς.
Γεν. 17,15 Είπεν ακόμη ο Θεός στον Αβραάμ· “η σύζυγός σου η
Σαρα δεν θα λέγεται πλέον Σαρα, αλλά θα ονομάζεται Σαρρα.
Γεν. 17,16 εὐλογήσω δὲ
αὐτήν, καὶ δώσω σοι ἐξ αὐτῆς τέκνον· καὶ
εὐλογήσω αὐτό, καὶ ἔσται εἰς ἔθνη, καὶ
βασιλεῖς ἐθνῶν ἐξ αὐτοῦ ἔσονται.
Γεν. 17,16 Θα ευλογήσω δε αυτήν, θα λύσω την ατεκνίαν της και
θα δώσω εις σε από αυτήν τέκνον. Εγώ δε θα ευλογήσω αυτό και θα το αναδείξω
πατριάρχην εθνών πολλών, και βασιλείς εθνών θα προέλθουν από αυτό”.
Γεν. 17,17 καὶ ἔπεσεν Ἁβραὰμ
ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ ἐγέλασε καὶ εἶπεν
ἐν τῇ διανοίᾳ αὐτοῦ λέγων· εἰ τῷ
ἑκατονταετεῖ γενήσεται υἱός; καὶ εἰ ἡ Σάῤῥα
ἐνενήκοντα ἐτῶν τέξεται;
Γεν. 17,17 Επεσεν ο Αβραάμ πρηνής ενώπιον του Θεού, εχάρη και
είπεν από μέσα του· “λοιπόν εις ηλικίαν εκατόν ετών θα αποκτήσω υιόν και η
Σαρρα εις ηλικίαν ενενήκοντα ετών θα γεννήση;”
Γεν. 17,18 εἶπε δὲ Ἁβραὰμ
πρὸς τὸν Θεόν· Ἰσμαὴλ οὗτος ζήτω ἐναντίον
σου.
Γεν. 17,18 Είπε δε ο Αβραάμ προς τον Θεόν· “ο Ισμαήλ είναι και
αυτός υιός μου· ας ζήση και αυτός ενώπιόν σου και με την ευλογίαν σου”.
Γεν. 17,19 εἶπε δὲ ὁ
Θεὸς πρὸς Ἁβραὰμ· ναί· ἰδοὺ Σάῤῥα
ἡ γυνή σου τέξεταί σοι υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα
αὐτοῦ Ἰσαάκ, καὶ στήσω τὴν διαθήκην μου πρὸς
αὐτὸν εἰς διαθήκην αἰώνιον, εἶναι αὐτῷ
Θεὸς καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ μετ᾿ αὐτόν.
Γεν. 17,19 Απήντησεν ο Θεός προς τον Αβραάμ· “ναι· ιδού η
Σαρρα η σύζυγός σου θα γεννήση προς μεγάλην σου χαράν υιόν και θα ονομάσης
αυτόν Ισαάκ, και προς αυτόν εγώ θα συνάψω την διαθήκην μου, διαθήκην αιωνίαν,
ότι θα είμαι εις αυτόν και στους απογόνους αυτού ο Θεός των.
Γεν. 17,20 περὶ δὲ Ἰσμαὴλ
ἰδοὺ ἐπήκουσά σου· καὶ ἰδοὺ εὐλόγηκα
αὐτὸν καὶ αὐξανῶ αὐτόν καὶ πληθυνῶ
αὐτὸν σφόδρα· δώδεκα ἔθνη γεννήσει καὶ δώσω αὐτὸν
εἰς ἔθνος μέγα.
Γεν. 17,20 Την δε παράκλησίν σου περί του Ισμαήλ ιδού την
ήκουσα και την εδέχθην· τον έχω ευλογήσει και αυτόν. Θα τον αυξήσω και θα τον
πληθύνω πολύ· δώδεκα έθνη θα προέλθουν από αυτόν και θα αναδείξω αυτόν γενάρχην
μεγάλου λαού.
Γεν. 17,21 τὴν δὲ
διαθήκην μου στήσω πρὸς Ἰσαάκ, ὃν τέξεταί σοι Σάῤῥα
εἰς τὸν καιρὸν τοῦτον, ἐν τῷ ἐνιαυτῷ
τῷ ἑτέρῳ.
Γεν. 17,21 Αλλά την διαθήκην μου θα συνάψω και θα
πραγματοποιήσω προς τον Ισαάκ, τον οποίον θα γεννήση εις σε η Σαρρα την εποχήν
αυτήν κατά το επόμενον έτος”.
Γεν. 17,22 συνετέλεσε δὲ λαλῶν
πρὸς αὐτὸν καὶ ἀνέβη ὁ Θεὸς ἀπό
Ἁβραάμ.
Γεν. 17,22 Ετελείωσε την ομιλίαν του ο Θεός προς τον Αβραάμ και
ανεχώρησεν από αυτόν.
Γεν. 17,23 Καὶ ἔλαβεν Ἁβραὰμ
Ἰσμαὴλ τὸν υἱὸν ἑαυτοῦ καὶ
πάντας τοὺς οἰκογενεῖς αὐτοῦ καὶ πάντας τοὺς
ἀργυρωνήτους καὶ πᾶν ἄρσεν τῶν ἀνδρῶν
τῶν ἐν τῷ οἴκῳ Ἁβραὰμ καὶ
περιέτεμε τὰς ἀκροβυστίας αὐτῶν ἐν τῷ καιρῷ
τῆς ἡμέρας ἐκείνης, καθὰ ἐλάλησεν αὐτῷ
ὁ Θεός.
Γεν. 17,23 Ο Αβραάμ, την εντολήν του Θεού αμέσως εκτελών, έλαβε
τον υιόν του τον Ισμαήλ και όλους τους δούλους, οι οποίοι εγεννήθησαν στον
οίκον του, και όλους όσοι ηγοράσθησαν με χρήματα, όλα τα αρσενικά των ανθρώπων,
που ήσαν στον οίκον του, και περιέτεμεν αυτούς κατά την ημέραν εκείνην σύμφωνα
με την εντολήν, που του είχε δώσει ο Θεός.
Γεν. 17,24 Ἁβραὰμ δὲ
ἐνενηκονταεννέα ἦν ἐτῶν, ἡνίκα περιετέμετο τὴν
σάρκα τῆς ἀκροβυστίας αὐτοῦ.
Γεν. 17,24 Κατά δε την ημέραν εκείνην, που περιέκοψεν ο Αβραάμ
και την ιδικήν του σαρκίνην ακροβυστίαν, ήτο ηλικίας ενενήκοντα εννέα ετών.
Γεν. 17,25 Ἰσμαὴλ δὲ
ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἦν ἐτῶν δεκατριῶν,
ἡνίκα περιετέμετο τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας αὐτοῦ.
Γεν. 17,25 Ο δε υιός του ο Ισμαήλ ήτο δέκα τριών ετών, όταν
έλαβε την περιτομήν.
Γεν. 17 ,26 ἐν δὲ τῷ
καιρῷ τῆς ἡμέρας ἐκείνης περιετμήθη Ἁβραὰμ
καὶ Ἰσμαὴλ ὁ υἱὸς αὐτοῦ·
Γεν. 17,26 Την ιδίαν ημέραν, που έλαβε την εντολήν από τον
Θεόν, περιετμήθη ο Αβραάμ, ο υιός του Ισμαήλ,
Γεν. 17,27 καὶ πάντες οἱ
ἄνδρες τοῦ οἴκου αὐτοῦ καὶ οἱ οἰκογενεῖς
αὐτοῦ καὶ οἱ ἀργυρώνητοι ἐξ ἀλλογενῶν
ἐθνῶν, περιέτεμεν αὐτούς.
Γεν. 17,27 όλοι οι άνδρες του οίκου του, οι δούλοι οι γεννηθέντες
στον οίκον του, οι δούλοι οι αγορασθέντες από άλλους λαούς· όλους αυτούς
περιέτεμεν ο Αβραάμ.
ΓΕΝΕΣΙΣ
18
Γεν. 18,1 Ὤφθη δὲ αὐτῷ
ὁ Θεὸς πρὸς τῇ δρυΐ τῇ Μαμβρῇ, καθημένου αὐτοῦ
ἐπὶ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ
μεσημβρίας.
Γεν. 18,1 Εφανερώθηκε δε ο Θεός στον Αβραάμ, που ήτο κοντά
εις την δρυν Μαμβρή και εκάθητο εις την θύραν της σκηνής του κατά τον Νοτον.
Γεν. 18,2 ἀναβλέψας δέ τοῖς
ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ εἶδε, καὶ ἰδοὺ
τρεῖς ἄνδρες εἱστήκεισαν ἐπάνω αὐτοῦ·
καὶ ἰδὼν προσέδραμεν εἰς συνάντησιν αὐτοῖς ἀπὸ
τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ καὶ προσεκύνησεν
ἐπὶ τὴν γῆν.
Γεν. 18,2 Εσήκωσε τα μάτια του ο Αβραάμ και είδεν αίφνης
τρεις άνδρας ορθίους απέναντι του. Αμέσως ετρεξεν εις συνάντησίν των από την
θύραν της σκηνής του, προσεκύνησεν αυτούς έως στο έδαφος.
Γεν. 18,3 καὶ εἶπε·
κύριε, εἰ ἄρα εὗρον χάριν ἐναντίον σου, μὴ παρέλθῃς
τὸν παῖδά σου·
Γεν. 18,3 Και ειπε· “Κυριε, εάν τυχόν ευρήκα χάριν ενώπιόν
σου, σε παρακαλώ μη καταφρονήσης τον δούλον σου·
Γεν. 18,4 ληφθήτω δὴ ὕδωρ,
καὶ νιψάτωσαν τοὺς πόδας ὑμῶν, καὶ καταψύξατε ὑπὸ
τὸ δένδρον·
Γεν. 18,4 ας μου επιτροπή, λοιπόν, να φέρω νερό και οι
δούλοί μου να νίψουν τους πόδας σας, και να δροσισθήτε κάτω από το δένδρον.
Γεν. 18,5 καὶ λήψομαι ἄρτον,
καὶ φάγεσθε, καὶ μετὰ τοῦτο παρελεύσεσθε εἰς τὴν
ὁδὸν ὑμῶν, οὗ ἕνεκεν ἐξεκλίνατε πρὸς
τὸν παῖδα ὑμῶν. καὶ εἶπαν· οὕτω
ποίησον, καθὼς εἴρηκας.
Γεν. 18,5 Εγώ δε θα ετοιμάσω και θα σας φέρω φαγητόν, δια να
φάγετε, έπειτα δε θα συνεχίσετε τον δρόμον σας, από τον οποίον παρεξεκλίνατε
έως εμέ, τον δούλον σας, δια να μου κάμετε την τιμήν να σας περιποιηθώ”.
Εκείνοι δε είπαν· “κάμε όπως είπες”.
Γεν. 18,6 καὶ ἔσπευσεν
Ἁβραὰμ ἐπὶ τὴν σκηνὴν πρὸς Σάῤῥαν
καὶ εἶπεν αὐτῇ· σπεῦσον καὶ φύρασον
τρία μέτρα σεμιδάλεως καὶ ποίησον ἐγκρυφίας.
Γεν. 18,6 Ετρεξεν ο Αβραάμ εις την σκηνήν, όπου ευρίσκετο η
Σαρρα και της είπε· “τρέξε και ζύμωσε τρία μέτρα σιμιγδάλι και κάμε το λαγάνες
εις την φωτιά”.
Γεν. 18,7 καὶ εἰς τὰς
βόας ἔδραμεν Ἁβραὰμ καὶ ἔλαβεν ἁπαλὸν
μοσχάριον καὶ καλὸν καὶ ἔδωκε τῷ παιδί, καὶ
ἐτάχυνε τοῦ ποιῆσαι αὐτό.
Γεν. 18,7 Ετρεξε δε εκεί, που έβοσκαν τα βόδια του, επήρε
τρυφερό και παχύ μοσχάρι και το έδωσεν στον υπηρέτην, ο οποίος έσπευσε να το
ετοιμάση.
Γεν. 18,8 ἔλαβε δὲ
βούτυρον, καὶ γάλα, καὶ τὸ μοσχάριον ὃ ἐποίησε,
καὶ παρέθηκεν αὐτοῖς, καὶ ἔφαγον· αὐτὸς
δὲ παρειστήκει αὐτοῖς ὑπὸ τὸ δένδρον.
Γεν. 18,8 Επειτα από ολίγην ώραν έλαβεν ο Αβραάμ βούτυρον
και γάλα και το μοσχάρι, το οποίον έψησεν ο υπηρέτης, παρέθεσεν αυτά στους
ξένους και έφαγον. Αυτός δε εστέκετο όρθιος πλησίον αυτών κάτω από το δένδρον.
Γεν. 18,9 Εἶπε δὲ πρὸς
αὐτόν· ποῦ Σάῤῥα ἡ γυνή σου; ὁ δὲ
ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἰδοὺ ἐν τῇ
σκηνῇ.
Γεν. 18,9 Είπε δε προς αυτόν ένας από τους φιλοξενουμένους·
“που είναι η γυναίκα σου η Σαρρα;” Ο δε Αβραάμ απεκρίθη· “ιδού ευρίσκεται εις
την σκηνήν”.
Γεν. 18,10 εἶπε δέ· ἐπαναστρέφων
ἥξω πρὸς σὲ κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον εἰς
ὥρας, καὶ ἕξει υἱὸν Σάῤῥα ἡ
γυνή σου. Σάῤῥα δὲ ἤκουσε πρὸς τῇ θύρᾳ
τῆς σκηνῆς, οὖσα ὄπισθεν αὐτοῦ.
Γεν. 18,10 Είπε δε ο ξένος αυτός προς τον Αβραμ· “όταν το
επόμενον έτος κατά την εποχήν αυτήν επιστρέφων έλθω προς σέ, η Σαρρα, η σύζυγός
σου, θα έχη τέκνον”. Η δε Σαρρα, ευρισκομένη εις την θύραν της σκηνής πίσω από
τον Αβραάμ ήκουσε τα λόγια αυτά του ξένου.
Γεν. 18,11 Ἁβραὰμ δὲ
καὶ Σάῤῥα πρεσβύτεροι προβεβηκότες ἡμερῶν, ἐξέλιπε
δὲ τῇ Σάῤῥᾳ γίνεσθαι τὰ γυναικεῖα.
Γεν. 18,11 Ο Αβραάμ και η Σαρρα ήσαν γέροντες, προχωρημένοι
εις τα χρόνια, εις δε την Σαρραν έπαυσαν πλέον να υπάρχουν τα συμπτώματα της
γονιμότητας.
Γεν. 18,12 ἐγέλασε δὲ
Σάῤῥα ἐν ἑαυτῇ, λέγουσα· οὔπω μέν μοι
γέγονεν ἕως τοῦ νῦν, ὁ δὲ κύριός μου πρεσβύτερος.
Γεν. 18,12 Εγέλασε δε η Σαρρα από μέσα της λέγουσα· “μέχρι
σήμερα δεν απέκτησα υιόν και θα αποκτήσω τώρα ! Αλλωστε ο σύζυγός μου είναι
γέρων”.
Γεν. 18,13 καὶ εἶπε
Κύριος πρὸς Ἁβραάμ· τί ὅτι ἐγέλασε Σάῤῥα
ἐν ἑαυτῇ, λέγουσα· ἆρά γε ἀληθῶς
τέξομαι; ἐγὼ δὲ γεγήρακα.
Γεν. 18,13 Είπε δε προς τον Αβραάμ ο ξένος εκείνος, ο οποίος
ήτο ο Θεός· “διατί εγέλασεν η Σαρρα από μέσα της λέγουσα· Θα γεννήσω πράγματι
παιδί; Εγώ έχω πλέον γηράσειν !
Γεν. 18,14 μὴ ἀδυνατήσει
παρὰ τῷ Θεῷ ῥῆμα; εἰς τὸν καιρὸν
τοῦτον ἀναστρέψω πρὸς σὲ εἰς ὥρας· καὶ
ἔσται τῇ Σάῤῥᾳ υἱός.
Γεν. 18,14 Μηπως υπάρχει τίποτε αδύνατον δια τον Θεόν; Λοιπόν,
το επόμενον έτος και κατά την εποχήν αυτήν θα επιστρέψω εις σέ· και η Σαρρα θα
έχη παιδί”.
Γεν. 18,15 ἠρνήσατο δὲ
Σάῤῥα λέγουσα· οὐκ ἐγέλασα· ἐφοβήθη
γάρ. καὶ εἶπεν αὐτῇ· οὐχί, ἀλλὰ ἐγέλασας.
Γεν. 18,15 Η δε Σαρρα, επειδή εφοβήθη, ηρνήθη λέγουσα· “δεν
εγέλασα”. Είπεν όμως προς αυτήν ο Κυριος· “όχι ! εγέλασες”.
Γεν. 18,16 Ἐξαναστάντες δὲ
ἐκεῖθεν οἱ ἄνδρες κατέβλεψαν ἐπὶ πρόσωπον
Σοδόμων καὶ Γομόῤῥας. Ἁβραὰμ δὲ
συνεπορεύετο μετ᾿ αὐτῶν συμπροπέμπων αὐτούς.
Γεν. 18,16 Οι φιλοξενούμενοι τρεις άνδρες ηγέρθησαν από το
τραπέζι, έστρεψαν το πρόσωπόν των προς τα Σοδομα και τα Γομορρα και επορεύοντο
προς αυτά. Μαζή δε με αυτούς και προπέμπων αυτούς επορεύετο και ο Αβραάμ.
Γεν. 18,17 ὁ δὲ Κύριος
εἶπεν· οὐ μὴ κρύψω ἐγὼ ἀπὸ Ἁβραὰμ
τοῦ παιδός μου, ἃ ἐγὼ ποιῶ.
Γεν. 18,17 Είπε δε τότε ο Κυριος· “δεν θα κρύψω εγώ από τον
Αβραάμ, τον δούλον μου, αυτά, τα οποία θα κάμω.
Γεν. 18,18 Ἁβραὰμ δὲ
γινόμενος ἔσται εἰς ἔθνος μέγα καὶ πολύ, καὶ ἐνευλογηθήσονται
ἐν αὐτῷ πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς.
Γεν. 18,18 Ο Αβραάμ θα αναδειχθή γενάρχης, πατριάρχης μεγάλου
και ισχυρού έθνους και δι' αυτού θα λάβουν τας θείας ευλογίας όλοι οι λαοί της
γης.
Γεν. 18,19 ᾔδειν γὰρ ὅτι
συντάξει τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ καὶ τῷ οἴκῳ
αὐτοῦ μετ᾿ αὐτόν, καὶ φυλάξουσι τὰς ὁδοὺς
Κυρίου ποιεῖν δικαιοσύνην καὶ κρίσιν, ὅπως ἂν ἐπαγάγῃ
Κύριος ἐπὶ Ἁβραὰμ πάντα, ὅσα ἐλάλησε πρὸς
αὐτόν.
Γεν. 18,19 Διότι εγώ εγνώριζον απ' αρχής ότι ο πιστός και
ενάρετος Αβραάμ θα διδάξη τα τέκνα του, εφ' όσον ζη, και δι' αυτών τους
απογόνους του που θα γεννηθούν υστέρα απ' αυτόν, να τηρούν τας εντολάς του
Κυρίου, ώστε να ζουν δικαιοσύνην και να εφαρμόζουν δικαίαν κρίσιν, δια να
αποστείλη ο Κυριος στον Αβραάμ και τους απογόνους αυτού όλα όσα του έχει
υποσχεθή”.
Γεν. 18,20 εἶπε δὲ
Κύριος· κραυγὴ Σοδόμων καὶ Γομόῤῥας πεπλήθυνται
πρός με, καὶ αἱ ἁμαρτίαι αὐτῶν μεγάλαι σφόδρα.
Γεν. 18,20 Είπε δε εν συνεχεία ο Κυριος· “κραυγαί πολλαί από τα
Σοδομα και την Γομόρραν ανέρχονται προς εμέ· αι αμαρτίαι των είναι πάρα πολύ
μεγάλαι.
Γεν. 18,21 καταβὰς οὖν
ὄψομαι, εἰ κατὰ τὴν κραυγὴν αὐτῶν τὴν
ἐρχομένην πρός με συντελοῦνται, εἰ δὲ μή, ἵνα γνῶ.
Γεν. 18,21 Θα καταβώ, λοιπόν, εκεί, δια να ίδω, εάν πράγματι αι
αμαρτίαι των είναι όπως αι κραυγαί που ανέρχονται προς εμέ η όχι. Οπωσδήποτε
θέλω να μάθω”!
Γεν. 18,22 καὶ ἀποστρέψαντες
ἐκεῖθεν οἱ ἄνδρες ἦλθον εἰς Σόδομα. Ἁβραὰμ
δὲ ἔτι ἦν ἑστηκὼς ἐναντίον Κυρίου.
Γεν. 18,22 Δυο δε από τους ξένους αυτούς άνδρας ανεχώρησαν από
εκεί και ήλθαν εις τα Σοδομα. Ο Αβραάμ ήτο όρθιος εκεί πλησίον του Κυρίου.
Γεν. 18,23 καὶ ἐγγίσας
Ἁβραὰμ εἶπε· μὴ συναπολέσῃς δίκαιον μετὰ
ἀσεβοῦς καὶ ἔσται ὁ δίκαιος ὡς ὁ ἀσεβής;
Γεν. 18,23 Επλησίασε τον Κυριον και του είπε· “θα κατάστρεψης
τάχα τον δίκαιον μαζή με τον ασεβή και θα είναι ο δίκαιος εις την αυτήν θέσιν,
όπως και ο ασεβής;
Γεν. 18,24 ἐὰν ὦσι
πεντήκοντα δίκαιοι ἐν τῇ πόλει, ἀπολεῖς αὐτούς; οὐκ
ἀνήσεις πάντα τὸν τόπον ἕνεκεν τῶν πεντήκοντα δικαίων, ἐὰν
ὦσιν ἐν αὐτῇ;
Γεν. 18,24 Εάν ευρίσκωνται πενήντα δίκαιοι εις την πόλιν αυτήν,
θα καταστρέψης και αυτούς μαζή με τους πονηρούς; Δεν θα αφήσης άθικτον όλην την
πόλιν ένεκα των πεντήκοντα αυτών δικαίων, οι οποίοι θα ευρίσκωνται εις αυτήν;
Γεν. 18,25 μηδαμῶς σὺ
ποιήσεις ὡς τὸ ῥῆμα τοῦτο, τοῦ ἀποκτεῖναι
δίκαιον μετὰ ἀσεβοῦς, καὶ ἔσται ὁ δίκαιος ὡς
ὁ ἀσεβής. μηδαμῶς· ὁ κρίνων πᾶσαν τὴν
γῆν, οὐ ποιήσεις κρίσιν;
Γεν. 18,25 Ποτέ συ ο δίκαιος Θεός δεν θα κάμης κάτι τέτοιο, να
φονεύσης δηλαδή τον δίκαιον μαζή με τον ασεβή, ώστε να έχη ο δίκαιος την αυτήν
τύχην με τον ασεβή. Ποτέ δεν θα κάμης κάτι τέτοιο. Λοιπόν, συ ο δίκαιος κριτής
όλης της οικουμένης δεν θα κάμης και εις την περίστασιν αυτήν δικαίαν κρίσιν;”
Γεν. 18 ,26 εἶπε δὲ
Κύριος· ἐὰν ὦσιν ἐν Σοδόμοις πεντήκοντα δίκαιοι ἐν
τῇ πόλει, ἀφήσω ὅλην τὴν πόλιν καὶ πάντα τὸν
τόπον δι᾿ αὐτούς.
Γεν. 18,26 Απήντησεν ο Κυριος· “εάν υπάρχουν εις την πόλιν των
Σοδόμων πενήντα δίκαιοι, εγώ χάριν αυτών θα αφήσω άθικτον όλην την πόλιν και
την περιοχήν αυτής”.
Γεν. 18,27 καὶ ἀποκριθεὶς
Ἁβραὰμ εἶπε· νῦν ἠρξάμην λαλῆσαι πρὸς
τὸν Κύριόν μου, ἐγὼ δέ εἰμι γῆ καὶ
σποδός·
Γεν. 18,27 Λαβών τον λόγον και πάλιν ο Αβραάμ είπε· “έχω ήδη
αρχίσει να ομιλώ προς τον Κυριον, αν και εγώ είμαι χώμα και στάκτη. Επίτρεψέ
μου να ερωτήσω και πάλιν.
Γεν. 18,28 ἐὰν δὲ
ἐλαττονωθῶσιν οἱ πεντήκοντα δίκαιοι εἰς
τεσσαρακονταπέντε, ἀπολεῖς ἕνεκεν τῶν πέντε πᾶσαν
τὴν πόλιν; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω, ἐὰν
εὕρω ἐκεῖ τεσσσαρακονταπέντε.
Γεν. 18,28 Εάν ελαττωθούν οι πενήντα δίκαιοι εις σαράντα πέντε,
ένεκα των πέντε δικαίων που θα λείπουν, θα καταστρέψης την πόλιν;” Και είπεν ο
Θεός· “δεν θα την καταστρέψω, εάν εύρω εκεί σαράντα πέντε δικαίους”.
Γεν. 18,29 καὶ προσέθηκεν ἔτι
λαλῆσαι πρὸς αὐτόν, καὶ εἶπεν· ἐὰν
δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ τεσσαράκοντα; καὶ εἶπεν·
οὐ μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν τεσσαράκοντα.
Γεν. 18,29 Ετόλμησεν ο Αβραάμ να ομιλήση ακόμη προς τον Θεόν
και είπε· “εάν ευρεθούν εκεί σαράντα διικαιοι, θα καταστρέψης την πόλιν;”
Απήντησεν ο Θεός· “δεν θα την καταστρέψω ένεκα των τεσισαράκοντα δικαίων”.
Γεν. 18,30 καὶ εἶπε·
μή τι κύριε, ἐὰν λαλήσω; ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν
ἐκεῖ τριάκοντα; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω
ἕνεκεν τῶν τριάκοντα.
Γεν. 18,30 Είπεν ακόμη ο Αβραάμ· “μήπως, Κυριε, θα οργισθής,
εάν και πάλιν ομιλήσω; Εάν ευρεθούν εκεί τριάκοντα δίκαιοι;” Και είπεν ο Θεός·
“προς χάριν αυτών των τριάκοντα δεν θα καταστρέψω την πόλιν”.
Γεν. 18,31 καὶ εἶπεν·
ἐπειδὴ ἔχω λαλῆσαι πρὸς τὸν κύριον· ἐὰν
δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ εἴκοσι; καὶ εἶπεν·
οὐ μὴ ἀπολέσω, ἐὰν εὕρω ἐκεῖ εἴκοσι.
Γεν. 18,31 Είπε πάλιν ο Αβραάμ· “Ας με συγχωρήσα ο Κυριος
επειδή έχω ακόμη κάτι να ερωτήσω αυτόν. Εάν ευρεθούν εκεί είκοσι;” Και είπεν ο
Θεός· “Και είκοσι εάν εύρω εκεί, δεν θα καταστρέψω την πόλιν”.
Γεν. 18,32 καὶ εἶπε·
μήτι κύριε, ἐὰν λαλήσω ἔτι ἅπαξ· ἐὰν δὲ
εὑρεθῶσιν ἐκεῖ δέκα; καὶ εἶπεν· οὐ
μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν δέκα.
Γεν. 18,32 Είπε δε ο Αβραάμ· “Μηπως Κυριε, θα οργισθής εναντίον
μου εάν υποβάλω μίαν ακόμη ερώτησιν; Εάν ευρεθούν εκεί δέκα;” Απήντησεν ο Θεός·
“δεν θα καταστρέψω την πόλιν προς χάριν αυτών των δέκα”.
Γεν. 18,33 ἀπῆλθε δὲ
ὁ Κύριος, ὡς ἐπαύσατο λαλῶν τῷ Ἁβραάμ, καὶ
Ἁβραὰμ ἀπέστρεψεν εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ.
Γεν. 18,33 Οταν δε έπαυσε πλέον να ομιλή ο Αβραάμ, ανεχώρησεν ο
Θεός· και ο Αβραάμ επανήλθεν στον τόπον του.
ΓΕΝΕΣΙΣ
19
Γεν. 19,1 Ἦλθον δὲ οἱ
δύο ἄγγελοι εἰς Σόδομα ἑσπέρας· Λὼτ δὲ ἐκάθητο
παρὰ τὴν πύλην Σοδόμων. ἰδὼν δὲ Λώτ, ἐξανέστη
εἰς συνάντησιν αὐτοῖς καὶ προσεκύνησε τῷ προσώπῳ
ἐπὶ τὴν γῆν.
Γεν. 19,1 Κατά δε την εσπέραν έφθασαν οι δύο άγγελοι εις τα
Σοδομα. Ο Λωτ εκάθητο κοντά εις την πύλην των Σοδόμων. Οταν είδε τους ξένους,
ηγέρθη, επροχώρησεν εις συνάντησίν των, τους επροσκύνησε μέχρις εδάφους
Γεν. 19,2 καὶ εἶπεν·
ἰδοὺ κύριοι, ἐκκλίνατε εἰς τὸν οἶκον τοῦ
παιδὸς ὑμῶν καὶ καταλύσατε καὶ νίψασθε τοὺς
πόδας ὑμῶν, καὶ ὀρθρίσαντες ἀπελεύσεσθε εἰς
τὴν ὁδὸν ὑμῶν. καὶ εἶπαν· οὐχί,
ἀλλ᾿ ἐν τῇ πλατείᾳ καταλύσομεν.
Γεν. 19,2 και είπεν· “ιδού σας παρακαλώ, κύριοι,
λοξοδρομήσατε στον οίκον του δούλου σας να καταλύσετε εκεί, να πλύνετε τους
πόδας σας και ενωρίς το πρωϊ συνεχίζετε τον δρόμον σας”. Εκείνοι είπον· “όχι.
Εις την πλατείαν, στο ύπαιθρον θα διανυκτερεύσωμεν”.
Γεν. 19,3 καὶ κατεβιάζετο αὐτούς,
καὶ ἐξέκλιναν πρὸς αὐτὸν καὶ εἰσῆλθον
εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. καὶ ἐποίησεν αὐτοῖς
πότον, καὶ ἀζύμους ἔπεψεν αὐτοῖς, καὶ ἔφαγον.
Γεν. 19,3 Ο Λωτ παρακλητικώς επίεζεν αυτούς, ώστε εκείνοι
υπεχώρησαν. Επήγαν προς αυτόν και εισήλθον στον οίκον του. Ο Λωτ παρέθεσεν εις
αυτούς δείπνον. Εψησεν άζυμον άρτον εις την φωτιά και έφαγον.
Γεν. 19,4 πρὸ τοῦ
κοιμηθῆναι δέ, οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως οἱ Σοδομῖται
περικύκλωσαν τὴν οἰκίαν ἀπὸ νεανίσκου ἕως
πρεσβυτέρου, ἅπας ὁ λαὸς ἅμα.
Γεν. 19,4 Αλλά πριν κοιμηθούν, οι άνδρες της πόλεως, οι
πονηροί Σοδομίται από του νεωτέρου έως του γεροντοτέρου, όλος ο λαός μαζή,
περιεκύκλωσαν την οικίαν του Λωτ,
Γεν. 19,5 καὶ ἐξεκαλοῦντο
τὸν Λὼτ καὶ ἔλεγον πρὸς αὐτόν· ποῦ
εἰσιν οἱ ἄνδρες οἱ εἰσελθόντες πρὸς σὲ
τὴν νύκτα; ἐξάγαγε αὐτοὺς πρὸς ἡμᾶς, ἵνα
συγγενώμεθα αὐτοῖς.
Γεν. 19,5 και έξω από αυτήν εφώναζον προς τον Λωτ και του
έλεγαν· “που είναι οι άνδρες, οι οποίοι κατά την εσπέραν εισήλθον στο σπίτι
σου; Βγάλε τους προς ημάς έξω, δια να ασελγήσωμεν επάνω εις αυτούς” !
Γεν. 19,6 ἐξῆλθε δὲ
Λὼτ πρὸς αὐτοὺς πρὸς τὸ πρόθυρον, τὴν
δὲ θύραν προσέῳξεν ὀπίσω αὐτοῦ.
Γεν. 19,6 Εβγήκεν ο Λωτ προς αυτούς έμπροσθεν από την θύραν,
την δε θύραν έκλεισεν ασφαλώς οπίσω απ' αυτόν.
Γεν. 19,7 εἶπε δὲ πρὸς
αὐτούς· μηδαμῶς ἀδελφοί, μὴ πονηρεύσησθε.
Γεν. 19,7 Είπε δε προς αυτούς· “αδελφοί, κατ' ουδένα τρόπον
και λόγον δεν πρέπει να πραγματοποιήσετε το πονηρόν τούτο.
Γεν. 19,8 εἰσὶ δέ μοι
δύο θυγατέρες, αἳ οὐκ ἔγνωσαν ἄνδρα· ἐξάξω αὐτὰς
πρὸς ὑμᾶς, καὶ χρᾶσθε αὐταῖς, καθὰ
ἂν ἀρέσκῃ ὑμῖν· μόνον εἰς τοὺς ἄνδρας
τούτους μὴ ποιήσητε ἄδικον, οὗ εἵνεκεν εἰσῆλθον
ὑπὸ τὴν σκέπην τῶν δοκῶν μου.
Γεν. 19,8 Εντός του σπιτιού μου υπάρχουν αι δύο, θυγατέρες
μου, παρθένοι, αι οποίαι δεν εγνώρισαν άνδρα. Θα τας φέρω προς σας και
χρησιμοποιήσατέ τας, όπως σας αρέσει. Μονον στους άνδρας αυτούς μη θελήσετε να
κάμετε κάτι το κακόν, διότι εισήλθον υπό την στέγην μου και ως φιλοξενούμενοι
ευρίσκονται υπό την προστασίαν μου”.
Γεν. 19,9 εἶπαν δὲ αὐτῷ·
ἀπόστα ἐκεῖ. εἰσῆλθες παροικεῖν· μὴ
καὶ κρίσιν κρίνειν; νῦν οὖν σὲ κακώσωμεν μᾶλλον ἢ
ἐκείνους. καὶ παρεβιάζοντο τὸν ἄνδρα τὸν Λὼτ
σφόδρα. καὶ ἤγγισαν συντρίψαι τὴν θύραν.
Γεν. 19,9 Εκείνοι εξηγριωμένοι ειπόν εις αυτόν· “παραμέρισε
από εκεί και φύγε· ήλθες από άλλην χώραν και μένεις σαν ξένος μαζή μας. Μηπως
θέλεις να γίνης και δικαστής μας; Λοιπόν τώρα θα κακοποιήσωμεν περισσότερον εσέ
παρά εκείνους”. Ωρμησαν εξηγριωμένοι και εχειροδίκουν εναντίον του Λωτ, τον
απωθούσαν βιαίως και επλησίασαν δια να συντρίψουν την θύραν.
Γεν. 19,10 ἐκτείναντες δὲ
οἱ ἄνδρες τὰς χεῖρας εἰσεσπάσαντο τὸν Λὼτ
πρὸς ἑαυτοὺς εἰς τὸν οἶκον, καὶ τὴν
θύραν τοῦ οἴκου ἀπέκλεισαν·
Γεν. 19,10 Οι δύο άνδρες όμως άπλωσαν τα χέρια των, ετράβηξαν
προς τον εαυτόν των και έβαλαν τον Λωτ στον οίκον και έκλεισαν ασφαλώς την
θύραν του σπιτιού.
Γεν. 19,11 τοὺς δὲ ἄνδρας
τοὺς ὄντας ἐπὶ τῆς θύρας τοῦ οἴκου ἐπάταξαν
ἐν ἀορασίᾳ ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου, καὶ
παρελύθησαν ζητοῦντες τὴν θύραν.
Γεν. 19,11 Τους δε άνδρας, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την θύραν,
τους ετιμώρησαν όλους με τύφλωσιν από μικρού έως μεγάλου και έτσι εκείνοι
απέκαμαν ψάχνοντες να εύρουν την θύραν.
Γεν. 19,12 Εἶπαν δὲ οἱ
ἄνδρες πρὸς Λώτ· εἰσί σοι ὧδε γαμβροὶ ἢ
υἱοὶ ἢ θυγατέρες; ἢ εἴτις σοι ἄλλος ἐστὶν
ἐν τῇ πόλει, ἐξάγαγε ἐκ τοῦ τόπου τούτου·
Γεν. 19,12 Οι δύο ξένοι ειπόν τότε στον Λωτ· μήπως υπάρχουν εδώ
εις την πόλιν αυτήν γαμβροί σου η υιοί σου η θυγατέρες η κανένας άλλος ιδικός
σου; Παρε τους και βγάλε τους από τον τόπον αυτόν.
Γεν. 19,13 ὅτι ἡμεῖς
ἀπόλλυμεν τὸν τόπον τοῦτον, ὅτι ὑψώθη ἡ
κραυγὴ αὐτῶν ἔναντι Κυρίου, καὶ ἀπέστειλεν ἡμᾶς
Κύριος ἐκτρίψαι αὐτήν.
Γεν. 19,13 Διότι ημείς καταστρέφομεν τον τόπον αυτόν, επειδή η
κραυγή των φοβερών ανομιών των έφθασε μεγάλη ενώπιον του Κυρίου. Και ο Κυριος
μας απέστειλε να καταστρέψωμεν και να εξαφανίσωμεν εξ ολοκλήρου αυτούς και τον
τόπον των”.
Γεν. 19,14 ἐξῆλθε δὲ
Λὼτ καὶ ἐλάλησε πρὸς τοὺς γαμβροὺς αὐτοῦ
τοὺς εἰληφότας τὰς θυγατέρας αὐτοῦ καὶ εἶπεν·
ἀνάστητε καὶ ἐξέλθετε ἐκ τοῦ τόπου τούτου, ὅτι
ἐκτρίβει Κύριος τὴν πόλιν. ἔδοξε δὲ γελοιάζειν ἐναντίον
τῶν γαμβρῶν αὐτοῦ.
Γεν. 19,14 Εξήλθεν ο Λωτ από το σπίτι του, ωμίλησε προς τους
μνηστήρας των θυγατέρων του και τους είπε· “σηκωθήτε αμέσως και φύγετε μακρυά
από τον τόπον τούτον, διότι ο Κυριος θα καταστρέψη την πόλιν”. Οι γαμβροί του
όμως ενόμισαν ότι ο Λωτ αστειεύεται μαζή των.
Γεν. 19,15 ἡνίκα δὲ ὄρθρος
ἐγίνετο, ἐσπούδαζον οἱ ἄγγελοι τὸν Λὼτ
λέγοντες· ἀναστὰς λάβε τὴν γυναῖκά σου καὶ τὰς
δύο θυγατέρας σου, ἃς ἔχεις, καὶ ἔξελθε, ἵνα μὴ
καὶ σὺ συναπόλῃ ταῖς ἀνομίαις τῆς πόλεως.
Γεν. 19,15 Κατά δε τα εξημερώματα οι δύο άγγελοι επίεζον και
εβίαζαν τον Λωτ λέγοντες· “σήκω αμέσως, πάρε την γυναίκα σου και τας δύο θυγατέρας
σου και φύγε έξω, δια να μη καταστραφής και συ μαζή με τους αμαρτωλούς
κατοίκους αυτής της πόλεως”.
Γεν. 19,16 καὶ ἐταράχθησαν·
καὶ ἐκράτησαν οἱ ἄγγελοι τῆς χειρὸς αὐτοῦ
καὶ τῆς χειρὸς τῆς γυναικὸς αὐτοῦ καὶ
τῶν χειρῶν τῶν δύο θυγατέρων αὐτοῦ, ἐν τῷ
φείσασθαι Κύριον αὐτοῦ.
Γεν. 19,16 Ο Λωτ και οι περί αυτόν εταράχθησαν σαν να τα
έχασαν. Οι άγγελοι επήραν τότε το χέρι του Λωτ, το χέρι της γυναικός του και τα
χέρια των δύο θυγατέρων του και τους ωδήγησαν έξω από την πόλιν, διότι ο Κυριος
ελυπήθη τον Λωτ.
Γεν. 19,17 καὶ ἐγένετο,
ἡνίκα ἐξήγαγον αὐτοὺς ἔξω καὶ εἶπαν·
σῴζων σῷζε τὴν σεαυτοῦ ψυχήν· μὴ περιβλέψῃ
εἰς τὰ ὀπίσω, μηδὲ στῇς ἐν πάσῃ τῇ
περιχώρῳ· εἰς τὸ ὄρος σῴζου, μήποτε
συμπαραληφθῇς.
Γεν. 19,17 Οταν δε οι άγγελοι έφερον αυτούς έξω από την πόλιν,
είπαν στον Λωτ και τας τρεις γυναίκας· “σπεύσε να σώσης την ζωήν σου, φύγε από
την περιοχήν αυτήν· ούτε να στρέψετε το κεφάλι σας εις τα οπίσω, ούτε και να
σταματήσετε πουθενά εις τα περίχωρα των Σοδόμων. Σπεύσατε στο απέναντι όρος,
δια να σωθήτε, διότι άλλως υπάρχει φόβος να συμπεριληφθήτε και σεις εις την
φοβεράν καταστροφήν”.
Γεν. 19,18 εἶπε δὲ Λὼτ
πρὸς αὐτούς· δέομαι κύριε,
Γεν. 19,18 Είπε δε ο Λωτ προς ένα από αυτούς· “Κυριε, σε
παρακαλώ,
Γεν. 19,19 ἐπειδὴ εὗρεν
ὁ παῖς σου ἔλεος ἐναντίον σου καὶ ἐμεγάλυνας
τὴν δικαιοσύνην σου, ὃ ποιεῖς ἐπ᾿ ἐμὲ
τοῦ ζῆν τὴν ψυχήν μου, ἐγὼ δὲ οὐ
δυνήσομαι διασωθῆναι εἰς τὸ ὄρος, μήποτε καταλάβῃ
με τὰ κακὰ καὶ ἀποθάνω.
Γεν. 19,19 αφού ο δούλος σου ευρήκεν έλεος απέναντί σου και
έδειξες την μεγάλην σου καλωσύνην με το να ενδιαφερθής δια την ασφάλειαν της
ζωής μου, εγώ δεν θα ημπορέσω και δεν θα προλάβω να φθάσω στο όρος εκείνο.
Φοβούμαι, μήπως με προλάβουν αι επερχόμεναι τιμωρίαι και χάσω την ζωήν μου.
Γεν. 19,20 ἰδοὺ ἡ
πόλις αὕτη ἐγγὺς τοῦ καταφυγεῖν με ἐκεῖ,
ἥ ἐστι μικρά, καὶ ἐκεῖ διασωθήσομαι· οὐ
μικρά ἐστι; καὶ ζήσεται ἡ ψυχή μου ἕνεκέν σου.
Γεν. 19,20 Ιδού η πόλις εκείνη ευρίσκεται κοντά· εκεί ημπορώ να
καταφύγω. Μικρά δεν είναι αυτή η πόλις; Διατί να καταστροφή; Εάν μου κάμης
αυτήν την χάριν, θα σωθή η ζωη μου από σέ”.
Γεν. 19,21 καὶ εἶπεν αὐτῷ·
ἰδοὺ ἐθαύμασά σου τὸ πρόσωπον καὶ ἐπὶ
τῷ ῥήματι τούτῳ τοῦ μὴ καταστρέψαι τὴν
πόλιν, περὶ ἧς ἐλάλησας·
Γεν. 19,21 Είπεν εις αυτόν ο άγγελος· “ιδού· εθαύμααα εγώ την
καρδίαν σου, εδέχθην την παράκλησίν σου και χάρις εις αυτήν δεν θα καταστρέψω
την μικράν εκείνην πόλιν, δια την οποίαν με παρεκάλεσες.
Γεν. 19,22 σπεῦσον οὖν
τοῦ σωθῆναι ἐκεῖ· οὐ γὰρ δυνήσομαι ποιῆσαι
πρᾶγμα, ἕως τοῦ ἐλθεῖν σε ἐκεῖ. διὰ
τοῦτο ἐκάλεσε τὸ ὄνομα τῆς πόλεως ἐκείνης
Σηγώρ.
Γεν. 19,22 Λοιπόν, σπεύσε εκεί να σωθής. Εγώ δεν θα αποστείλω
την καταστροφήν, μέχρις ότου συ φθάσης εκεί” Δια τούτο εκάλεσε το όνομα της
πόλεως εκείνης “Σηγώρ”.
Γεν. 19,23 ὁ ἥλιος ἐξῆλθεν
ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ Λὼτ εἰσῆλθεν εἰς
Σηγώρ,
Γεν. 19,23 Ανέτειλεν ο ήλιος εις την χώραν εκείνην και ο Λωτ
έφθασεν ασφαλής εις την Σηγώρ.
Γεν. 19,24 καὶ Κύριος ἔβρεξεν
ἐπὶ Σόδομα καὶ Γόμοῤῥα θεῖον, καὶ πῦρ
παρὰ Κυρίου ἐξ οὐρανοῦ
Γεν. 19,24 Και τότε ο Κυριος έβρεξεν επάνω εις τα Σοδομα και
Γομορρα θειάφι και έρριψεν από τον ουρανόν φωτιά
Γεν. 19,25 καὶ κατέστρεψε τὰς
πόλεις ταύτας καὶ πᾶσαν τὴν περίχωρον καὶ πάντας τοὺς
κατοικοῦντας ἐν ταῖς πόλεσι καὶ τὰ ἀνατέλλοντα
ἐκ τῆς γῆς.
Γεν. 19,25 και κατέστρεψεν αυτάς τας πόλεις και όλην την
περίχωρον και όλους τους κατοίκους των πόλεων και κάθε τι, που εβλάστανεν εις
την χώραν εκείνην.
Γεν. 19 ,26 καὶ ἐπέβλεψεν
ἡ γυνὴ αὐτοῦ εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἐγένετο
στήλη ἁλός.
Γεν. 19,26 Η σύζυγος του Λωτ, περίεργος καθώς ήτο και παρά την
εντολήν του αγγέλου, έστρεψε την κεφαλήν εις τα οπίσω, δια να ίδη την καταστροφήν·
και αμέσως έγινε στήλη άλατος.
Γεν. 19,27 Ὤρθρισε δὲ Ἁβραὰμ
τῷ πρωΐ εἰς τὸν τόπον, οὗ εἱστήκει ἐναντίον
Κυρίου.
Γεν. 19,27 Ο δε Αβραάμ εσηκώθη από τα χαράματα και μετέβη στον
τόπον, όπου χθες είχε σταθή ενώπιον του Κυρίου.
Γεν. 19,28 καὶ ἐπέβλεψεν
ἐπὶ πρόσωπον Σοδόμων καὶ Γομόῤῥας καὶ ἐπὶ
πρόσωπον τῆς περιχώρου καὶ εἶδε, καὶ ἰδοὺ ἀνέβαινε
φλὸξ ἐκ τῆς γῆς, ὡσεὶ ἀτμὶς
καμίνου.
Γεν. 19,28 Προσήλωσε τα βλέμματά του εις τα Σοδομα και Γομορρα
και εις την περιοχήν αυτών και είδε· και ιδού ανέβαινεν φλόγα από την γην, όπως
βγαίνει ο καπνός από το καμίνι.
Γεν. 19,29 καὶ ἐγένετο
ἐν τῷ ἐκτρίψαι Κύριον πάσας τὰς πόλεις τῆς
περιοίκου, ἐμνήσθη ὁ Θεὸς τοῦ Ἁβραὰμ καὶ
ἐξαπέστειλε τὸν Λὼτ ἐκ μέσου τῆς καταστροφῆς,
ἐν τῷ καταστρέψαι Κύριον τὰς πόλεις, ἐν αἷς κατῴκει
ἐν αὐταῖς Λώτ.
Γεν. 19,29 Οταν ο Θεός είχε πάρει την απόφασιν να καταστρέψη
τας πόλεις της περιοχής εκείνης, ενδιεφέρθη δια τον Αβραάμ και απεμάκρυνε τον
Λωτ από την φοβεράν εκείνην καταστροφήν, ότε κατέστρεψε τας πόλεις εις τας
οποίας κατοικούσε ο Λωτ.
Γεν. 19,30 Ἀνέβη δὲ Λὼτ
ἐκ Σηγὼρ καὶ ἐκάθητο ἐν τῷ ὄρει αὐτὸς
καὶ αἱ δύο θυγατέρες αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ·
ἐφοβήθη γὰρ κατοικῆσαι ἐν Σηγώρ. καὶ κατῴκησεν
ἐν τῷ σπηλαίῳ, αὐτὸς καὶ αἱ δύο
θυγατέρες αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ.
Γεν. 19,30 Ο δε Λωτ ανέβη από την Σηγώρ και εκάθησεν στο όρος
αυτός και αι δύο θυγατέρες μαζή του, διότι εφοβήθη να κατοικήση μέσα εις την
Σηγώρ. Εμεινε δε στο σπήλαιον αυτός και αι δύο θυγατέρες μαζή του.
Γεν. 19,31 εἶπε δὲ ἡ
πρεσβυτέρα πρὸς τὴν νεωτέραν· ὁ πατὴρ ἡμῶν
πρεσβύτερος, καὶ οὐδείς ἐστιν ἐπὶ τῆς γῆς,
ὃς εἰσελεύσεται πρὸς ἡμᾶς, ὡς καθήκει πάσῃ
τῇ γῇ·
Γεν. 19,31 Είπε δε η μεγαλυτέρα θυγάτηρ εις την μικροτέραν· “ο
πατήρ μας είναι ηλικιωμένος και δεν υπάρχει κανείς εις την περιοχήν, που
κατοικούμε, ο οποίος να μας νυμφευθή, όπως γίνεται εις όλην την οικουμένην.
Γεν. 19,32 δεῦρο καὶ
ποτίσωμεν τὸν πατέρα ἡμῶν οἶνον καὶ κοιμηθῶμεν
μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐξαναστήσωμεν ἐκ τοῦ
πατρὸς ἡμῶν σπέρμα.
Γεν. 19,32 Ελα, λοιπόν, να δώσωμεν κρασί στον πατέρα μας, να
κοιμηθώμεν μαζή του και να αποκτήσωμεν απογόνους από τον πατέρα μας”
Γεν. 19,33 ἐπότισαν δὲ
τὸν πατέρα αὐτῶν οἶνον ἐν τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ,
καὶ εἰσελθοῦσα ἡ πρεσβυτέρα ἐκοιμήθη μετὰ
τοῦ πατρὸς αὐτῆς ἐν τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ,
καὶ οὐκ ᾔδει ἐν τῷ κοιμηθῆναι αὐτὸν
καὶ ἐν τῷ ἀναστῆναι.
Γεν. 19,33 Επότισαν πράγματι τον πατέρα των κατά την νύκτα
εκείνην με κρασί και η μεγαλυτέρα κόρη εισήλθεν στον κοιτώνα του πατρός της και
εκοιμήθη μαζή του κατά την νύκτα εκείνη. Αυτός δε δεν αντελήφθη τι έκαμεν ούτε
όταν εκοιμήθη με την κόρην του ούτε και όταν εξύπνησε.
Γεν. 19,34 ἐγένετο δὲ ἐν
τῇ ἐπαύριον καὶ εἶπεν ἡ πρεσβυτέρα πρὸς τὴν
νεωτέραν· ἰδοὺ ἐκοιμήθην χθὲς μετὰ τοῦ
πατρὸς ἡμῶν· ποτίσωμεν αὐτὸν οἶνον καὶ
ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ, καὶ εἰσελθοῦσα
κοιμήθητι μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἐξαναστήσωμεν ἐκ
τοῦ πατρὸς ἡμῶν σπέρμα.
Γεν. 19,34 Κατά δε την άλλην ημέραν είπεν η μεγαλυτέρα προς την
νεωτέραν· “ιδού χθες εκοιμήθην εγώ με τον πατέρα μας. Ας τον ποτίσωμεν κρασί
και κατά την νύκτα αυτήν, και συ πήγαινε και κοιμήσου μαζή με αυτόν, ώστε να
αποκτήσω μεν απογόνους από τον πατέρα μας”.
Γεν. 19,35 ἐπότισαν δὲ
καὶ ἐν τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ τὸν πατέρα αὐτῶν
οἶνον, καὶ εἰσελθοῦσα ἡ νεωτέρα ἐκοιμήθη
μετὰ τοῦ πατρὸς αὐτῆς, καὶ οὐκ ᾔδει
ἐν τῷ κοιμηθῆναι αὐτὸν καὶ ἀναστῆναι.
Γεν. 19,35 Επότισαν πράγματι και κατά την νύκτα εκείνην τον
πατέρα των οίνον, τον εμέθυσαν και εισελθούσα η νεωτέρα εκοιμήθη μαζή του.
Εκείνος δε δεν αντελήφθη τίποτε ούτε όταν εκοιμήθη με την κόρην του ούτε και
όταν εξύπνησε.
Γεν. 19,36 καὶ συνέλαβον αἱ
δύο θυγατέρες Λὼτ ἐκ τοῦ πατρὸς αὐτῶν.
Γεν. 19,36 Συνέλαβον δε και αι δύο θυγατέρες από τον πατέρα των
τον Λωτ.
Γεν. 19,37 καὶ ἔτεκεν ἡ
πρεσβυτέρα υἱὸν καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ
Μωὰβ λέγουσα· ἐκ τοῦ πατρός μου· οὗτος πατὴρ
Μωαβιτῶν ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας.
Γεν. 19,37 Εγέννησεν η μεγαλύτερα τέκνον και εκάλεσεν αυτό
Μωάβ, λέγουσα· “Από τον πατέρα μου απέκτησα υιόν”. Αυτός έγινε γενάρχης των
Μωαβιτών, οι οποίοι και ζουν μέχρι σήμερα.
Γεν. 19,38 ἔτεκε δὲ καὶ
ἡ νεωτέρα υἱὸν καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ
Ἀμμάν, λέγουσα· υἱὸς γένους μου· οὗτος πατὴρ
Ἀμμανιτῶν ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας.
Γεν. 19,38 Εγέννησε δε και η νεωτέρα θυγάτηρ υιόν και έδωσεν
εις αυτόν το όνομα Αμμάν, το οποίον σημαίνει “αυτός είναι υιός εκ του γένους
μου”. Αυτός είναι γενάρχης των Αμμανιτών έως σήμερον.
ΓΕΝΕΣΙΣ
20
Γεν. 20,1 Καὶ ἐκίνησεν
ἐκεῖθεν Ἁβραὰμ εἰ γῆν πρὸς λίβα καὶ
ᾤκησεν ἀνὰ μέσον Κάδης καὶ ἀνὰ μέσον Σούρ.
καὶ παρῴκησεν ἐν Γεράροις.
Γεν. 20,1 Από την Βαιθήλ εξεκίνησεν ο Αβραάμ προς, Νοτον και
κατεσκήνωσε μεταξύ Καδης και της ερήμου Σούρ. Από εκεί εγκατεστάθη προσωρινώς
εις Γέραρα.
Γεν. 20,2 εἶπε δὲ Ἁβραὰμ
περὶ Σάῤῥας τῆς γυναικὸς αὐτοῦ, ὅτι
ἀδελφή μου ἐστίν· ἐφοβήθη γὰρ εἰπεῖν ὅτι
γυνή μου ἐστί, μή ποτε ἀποκτείνωσιν αὐτὸν οἱ ἄνδρες
τῆς πόλεως δι᾿ αὐτήν. ἀπέστειλε δὲ Ἀβιμέλεχ,
βασιλεὺς Γεράρων, καὶ ἔλαβε τὴν Σάῤῥαν.
Γεν. 20,2 Είπε δε ο Αβραάμ περί της γυναικός του της Σαρρας
προς τους κατοίκους της περιοχής ότι είναι αδελφή του. Εφοβήθη να είπη ότι
είναι σύζυγός του, μήπως τυχόν και εξ αιτίας της τον φονεύσουν οι άνδρες της
πόλεως εκείνης. Ο δε βασιλεύς των Γεράρων, ο Αβιμέλεχ, έστειλεν ανθρώπους και
έλαβε την Σαρραν, δια να την έχη ως συζυγόν του.
Γεν. 20,3 καὶ εἰσῆλθεν
ὁ Θεὸς πρὸς Ἀβιμέλεχ ἐν ὕπνῳ τὴν
νύκτα καὶ εἶπεν· ἰδοὺ σὺ ἀποθνήσκεις
περὶ τῆς γυναικός, ἧς ἔλαβες, αὕτη δέ ἐστι
συνῳκηυῖα ἀνδρί.
Γεν. 20,3 Ο Θεός όμως παρουσιάσθη στον Αβιμέλεχ κατά την
νύκτα στο όνειρόν του και του είπε· “ιδού συ αποθνήσκεις εξ αιτίας της
γυναικός, την οποίαν έλαβες, διότι αυτή είναι σύζυγος άλλου ανδρός, του
Αβραάμ”.
Γεν. 20,4 Ἀβιμέλεχ δὲ
οὐχ ἥψατο αὐτῆς καὶ εἶπε· Κύριε, ἔθνος
ἀγνοοῦν καὶ δίκαιον ἀπολεῖς;
Γεν. 20,4 Ο Αβιμέλεχ δεν ήγγισεν αυτήν και είπε· “Κυριε, θα
τιμωρήσης με θάνατον δικαίους ανθρώπους εξ αιτίας της αγνοίας των;
Γεν. 20,5 οὐκ αὐτός
μοι εἶπεν, ἀδελφή μου ἐστί; καὶ αὕτη μοι εἶπεν,
ἀδελφός μου ἐστίν; ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ καὶ ἐν
δικαιοσύνῃ χειρῶν ἐποίησα τοῦτο.
Γεν. 20,5 Δεν μου είπεν ο ίδιος ο Αβραάμ ότι η Σαρρα είναι
αδελφή του; Και αυτή δεν μου είπεν ότι εκείνος είναι αδελφός της; Επομένως εγώ
με καθαράν καρδίαν και με δικαίας τας χείρας ηθέλησα να λάβω αυτήν ως σύζυγον”.
Γεν. 20,6 εἶπε δὲ αὐτῷ
ὁ Θεὸς καθ᾿ ὕπνον· κἀγὼ ἔγνων ὅτι
ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ ἐποίησας τοῦτο, καὶ ἐφεισάμην
σου τοῦ μὴ ἁμαρτεῖν σε εἰς ἐμέ· ἕνεκα
τούτου οὐκ ἀφῆκά σε ἅψασθαι αὐτῆς.
Γεν. 20,6 Είπε δε ο Θεός προς αυτόν κατά τον ύπνον του· “και
εγώ κατενόησα ότι με καθαράν καρδίαν έκαμες αυτό, σε ελυπήθηκα και σε επρόλαβα,
ώστε να μη αμαρτήσης ενώπιόν μου. Δια τούτο και δεν σε αφήκα να εγγίσης την
Σαρραν.
Γεν. 20,7 νῦν δὲ ἀπόδος
τὴν γυναῖκα τῷ ἀνθρώπῳ, ὅτι προφήτης ἐστὶ
καὶ προσεύξεται περὶ σοῦ καὶ ζήσῃ· εἰ
δὲ μὴ ἀποδίδως, γνώσῃ ὅτι ἀποθανῇ σὺ
καὶ πάντα τὰ σά.
Γεν. 20,7 Και τώρα απόδωσε την γυναίκα στον σύζυγόν της τον
Αβραάμ, διότι είναι προφήτης και θα προσευχηθή υπέρ σου και θα σου χαρισθή η
ζωη. Εάν δε τυχόν και δεν την επιστρέψης εις αυτόν, μάθε ότι θα αποθάνης και συ
και όλοι οι ιδικοί σου”.
Γεν. 20,8 καὶ ὤρθρισεν
Ἀβιμέλεχ τῷ πρωΐ καὶ ἐκάλεσε πάντας τοὺς παῖδας
αὐτοῦ καὶ ἐλάλησε πάντα τὰ ῥήματα ταῦτα
εἰς τὰ ὦτα αὐτῶν, ἐφοβήθησαν δὲ
πάντες οἱ ἄνθρωποι σφόδρα.
Γεν. 20,8 Ταραγμένος ο Αβιμέλεχ εσηκώθη πολύ πρωϊ, εκάλεσεν
όλους τους δούλους του, ανεκοίνωσεν εις αυτούς όλα όσα του είπεν ο Θεός και
όλοι οι άνθρωποι κατελήφθησαν από φόβον μεγάλον.
Γεν. 20,9 καὶ ἐκάλεσεν
Ἀβιμέλεχ τὸν Ἁβραάμ, καὶ εἶπεν αὐτῷ·
τί τοῦτο ἐποίησας ἡμῖν; μήτι ἡμάρτομεν εἰς
σέ, ὅτι ἐπήγαγες ἐπ᾿ ἐμὲ καὶ ἐπὶ
τὴν βασιλείαν μου ἁμαρτίαν μεγάλην; ἔργον, ὃ οὐδεὶς
ποιήσει, πεποίηκάς μοι.
Γεν. 20,9 Εκάλεσε δε τον Αβραάμ και του είπε· “τι είναι αυτό
που μας έκαμες; Μηπως επταίσαμεν εις κάτι απέναντί σου και ηθέλησες να φέρης
επάνω εις την κεφαλήν μου και εις την βασιλείαν μου αμαρτίαν και ενοχήν
μεγάλην; Εκαμες απέναντί μου έργον, το οποίον κανείς ποτέ δεν επιτρέπεται να
κάμη”.
Γεν. 20,10 εἶπε δὲ Ἀβιμέλεχ
τῷ Ἁβραάμ· τί ἐνιδὼν ἐποίησας τοῦτο;
Γεν. 20,10 Είπε δε ακόμη ο Αβιμέλεχ στον Αβραάμ· “εις τι
αποβλέπων έκαμες τούτο;”
Γεν. 20,11 εἶπε δὲ Ἁβραάμ·
εἶπα γάρ, ἄρα οὐκ ἔστι θεοσέβεια ἐν τῷ τόπῳ
τούτῳ, ἐμέ τε ἀποκτενοῦσιν ἕνεκεν τῆς
γυναικός μου.
Γεν. 20,11 Απήντησεν ο Αβραάμ· “το έκαμα, διότι είπα· Δεν
υπάρχει ευσέβεια και φόβος Θεού στον τόπον αυτόν. Θα με φονεύσουν ένεκα της
γυναικός δια να πάρουν αυτήν ως σύζυγόν των.
Γεν. 20,12 καὶ γὰρ ἀληθῶς
ἀδελφή μου ἐστὶν ἐκ πατρός, ἀλλ᾿ οὐκ ἐκ
μητρός· ἐγενήθη δέ μοι εἰς γυναῖκα.
Γεν. 20,12 Αλλωστε είναι πράγματι αδελφή μου εκ πατρός αλλ' όχι
εκ μητρός. Δι' αυτό και την επήρα ως σύζυγόν μου.
Γεν. 20,13 ἐγένετο δέ, ἡνίκα
ἐξήγαγέ με ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ
πατρός μου, καὶ εἶπα αὐτῇ· ταύτην τὴν
δικαιοσύνην ποιήσεις εἰς ἐμέ, εἰς πάντα τόπον οὗ ἐὰν
εἰσέλθωμεν ἐκεῖ, εἰπὸν ἐμέ, ὅτι ἀδελφός
μου ἐστίν.
Γεν. 20,13 Οταν δε ο Θεός με διέταξε να φύγω από τον πατρικόν
μου οίκον, είπα εις αυτήν· Αυτήν την δικαίαν αξίωσα έχω από σέ· εις κάθε τόπον,
όπου θα εισερχώμεθα να λέγης δι' εμέ ότι είμαι αδελφός σου”.
Γεν. 20,14 ἔλαβε δὲ Ἀβιμέλεχ
χίλια δίδραχμα καὶ πρόβατα καὶ μόσχους καὶ παῖδας καὶ
παιδίσκας καὶ ἔδωκε τῷ Ἁβραὰμ καὶ ἀπέδωκεν
αὐτῷ Σάῤῥαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ.
Γεν. 20,14 Επήρεν ο Αβιμέλεχ χίλια δίδραχμα και πρόβατα και
μοσχάρια και δούλους και δούλας και έδωσεν αυτά ως δώρα στον Αβραάμ. Επέστρεψε
δε εις αυτόν και την Σαρραν την σύζυγόν του.
Γεν. 20,15 καὶ εἶπεν Ἀβιμέλεχ
τῷ Ἁβραάμ· ἰδοὺ ἡ γῆ μου ἐναντίον
σου· οὗ ἐάν σοι ἀρέσκῃ, κατοίκει.
Γεν. 20,15 Είπεν ακόμη ο Αβιμέλεχ στον Αβραάμ· “ιδού η χώρα μου
είναι ενώπιόν σου. Οπου σου αρέσει, είσαι ελεύθερος να κατοικής”.
Γεν. 20,16 τῇ δὲ Σάῤῥᾳ
εἶπεν· ἰδοὺ δέδωκα χίλια δίδραχμα τῷ ἀδελφῷ
σου· ταῦτα ἔσται σοι εἰς τὴν τιμὴ τοῦ
προσώπου σου καὶ πάσαις ταῖς μετὰ σοῦ· καὶ
πάντα ἀλήθευσον.
Γεν. 20,16 Εις δε την Σαρραν είπεν· “ιδού έδωσα χίλια δίδραχμα
στον αδελφόν σου. Αυτά είναι το αντίτιμον δια την εντροπήν, την οποίαν
εδοκίμασες συ και αι ακόλουθοί σου εξ αιτίας μου. Αλλά στο εξής να λέγης την
αλήθειαν πάντοτε”.
Γεν. 20,17 προσηύξατο δὲ Ἁβραὰμ
πρὸς τὸν Θεόν, καὶ ἰάσατο ὁ Θεὸς τὸν Ἀβιμέλεχ
καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰς
παιδίσκας αὐτοῦ, καὶ ἔτεκον·
Γεν. 20,17 Επειδή δε η οικογένεια του Αβιμέλεχ
είχε προσβληθή από δυστοκίαν, προσηυχήθη ο Αβραάμ προς τον Θεόν, και
εθεράπευσεν ο Θεός τον Αβιμέλεχ και την γυναίκα αυτού και τας δούλας αυτού από
την δυστοκίαν και εγεννούσαν χωρίς δυσκολίαν.
Γεν. 20,18 ὅτι συγκλείων
συνέκλεισε Κύριος ἔξωθεν πᾶσαν μήτραν ἐν τῷ οἴκῳ
Ἀβιμέλεχ, ἕνεκεν Σάῤῥας τῆς γυναικὸς Ἁβραάμ.
Γεν. 20,18 Διότι ο Θεός είχε κλείσει απολύτως πάσαν μήτραν προς
τοκετόν στον οίκον του Αβιμέλεχ εξ αιτίας της Σαρρας της γυναικός Αβραάμ, την
οποίαν εκείνος ηθέλησεν ως σύζυγόν του.
ΓΕΝΕΣΙΣ
21
Γεν. 21,1 Καὶ Κύριος ἐπεσκέψατο
τὴν Σάῤῥαν, καθὰ εἶπε, καὶ ἐποίησε
Κύριος τῇ Σάῤῥᾳ καθὰ ἐλάλησε,
Γεν. 21,1 Ο πανάγαθος Κυριος επεσκέφθη εν τη αγαθότητι
αυτού την Σαρραν, καθώς είχεν είπει, και εξεπλήρωσε την υπόσχεσίν του προς
αυτήν.
Γεν. 21,2 καὶ συλλαβοῦσα
ἔτεκε τῷ Ἁβραὰμ υἱὸν εἰς τὸ γῆρας,
εἰς τὸν καιρόν, καθὰ ἐλάλησεν αὐτῷ Κύριος.
Γεν. 21,2 Και η Σαρρα κατέστη έγκυος και εγέννησεν στον
Αβραάμ υιόν κατά τον καιρόν, που είχεν υποσχεθή εις αυτόν ο Θεός.
Γεν. 21,3 καὶ ἐκάλεσεν
Ἁβραὰμ τὸ ὄνομα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ
τοῦ γενομένου αὐτῷ, ὃν ἔτεκεν αὐτῷ Σάῤῥα,
Ἰσαάκ.
Γεν. 21,3 Ωνόμασε δε ο Αβραάμ τον υιόν του αυτόν, τον οποίον
του εγέννησεν η Σαρρα, Ισαάκ.
Γεν. 21,4 περιέτεμε δὲ Ἁβραὰμ
τὸν Ἰσαὰκ τῇ ἡμέρᾳ τῇ ὀγδόῃ,
καθὰ ἐνετείλατο αὐτῷ ὁ Θεός.
Γεν. 21,4 Τον περιέταμε δε κατά την ογδόην ημέραν από της
γεννήσεώς του σύμφωνα με την εντολήν, που είχε δώσει εις αυτόν ο Θεός.
Γεν. 21,5 καὶ Ἁβραὰμ
ἦν ἑκατὸν ἐτῶν, ἡνίκα ἐγένετο αὐτῷ
Ἰσαὰκ ὁ υἱὸς αὐτοῦ.
Γεν. 21,5 Οταν δε απέκτησεν ο Αβραάμ τον υιόν του τον Ισαάκ,
ήτο ηλικίας εκατόν ετών.
Γεν. 21,6 εἶπε δὲ Σάῤῥα·
γέλωτά μοι ἐποίησε Κύριος· ὃς γὰρ ἂν ἀκούσῃ,
συγχαρεῖταί μοι.
Γεν. 21,6 Γεμάτη δε χαράν η Σαρρα είπε· “χαρά και γέλοιο μου
έδωσεν ο Κυριος. Και όποιος ακόμη ακούση το γεγονός αυτό, ασφαλώς θα χαρή μαζή
με εμέ.
Γεν. 21,7 καὶ εἶπε·
τίς ἀναγγελεῖ τῷ Ἁβραάμ, ὅτι θηλάζει παιδίον Σάῤῥα;
ὅτι ἔτεκον υἱὸν ἐν τῷ γήρᾳ μου.
Γεν. 21,7 Ποιός τώρα θα αναγγείλη στον Αβραάμ, ότι θηλάζει η
Σαρρα παιδίον; Οτι εγέννησα τέκνον εις τα γεράματά μου;”
Γεν. 21,8 Καὶ ηὐξήθη
τὸ παιδίον καὶ ἀπεγαλακτίσθη, καὶ ἐποίησεν Ἁβραὰμ
δοχὴν μεγάλην, ᾗ ἡμέρᾳ ἀπεγαλακτίσθη Ἰσαὰκ
ὁ υἱὸς αὐτοῦ.
Γεν. 21,8 Το παιδίον εμεγάλωσε και εις ηλικίαν δύο περίπου
ετών απεγαλακτίσθη. Κατά δε την ημέραν του απογαλακτισμού του ωργάνωσεν ο
Αβραάμ εορτήν και παρέθεσε συμπάσιον, σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής εκείνης.
Γεν. 21,9 ἰδοῦσα δὲ
Σάῤῥα τὸν υἱὸν Ἄγαρ τῆς Αἰγυπτίας,
ὃς ἐγένετο τῷ Ἁβραάμ, παίζοντα μετὰ Ἰσαὰκ
τοῦ υἱοῦ αὐτῆς·
Γεν. 21,9 Η Σαρρα όμως, όταν είδε το παιδί της τον Ισαάκ να
παίζη με τον Ισμαήλ, το παιδί του Αβραάμ και της Αγαρ της Αιγυπτίας,
εστενοχωρήθη. Εθεώρησε το γεγονός υποτιμητικόν δια το παιδί της, τον “υιόν της
επαγγελίας”.
Γεν. 21,10 καὶ εἶπε τῷ
Ἁβραάμ· ἔκβαλε τὴν παιδίσκην ταύτην καὶ τὸν
υἱὸν αὐτῆς· οὐ γὰρ μὴ
κληρονομήσει ὁ υἱὸς τῆς παιδίσκης ταύτης μετὰ τοῦ
υἱοῦ μου Ἰσαάκ.
Γεν. 21,10 Και είπεν στον Αβραάμ· “διώξε αυτήν την δούλην και
το παιδί της μαζή με αυτήν. Διότι κατ' ουδένα τρόπον και λόγον δεν πρέπει ο
υιός αυτής της δούλης να κληρονομήση μαζή με το παιδί μου τον Ισαάκ”.
Γεν. 21,11 σκληρὸν δὲ ἐφάνη
τὸ ῥῆμα σφόδρα ἐναντίον Ἁβραὰμ περὶ
τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ.
Γεν. 21,11 Βαρύς πολύ και οδυνηρός εφάνη στον Αβραάμ ο λόγος
αυτός της Σαρρας δια τον υιόν του τον Ισμαήλ.
Γεν. 21,12 εἶπε δὲ ὁ
Θεὸς τῷ Ἁβραάμ· μὴ σκληρὸν ἔστω ἐναντίον
σου περὶ τοῦ παιδίου καὶ περὶ τῆς παιδίσκης·
πάντα ἂν ὅσα εἴπῃ σοι Σάῤῥα, ἄκουε τῆς
φωνῆς αὐτῆς, ὅτι ἐν Ἰσαὰκ κληθήσεταί
σοι σπέρμα.
Γεν. 21,12 Είπεν όμως ο Θεός στον Αβραάμ· “μη θεωρής τον λόγον
αυτόν της Σαρρας εναντίον του παιδιού σου και της δούλης σου ως σκληρόν. Τουναντίον
όσα θα σου είπη η Σαρρα να τα ακούσης, διότι σύμφωνα με την ιδικήν μου δούλην
οι απόγονοι του Ισαάκ θα αναγνωρισθούν κυρίως ως απόγονοι ιδικοί σου.
Γεν. 21,13 καὶ τὸν υἱὸν
δὲ τῆς παιδίσκης ταύτης εἰς ἔθνος μέγα ποιήσω αὐτόν,
ὅτι σπέρμα σόν ἐστιν.
Γεν. 21,13 Ως προς δε τον υιόν της δούλης σου θα φροντίσω εγώ.
Θα τον αναδείξω γενάρχην μεγάλου λαού, διότι είναι και αυτός ιδικόν σου
τέκνον”.
Γεν. 21,14 ἀνέστη δὲ Ἁβραὰμ
τὸ πρωΐ καὶ ἔλαβεν ἄρτους καὶ ἀσκὸν ὕδατος
καὶ ἔδωκε τῇ Ἄγαρ καὶ ἐπέθηκεν ἐπὶ
τῶν ὤμων αὐτῆς τὸ παιδίον καὶ ἀπέστειλεν
αὐτήν. ἀπελθοῦσα δὲ ἐπλανᾶτο κατὰ τὴν
ἔρημον, κατὰ τὸ φρέαρ τοῦ ὅρκου.
Γεν. 21,14 Επειτα από την εντολήν αυτήν του Θεού ηγέρθη ο
Αβραάμ το πρωϊ, επήρεν άρτους και ένα ασκόν γεμάτον νερό, έδωκεν αυτά εις την
Αγαρ, έβαλε το παιδί της στους ώμους της και την απεμάκρυνεν από την
κατασκήνωσιν εκείνην. Η δε Αγαρ αναχωρήσασα περιεπλανάτο εις την έρημον
περιοχήν, νοτίως της Χαναάν, εκεί όπου υπήρχε το φρέαρ του όρκου.
Γεν. 21,15 ἐξέλιπε δὲ
τὸ ὕδωρ ἐκ τοῦ ἀσκοῦ, καὶ ἔῤῥιψε
τὸ παιδίον ὑποκάτω μιᾶς ἐλάτης.
Γεν. 21,15 Κατά την πολύωρον πεζοπορίαν της εξηντλήθη το ύδωρ
του ασκού, τους εβασάνιζεν η δίψα και αυτή έρριψε το παιδίον κάτω από ένα
ελάτον, δια να αποθάνη εκεί.
Γεν. 21,16 ἀπελθοῦσα δὲ
ἐκάθητο ἀπέναντι αὐτοῦ μακρόθεν ὡσεὶ τόξου
βολήν· εἶπε γάρ, οὐ μὴ ἴδω τὸν θάνατον τοῦ
παιδίου μου. καὶ ἐκάθισεν ἀπέναντι αὐτοῦ, ἀναβοῆσαν
δὲ τὸ παιδίον ἔκλαυσεν.
Γεν. 21,16 Απομακρυνθείσα δε από εκεί εκάθησαν απέναντι αυτού
μακράν, όσον ημπορεί να ρίψη κανείς με το τόξον του ένα βέλος· διότι είπε· “δεν
αντέχω να ίδω τον θάνατον του παιδιού μου”. Εκάθησε λοιπόν απέναντί του. Το δε
παιδίον εφώναξε και έκλαυσε.
Γεν. 21,17 εἰσήκουσε δὲ
ὁ Θεὸς τῆς φωνῆς τοῦ παιδίου ἐκ τοῦ
τόπου, οὗ ἦν, καὶ ἐκάλεσεν ἄγγελος Θεοῦ τὴν
Ἄγαρ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ εἶπεν αὐτῇ·
τί ἐστιν Ἄγαρ; μὴ φοβοῦ· ἐπακήκοε γὰρ ὁ
Θεὸς τῆς φωνῆς τοῦ παιδίου ἐκ τοῦ τόπου, οὗ
ἐστιν.
Γεν. 21,17 Ο Θεός ήκουσε το γοερόν κλάμα του παιδιού από τον
τόπον, όπου αυτό ευρίσκετο, και άγγελος από τον ουρανόν εκάλεσε την Αγαρ και
της είπε· “Αγαρ, τι συμβαίνει; Μη φοβήσαι· εισήκουσεν ο Θεός την φωνήν του
παιδιού, το οποίον ευρίσκεται σαν πεταμένο στον τόπον αυτόν.
Γεν. 21,18 ἀνάστηθι καὶ
λαβὲ τὸ παιδίον καὶ κράτησον τῇ χειρί σου αὐτό·
εἰς γὰρ ἔθνος μέγα ποιήσω αὐτό.
Γεν. 21,18 Σηκω, πάρε το παιδί σου και κράτησέ το με στοργήν
και εμπιστοσύνην από το χέρι, διότι εγώ θα το αναδείξω γενάρχην έθνους”.
Γεν. 21,19 καὶ ἀνέῳξεν
ὁ Θεὸς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῆς, καὶ
εἶδε φρέαρ ὕδατος ζῶντος καὶ ἐπορεύθη καὶ ἔπλησε
τὸν ἀσκὸν ὕδατος καὶ ἐπότισε τὸ
παιδίον.
Γεν. 21,19 Και αμέσως ο Θεός ήνοιξε τα μάτια της Αγαρ και είδεν
αυτή εκεί πλησίον πηγήν, που ανέβλυζε δροσερόν ύδωρ. Επήγεν εκεί, εγέμισε τον
ασκόν με νερό και επότισε το παιδί της.
Γεν. 21,20 καὶ ἦν ὁ
Θεὸς μετὰ τοῦ παιδίου, καὶ ηὐξήθη. καὶ κατῴκησεν
ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἐγένετο δὲ τοξότης.
Γεν. 21,20 Ο δε Θεός ήτο συμπαραστάτης και βοηθός του παιδιού,
το οποίον εμεγάλωσεν, εγκατεστάθη εις την έρημον αυτήν και έγινε τοξότης.
Γεν. 21,21 καὶ κατῴκησεν
ἐν τῇ ἐρήμῳ τῇ Φαράν, καὶ ἔλαβεν αὐτῷ
ἡ μήτηρ γυναῖκα ἐκ γῆς Αἰγύπτου.
Γεν. 21,21 Εγκατεστάθη εις την έρημον, η οποία λέγεται Φαράν. Η
δε μητέρα του εδιάλεξε δι' αυτόν γυναίκα από την Αίγυπτον, την οποίαν και του
έδωσεν ως σύζυγον.
Γεν. 21,22 Ἐγένετο δὲ ἐν
τῷ καιρῷ ἐκείνῳ καὶ εἶπεν Ἀβιμέλεχ καὶ
Ὁχοζὰθ ὁ νυμφαγωγὸς αὐτοῦ καὶ Φιχὸλ
ὁ ἀρχιστράτηγος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ πρὸς Ἁβραὰμ
λέγων· ὁ Θεὸς μετὰ σοῦ ἐν πᾶσιν, οἷς
ἐὰν ποιῇς·
Γεν. 21,22 Κατά την εποχήν εκείνην ο Αβιμέλεχ συνοδευόμενος από
τον νυμφαγωγόν του Οχοζάθ και τον αρχιστράτηγον της στρατιάς του Φιχόλ,
επεσκέφθη τον Αβραάμ και του είπε· “γνωρίζω ότι ο Θεός είναι μαζή σου και
ευλογεί κάθε τι που κάμνεις.
Γεν. 21,23 νῦν οὖν ὄμοσόν
μοι τὸν Θεόν, μὴ ἀδικήσειν με μηδὲ τὸ σπέρμα μου,
μηδὲ τὸ ὄνομά μου· ἀλλὰ κατὰ τὴν
δικαιοσύνην, ἣν ἐποίησα μετὰ σοῦ, ποιήσεις μετ᾿ ἐμοῦ,
καὶ τῇ γῇ, ᾗ σὺ παρῴκησας ἐν αὐτῇ.
Γεν. 21,23 Τωρα λοιπόν ορκίσου μου στον Θεόν, ότι δεν θα κάμης
ποτέ τίποτε κακόν και άδικον ούτε εναντίον μου ούτε εναντίον των απογόνων μου
ούτε εις βάρος του καλού ονόματός μου. Αλλά, όπως εγώ εφάνηκα δίκαιος και καλός
απέναντί σου, κατά παρόμοιον τρόπον και συ θα φανής καλός προς εμέ και προς την
χώραν αυτήν, όπου προσωρινώς έμεινες”.
Γεν. 21,24 καὶ εἶπεν Ἁβραάμ·
ἐγὼ ὀμοῦμαι.
Γεν. 21,24 Ο δε Αβραάμ είπε· “ναι, εγώ ορκίζομαι ότι δέχομαι
την πρότασίν σου και θα φερθώ, όπως μου ζητείς”.
Γεν. 21,25 καὶ ἤλεγξεν
Ἁβραὰμ τὸν Ἀβιμέλεχ περὶ τῶν φρεάτων τοῦ
ὕδατος, ὧν ἀφείλοντο οἱ παῖδες τοῦ Ἀβιμέλεχ.
Γεν. 21,25 Με την ευκαιρίαν δε της συναντήσεως αυτής ο Αβραάμ
παρεπονέθη προς τον Αβιμέλεχ δια τα φρέατα, τα οποία, ενώ τα είχεν ανοίξει ο
Αβραάμ, τα ήρπασαν οι υπηρέται του Αβιμέλεχ.
Γεν. 21,,26 καὶ εἶπεν αὐτῷ
Ἀβιμέλεχ· οὐκ ἔγνων τίς ἐποίησέ σοι τὸ ῥῆμα
τοῦτο, οὐδὲ σύ μοι ἀπήγγειλας, οὐδὲ ἐγὼ
ἤκουσα, ἀλλ᾿ ἢ σήμερον.
Γεν. 21,26 Απήντησεν ο Αβιμέλεχ στον Αβραάμ και είπε· “δεν
επληροφορήθην ποιός έκαμε την κακήν αυτήν πράξιν· ούτε συ μου έκαμες λόγον δι'
αυτήν ούτε εγώ από κανένα άλλον ήκουσα. Πρώτην φοράν την πληροφορούμαι
σήμερον”. Και διέταξε να αποδοθούν τα φρέατα στον Αβραάμ.
Γεν. 21,27 καὶ ἔλαβεν Ἁβραὰμ
πρόβατα καὶ μόσχους, καὶ ἔδωκε τῷ Ἀβιμέλεχ, καὶ
διέθεντο ἀμφότεροι διαθήκην.
Γεν. 21,27 Επήρε τότε ο Αβραάμ από τα ποίμνιά του πρόβατα και
μοσχάρια και τα έδωσεν ως δώρον αγάπης στον Αβιμέλεχ. Οι δύο των δε κατά την
ημέραν εκείνην συνήψαν σύμφωνον αμοιβαίας φιλίας.
Γεν. 21,28 καὶ ἔστησεν
Ἁβραὰμ ἑπτὰ ἀμνάδας προβάτων μόνας.
Γεν. 21,28 Ο Αβραάμ εν συνεχεία εξεχώρισεν επτά αμνάδας
ιδιαιτέρως δια τον Αβιμέλεχ.
Γεν. 21,29 καὶ εἶπεν Ἀβιμέλεχ
τῷ Ἁβραάμ· τί εἰσιν αἱ ἑπτὰ ἀμνάδες
τῶν προβάτων τούτων, ἃς ἔστησας μόνας;
Γεν. 21,29 Ο Αβιμέλεχ τον ηρώτησε· “τι σημαίνουν τα επτά αυτά
θηλυκά αρνιά τα οποία εξεχώρισες ιδιαιτέρως;”
Γεν. 21,30 καὶ εἶπεν Ἁβραάμ,
ὅτι τὰς ἑπτὰ ἀμνάδας λήψῃ παρ᾿ ἐμοῦ,
ἵνα ὦσί μοι εἰς μαρτύριον, ὅτι ἐγὼ ὤρυξα
τὸ φρέαρ τοῦτο.
Γεν. 21,30 Ο Αβραάμ τότε του είπε· “τας επτά αυτάς αμνάδας θα
τας πάρης εκ μέρους μου, δια να είναι μάρτυρες και να σου υπενθυμίζουν ότι εγώ
ήνοιξα τούτο το φρέαρ”.
Γεν. 21,31 διὰ τοῦτο ἐπωνόμασε
τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου, Φρέαρ ὁρκισμοῦ,
ὅτι ἐκεῖ ὤμοσαν ἀμφότεροι.
Γεν. 21,31 Εξ αιτίας δε αυτού του γεγονότος ωνόμασεν ο Αβραάμ
τον τόπον εκείνον Βηρσαβεέ δηλαδή “Φρέαρ του όρκου”, επειδή εκεί ωρκίσθησαν οι
δύο των.
Γεν. 21,32 καὶ διέθεντο
διαθήκην ἐν τῷ φρέατι τοῦ ὁρκισμοῦ. ἀνέστη
δὲ Ἀβιμέλεχ καὶ Ὁχοζὰθ ὁ νυμφαγωγὸς αὐτοῦ
καὶ Φιχὸλ ὁ ἀρχιστάτητος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ,
καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὴν γῆν τῶν Φυλιστιείμ.
Γεν. 21,32 Εκλεισαν συμφωνίαν μεταξύ των εκεί στο φρέαρ του
όρκου. Επειτα από αυτά ηγέρθησαν ο Αβιμέλεχ, ο νυμφαγωγός του Οχοζάθ, ο
αρχιστράτηγος των δυνάμεών του Φιχόλ και επανήλθον εις την χώραν των
Φιλισταίων.
Γεν. 21,33 καὶ ἐφύτευσεν
Ἁβραὰμ ἄρουραν ἐπὶ τῷ φρέατι τοῦ ὅρκου
καὶ ἐπεκαλέσατο ἐκεῖ τὸ ὄνομα Κυρίου, Θεὸς
αἰώνιος.
Γεν. 21,33 Ο Αβραάμ, εις πιστοποίησιν και ανάμνησιν, εφύτευσε
δένδρα στον αγρόν πλησίον του φρέατος του όρκου και επεκαλέσθη εκεί το όνομα
Κυρίου, “Θεός αιώνιος”.
Γεν. 21,34 παρῴκησε δὲ
Ἁβραὰμ ἐν τῇ γῇ τῶν Φυλιστιεὶμ ἡμέρας
πολλάς.
Γεν. 21,34 Κατώκησε δε εις την χώραν αυτήν των Φιλισταίων ο
Αβραάμ επί αρκετόν χρόνον.
ΓΕΝΕΣΙΣ
22
Γεν. 22,1 Καὶ ἐγένετο
μετὰ τὰ ῥήματα ταῦτα ὁ Θεός ἐπείρασε τὸν
Ἁβραὰμ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἁβραάμ, Ἁβραάμ.
ὁ δὲ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ.
Γεν. 22,1 Επειτα από τα γεγονότα αυτά, υπέβαλεν ο Θεός εις
δοκιμασίαν τον Αβραάμ και του είπεν· “Αβραάμ, Αβραάμ” ! Εκείνος απήντησε· “ιδού
εγώ, Κυριε, είμαι παρών”.
Γεν. 22,2 καὶ εἶπε·
λαβὲ τὸν υἱόν σου τὸν ἀγαπητόν, ὃν ἠγάπησας,
τὸν Ἰσαάκ, καὶ πορεύθητι εἰς τὴν γῆν τὴν
ὑψηλὴν καὶ ἀνένεγκον αὐτὸν ἐκεῖ
εἰς ὁλοκάρπωσιν ἐφ᾿ ἓν τῶν ὀρέων, ὧν
ἄν σοι εἴπω.
Γεν. 22,2 Του είπε δε ο Θεός· “πάρε το παιδί σου το
αγαπημένο, τον Ισαάκ, τον οποίον τόσον πολύ ένεις αγαπήσει, πήγαινε μαζή με
αυτόν εις την υψηλήν περιοχήν και πρόσφερέ τον ολοκαύτωμα επάνω εις ένα από
τους λόφους εκείνους που εγώ θα σου είπω”.
Γεν. 22,3 ἀναστὰς δὲ
Ἁβραὰμ τὸ πρωΐ ἐπέσαξε τὴν ὄνον αὐτοῦ·
παρέλαβε δὲ μεθ᾿ ἑαυτοῦ δύο παῖδας καὶ Ἰσαὰκ
τὸν υἱὸν αὐτοῦ καὶ σχίσας ξύλα εἰς ὁλοκάρπωσιν,
ἀναστὰς ἐπορεύθη καὶ ἦλθεν ἐπὶ τὸν
τόπον, ὃν εἶπεν αὐτῷ ὁ Θεός, τῇ ἡμέρᾳ
τῇ τρίτῃ.
Γεν. 22,3 Πειθαρχικός ο Αβραάμ εις την φωνήν του Κυρίου,
εσηκώθη αμέσως το πρωϊ, εσαμάρωσε την όνον του, παρέλαβε μαζή του τον υιόν του
τον Ισαάκ και δύο δούλους, έσχισε και εφόρτωσε ξύλα δια την θυσίαν του
ολοκαυτώματος, εξεκίνησεν από εκεί όπου ευρίσκετο, και κατά την τρίτην ημέραν
έφθασεν στον τόπον, τον οποίον του είχεν ορίσει ο Θεός.
Γεν. 22,4 καὶ ἀναβλέψας
Ἁβραὰμ τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ, εἶδε
τὸν τόπον μακρόθεν.
Γεν. 22,4 Πριν δε φθάση εις αυτόν εσήκωσε τα μάτια του και
είδε από μακρυά τον καθωρισμένον δια την θυσίαν του υιού του τόπον.
Γεν. 22,5 καὶ εἶπεν Ἁβραὰμ
τοῖς παισὶν αὐτοῦ· καθίσατε αὐτοῦ μετὰ
τῆς ὄνου, ἐγὼ δὲ καὶ τὸ παιδάριον
διελευσόμεθα ἕως ὧδε καὶ προσκυνήσαντες ἀναστρέψομεν πρὸς
ὑμᾶς.
Γεν. 22,5 Είπε δε στους δούλους του· “σεις καθήστε εδώ με
την όνον. Εγώ δε και το παιδί μου θα πορευθώμεν έως εκεί και αφού προσκυνήσωμεν
τον Κυριον θα επανέλθωμεν”.
Γεν. 22,6 ἔλαβε δὲ Ἁβραὰμ
τὰ ξύλα τῆς ὁλοκαρπώσεως καὶ ἐπέθηκεν Ἰσαὰκ
τῷ υἱῷ αὐτοῦ· ἔλαβε δὲ μετὰ
χεῖρας καὶ τὸ πῦρ καὶ τὴν μάχαιραν, καὶ
ἐπορεύθησαν οἱ δύο ἅμα.
Γεν. 22,6 Επήρεν ο Αβραάμ τα ξύλα δια την ολοκαύτωσιν και τα
εφόρτωσεν στον υιόν του τον Ισαάκ. Αυτός δε επήρεν εις τα χέρια του το πυρ και
την μάχαιραν και εβάδισαν και οι δύο μαζή στον τόπον της θυσίας.
Γεν. 22,7 εἶπε δὲ Ἰσαὰκ
πρὸς Ἁβραὰμ τὸν πατέρα αὐτοῦ· πάτερ. ὁ
δὲ εἶπε· τί ἐστι, τέκνον; εἶπε δέ· ἰδοὺ
τὸ πῦρ καὶ τὰ ξύλα· ποῦ ἐστι τὸ
πρόβατον τὸ εἰς ὁλοκάρπωσιν;
Γεν. 22,7 Είπε τότε ο Ισαάκ προς τον Αβραάμ, τον πατέρα του·
“πάτερ”. Τι είναι παιδί μου;” είπεν εκείνος. “Πατερ, ηρώτησεν ο Ισαάκ, ιδού η
φωτιά και τα ξύλα. Αλλά που είναι το πρόβατον, το οποίον θα προσφέρωμεν ως
θυσίαν ολοκαυτώματος;”
Γεν. 22,8 εἶπε δὲ Ἁβραάμ·
ὁ Θεὸς ὄψεται ἑαυτῷ πρόβατον εἰς ὁλοκάρπωσιν,
τέκνον. πορευθέντες δὲ ἀμφότεροι ἅμα,
Γεν. 22,8 “Παιδί μου, είπεν ο Αβραάμ, ο Θεός θα φροντίση
μόνος του δια το πρόβατον της θυσίας”. Βαδίζοντες δε και οι δύο μαζή,
Γεν. 22,9 ἦλθον ἐπὶ
τὸν τόπον, ὃν εἶπεν αὐτῷ ὁ Θεός. καὶ ᾠκοδόμησεν
ἐκεῖ Ἁβραὰμ τὸ θυσιαστήριον καὶ ἐπέθηκε
τὰ ξύλα, καὶ συμποδίσας Ἰσαὰκ τὸν υἱὸν
αὐτοῦ, ἐπέθηκεν αὐτὸν ἐπὶ τὸ
θυσιαστήριον ἐπάνω τῶν ξύλων.
Γεν. 22,9 έφθασαν εις τον τόπον, που είχεν ορίσει ο Θεός.
Κατεσκεύασεν εκεί το θυσιαστήριον ο Αβραάμ, ετοποθέτησεν επάνω εις αυτό τα
ξύλα, έδεσε τα πόδια του παιδιού του του Ισαάκ, ετοποθέτησεν αυτόν επάνω εις τα
ξύλα
Γεν. 22,10 καὶ ἐξέτεινεν
Ἁβραὰμ τὴν χεῖρα αὐτοῦ λαβεῖν τὴν
μάχαιραν σφάξαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ.
Γεν. 22,10 και άπλωσε το χέρι του να πάρη την μάχαιραν, δια να
σφάξη τον υιόν
Γεν. 22,11 καὶ ἐκάλεσεν
αὐτὸν ἄγγελος Κυρίου ἐκ τοῦ οὐρανοῦ
καὶ εἶπεν· Ἁβραάμ, Ἁβραάμ. ὁ δὲ εἶπεν·
ἰδοὺ ἐγώ.
Γεν. 22,11 Την στιγμήν εκείνην άγγελος Κυρίου από τον ουρανόν
τον εκάλεσε και του είπεν· “Αβραάμ, Αβραάμ !” Εκείνος δε απήντησεν· “ιδού εγώ
Κυριε”.
Γεν. 22,12 καὶ εἶπε·
μὴ ἐπιβάλῃς τὴν χεῖρά σου ἐπὶ τὸ
παιδάριον μηδὲ ποιήσῃς αὐτῷ μηδέν· νῦν γὰρ
ἔγνων, ὅτι φοβῇ σὺ τὸν Θεὸν καὶ οὐκ
ἐφείσω τοῦ υἱοῦ σου τοῦ ἀγαπητοῦ δι᾿
ἐμέ.
Γεν. 22,12 Και είπε προς αυτόν ο άγγελος· “μη απλώσης το
ωπλισμένον με την μάχαιραν χέρι σου επάνω στο παιδίον και μη κάμης εις αυτό
κανένα κακόν· διότι τώρα εκατάλαβα καλά ότι συ αέδεσαι και λατρεύστον Θεόν,
αφού προς χάριν μου δεν ελυπήθης τον αγαπητόν σου υιόν”.
Γεν. 22,13 καὶ ἀναβλέψας
Ἁβραὰμ τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ εἶδε,
καὶ ἰδοὺ κριὸς εἷς κατεχόμενος ἐν φυτῷ
Σαβὲκ τῶν κεράτων· καὶ ἐπορεύθη Ἁβραὰμ
καὶ ἔλαβε τὸν κριὸν καὶ ἀνήνεγκεν αὐτὸν
εἰς ὁλοκάρπωσιν ἀντὶ Ἰσαὰκ τοῦ υἱοῦ
αὐτοῦ.
Γεν. 22,13 Εσήκωσε τα βλέμματά του ο Αβραάμ και είδεν έξαφνα,
εκεί κοντά ένα κριόν, του οποίου τα κέρατα είχον περιπλακή εις ένα φυτόν
υνομαζόμενον Σαβέκ. Επήγεν ο Αβραάμ εκεί, επήρε τον κριον και προσέφερεν αυτόν
ως θυσίαν ολοκαυτώματος αντί του παιδιού του του Ισαάκ.
Γεν. 22,14 καὶ ἐκάλεσεν
Ἁβραὰμ τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου, Κύριος εἶδεν,
ἵνα εἴπωσι σήμερον, ἐν τῷ ὄρει Κύριος ὤφθη.
Γεν. 22,14 Ωνόμασε δε ο Αβραάμ τον τόπον εκείνον ο Κυριος
είδε”· ώστε μέχρι, σήμερον οι άνθρωποι ονομάζουν αυτόν “στούτο το όρος
εφανερώθη ο Κυριος”.
Γεν. 22,15 καὶ ἐκάλεσεν
ἄγγελος Κυρίου τὸν Ἁβραὰμ δεύτερον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ,
λέγων·
Γεν. 22,15 Δια δευτέραν φοράν άγγελος Κυρίου εκάλεσεν από τον
ουρανόν τον Αβραάμ και είπεν·
Γεν. 22,16 κατ᾿ ἐμαυτοῦ
ὤμοσα, λέγει Κύριος, οὗ εἵνεκεν ἐποίησας τὸ ῥῆμα
τοῦτο, καὶ οὐκ ἐφείσω τοῦ υἱοῦ σου τοῦ
ἀγαπητοῦ δι᾿ ἐμέ,
Γεν. 22,16 στον εαυτόν μου ωρκίσθηκα, λέγει ο Κυριος, επειδή
υπήκουσες και εξεπλήρωσες την εντολήν μου αυτήν και δεν ελυπήθης προς χάριν μου
τον υιόν σου τον αγαπητόν,
Γεν. 22,17 ἦ μὴν εὐλογῶν
εὐλογήσω σε, καὶ πληθύνων πληθυνῶ τὸ σπέρμα σου, ὡς
τοὺς ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὡς τὴν
ἄμμον τὴν παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης, καὶ
κληρονομήσει τὸ σπέρμα σου τὰς πόλεις τῶν ὑπεναντίων·
Γεν. 22,17 σου υπόσχομαι ότι πλουσίως θα σε ευλογήσω και θα
πληθύνω πολύ τους απογόνους σου, σαν τα αστέρια του ουρανού και σαν την άμμον
που υπάρχει εις την παραλίαν της θαλάσσης. Οι απόγονοί σου με την ιδικήν μου
προστασίαν και δύναμιν θα κυριεύσουν τας πόλεις των εχθρών.
Γεν. 22,18 καὶ ἐνευλογηθήσονται
ἐν τῷ σπέρματί σου πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς, ἀνθ᾿
ὧν ὑπήκουσας τῆς ἐμῆς φωνῆς.
Γεν. 22,18 Επί πλέον, επειδή τόσον προθύμως και πλήρως
υπήκουσες εις την εντολήν μου, σου υπόσχομαι ότι με ένα από τους απογόνους σου,
τον Χριστόν, θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης”.
Γεν. 22,19 ἀπεστράφη δὲ
Ἁβραὰμ πρὸς τοὺς παῖδας αὐτοῦ, καὶ
ἀναστάντες ἐπορεύθησαν ἅμα ἐπὶ τὸ φρέαρ τοῦ
ὅρκου. καὶ κατῴκησεν Ἁβραὰμ ἐπὶ τὸ
φρέαρ τοῦ ὅρκου.
Γεν. 22,19 Επειτα από αυτά, ο Αβραάμ με τον Ισαάκ επέστρεψαν
προς τους δούλους του, που είχαν αφήσει στους πρόποδας του όρους, και όλοι μαζή
εξεκίνησαν, δια να μεταβούν στο φρέαρ του όρκου. Εκεί, στο φρέαρ του όρκου,
εγκατεστάθη μονίμως πλέον ο Αβραάμ.
Γεν. 22,20 Ἐγένετο δὲ
μετὰ τὰ ῥήματα ταῦτα καὶ ἀνηγγέλη τῷ Ἁβραὰμ
λέγοντες· ἰδοὺ τέτοκε Μελχὰ καὶ αὐτὴ υἱοὺς
τῷ Ναχὼρ τῷ ἀδελφῷ σου,
Γεν. 22,20 Επειτα από αυτά ανήγγειλαν στον Αβραάμ και ένα άλλο
γεγονός ευχάριστον· “ιδού, του είπαν, η νύμφη σου η Μελχά εγέννησε και αυτή
υιούς στον αδελφόν σου τον Ναχώρ,
Γεν. 22,21 τὸν Οὒζ
πρωτότοκον καὶ τὸν Βαὺξ ἀδελφὸν αὐτοῦ
καὶ τὸν Καμουὴλ πατέρα Σύρων
Γεν. 22,21 τον πρωτότοκον Ουζ, τους αδελφούς του Βαυξ και
Καμουήλ, γενάρχην των Συρων,
Γεν. 22,22 καὶ τὸν Χαζὰδ
καὶ Ἀζαῦ καὶ τὸν Φαλδὲς καὶ τὸν
Ἰελδὰφ καὶ τὸν Βαθουήλ·
Γεν. 22,22 και τους Χαζάδ, Αζαύ, Φαλδές, Ιελδάφ και Βαθουήλ.
Γεν. 22,23 Βαθουὴλ δὲ ἐγέννησε
τὴν Ῥεβέκκαν. ὀκτὼ οὗτοι υἱοί, οὓς ἔτεκε
Μελχὰ τῷ Ναχὼρ τῷ ἀδελφῷ Ἁβραάμ.
Γεν. 22,23 Ο δε Βαθουήλ απέκτησε κόρην την Ρεβέκκαν. Οι οκτώ
αυτοί είναι υιοί του Ναχώρ, του αδελφού του Αβραάμ, τους οποίους απέκτησεν από
την Μελχά.
Γεν. 22,24 καὶ ἡ
παλλακὴ αὐτοῦ, ᾗ ὄνομα Ῥεημά, ἔτεκε
καὶ αὐτὴ τὸν Ταβὲκ καὶ τὸν Ταὰμ
καὶ τὸν Τοχὸς καὶ τὸν Μοχά.
Γεν. 22,24 Από δε την παλλακήν αυτού, την δευτέρας σειράς
σύζυγόν του, η οποία ωνομάζετο Ρεημά, απέκτησεν υιούς τον Ταβέκ, τον Ταάμ, τον
Τοχός και τον Μοχά.
ΓΕΝΕΣΙΣ
23
Γεν. 23,1 Ἐγένετο δὲ ἡ
ζωὴ Σάῤῥας ἔτη ἑκατὸν εἰκοσιεπτά.
Γεν. 23,1 Η Σαρρα έφθασεν εις την ηλικίαν των εκατόν είκοσι
επτά ετών,
Γεν. 23,2 καὶ ἀπέθανε
Σάῤῥα ἐν πόλει Ἀρβόκ, ἥ ἐστιν ἐν τῷ
κοιλώματι (αὕτη ἐστὶ Χεβρών) ἐν τῇ γῇ
Χαναάν. ἦλθε δὲ Ἁβραὰμ κόψασθαι Σάῤῥαν καὶ
πενθῆσαι.
Γεν. 23,2 οπότε και απέθανεν εις την πόλιν Αρβόκ (αύτη δε
είναι η Χεβρών), η οποία ευρίσκεται εις κάποιο βαθύπεδον της περιοχής Χαναάν. Ο
Αβραάμ ήλθεν από την Βηρσαβεέ ει, την Χεβρών, δια να θρηνήση και πενθήση την
αποθανούσαν σύζυγόν του, την Σαρραν.
Γεν. 23,3 καὶ ἀνέστη Ἁβραὰμ
ἀπὸ τοῦ νεκροῦ αὐτοῦ καὶ εἶπεν Ἁβραὰμ
τοῖς υἱοῖς τοῦ Χὲτ λέγων·
Γεν. 23,3 Ηγέρθη ο Αβραάμ από το πένθος του αγαπημένου του
αυτού νεκρού και είπεν στους Χετταίους.
Γεν. 23,4 πάροικος καὶ
παρεπίδημος ἐγώ εἰμι μεθ᾿ ὑμῶν· δότε μοι οὖν
κτῆσιν τάφου μεθ᾿ ὑμῶν, καὶ θάψω τὸν νεκρόν
μου ἀπ᾿ ἐμοῦ.
Γεν. 23,4 “Εγώ, όπως γνωρίζετε, είμαι πάροικος και
παρεπίδημος μεταξύ σας. Σας παρακαλώ, δόστε μου να αγοράσω ως ιδιοκτησίαν ένα
τάφον εις την περιοχήν σας, δια να θάψω την νεκράν μου σύζυγον”.
Γεν. 23,5 ἀπεκρίθησαν δὲ
οἱ υἱοὶ Χὲτ πρὸς Ἁβραὰμ
λέγοντες· μὴ κύριε·
Γεν. 23,5 Απεκρίθησαν δε οι Χετταίοι προς τον Αβραάμ και
είπον· “όχι, κύριε, δεν είναι σωστόν αυτό, που λέγεις να αγοράσης τάφον.
Γεν. 23,6 ἄκουσον δὲ ἡμῶν.
βασιλεὺς παρὰ Θεοῦ σὺ εἶ ἐν ἡμῖν·
ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς μνημείοις ἡμῶν θάψον τὸν
νεκρόν σου· οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν οὐ μὴ
κωλύσει τὸ μνημεῖον αὐτοῦ ἀπὸ σοῦ τοῦ
θάψαι τὸν νεκρόν σου ἐκεῖ.
Γεν. 23,6 Ακουσέ μας· συ είσαι ιμεταξύ μας σαν ένας βασιλεύς
εκ μέρους του Θεού σταλμένος. Δια τούτο εις ένα από τα εκλεκτά μας μνημεία θάψε
τον νεκρόν σου· διότι κανείς από ημάς δεν θα αρνηθή το μνημείον του, δια να
θάψης εις αυτό την νεκράν σύζυγόν σου”.
Γεν. 23,7 ἀναστὰς δὲ
Ἁβραὰμ προσεκύνησε τῷ λαῷ τῆς γῆς, τοῖς
υἱοῖς τοῦ Χέτ,
Γεν. 23,7 Εσηκώθη ο Αβραάμ και γεμάτος ευγνωμοσύνην
επροσκύνηοε τους Χετταίους, τους κατοίκους της περιοχής εκείνης.
Γεν. 23,8 καὶ ἐλάλησε
πρὸς αὐτοὺς Ἁβραὰμ λέγων· εἰ ἔχετε
τῇ ψυχῇ ὑμῶν, ὥστε θάψαι τὸν νεκρόν μου ἀπὸ
προσώπου μου, ἀκούσατέ μου καὶ λαλήσατε περὶ ἐμοῦ
Ἐφρὼν τῷ τοῦ Σαάρ,
Γεν. 23,8 Κατόπιν ωμίλησε προς αυτούς και τους είπε· “αφού
έχετε την καλωσύνην της ψυχής, ώστε να μου επιτρέψετε να θάψω τον νεκρόν μου,
ακούσατε την παράκλησίν μου. Ομιλήσατε σας παρακαλώ περί εμού στον Εφρών, τον
υιόν του Σαάρ,
Γεν. 23,9 καὶ δότω μοι τὸ
σπήλαιον τὸ διπλοῦν, ὅ ἐστιν αὐτῷ, τὸ
ὂν ἐν μέρει τοῦ ἀγροῦ αὐτοῦ· ἀργυρίου
τοῦ ἀξίου δότω μοι αὐτὸ ἐν ὑμῖν εἰς
κτῆσιν μνημείου.
Γεν. 23,9 και πείσατέ τον να μου πωλήση το διπλούν σπήλαιον,
που ανήκει εις αυτόν και το οποίον ευρίσκεται εις κάποιο μέρος του αγρού του.
Αντί των χρημάτων που αξίζει, ας μου δώση τώρα ενώπιόν σας ως ιδιοκτησίαν μου
το μνημείον αυτό”.
Γεν. 23,10 Ἐφρὼν δὲ
ἐκάθητο ἐν μέσῳ τῶν υἱῶν Χέτ· ἀποκριθεὶς
δὲ Ἐφρὼν ὁ Χετταῖος πρὸς Ἁβραὰμ
εἶπεν, ἀκουόντων τῶν υἱῶν Χὲτ καὶ τῶν
εἰσπορευομένων εἰς τὴν πόλιν πάντων, λέγων·
Γεν. 23,10 Ο Εφρών ήτο και αυτός ένας από τον λαόν των
Χετταίων. Αμέσως δε απήντησε προς τον Αβραάμ, εκεί εις την πύλην της πόλεως,
ώστε να τον ακούουν οι Χετταίοι όσοι εισήρχοντο εις την πόλιν, και είπε·
Γεν. 23,11 παρ᾿ ἐμοὶ
γενοῦ, κύριε, καὶ ἄκουσόν μου· τὸν ἀγρὸν
καὶ τὸ σπήλαιον τὸ ἐν αὐτῷ σοὶ
δίδωμι· ἐναντίον πάντων τῶν πολιτῶν μου δέδωκά σοι·
θάψον τὸν νεκρόν σου·
Γεν. 23,11 “πλησίασε κοντά μου, κύριε, και άκουσέ με· τον
αγρόν και το σπήλαιον, που υπάρχει εις αυτόν, σου τον δίδω. Ενώπιον όλων των
συμπολιτών μου σου τα έχω πλέον παραχωρήσει. Θαψε εκεί τον νεκρόν άνθρωπόν
σου”.
Γεν. 23,12 καὶ προσεκύνησεν Ἁβραὰμ
ἐναντίον τοῦ λαοῦ τῆς γῆς
Γεν. 23,12 Ο Αβραάμ ευχαριστών δια την καλωσύνην των
προσεκύνησε τον λαόν της χώρας
Γεν. 23,13 καὶ εἶπε τῷ
Ἐφρὼν εἰς τὰ ὦτα ἐναντίον τοῦ λαοῦ
τῆς γῆς· ἐπειδὴ πρὸς ἐμοῦ εἶ,
ἄκουσόν μου· τὸ ἀργύριον τοῦ ἀγροῦ
λάβε παρ᾿ ἐμοῦ, καὶ θάψω τὸν νεκρόν μου ἐκεῖ.
Γεν. 23,13 και είπε προς τον Εφρών, ώστε να τον ακούσουν όλοι
οι κάτοικοι της πόλεως· “Εφρών, επειδή ευρίσκεσαι τώρα ενώπιόν μου και θα
συνάψωμεν συμφωνίαν, άκουσέ με· Παρε εκ μέρους μου τα αργύρια, που πρέπει, ως
αξίαν του αγρού, και εγώ θα θάψω πλέον εκεί τον νεκρόν μου”.
Γεν. 23,14 ἀπεκρίθη δὲ
Ἐφρὼν τῷ Ἀβραὰμ λέγων·
Γεν. 23,14 Απήντησεν ο Εφρών προς τον Αβραάμ και είπε, με
κάποιαν δόσιν υποκριτικής ευγενείας.
Γεν. 23,15 οὐχὶ κύριε,
ἀκήκοα γάρ, γῆ τετρακοσίων διδράχμων ἀργυρίου, ἀλλὰ
τί ἂν εἴη τοῦτο ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ
σοῦ; σὺ δὲ τὸν νεκρόν σου θάψον.
Γεν. 23,15 “Οχι, κύριε, δεν θέλω χρήματα. Εχω βέβαια
πληροφορηθή ότι ο αγρός αυτός αξίζει τετρακόσια αργυρά δίδραχμα, αλλά τι είναι
αυτά μεταξύ μας; Θαψε, λοιπόν, τον νεκρόν σου, χωρίς να γίνεται πλέον λόγος δι'
αγοραπωλησίαν”.
Γεν. 23,16 καὶ ἤκουσεν
Ἁβραὰμ τοῦ Ἐφρών, καὶ ἀποκατέστησεν Ἁβραὰμ
τῷ Ἐφρὼν τὸ ἀργύριον, ὃ ἐλάλησεν εἰς
τὰ ὦτα τῶν υἱῶν Χέτ, τετρακόσια δίδραχμα ἀργυρίου
δοκίμου ἐμπόροις.
Γεν. 23,16 Ο Αβραάμ όμως, όταν ήκουσεν από τον Εφρών την τιμήν
του αγρού, έδωσε αμέσως εις αυτόν τα χρήματα, τα οποία εις επήκοον του λαού των
Χετταίων είχεν ορίσει ούτος εις τετρακόσια αργυρά δίδραχμα εις έγκυρον νόμισμα
που εκυκλοφορούσε τότε μεταξύ των εμπόρων.
Γεν. 23,17 καὶ ἔστη ὁ
ἀγρὸς Ἐφρών, ὃς ἦν ἐν τῷ διπλῷ
σπηλαίῳ, ὅς ἐστι κατὰ πρόσωπον Μαμβρῆ, ὁ ἀγρὸς
καὶ τὸ σπήλαιον, ὃ ἦν ἐν αὐτῷ, καὶ
πᾶν δένδρον, ὃ ἦν ἐν τῷ ἀγρῷ, καὶ
πᾶν ὅ ἐστιν ἐν τοῖς ὁρίοις αὐτοῦ
κύκλῳ,
Γεν. 23,17 Κατόπιν αυτής της συμφωνίας παρεδόθη ο αγρός του
Εφρών μαζή με το διπλούν σπήλαιον, που ευρίσκετο απέναντι εις την Δρυν Μαμβρή,
όπως επίσης και όλα τα δένδρα και κάθε τι, που υπήρχεν στον αγρόν και εις τα
σύνορα αυτού κύκλω,
Γεν. 23,18 τῷ Ἁβραάμ,
εἰς κτῆσιν ἐναντίον τῶν υἱῶν Χὲτ καὶ
πάντων τῶν εἰσπορευομένων εἰς τὴν πόλιν.
Γεν. 23,18 ως ιδιοκτησία πλέον στον Αβραάμ επί παρουσία του
λαού των Χετταίων και των εισερχομένων δια της πύλης εις την πόλιν.
Γεν. 23,19 μετὰ ταῦτα ἔθαψεν
Ἁβραὰμ Σάῤῥαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ
ἐν τῷ σπηλαίῳ τοῦ ἀγροῦ τῷ διπλῷ,
ὅ ἐστιν ἀπέναντι Μαμβρῆ (αὕτη ἐστὶ
Χεβρών) ἐν τῇ γῇ Χαναάν.
Γεν. 23,19 Επειτα από αυτά έθαψεν ο Αβραάμ την γυναίκα του την
Σαρραν στο διπλούν αυτό σπήλαιον του αγρού, ο οποίος ευρίσκεται απέναντι της
Μαμβρή εις Χεβρών της χώρας Χαναάν.
Γεν. 23,20 καὶ ἐκυρώθη
ὁ ἀγρὸς καὶ τὸ σπήλαιον, ὃ ἦν ἐν
αὐτῷ, τῷ Ἁβραὰμ εἰς κτῆσιν τάφου παρὰ
τῶν υἱῶν Χέτ.
Γεν. 23,20 Ετσι δε επεκυρώθη ενώπιον των Χετταίων ο αγρός και το
διπλούν σπήλαιον ως ιδιοκτησία πλέον του Αβραάμ δια μνημείον.
ΓΕΝΕΣΙΣ
24
Γεν. 24,1 Καὶ Ἁβραὰμ
ἦν πρεσβύτερος προβεβηκὼς ἡμερῶν, καὶ ὁ
Κύριος ηὐλόγησε τὸν Ἁβραὰμ κατὰ πάντα.
Γεν. 24,1 Ο Αβραάμ ήτο πλέον γέρων, προχωρημένος πολύ εις
τας ημέρας της ζωής του. Ο δε Κυριος ηυλόγησε τον Αβραάμ εις όλην του την ζωήν
και εις όλα του τα έργα.
Γεν. 24,2 καὶ εἶπεν Ἁβραὰμ
τῷ παιδὶ αὐτοῦ τῷ πρεσβυτέρῳ τῆς οἰκίας
αὐτοῦ τῷ ἄρχοντι πάντων τῶν αὐτοῦ·
θὲς τὴν χεῖρά σου ὑπὸ τὸν μηρόν μου,
Γεν. 24,2 Είπε δε Αβραάμ στον Ελιέζερ, τον μεγαλύτερον κατά
την ηλικίαν δούλον της οικογενείας του, τον επιστάτην όλων των άλλων δούλων·
“βάλε την χείρα σου υπό τον μηρόν μου·
Γεν. 24,3 καὶ ἐξορκιῶ
σε Κύριον τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὸν
Θεὸν τῆς γῆς, ἵνα μὴ λάβῃς γυναῖκα τῷ
υἱῷ μου Ἰσαὰκ ἀπὸ τῶν θυγατέρων τῶν
Χαναναίων, μεθ᾿ ὧν ἐγὼ οἰκῶ ἐν αὐτοῖς,
Γεν. 24,3 σε εξορκίζω ενώπιον Κυρίου, του Θεού του ουρανού
και της γης, να μη λάβης δια τον υιόν μου τον Ισαάκ σύζυγον από τας θυγατέρας
των κατοίκων Χαναάν, μεταξύ των οποίων εγώ μέχρι σήμερον ζω,
Γεν. 24,4 ἀλλ᾿ ἢ
εἰς τὴν γῆν μου, οὗ ἐγεννήθην, πορεύσῃ καὶ
εἰς τὴν φυλήν μου καὶ λήψῃ γυναῖκα τῷ υἱῷ
μου Ἰσαὰκ ἐκεῖθεν.
Γεν. 24,4 άλλα από την χώραν της καταγωγής μου, όπου εγώ
εγεννήθην. Θα υπάγης εκεί εις την φυλήν μου και από τους εκεί συγγενείς μου θα
εκλέξης γυναίκα δια τον υιόν μου τον Ισαάκ”
Γεν. 24,5 εἶπε δὲ πρὸς
αὐτὸν ὁ παῖς· μή ποτε οὐ βούληται ἡ
γυνὴ πορευθῆναι μετ᾿ ἐμοῦ ὀπίσω εἰς τὴν
γῆν ταύτην· ἀποστρέψω τὸν υἱόν σου εἰς τὴν
γῆν, ὅθεν ἐξῆλθες ἐκεῖθεν;
Γεν. 24,5 Ηρώτησε δε αυτόν ο Ελιέζερ, ο δούλος· “εάν τυχόν η
γυναίκα, που θα εκλέξω ως σύζυγον του Ισαάκ, δεν θελήση να με ακολουθήση εις
την χώραν της Χαναάν, θα οδηγήσω τον υιόν σου στον τόπον, από τον οποίον συ
ανεχώρησες και ήλθες;”
Γεν. 24,6 εἶπε δὲ πρὸς
αὐτὸν Ἁβραάμ· πρόσεχε σεαυτῷ, μὴ ἀποστρέψῃς
τὸν υἱόν μου ἐκεῖ.
Γεν. 24,6 Ο Αβραάμ του απήντησε· “πρόσεξε πολύ και βάλε το
μέσα στον νουν σου· μη επαναφέρης έκεί τον υιόν μου,
Γεν. 24,7 Κύριος ὁ Θεὸς
τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ Θεὸς τῆς γῆς,
ὃς ἔλαβέ με ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός μου καὶ
ἐκ τῆς γῆς, ἧς ἐγεννήθην, ὃς ἐλάλησέ
μοι καὶ ὃς ὤμοσέ μοι λέγων· σοὶ δώσω τὴν γῆν
ταύτην καὶ τῷ σπέρματί σου, αὐτὸς ἀποστελεῖ
τὸν ἄγγελον αὐτοῦ ἔμπροσθέν σου. καὶ λήψῃ
γυναῖκα τῷ υἱῷ μου ἐκεῖθεν.
Γεν. 24,7 διότι ο Κυριος ο Θεός του ουρανού και της γης, ο
οποίος με επήρε από τον πατρικόν μου οίκον και από την γην, εις την οποίαν
εγεννήθην, και με έφερεν εδώ, αυτός μου είπε και μου ωρκίσθη λέγων· Εις σε και
στους απογόνους σου θα δώσω την χώραν αυτήν. Αυτός, λοιπόν, ο Θεός θα στείλη
ενώπιόν σου άγγελον οδηγόν και θα σε δοηθήση να εκλέξης από εκεί σύζυγον δια
τον υιόν μου.
Γεν. 24,8 ἐὰν δὲ
μὴ θέλῃ ἡ γυνὴ πορευθῆναι μετὰ σοῦ εἰς
τὴν γῆν ταύτην, καθαρὸς ἔσῃ ἀπὸ τοῦ
ὅρκου μου· μόνον τὸν υἱόν μου μὴ ἀποστρέψῃς
ἐκεῖ.
Γεν. 24,8 Εάν δε και δεν θελήση η γυναίκα να έλθη μαζή σου
εις την χώραν αυτήν, είσαι απηλλαγμένος από τον όρκον, στον οποίν σε υπέβαλα. Η
μόνη σου υποχρέωσις είναι, να μη οδηγήσης τον υιόν μου εκεί”.
Γεν. 24,9 καὶ ἔθηκεν ὁ
παῖς τὴν χεῖρα αὐτοῦ ὑπὸ τὸν
μηρὸν Ἁβραὰμ τοῦ κυρίου αὐτοῦ καὶ ὤμοσεν
αὐτῷ περὶ τοῦ ῥήματος τούτου.
Γεν. 24,9 Ο Ελιέζερ, ο δούλος, έθεσε την χείρα αυτού κάτω από
τον μηρόν του Αβραάμ, του κυρίου του, και του ωρκίσθη ότι θα συμμορφωθή με την
εντολήν του.
Γεν. 24,10 Καὶ ἔλαβεν ὁ
παῖς δέκα καμήλους ἀπὸ τῶν καμήλων τοῦ κυρίου αὐτοῦ
καὶ ἀπὸ πάντων τῶν ἀγαθῶν τοῦ κυρίου
αὐτοῦ μεθ᾿ ἑαυτοῦ καὶ ἀναστὰς ἐπορεύθη
εἰς τὴν Μεσοποταμίαν εἰς τὴν πόλιν Ναχώρ.
Γεν. 24,10 Επήρε, λοιπόν, δέκα καμήλους από τας καμήλους του κυρίου
του, επήρεν ακόμη μαζή του από όλα τα αγαθά που είχεν ο κύριός του και
εξεκίνησε δια την Μεσοποταμίαν, δια την πόλιν του Μαχώρ, του αδελφού του
Αβραάμ.
Γεν. 24,11 καὶ ἐκοίμισε
τὰς καμήλους ἔξω τῆς πόλεως παρὰ τὸ φρέαρ τοῦ
ὕδατος τὸ πρὸς ὀψέ, ἡνίκα ἐκπορεύονται αἱ
ὑδρευόμεναι.
Γεν. 24,11 Οταν, από ταξίδιον ημερών, επλησίασε κατά την
εσπέραν έξω από την πόλιν, αφήκεν εκεί κοντά στο φρέαρ να κατακλιθούν αι
κάμηλοι, την ώραν κατά την οποίαν εξέρχονται συνήθως από την πόλιν αι γυναίκες,
δια να αντλήσουν νερό.
Γεν. 24,12 καὶ εἶπε·
Κύριε ὁ Θεὸς τοῦ κυρίου μου Ἁβραάμ, εὐόδωσον ἐναντίον
ἐμοῦ σήμερον καὶ ποίησον ἔλεος μετὰ τοῦ
κυρίου μου Ἁβραάμ.
Γεν. 24,12 Προσηυχήθη δε εκεί προς τον Θεόν ο Ελιέζερ και είπε·
“Κυριε, συ ο Θεός του κυρίου μου του Αβραάμ, δώσε καλήν έκβασιν και επιτυχίαν
σήμερον εις τας ενεργείας μου και κάμε το έλεός σου προς τον κύριόν μου τον
Αβραάμ.
Γεν. 24,13 ἰδοὺ ἐγὼ
ἕστηκα ἐπὶ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος, αἱ
δὲ θυγατέρες τῶν οἰκούντων τὴν πόλιν ἐκπορεύονται
ἀντλῆσαι ὕδωρ,
Γεν. 24,13 Ιδού εγώ ευρίσκομαι κοντά εις την πηγήν αυτήν του
ύδατος. Αι θυγατέρες των κατοίκων της πόλεως αυτής εξέρχονται προς τα εδώ δια
να αντλήσουν νερό.
Γεν. 24,14 καὶ ἔσται ἡ
παρθένος, ᾗ ἂν ἐγὼ εἴπω, ἐπίκλινον τὴν
ὑδρίαν σου, ἵνα πίω, καὶ εἴπῃ μοι, πίε σύ, καὶ
τὰς καμήλους σου ποτιῶ, ἕως ἂν παύσωνται πίνουσαι,
ταύτην ἡτοίμασας τῷ παιδί σου τῷ Ἰσαάκ, καὶ ἐν
τούτῳ γνώσομαι ὅτι ἐποίησας ἔλεος μετὰ τοῦ
κυρίου μου Ἁβραάμ.
Γεν. 24,14 Δώσε, Κυριε, ώστε η παρθένος, εις την οποίαν εγώ θα
είπω “γύρε την στάμναν σου δια να πίω νερό” και εκείνη θα μου πη “πίε και συ
και θα ποτίσω τας καμήλους σου μέχρις ότου χορτάσουν και παύσουν πλέον να
πίνουν”, ώσε, ώστε αυτή να είναι εκείνη, την οποίαν συ έχεις προορίσει ως
σύζυγον δια τον δούλόν σου Ισαάκ. Με τον τρόπον δε αυτόν θα καταλάβω και εγώ,
ότι έκαμες το έλεός σου προς τον κύριόν μου τον Αβραάμ και εξεπλήρωσες την
επιθυμίαν του”.
Γεν. 24,15 καὶ ἐγένετο
πρὸ τοῦ συντελέσαι αὐτὸν λαλοῦντα ἐν τῇ
διανοίᾳ αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ Ῥεβέκκα ἐξεπορεύετο
ἡ τεχθεῖσα Βαθουήλ, υἱῷ Μελχὰς τῆς γυναικὸς
Ναχώρ, ἀδελφοῦ δὲ Ἁβραάμ, ἔχουσα τὴν ὑδρίαν
ἐπὶ τῶν ὤμων αὐτῆς.
Γεν. 24,15 Πριν ακόμη τελείωση ο Ελιέζερ την νοεράν αυτήν
προσευχήν του προς τον Θεόν, ιδού εξήρχετο από την πόλιν η Ρεβέκκα, η κόρη του
Βαθουήλ, υιού της Μελχάς, συζύγου του Ναχώρ, του αδελφού του Αβραάμ. Εφερε δε
επάνω στον ώμόν της την στάμναν.
Γεν. 24,16 ἡ δὲ
παρθένος ἦν καλὴ τῇ ὄψει σφόδρα· παρθένος ἦν,
ἀνὴρ οὐκ ἔγνω αὐτήν. καταβᾶσα δὲ ἐπὶ
τὴν πηγὴν ἔπλησε τὴν ὑδρίαν αὐτῆς καὶ
ἀνέβη.
Γεν. 24,16 Η παρθένος αυτή ήτο εξαιρετικώς ωραία. Ητο παρθένος
και κανείς ανήρ δεν είχεν έλθει εις επαφήν με αυτήν. Κατέβηκε εις την πηγήν,
εγέμισε την στάμναν της και ανέβη πάλιν, δια να επιστρέψη εις την πόλιν.
Γεν. 24,17 ἐπέδραμε δὲ
ὁ παῖς εἰς συνάντησιν αὐτῆς καὶ εἶπε·
πότισόν με μικρὸν ὕδωρ ἐκ τῆς ὑδρίας σου.
Γεν. 24,17 Την στιγμήν εκείνην έτρεξε προς συνάντησίν της ο
Ελιέζερ και είπε· “δος μου να πιώ ολίγον νερό από την στάμναν σου”.
Γεν. 24,18 ἡ δὲ εἶπε·
πίε, κύριε. καὶ ἔσπευσε καὶ καθεῖλε τὴν ὑδρίαν
ἐπὶ τὸν βραχίονα αὐτῆς καὶ ἐπότισεν αὐτόν,
ἕως ἐπαύσατο πίνων.
Γεν. 24,18 Εκείνη δε είπε· “πίε, κύριε”· κατέβασε την στάμναν
και την εστήριξεν στον βραχίονά της, την έγειρε και επότισεν αυτόν, έως ότου
αυτός εχόρτασε και έπαυσε να πίνη.
Γεν. 24,19 καὶ εἶπε·
καὶ ταῖς καμήλοις σου ὑδρεύσομαι, ἕως ἂν πᾶσαι
πίωσι.
Γεν. 24,19 Η Ρεβέκκα είπε· “θα ποτίσω και τας καμήλους σου, έως
ότου χορτάσουν όλες”.
Γεν. 24,20 καὶ ἔσπευσε
καὶ ἐξεκένωσε τὴν ὑδρίαν εἰς τὸ ποτιστήριον
καὶ ἔδραμεν ἐπὶ τὸ φρέαρ ἀντλῆσαι
πάλιν καὶ ὑδρεύσατο πάσαις ταῖς καμήλοις.
Γεν. 24,20 Αμέσως άδειασε την στάμναν της στο παρά το φρέαρ
ποτιστήριον των ζώων, έτρεξεν στο φρέαρ να αντλήση και άλλο ύδωρ, έως ότου
επότισεν όλας τας καμήλους.
Γεν. 24,21 ὁ δὲ ἄνθρωπος
κατεμάνθανεν αὐτὴν καὶ παρεσιώπα τοῦ γνῶναι, εἰ
εὐώδωκε Κύριος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ ἢ οὔ.
Γεν. 24,21 Ο δε Ελιέζερ την παρατηρούσε και την παρακολουθούσε
με πολλήν προσοχήν, χωρίς να βγάζη λέξιν, προσπαθών να γνωρίση, εάν ο Θεός τον
εβοήθησε να επιτύχη η όχι τον σκοπόν του ταξιδίου του.
Γεν. 24,22 ἐγένετο δέ, ἡνίκα
ἐπαύσαντο πᾶσαι αἱ κάμηλοι πίνουσαι, ἔλαβεν ὁ ἄνθρωπος
ἐνώτια χρυσᾶ ἀνὰ δραχμὴν ὁλκῆς καὶ
δύο ψέλλια ἐπὶ τὰς χεῖρας αὐτῆς, δέκα χρυσῶν
ὁλκὴ αὐτῶν.
Γεν. 24,22 Οταν πλέον εποτίσθησαν όλαι αι κάμηλοι, επείσθη ο
Ελιέζερ ότι αυτή είναι η νύμφη, η από τον Θεόν προοριζομένη δια τον Ισαάκ.
Επήρε τότε από τας αποσκευάς του ο Ελιέζερ και έδωσεν εις την Ρεβέκκαν
σκουλαρίκια χρυσά, πεντέμισυ περίπου γραμμαρίων βάρους το καθένα, και δύο
βραχιόλια χρυσά βάρους και τα δύο διακοσίων είκοσι περίπου γραμμαρίων,
Γεν. 24,23 καὶ ἐπηρώτησεν
αὐτὴν καὶ εἶπε· θυγάτηρ τίνος εἶ; ἀνάγγειλόν
μοι, εἰ ἔστι παρὰ τῷ πατρί σου τόπος ἡμῖν
τοῦ καταλῦσαι.
Γεν. 24,23 ηρώτησεν αυτήν και της είπε· “τίνος είσαι κόρη;
Ημπορείς ακόμη να με πληροφορήσης, αν υπάρχη και για μας τόπος κοντά στον
πατέρα σου, δια να καταλύσωμεν εκεί;”
Γεν. 24,24 ἡ δὲ εἶπεν
αὐτῷ· θυγάτηρ Βαθουήλ εἰμι τοῦ Μελχάς, ὃν ἔτεκε
τῷ Ναχώρ.
Γεν. 24,24 Εκείνη απήντησεν· “είμαι κόρη του Βαθουήλ, υιού του
Ναχώρ και της Μελχάς”.
Γεν. 24,25 καὶ εἶπεν αὐτῷ·
καὶ ἄχυρα καὶ χορτάσματα πολλὰ παρ᾿ ἡμῖν
καὶ τόπος τοῦ καταλῦσαι.
Γεν. 24,25 Και προσέθεσε· “βεβαίως υπάρχουν εις ημάς και άχυρα,
και τροφαί πολλαί και τόπος να καταλύσετε”.
Γεν. 24 ,26 καὶ εὐδοκήσας
ὁ ἄνθρωπος προσεκύνησε τῷ Κυρίῳ καὶ εἶπεν·
Γεν. 24,26 Ο Ελιέζερ γεμάτος χαράν προσεκύνησε με ευγνωμοσύνην
τον Θεόν και είπε·
Γεν. 24,27 εὐλογητὸς
Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ κυρίου μου Ἁβραάμ, ὃς οὐκ
ἐγκατέλιπε τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ καὶ τὴν ἀλήθειαν
ἀπὸ τοῦ κυρίου μου· ἐμέ τε εὐώδωκε Κύριος εἰς
οἶκον τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ κυρίου μου.
Γεν. 24,27 “δοξασιμένος ας είναι ο Θεός του κυρίου μου Αβραάμ, ο
οποίος και εις την περίστασιν αυτήν έδειξε την δικαιοσύνην και την αλήθειάν
του, ετήρησε την υπόσχεσίν του απέναντι του κυρίου μου, εμέ δε εβοήθησε να
φθάσω αισίως στον οίκον του Ναχώρ, αδελφού του Αβραάμ”.
Γεν. 24,28 Καὶ δραμοῦσα
ἡ παῖς ἀνήγγειλεν εἰς τὸν οἶκον τῆς
μητρὸς αὐτῆς κατὰ τὰ ῥήματα ταῦτα.
Γεν. 24,28 Η κόρη έτρεξε και ανήγγειλεν στον οίκον της μητρός
της όλα αυτά τα συμβάντα.
Γεν. 24,29 τῇ δὲ Ῥεβέκκᾳ
ἀδελφὸς ἦν ᾧ ὄνομα Λάβαν· καὶ ἔδραμε
Λάβαν πρὸς τὸν ἄνθρωπον ἔξω ἐπὶ τὴν
πηγήν.
Γεν. 24,29 Είχε δε η Ρεβέκκα και αδελφόν ονομαζόμενον Λαβαν, ο
οποίος, όταν ήκουσε αυτά, έτρεξεν έξω εις την πηγήν προς τον ξένον εκείνον
άνθρωπον.
Γεν. 24,30 καὶ ἐγένετο
ἡνίκα εἶδε τὰ ἐνώτια καὶ τὰ ψέλλια ἐν
ταῖς χερσὶ τῆς ἀδελφῆς αὐτοῦ καὶ
ὅτε ἤκουσε τὰ ῥήματα Ῥεβέκκας τῆς ἀδελφῆς
αὐτοῦ λεγούσης· οὕτω λελάληκέ μοι ὁ ἄνθρωπος,
καὶ ἦλθε πρὸς τὸν ἄνθρωπον ἑστηκότος αὐτοῦ
ἐπὶ τῶν καμήλων ἐπὶ τῆς πηγῆς
Γεν. 24,30 Οταν δηλαδή είδε τα σκουλαρίκια και τα βραχιόλια εις
τα χέρια της αδελφής του, και όταν ήκουσεν αυτήν να διηγήται και να λέγη όσα
της είχεν είπει ο Ελιέζερ, ήλθεν ο Λαβαν προς αυτόν, που εστέκετο ακόμη όρθιος
κοντά εις τας καμήλους του πλησίον της πηγής,
Γεν. 24,31 καὶ εἶπεν αὐτῷ·
δεῦρο εἴσελθε· εὐλογητὸς Κυρίου· ἱνατί ἕστηκας
ἔξω; ἐγὼ δὲ ἡτοίμασα τὴν οἰκίαν καὶ
τόπον ταῖς καμήλοις.
Γεν. 24,31 και του είπε· “έλα μαζή μου· κόπιασε στο σπίτι μου·
συ είσαι ευλογημένος από τον Κυριον. Διατί στέκεις έξω όρθιος; Εγώ έχω
ετοιμάσει την οικίαν μου δια σε και τόπον δια τας καμήλους σου”.
Γεν. 24,32 εἰσῆλθε δὲ
ὁ ἄνθρωπος εἰς τὴν οἰκίαν καὶ ἀπέσαξε
τὰς καμήλους καὶ ἔδωκεν ἄχυρα καὶ χορτάσματα ταῖς
καμήλοις καὶ ὕδωρ νίψασθαι τοῖς ποσὶν αὐτοῦ
καὶ τοῖς ποσὶ τῶν ἀνδρῶν τῶν μετ᾿
αὐτοῦ.
Γεν. 24,32 Εισήλθεν ο Ελιέζερ εις την οικίαν του Λαβαν και
εξεσαμάρωσε τας καμήλους. Ο δε Λαβαν έδωσεν εις μεν τας καμήλους άχυρα και
τροφάς, εις δε τον ξένον και τους συνοδούς του ύδωρ, δια να νίψουν τους πόδας
των.
Γεν. 24,33 καὶ παρέθηκεν αὐτοῖς
ἄρτους φαγεῖν. καὶ εἶπεν· οὐ μὴ φάγω, ἕως
τοῦ λαλῆσαί με τὰ ῥήματά μου. καὶ εἶπαν·
λάλησον.
Γεν. 24,33 Επειτα δε παρέθεσε τράπεζαν εις αυτούς, δια να
φάγουν. Είπεν όμως ο Ελιέζερ· “δεν θα βάλω τίποτε στο στόμα μου, αν
προηγουμένως δεν σας είπω αυτά, που έχω να σας πω”. Εκείνοι του είπαν· “πές
μας· σε ακούομεν”.
Γεν. 24,34 Καὶ εἶπε·
παῖς Ἁβραὰμ ἐγώ εἰμι.
Γεν. 24,34 Ο Ελιέζερ τότε είπεν· “εγώ είμαι δούλος του Αβραάμ.
Γεν. 24,35 Κύριος δὲ ηὐλόγησε
τὸν κύριόν μου σφόδρα, καὶ ὑψώθη· καὶ ἔδωκεν
αὐτῷ πρόβατα καὶ μόσχους καὶ ἀργύριον καὶ
χρυσίον, παῖδας καὶ παιδίσκας, καμήλους καὶ ὄνους.
Γεν. 24,35 Ο Κυριος και Θεός ηυλόγησε πάρα πολύ τον κύριόν μου
και τον εξύψωσεν, ώστε να γίνη μέγας. Του έδωσε πρόβατα και μόσχους και
αργύριον και χρυσίον, δούλους και δούλας, καμήλους και όνους.
Γεν. 24,36 καὶ ἔτεκε
Σάῤῥα ἡ γυνὴ τοῦ κυρίου μου υἱὸν ἕνα
τῷ κυρίῳ μου μετὰ τὸ γηράσαι αὐτόν, καὶ ἔδωκεν
αὐτῷ ὅσα ἦν αὐτῷ.
Γεν. 24,36 Η σύζυγος του κυρίου μου, η Σαρρα, εγέννησεν υιόν
στον κύριόν μου, όταν πλέον αυτός ήτο προχωρημένης ηλικίας. Ο δε κύριός μου
παρέδωσεν στον υιόν του αυτόν όλην την περιουσίαν.
Γεν. 24,37 καὶ ὥρκισέ
με ὁ κύριός μου, λέγων· οὐ λήψῃ γυναῖκα τῷ υἱῷ
μου ἀπὸ τῶν θυγατέρων τῶν Χαναναίων, ἐν οἷς
ἐγὼ παροικῶ ἐν τῇ γῇ αὐτῶν,
Γεν. 24,37 Με ώρκισε δε ενώπιον του Θεού και μου είπε· πρόσεξε,
δεν θα πάρης δια τον υιόν μου γυναίκα από τας θυγατέρας των κατοίκων Χαναάν,
εις την χώραν των οποίων εγώ μένω ως πάροικος,
Γεν. 24,38 ἀλλ᾿ ἢ
εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου πορεύσῃ καὶ εἰς
τὴν φυλήν μου καὶ λήψῃ γυναῖκα τῷ υἱῷ
μου ἐκεῖθεν.
Γεν. 24,38 αλλά θα μεταβής στον οίκον του πατρός μου και εις την
φυλήν, από την οποίαν κατάγομαι και από εκεί θα εκλέξης γυναίκα δια τον υιόν
μου.
Γεν. 24,39 εἶπα δὲ τῷ
κυρίῳ μου· μήποτε οὐ πορεύσεται ἡ γυνὴ μετ᾿ ἐμοῦ.
Γεν. 24,39 Είπα στον κύριόν μου, εάν όμως δεν θελήση η γυναίκα
αυτή να έλθη μαζή μου, τι θα γίνη;
Γεν. 24,40 καὶ εἶπέ
μοι· Κύριος ὁ Θεός, ᾧ εὐηρέστησα ἐναντίον αὐτοῦ,
αὐτὸς ἐξαποστελεῖ τὸν ἄγγελον αὐτοῦ
μετὰ σοῦ καὶ εὐοδώσει τὴν ὁδόν σου, καὶ
λήψῃ γυναῖκα τῷ υἱῷ μου ἐκ τῆς φυλῆς
μου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός μου.
Γεν. 24,40 Εκείνος μου είπε· ο Κυριος και Θεός, ενώπιον του
οποίου εγώ έζησα και έπραξα όπως αρέσει εις αυτόν, θα στείλη μαζή σου τον
άγγελόν του, θα κατευοδώση τον δρόμον σου, θα εκπληρώση τον σκοπόν του ταξιδίου
σου και θα πάρης δια τον υιόν μου γυναίκα από την φυλήν μου και από την
οικογένειαν του πατρός μου.
Γεν. 24,41 τότε ἀθῷος ἔσῃ
ἀπὸ τῆς ἀρᾶς μου· ἡνίκα γὰρ ἐὰν
ἔλθῃς εἰς τὴν φυλήν μου καὶ μή σοι δῶσι, καὶ
ἔσῃ ἀθῷος ἀπὸ τοῦ ὁρκισμοῦ
μου.
Γεν. 24,41 Εάν έτσι προχωρήσης και φερθής, θα είσαι
απηλλαγμένος από την κατάραν μου. Εάν όμως έλθης εις την φυλήν μου και δεν σου
δώσουν νύμφην δια τον υιόν μου, θα είσαι αθώος από τον όρκον, στον οποίον σε
υπέβαλα.
Γεν. 24,42 καὶ ἐλθὼν
σήμερον ἐπὶ τὴν πηγὴν εἶπα· Κύριε ὁ Θεὸς
τοῦ κυρίου μου Ἁβραάμ, εἰ σὺ εὐοδοῖς τὴν
ὁδόν μου, ἐν ᾗ νῦν ἐγὼ πορεύομαι ἐν αὐτῇ,
Γεν. 24,42 Λοιπόν, εγώ ήλθα σήμερον εις την πηγήν, προσηυχήθην
προς τον Θεόν και είπα· Κυριε ο Θεός του κυρίου μου Αβραάμ, κατευόδωσε και φέρε
εις αίσιον πέρας τον σκοπόν, δια τον οποίον εγώ ήλθον έως εδώ.
Γεν. 24,43 ἰδοὺ ἐγὼ
ἐφέστηκα ἐπὶ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος, καὶ
αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων τῆς πόλεως ἐκπορεύονται
ἀντλῆσαι ὕδωρ, καὶ ἔσται ἡ παρθένος, ᾗ
ἂν ἐγὼ εἴπω, πότισόν με ἐκ τῆς ὑδρίας
σου μικρὸν ὕδωρ,
Γεν. 24,43 Ιδού εγώ στέκομαι όρθιος εις την πηγήν αυτήν του
ύδατος· αι θυγατέρες των κατοίκων της πόλεως αυτής εξέρχονται προς τα εδώ δια
να αντλήσουν ύδωρ. Δώσε, ώστε η παρθένος, εις την οποίαν εγώ θα είπω· Ποτισέ με
λίγο νερό από την στάμναν σου,
Γεν. 24,44 καὶ εἴπῃ
μοι, καὶ σὺ πίε καὶ ταῖς καμήλοις σου ὑδρεύσομαι,
αὕτη ἡ γυνή, ἣν ἡτοίμασε Κύριος τῷ ἑαυτοῦ
θεράποντι Ἰσαάκ, καὶ ἐν τούτῳ γνώσομαι, ὅτι
πεποίηκας ἔλεος τῷ κυρίῳ μου Ἁβραάμ.
Γεν. 24,44 εκείνη δε θα μου πη· πίε και συ και εις τας καμήλους
σου εγώ θα δώσω ύδωρ, δώσε ώστε αυτή η γυνή να είναι η προωρισμένη ως σύζυγος
δια τον δούλον σου τον Ισαάκ. Κατ' αυτόν τον τρόπον θα εννοήσω, ότι και πάλιν
έχεις κάμει το έλεός σου προς τον κύριόν μου τον Αβραάμ.
Γεν. 24,45 καὶ ἐγένετο
πρὸ τοῦ συντελέσαι με λαλοῦντα ἐν τῇ διανοίᾳ
μου, εὐθὺς Ῥεβέκκα ἐξεπορεύετο ἔχουσα τὴν ὑδρίαν
ἐπὶ τῶν ὤμων καὶ κατέβη ἐπὶ τὴν
πηγὴν καὶ ὑδρεύσατο. εἶπα δὲ αὐτῇ·
πότισόν με.
Γεν. 24,45 Πριν δε ακόμη τελειώσω την νοεράν προσευχήν μου,
εφάνη αμέσως η Ρεβέκκα εξερχομένη από την πόλιν, με την στάμναν στον ώμον της.
Κατέβηκε εις την πηγήν και ήντλησεν ύδωρ. Τοτε της είπα· Δος μου να πιώ και εγώ
νερό.
Γεν. 24,46 καί σπεύσασα καθεῖλε
τὴν ὑδρίαν ἐπὶ τὸν βραχίονα αὐτῆς ἀφ᾿
ἑαυτῆς καὶ εἶπε· πίε σύ, καὶ τὰς
καμήλους σου ποτιῶ. καὶ ἔπιον καὶ τὰς καμήλους ἐπότισε.
Γεν. 24,46 Αυτή κατέβασε αμέσως την στάμναν της, την εστήριξεν
στον βραχίονά της και μου είπε· Πιέ συ, και θα ποτίσω και τας καμήλους σου.
Αφού έπιον εγώ επότισε πράγματι και τας καμήλους.
Γεν. 24,47 καὶ ἠρώτησα
αὐτήν· καὶ εἶπα· θυγάτηρ τίνος εἶ; ἀνάγγειλόν
μοι. ἡ δὲ ἔφη· θυγάτηρ Βαθουήλ εἰμι τοῦ υἱοῦ
Ναχώρ, ὃν ἔτεκεν αὐτῷ Μελχά. καὶ περιέθηκα αὐτῇ
τὰ ἐνώτια καί τὰ ψέλλια περὶ τὰς χεῖρας αὐτῆς·
Γεν. 24,47 Τοτε την ηρώτησα και της είπα· πες μου τίνος είσαι
θυγάτηρ; Εκείνη απήντησεν· είμαι θυγάτηρ του Βαθουήλ, υιού του Ναχώρ και της
Μελχά. Εδωσα κατόπιν εις αυτήν σκουλαρίκια και έθεσα βραχιόλια εις τα χέρια
της.
Γεν. 24,48 καὶ εὐδοκήσας
προσεκύνησα τῷ Κυρίῳ καὶ εὐλόγησα Κύριον τὸν Θεὸν
τοῦ κυρίου μου Ἁβραάμ, ὃς εὐώδωσέ με ἐν ὁδῷ
ἀληθείας, λαβεῖν τὴν θυγατέρα τοῦ ἀδελφοῦ
τοῦ κυρίου μου τῷ υἱῷ αὐτοῦ.
Γεν. 24,48 Κατευχαριστημένος δε δι' όλα αυτά έσκυψα και
επροσκύνησα και εδόξασα τον Θεόν του κυρίου μου Αβραάμ, ο οποίος κατευώδωσε την
πορείαν μου, ώστε να εκλέξω την κόρην του ανεψιού του κυρίου μου ως σύζυγον του
υιού του.
Γεν. 24,49 εἰ οὖν ποιεῖτε
ὑμεῖς ἔλεος καὶ δικαιοσύνην πρὸς τὸν κύριόν
μου, ἀπαγγείλατέ μοι, εἰ δὲ μή, ἀπαγγείλατέ μοι, ἵνα
ἐπιστρέψω εἰς δεξιὰν ἢ ἀριστεράν.
Γεν. 24,49 Εάν λοιπόν σεις θελήσετε να φανήτε καλοί και δίκαιοι
προς τον κύριόν μου, πέστε μου εάν δέχεσθε τας προτάσεις μου. Εάν όμως δεν τας
δέχεσθε, πέστε μου, ώστε να στραφώ δεξιά και αριστερά, δια να αναζητήσω αλλού
νύμφην δια τον Ισαάκ”.
Γεν. 24,50 Ἀποκριθεὶς
δὲ Λάβαν καὶ Βαθουὴλ εἶπαν· παρὰ Κυρίου ἐξῆλθε
τὸ πρόσταγμα τοῦτο· οὐ δυνησόμεθα οὖν σοι ἀντειπεῖν
κακὸν ἢ καλόν.
Γεν. 24,50 Ο Λαβαν και ο Βαθουήλ απεκρίθησαν με ένα στόμα και
είπαν· “ο Θεός έβγαλε αυτήν την διαταγήν και δεν ημπορούμεν να αρνηθώμεν και να
είπωμεν τίποτε κακόν η καλόν. Δεχόμεθα την πρότασίν σου.
Γεν. 24,51 ἰδοὺ Ῥεβέκκα
ἐνώπιόν σου· λαβὼν ἀπότρεχε. καί ἔστω γυνὴ τῷ
υἱῷ τοῦ κυρίου σου, καθὰ ἐλάλησε Κύριος.
Γεν. 24,51 Ιδού η Ρεβέκκα είναι εις την διάθεσίν σου· πάρε την
μαζή σου και ας γίνη αυτή σύζυγος στον υιόν του κυρίου σου όπως ο Θεός
διέταξε”.
Γεν. 24,52 ἐγένετο δὲ ἐν
τῷ ἀκοῦσαι τὸν παῖδα τοῦ Ἁβραὰμ
τῶν ῥημάτων τούτων, προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν
τῷ Κυρίῳ.
Γεν. 24,52 Οταν ο Ελιέζερ ήκουσε τα λόγια αυτά επροσκύνησε
μέχρις εδάφους τον Θεόν εις έκφρασιν της χαράς και της ευγνωμοσύνης του.
Γεν. 24,53 καὶ ἐξενέγκας
ὁ παῖς σκεύη ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ καὶ ἱματισμὸν
ἔδωκε τῇ Ῥεβέκκᾳ καὶ δῶρα ἔδωκε τῷ
ἀδελφῷ αὐτῆς καὶ τῇ μητρὶ αὐτῆς.
Γεν. 24,53 Εβγαλε τότε ο Ελιέζερ από τας αποσκευάς του χρυσά και
αργυρά κοσμήματα και φορέματα και τα έδωσε εις την Ρεβέκκαν. Εδωσεν επίσης δώρα
στον αδελφόν της τον Λαβαν και εις την μητέρα της
Γεν. 24,54 καὶ ἔφαγον
καὶ ἔπιον καὶ αὐτὸς καὶ οἱ ἄνδρες
οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ὄντες, καὶ ἐκοιμήθησαν.
Καὶ ἀναστὰς τὸ πρωΐ εἶπεν· ἐκπέμψατέ
με, ἵνα ἀπέλθω πρὸς τὸν κύριόν μου.
Γεν. 24,54 Κατόπιν δε αυτών έφαγον και έπιον ο Ελιέζερ και οι
άνδρες, που ήσαν μαζή του, και μετά το δείπνον έπεσαν και εκοιμήθησαν. Το πρωϊ
δε σηκώθηκε ο Ελιέζερ και είπε· “κατευοδώσατέ με τώρα και επιτρέψατέ μου να
επανέλθω προς τον κύριόν μου”.
Γεν. 24,55 εἶπαν δὲ οἱ
ἀδελφοὶ αὐτῆς καὶ ἡ μήτηρ· μεινάτω ἡ
παρθένος μεθ᾿ ἡμῶν ἡμέρας ὡσεὶ δέκα, καὶ
μετὰ ταῦτα ἀπελεύσεται.
Γεν. 24,55 Οι αδελφοί της Ρεβέκκας και η μητέρα της είπαν· “ας
μείνη ακόμη μαζή μας η κόρη μας, έστω και δέκα ημέρας, μετά τας οποίας ας
αναχωρήση”.
Γεν. 24,56 ὁ δὲ εἶπε
πρὸς αὐτούς· μὴ κατέχετέ με, καὶ Κύριος εὐώδωσε
τὴν ὁδόν μου ἐν ἐμοί· ἐκπέμψατέ με, ἵνα
ἀπέλθω πρὸς τὸν κύριόν μου.
Γεν. 24,56 Ο δε Ελιέζερ είπε προς αυτούς· “μη με κρατήτε, διότι
ο Κυριος έφερεν εις πέρας την αποστολήν μου. Κατευοδώσατέ με να επιστρέψω στον
κύριόν μου”.
Γεν. 24,57 οἱ δὲ εἶπαν·
καλέσωμεν τὴν παῖδα καὶ ἐρωτήσωμεν τὸ στόμα αὐτῆς.
Γεν. 24,57 Εκείνοι απήντησαν· “Ας καλέσωμεν την κόρην να την
ερωτήσωμεν και να ακούσωμεν από το στόμα της τι γνώμην έχει”.
Γεν. 24,58 καὶ ἐκάλεσαν
τὴν Ῥεβέκκαν καὶ εἶπαν αὐτῇ· πορεύσῃ
μετὰ τοῦ ἀνθρώπου τούτου; ἡ δὲ εἶπε·
πορεύσομαι.
Γεν. 24,58 Εκάλεσαν, λοιπόν, την Ρεβέκκαν και της είπαν·
“επιθυμείς να αναχωρήσης αμέσως με τον άνθρωπον αυτόν; Εκείνη είπεν· “ναι· θα
αναχωρήσω”.
Γεν. 24,59 καὶ ἐξέπεμψαν
Ῥεβέκκαν τὴν ἀδελφὴν αὐτῶν καὶ τὰ
ὑπάρχοντα αὐτῆς καὶ τὸν παῖδα τοῦ Ἁβραὰμ
καὶ τοὺς μετ᾿ αὐτοῦ.
Γεν. 24,59 Κατευώδωσαν τότε την αδελφήν των με όλα αυτής τα
υπάρχοντα και τον δούλον του Αβραάμ μαζή με τους συνοδούς του.
Γεν. 24,60 καὶ εὐλόγησαν
Ῥεβέκκαν καὶ εἶπαν αὐτῇ· ἀδελφὴ ἡμῶν
εἶ· γίνου εἰς χιλιάδας μυριάδων, καὶ κληρονομησάτω τὸ
σπέρμα σου τὰς πόλεις τῶν ὑπεναντίων.
Γεν. 24,60 Ηυχήθησαν δε την Ρεβέκκαν και της είπαν· “είσαι
αδελφή μας. Γινε προμήτωρ εις χιλιάδας μυριάδας γενεών και οι απόγονοί σου ας
είναι τόσον ισχυροί, ώστε να κυριεύσουν και να κληρονομήσουν τας πόλεις των εχθρών
των”.
Γεν. 24,61 ἀναστᾶσα δὲ
Ῥεβέκκα καὶ αἱ ἅβραι αὐτῆς, ἐπέβησαν ἐπὶ
τὰς καμήλους καὶ ἐπορεύθησαν μετὰ τοῦ ἀνθρώπου,
καὶ ἀναλαβὼν ὁ παῖς τὴν Ῥεβέκκαν ἀπῆλθεν.
Γεν. 24,61 Ηγέρθη δε η Ρεβέκκα και αι θεραπαινίδες της,
ανέβησαν εις τας καμήλους και επορεύθησαν με τον άνθρωπον εκείνον. Και ο
Ελιέζερ, ο δούλος του Αβραάμ, λαβών την Ρεβέκκαν ανεχώρησε.
Γεν. 24,62 Ἰσαὰκ δὲ
διεπορεύετο διὰ τῆς ἐρήμου κατὰ τὸ φρέαρ τῆς
ὁράσεως· αὐτὸς δὲ κατώκει ἐν τῇ γῇ
τῇ πρὸς λίβα.
Γεν. 24,62 Ο δε Ισαάκ κατά τον καιρόν αυτόν επορεύετο δια μέσου
της ερήμου προς το φρέαρ, το οποίον ωνομάζετο “Φρέαρ της οράσεως”· κατοικούσε
δε εις την νότιον περιοχήν της Χαναάν.
Γεν. 24,63 καὶ ἐξῆλθεν
Ἰσαὰκ ἀδολεσχῆσαι εἰς τὸ πεδίον τὸ πρὸς
δείλης καὶ ἀναβλέψας τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ
εἶδε καμήλους ἐρχομένας.
Γεν. 24,63 Καποιο δειλινόν εξήλθεν ο Ισαάκ να περιπατήση προς
ψυχαγωγίαν του εις την πεδιάδα. Υψωσε τα μάτια του και είδεν από μακράν
καμήλους να έρχωνται.
Γεν. 24,64 καὶ ἀναβλέψασα
Ῥεβέκκα τοῖς ὀφθαλμοῖς εἶδε τὸν Ἰσαὰκ
καὶ κατεπήδησεν ἀπὸ τῆς καμήλου.
Γεν. 24,64 Η Ρεβέκκα ύψωσε και αυτή τους οφθαλμούς της, είδε τον
Ισαάκ και από αίσθημα αιδούς καταληφθείσα επήδησε κάτω από την κάμηλον.
Γεν. 24,65 καὶ εἶπε τῷ
παιδί· τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὁ
πορευόμενος ἐν τῷ πεδίῳ εἰς συνάντησιν ἡμῖν;
εἶπε δὲ ὁ παῖς· οὗτός ἐστιν ὁ
κύριός μου. ἡ δὲ λαβοῦσα τὸ θέριστρον περιεβάλετο.
Γεν. 24,65 Ηρώτησε δε τον Ελιέζερ· “ποιός είναι ο άνθρωπος
εκείνος, που περιπατεί εις την πεδιάδα και έρχεται προς συνάντησίν μας;” Είπε
δε ο Ελιέζερ· “αυτός είναι ο νέος κύριός μου, ο Ισαάκ”. Εκείνη έλαβε καλύπτραν
και εσκεπάσθη.
Γεν. 24,66 καὶ διηγήσατο ὁ
παῖς τῷ Ἰσαὰκ πάντα τὰ ῥήματα, ἃ ἐποίησεν.
Γεν. 24,66 Οταν συνήντησαν τον Ισαάκ, διηγήθη ο Ελιέζερ όλα όσα
έκαμε εις την γην της Χαρράν.
Γεν. 24,67 εἰσῆλθε δὲ
Ἰσαὰκ εἰς τὸν οἶκον τῆς μητρὸς αὐτοῦ
καὶ ἔλαβε τὴν Ῥεβέκκαν, καὶ ἐγένετο αὐτοῦ
γυνή, καὶ ἠγάπησεν αὐτήν· καὶ παρεκλήθη Ἰσαὰκ
περὶ Σάῤῥας τῆς μητρὸς αὐτοῦ.
Γεν. 24,67 Ο Ισαάκ έλαβε την Ρεβέκκαν, την εισήγαγεν εις την
σκηνήν της μητρός του, την ενυμφεύθη και την ηγάπησεν. Ετσι δε και επαρηγορήθη
δια τον θάνατον της μητρός του.
ΓΕΝΕΣΙΣ
25
Γεν. 25,1 Προσθέμενος δὲ Ἁβραὰμ
ἔλαβε γυναῖκα, ᾗ ὄνομα Χεττούρα.
Γεν. 25,1 Ο δε Αβραάμ έλαβε και δευτέραν γυναίκα, η οποία
ωνομάζετο Χεττούρα.
Γεν. 25,2 ἔτεκε δὲ αὐτῷ
τὸν Ζομβρᾶν καὶ τὸν Ἰεζὰν καὶ τὸν
Μαδὰλ καὶ τὸν Μαδιὰμ καὶ τὸν Ἰεσβὼκ
καὶ τὸν Σωκέ.
Γεν. 25,2 Απέκτησε δε από αυτήν υιούς τον Σομβράν, τον
Ιεζάν, τον Μαδάλ, τον Μαδιάμ, τον Ιεσβώκ και τον Σωκέ.
Γεν. 25,3 Ἰεζὰν δὲ
ἐγέννησε καὶ τὸν Θαιμὰν τὸν Σαβὰ καὶ
τὸν Δεδάν· υἱοὶ δὲ Δεδὰν ἐγένοντο Ῥαγουὴλ
καὶ Ναβδεὴλ καὶ Ἀσσουριεὶμ καὶ Λατουσιεὶμ
καὶ Λαωμείμ.
Γεν. 25,3 Ο Ιεζάν απέκτησε υιόν τον Θαιμάν, τον Σαβά και τον
Δεδάν. Οι υιοί δε του Δεδάν ήσαν ο Ραγουήλ, ο Ναβδεήλ, ο Ασσουριείμ, ο
Λατουσιείμ και ο Λαωμείμ.
Γεν. 25,4 υἱοὶ δὲ
Μαδιὰμ Γεφὰρ καὶ Ἀφεὶρ καὶ Ἐνὼχ
καὶ Ἀβειρὰ καὶ Ἐλδαγά. πάντες οὗτοι ἦσαν
υἱοὶ Χεττούρας.
Γεν. 25,4 Οι υιοί δε του Μαδιάμ ήσαν ο Γεφάρ, ο Αφείρ, ο
Ενώχ, ο Αβειρά και ο Ελδαγά. Ολοι δε αυτοί ήσαν απόγονοι της Χεττούρας.
Γεν. 25,5 Ἔδωκε δὲ Ἁβραὰμ
πάντα τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ Ἰσαὰκ τῷ υἱῷ
αὐτοῦ,
Γεν. 25,5 Ο δε Αβραάμ έδωσεν όλα τα υπάρχοντά του στον
Ισαάκ, τον υιόν της επαγγελίας.
Γεν. 25,6 καὶ τοῖς υἱοῖς
τῶν παλλακῶν αὐτοῦ ἔδωκεν Ἁβραὰμ
δόματα καὶ ἐξαπέστειλεν αὐτοὺς ἀπὸ Ἰσαὰκ
τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, ἔτι ζῶντος αὐτοῦ,
πρὸς ἀνατολὰς εἰς γῆν ἀνατολῶν.
Γεν. 25,6 Εις δε τους υιούς των γυναικών του της δευτέρας
σειράς έδωσε διάφορα δώρα και, ζων ακόμη, απεμάκρυνεν αυτούς εις διάφορα μέρη,
εις την ανατολικώς της Παλαιστίνης χώραν, την Αραβίαν, μακράν από τον υιόν του
τον Ισαάκ.
Γεν. 25,7 ταῦτα δὲ τὰ
ἔτη ἡμερῶν τῆς ζωῆς Ἁβραὰμ ὅσα ἔζησεν,
ἑκατὸν ἑβδομηκονταπέντε ἔτη.
Γεν. 25,7 Εζησε δε εν συνόλω ο Αβραάμ εκατόν εβδομήκοντα
πέντε έτη.
Γεν. 25,8 καὶ ἐκλείπων
ἀπέθανεν Ἁβραὰμ ἐν γήρᾳ καλῷ πρεσβύτης καὶ
πλήρης ἡμερῶν καὶ προσετέθη πρὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.
Γεν. 25,8 Εγκατέλειψαν αυτόν αι δυνάμστου, απέθανεν εις
ευτυχές γήρας, πρεσβύτης πλήρης ημερών, και προσετέθη στους εκ του κόσμου
τούτου εκδημήσαντας προγόνους του.
Γεν. 25,9 καὶ ἔθαψαν
αὐτὸν Ἰσαὰκ καὶ Ἰσμαὴλ οἱ υἱοὶ
αὐτοῦ εἰς τὸ σπήλαιον τὸ διπλοῦν, εἰς
τὸν ἀγρὸν Ἐφρὼν τοῦ Σαὰρ τοῦ
Χετταίου, ὅς ἐστιν ἀπέναντι Μαμβρῆ,
Γεν. 25,9 Εθαψαν αυτόν ο Ισαάκ και ο Ισμαήλ, οι υιοί του,
στο διπλούν σπήλαιον, το οποίον ευρίσκετο στον αγρόν του Εφρών, υιού Σαάρ του
Χετταίου, απέναντι από την Δρυν Μαμβρή·
Γεν. 25,10 τὸν ἀγρὸν
καὶ τὸ σπήλαιον, ὃ ἐκτήσατο Ἁβραὰμ παρὰ
τῶν υἱῶν τοῦ Χέτ, ἐκεῖ ἔθαψαν Ἁβραὰμ
καὶ Σάῤῥαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ.
Γεν. 25,10 στον αγρόν αυτόν και το σπήλαιον, τα οποία είχεν
αγοράσει ο Αβραάμ από τους ανθρώπους της φυλής Χέτ, εκεί τον έθαψαν, όπου είχε
θάψει και την γυναίκα του, την Σαρραν.
Γεν. 25,11 ἐγένετο δὲ
μετὰ τὸ ἀποθανεῖν Ἁβραάμ, εὐλόγησεν ὁ
Θεὸς τὸν Ἰσαὰκ υἱὸν αὐτοῦ·
καὶ κατῴκησεν Ἰσαὰκ παρὰ τὸ φρέαρ τῆς
ὁράσεως.
Γεν. 25,11 Μετά δε τον θάνατον του Αβραάμ ευλόγησεν ο Θεός τον
υιόν αυτού τον Ισαάκ, ο οποίος και εγκατεστάθη στο φρέαρ της οράσεως, δηλαδή
εις την Βηρσαβεέ.
Γεν. 25,12 Αὗται δέ αἱ
γενέσεις Ἰσμαὴλ τοῦ υἱοῦ Ἁβραάμ, ὃν ἔτεκεν
Ἄγαρ ἡ Αἰγυπτία ἡ παιδίσκη Σάῤῥας τῷ Ἁβραάμ.
Γεν. 25,12 Οι δε απόγονοι του Ισμαήλ, του υιού του Αβραάμ και
της Αιγυπτίας δούλης Αγαρ, ήσαν οι εξής·
Γεν. 25,13 καὶ ταῦτα τὰ
ὀνόματα τῶν υἱῶν Ἰσμαὴλ κατ᾿ ὀνόματα
τῶν γενεῶν αὐτοῦ· πρωτότοκος Ἰσμαὴλ
Ναβαιώθ, καὶ Κηδὰρ καὶ Ναβδεὴλ καὶ Μασσὰμ
Γεν. 25,13 Αυτά ήσαν τα ονόματα των υιών του Ισμαήλ, κατά τα
ονόματα των απογόνων του. Πρωτότοκος υιός του Ισμαήλ ήτο ο Ναβαιώθ, μετ' αυτόν
δε ο Κηδάρ, ο Ναβδεήλ, ο Μασσάμ,
Γεν. 25,14 καὶ Μασμὰ
καὶ Δουμὰ καὶ Μασσῆ
Γεν. 25,14 ο Μασμά, ο Δουμά, ο Μασσή,
Γεν. 25,15 καὶ Χοδδὰν
καὶ Θαιμὰν καὶ Ἰετοὺρ καὶ Ναφὲς καὶ
Κεδμά.
Γεν. 25,15 ο Χοδδάν, ο Θαιμάν, ο Ιετούρ, ο Ναφές και ο Κεδμά.
Γεν. 25,16 οὗτοί εἰσιν
οἱ υἱοὶ Ἰσμαὴλ καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα
αὐτῶν ἐν ταῖς σκηναῖς αὐτῶν καὶ
ἐν ταῖς ἐπαύλεσιν αὐτῶν· δώδεκα ἄρχοντες
κατὰ ἔθνη αὐτῶν.
Γεν. 25,16 Αυτοί ήσαν οι υιοί του Ισμαήλ και αυτά τα ονόματά
των, οι οποίοι κατοικούσαν εις σκηνάς και εις χωρία, και οι οποίοι ανεδείχθησαν
γενάρχαι και άρχοντες δώδεκα λαών, ενός λαού ο καθένας από αυτούς.
Γεν. 25,17 καὶ ταῦτα τὰ
ἔτη τῆς ζωῆς Ἰσμαήλ· ἑκατὸν
τριακονταεπτὰ ἔτη· καὶ ἐκλείπων ἀπέθανε καὶ
προσετέθη πρὸς τὸ γένος αὐτοῦ.
Γεν. 25,17 Τα έτη της ζωής του Ισμαήλ ανήλθον εις εκατόν
τριάκοντα επτά. Εξέλιπον τότε αι δυνάμστου, εξεδήμησεν από τον κόσμον αυτόν και
προσετέθη στους προαπελθόντας από το γένος του.
Γεν. 25,18 κατῴκησε δὲ
ἀπὸ Εὐϊλὰτ ἕως Σούρ, ἥ ἐστι κατὰ
πρόσωπον Αἰγύπτου, ἕως ἐλθεῖν πρὸς Ἀσσυρίους·
κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ κατῴκησε.
Γεν. 25,18 Οι απόγονοι του Ισμαήλ, οι Ισμαηλίται,
εγκατεστάθησαν εις την περιοχήν από Ευϊλάτ, έως την έρημον Σούρ, η οποία
ευρίσκεται ανατολικώς της Αιγύπτου και μέχρι της Ασσυρίας, εις χώραν δηλαδή
ανατολικώς της Παλαιστίνης, επί της οποίας Παλαιστίνης είχον εγκατασταθή οι
απόγονοι του Ισαάκ, αδελφού του Ισμαήλ, οι Ισραηλίται.
Γεν. 25,19 Καὶ αὗται αἱ
γενέσεις Ἰσαὰκ τοῦ υἱοῦ Ἁβραάμ·
Γεν. 25,19 Ιδού δε η ιστορία και αι γενεαλογία του Ισαάκ, υιού
του Αβραάμ.
Γεν. 25,20 Ἁβραὰμ ἐγέννησε
τὸν Ἰσαάκ. ἦν δὲ Ἰσαὰκ ἐτῶν
τεσσαράκοντα, ὅτε ἔλαβε τὴν Ῥεβέκκαν θυγατέρα Βαθουὴλ
τοῦ Σύρου ἐκ τῆς Μεσοποταμίας Συρίας, ἀδελφὴν
Λάβαν τοῦ Σύρου, ἑαυτῷ εἰς γυναῖκα.
Γεν. 25,20 Ο Αβραάμ απέκτησεν υιόν τον Ισαάκ. Ητο δε ο Ισαάκ
τεσσαράκοντα ετών, όταν έλαβεν ως σύζυγον την Ρεβέκκαν, θυγατέρα Βαθουήλ του
Συρου, του καταγομένου, δηλαδή, από την Μεσοποταμίαν της Συρίας, την αδελφήν
του Λαβαν του Συρου.
Γεν. 25,21 ἐδέετο δὲ Ἰσαὰκ
Κυρίου περὶ Ῥεβέκκας τῆς γυναικὸς αὐτοῦ, ὅτι
στεῖρα ἦν· ἐπήκουσε δὲ αὐτοῦ ὁ
Θεός, καὶ συνέλαβεν ἐν γαστρὶ Ῥεβέκκα ἡ γυνὴ
αὐτοῦ.
Γεν. 25,21 Ο Ισαάκ παρεκάλει θερμώς τον Κυριον δια την γυναίκα
αυτού την Ρεβέκκαν, επειδή αυτή ήτο στείρα. Ο Θεός εισήκουσε την δέησίν του,
ηυλόγησε την Ρεβέκκαν, την σύζυγον του Ισαάκ, η οποία συνέλαβε και έμεινε
έγκυος.
Γεν. 25,22 ἐσκίρτων δὲ
τὰ παιδία ἐν αὐτῇ· εἶπε δέ, εἰ οὕτω
μοι μέλλει γίνεσθαι, ἵνα τί μοι τοῦτο; ἐπορεύθη δὲ
πυθέσθαι παρὰ Κυρίου.
Γεν. 25,22 Δυο δε παιδιά εσκιρτούσαν και τρόπον τινά
διεπληκτίζοντο εις την κοιλίαν της. Η δε Ρεβέκκα είπε τότε· “εάν επρόκειτο να
μου συμβούν αυτά, να διαπληκτίζωνται δηλαδή τα παιδιά μου, πριν ακόμη
γεννηθούν, διατί να μείνω έγκυος;” Μετέβη λοιπόν και ηρώτησε σχετικώς τον
Κυριον.
Γεν. 25,23 καὶ εἶπε
Κύριος αὐτῇ· δύο ἔθνη ἐν γαστρί σου εἰσί, καὶ
δύο λαοὶ ἐκ τῆς κοιλίας σου διασταλήσονται· καὶ λαὸς
λαοῦ ὑπερέξει, καὶ ὁ μείζων δουλεύσει τῷ ἐλάσσονι.
Γεν. 25,23 Είπε δε ο Κυριος εις αυτήν· “δύο λαοί υπάρχουν εις
την κοιλίαν σου, δύο διαφορετικαί φυλαί θα ξεχωρίσουν από σέ. Ο ένας εκ των δύο
λαών θα αναδειχθή ανώτερος του άλλου, και ο μεγαλύτερος θα είναι υποχείριος και
δούλος στον μικρότερον”.
Γεν. 25,24 καὶ ἐπληρώθησαν
αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν, καὶ τῇδε ἦν
δίδυμα ἐν τῇ κοιλίᾳ αὐτῆς.
Γεν. 25,24 Συνεπληρώθησαν αι ημέραι του τοκετού της Ρεβέκκας,
εις την κοιλίαν της οποίας υπήρχον πράγματι δίδυμα.
Γεν. 25,25 ἐξῆλθε δὲ
ὁ πρωτότοκος πυῤῥάκης, ὅλος ὡσεὶ δορὰ
δασύς· ἐπωνόμασε δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἡσαῦ.
Γεν. 25,25 Κατά τον τοκετόν εξήλθεν ο πρωτότοκος, ο οποίος είχε
χρώμα ερυθρόν και ήτο δασύθριξ σαν τριχωτόν δέρμα ζώου. Δι' αυτό δε και
ωνόμασαν αυτόν Ησαύ.
Γεν. 25,26 καὶ μετὰ τοῦτο
ἐξῆλθεν ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, καὶ ἡ
χεὶρ αὐτοῦ ἐπειλημμένη τῆς πτέρνης Ἡσαῦ·
καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰακώβ. Ἰσαὰκ
δὲ ἦν ἐτῶν ἑξήκοντα, ὅτε ἔτεκεν αὐτοὺς
Ῥεβέκκα.
Γεν. 25,26 Εν συνεχεία εξήλθεν ο αδελφός του, του οποίου η χειρ
είχε συλλάβει την πτέρναν του Ησαύ. Δια τούτο τον ωνόμασαν Ιακώβ. Ητο δε τότε ο
Ισαάκ εξήκοντα ετών, όταν η Ρεβέκκα εγέννησε τα δίδυμα αυτά παιδιά.
Γεν. 25,27 Ηὐξήθησαν δὲ
οἱ νεανίσκοι, καὶ ἦν Ἡσαῦ ἄνθρωπος εἰδὼς
κυνηγεῖν, ἄγροικος, Ἰακὼβ δὲ ἄνθρωπος ἄπλαστος,
οἰκῶν οἰκίαν.
Γεν. 25,27 Εμεγάλωσαν οι νεαροί αυτοί αδελφοί. Ο Ησαύ ήτο
επιτήδειος κυνηγός, άνθρωπος της υπαίθρου, ενώ ο Ιακώβ ήτο άνθρωπος απλούς και
αφελής, ευχαριστούμενος να μένη στο σπίτι.
Γεν. 25,28 ἠγάπησε δὲ Ἰσαὰκ
τὸν Ἡσαῦ, ὅτι ἡ θήρα αὐτοῦ βρῶσις
αὐτῷ· Ῥεβέκκα δὲ ἠγάπα τὸν Ἰακώβ.
Γεν. 25,28 Ο Ισαάκ ηγάπησε περισσότερον τον Ησαύ, διότι έτρωγε
με ευχαρίστησιν τα θηράματα από το κυνήγιον αυτού, η δε Ρεβέκκα ηγάπησε τον
Ιακώβ ως άνθρωπον του σπιτιού.
Γεν. 25,29 ἥψησε δὲ Ἰακὼβ
ἕψημα· ἦλθε δὲ Ἡσαῦ ἐκ τοῦ
πεδίου ἐκλείπων,
Γεν. 25,29 Ο Ιακώβ εβραζε κάποτε ένα φαγητόν. Ο Ησαύ επέστρεψε
την ημέραν εκείνην από την πεδιάδα κατεξηντλημένος,
Γεν. 25,30 καὶ εἶπεν Ἡσαῦ
τῷ Ἰακώβ· γεῦσόν με ἀπὸ τοῦ ἑψήματος
τοῦ πυῤῥοῦ τούτου, ὅτι ἐκλείπω. διὰ
τοῦτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐδώμ.
Γεν. 25,30 Και είπεν στον Ιακώβ· “δος μου να γευθώ από αυτό το
κόκκινο φαγητό, διότι πεθαίνω από την πείνα”. -Δι' αυτό ωνομάσθη ο Ησαύ και
Εδώμ (κόκκινος).
Γεν. 25,31 εἶπε δὲ Ἰακὼβ
τῷ Ἡσαῦ· ἀπόδου μοι σήμερον τὰ πρωτοτόκιά
σου ἐμοί.
Γεν. 25,31 Ευρήκε τότε ευκαιρίαν ο Ιακώβ και είπεν στον Ησαύ·
“παραχώρησέ μου σήμερον τα πρωτοτόκιά σου και εγώ θα σου δώσω να φάγης”.
Γεν. 25,32 καὶ εἶπεν Ἡσαῦ·
ἰδοὺ ἐγὼ πορεύομαι τελευτᾶν, καὶ ἵνα
τί μοι ταῦτα τὰ πρωτοτόκια;
Γεν. 25,32 Και ο Ησαύ απήντησεν· “εγώ κοντεύω να πεθάνω από την
πείναν και τι με ωφελούν αυτά τα πρωτοτόκια;”
Γεν. 25,33 καὶ εἶπεν αὐτῷ
Ἰακώβ· ὄμοσόν μοι σήμερον. καὶ ὤμοσεν αὐτῷ·
ἀπέδοτο δὲ Ἡσαῦ τὰ πρωτοτόκια τῷ Ἰακώβ.
Γεν. 25,33 Είπεν εις αυτόν ο Ιακώβ· “κάμε μου σήμερον όρκον,
ότι μου παραχωρείς τα πρωτοτόκιά σου”. Ο Ησαύ ωρκίσθη και έτσι επώλησεν στον
Ιακώβ τα πρωτοτόκια αντί πινακίου φακής.
Γεν. 25,34 Ἰακὼβ δὲ
ἔδωκε τῷ Ἡσαῦ ἄρτον καὶ ἕψημα φακοῦ,
καὶ ἔφαγε καὶ ἔπιε καὶ ἀναστὰς ᾤχετο·
καὶ ἐφαύλισεν Ἡσαῦ τὰ πρωτοτόκια.
Γεν. 25,34 Τοτε ο Ιακώβ έδωσε ψωμί και μαγειρευμένες φακές στον
Ησαύ, ο οποίος έφαγε, έπιε και ανεχώρησε, χωρίς να δώση καμμίαν σημασίαν ότι
απεξενώθη από τα πρωτοτόκια. Ετσι δε ο Ησαύ περιεφρόνησε και εξηυτέλισε τα
πρωτοτόκια.
ΓΕΝΕΣΙΣ
26
Γεν. 26,1 Ἐγένετο δὲ
λιμὸς ἐπὶ τῆς γῆς χωρὶς τοῦ λιμοῦ
τοῦ πρότερον, ὃς ἐγένετο ἐν τῷ καιρῷ τοῦ
Ἁβραάμ· ἐπορεύθη δὲ Ἰσαὰκ πρὸς Ἀβιμέλεχ
βασιλέα Φυλιστιεὶμ εἰς Γέραρα.
Γεν. 26,1 Επεσε κατά την εποχήν εκείνην πείνα, ωσάν εκείνην
η οποία είχε γίνει προηγουμένως κατά τους χρόνους του Αβραάμ. Δια την εξεύρεσιν
δε τροφίμων ανεχώρησεν ο Ισαάκ εις Γέραρα προς τον Αβιμέλεχ, βασιλέα των Φιλισταίων,
δια να μεταβή από εκεί εις την Αίγυπτον.
Γεν. 26,2 ὤφθη δὲ αὐτῷ
Κύριος καὶ εἶπε· μὴ καταβῇς εἰς Αἴγυπτον·
κατοίκησον δὲ ἐν τῇ γῇ, ᾗ ἄν σοι εἴπω.
Γεν. 26,2 Παρουσιάσθη όμως εις αυτόν ο Κυριος και του είπε·
“μη μεταβής εις Αίγυπτον, αλλά να κατοικήσης εις την χώραν, την οποίαν εγώ θα
σου είπω.
Γεν. 26,3 καὶ παροίκει ἐν
τῇ γῇ ταύτῃ, καὶ ἔσομαι μετὰ σοῦ καὶ
εὐλογήσω σε· σοὶ γὰρ καὶ τῷ σπέρματί σου
δώσω πᾶσαν τὴν γῆν ταύτην καὶ στήσω τὸν ὅρκον
μου, ὃν ὤμοσα τῷ Ἁβραὰμ τῷ πατρί σου.
Γεν. 26,3 Μείνε προσωρινώς εις την γην αυτήν των Φιλισταίων,
και εγώ θα είμαι μαζή σου και θα σε ευλογήσω· διότι εις σε και στους απογόνους
σου θα δώσω όλην αυτήν την γώραν και θα εκπληρώσω έτσι την ένορκον υπόσχεσιν,
την οποίαν έδωκα στον Αβραάμ τον πατέρα σου.
Γεν. 26,4 καὶ πληθυνῶ
τὸ σπέρμα σου ὡς τοὺς ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ
καὶ δώσω τῷ σπέρματί σου πᾶσαν τὴν γῆν ταύτην, καὶ
εὐλογηθήσονται ἐν τῷ σπέρματί σου πάντα τὰ ἔθνη τῆς
γῆς,
Γεν. 26,4 Θα πληθύνω δε τους απογόνους σου ωσάν τα αστέρια
του ουρανού και θα δώσω όλην αυτήν την χώραν στους απογόνους σου. Δι' ενός δε
εκ των Απογόνων σου θα ευλογηθούν όλοι οι λαοί της γης.
Γεν. 26,5 ἀνθ᾿ ὧν
ὑπήκουσεν Ἁβραὰμ ὁ πατήρ σου τῆς ἐμῆς
φωνῆς καὶ ἐφύλαξε τὰ προστάγματά μου καὶ τὰς
ἐντολάς μου καὶ τὰ δικαιώματά μου καὶ τὰ νόμιμά
μου.
Γεν. 26,5 Και ταύτα προς χάριν του πατρός σου του Αβραάμ, ο
οποίος υπήκουσεν εις την εντολήν μου, εφύλαξε τα προστάγματά μου και τας
εντολάς μου, τα δικαιώματά μου και τον νόμον μου”.
Γεν. 26,6 κατῴκησε δὲ
Ἰσαὰκ ἐν Γεράροις.
Γεν. 26,6 Πράγματι δε ο Ισαάκ εγκατεστάθη εις τα Γέραρα.
Γεν. 26,7 Ἐπηρώτησαν δὲ
οἱ ἄνδρες τοῦ τόπου περὶ Ῥεβέκκας τῆς
γυναικὸς αὐτοῦ, καὶ εἶπεν· ἀδελφή μου ἐστίν·
ἐφοβήθη γὰρ εἰπεῖν ὅτι γυνή μου ἐστί,
μήποτε ἀποκτείνωσιν αὐτὸν οἱ ἄνδρες τοῦ
τόπου περὶ Ῥεβέκκας, ὅτι ὡραία τῇ ὄψει ἦν.
Γεν. 26,7 Καθ' ον χρόνον όμως έμενεν εκεί, οι άνδρες της
πόλεως του εζήτησαν πληροφορίας δια την γυναίκα του την Ρεβέκκαν, ποίαν δηλαδή
προς αυτήν συγγένειαν και σχέσιν έχει. Εκείνος απήντησεν ότι είναι αδελφή μου.
Εφοβήθη να είπη ότι είναι σύζυγός μου, μήπως και τον φονεύσουν οι άνδρες της
πόλεως εκείνης ένεκα της Ρεβέκκας, διότι αυτή ήτο ωραία κατά την εμφάνισιν.
Γεν. 26,8 ἐγένετο δὲ
πολυχρόνιος ἐκεῖ· καὶ παρακύψας Ἀβιμέλεχ ὁ
βασιλεὺς Γεράρων διὰ τῆς θυρίδος, εἶδε τὸν Ἰσαὰκ
παίζοντα μετὰ Ῥεβέκκας τῆς γυναικὸς αὐτοῦ.
Γεν. 26,8 Εμεινε δε εκεί ο Ισαάκ επί πολύ χρονικόν διάστημα.
Καποιαν ημέραν ο βασιλεύς των Γεράρων Αβιμέλεχ έσκυψε από τα ανάκτορά του και
είδε από την ανοικτήν θύραν της σκηνής τον Ισαάκ να χαριεντίζεται με την
Ρεβέκκαν την σύζυγόν του.
Γεν. 26,9 ἐκάλεσε δὲ Ἀβιμέλεχ
τὸν Ἰσαὰκ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἆρά
γε γυνή σου ἐστί; τί ὅτι εἶπας, ἀδελφή μου ἐστίν;
εἶπε δὲ αὐτῷ Ἰσαάκ· εἶπα γάρ, μήποτε ἀποθάνω
δι᾿ αὐτήν.
Γεν. 26,9 Εκάλεσε τότε τον Ισαάκ και του είπε· “ώστε λοιπόν
είναι γυναίκα σου η Ρεβέκκα; Διατί είπες ότι είναι αδελφή σου;” Ο Ισαάκ
απήντησεν εις αυτόν· “Είπα ότι είναι, αδελφή μου, διότι εφοβήθηκα μήπως εξ
αιτίας της φονευθώ”.
Γεν. 26,10 εἶπε δὲ αὐτῷ
Ἀβιμέλεχ· τί τοῦτο ἐποίησας ἡμῖν; μικροῦ
ἐκοιμήθη τις ἐκ τοῦ γένους μου μετὰ τῆς γυναικός
σου, καὶ ἐπήγαγες ἂν ἐφ᾿ ἡμᾶς ἄγνοιαν.
Γεν. 26,10 Ο δε Αβιμέλεχ του είπε· “τι είναι αυτό που μας
έκαμες; Παρ' ολίγον και να εκοιμάτο μαζή της κάποιος από την φυλήν μου, και θα
εγίνεσο συ αιτιά να πέση επάνω μας αμαρτία και ενοχή δια την άγνοιάν μας
αυτήν”.
Γεν. 26,11 συνέταξε δὲ Ἀβιμέλεχ
παντὶ τῷ λαῷ αὐτοῦ, λέγων· πᾶς ὁ
ἁψάμενος τοῦ ἀνθρώπου τούτου ἢ τῆς γυναικὸς
αὐτοῦ, θανάτῳ ἔνοχος ἔσται.
Γεν. 26,11 Εβγαλε δε διαταγήν ο Αβιμέλεχ προς όλον τον λαόν του
και είπεν· “Εκείνος ο οποίος θα τολμήση να εγγίση τον άνθρωπον αυτόν η την
σύζυγόν του, θα είναι ένοχος θανάτου”.
Γεν. 26,12 ἔσπειρε δὲ Ἰσαὰκ
ἐν τῇ γῇ ἐκείνῃ καὶ εὗρεν ἐν τῷ
ἐνιαυτῷ ἐκείνῳ ἑκατοστεύουσαν κριθήν· εὐλόγησε
δὲ αὐτὸν Κύριος.
Γεν. 26,12 Ο Ισαάκ εκαλλιέργησε και έσπειρε εις την χώραν
εκείνην και εθέρισε κριθάρι εκατονταπλάσιον. Ο δε Θεός τον ευλόγησε πλουσίως.
Γεν. 26,13 καὶ ὑψώθη ὁ
ἄνθρωπος. καὶ προβαίνων μείζων ἐγίνετο, ἕως οὗ
μέγας ἐγένετο σφόδρα·
Γεν. 26,13 Δι' αυτό και έγινε πλούσιος. Οσον δε επερνούσεν ο
καιρός, τόσον και πλουσιότερος εγίνετο, μέχρις ότου έγινε μέγας δια τα πολλά
του πλούτη και την δόξαν του.
Γεν. 26,14 ἐγένετο δὲ
αὐτῷ κτήνη προβάτων καὶ κτήνη βοῶν καὶ γεώργια
πολλά. ἐζήλωσαν δὲ αὐτὸν οἱ Φυλιστιείμ,
Γεν. 26,14 Απέκτησε δε κοπάδια πρόβατα και βόδια, όπως επίσης
και πολλά χωράφια. Ενεκα τούτου οι Φιλισταίοι τον εζήλευσαν και τον εφθόνησαν.
Γεν. 26,15 καὶ πάντα τὰ
φρέατα, ἃ ὤρυξαν οἱ παῖδες τοῦ πατρὸς αὐτοῦ
ἐν τῷ χρόνῳ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἐνέφραξαν
αὐτὰ οἱ Φυλιστιεὶμ καὶ ἔπλησαν αὐτὰ
γῆς.
Γεν. 26,15 Δια να τον βλάψουν δε επήγαν και εβοώλωσαν και
εγέμισαν με χώμα τα φρέατα, τα οποία είχον ανοίξει οι δούλοι του πατρός του
Αβραάμ, ενώ ακόμη εζούσε.
Γεν. 26,16 εἶπε δὲ Ἀβιμέλεχ
πρὸς Ἰσαάκ· ἄπελθε ἀφ᾿ ἡμῶν, ὅτι
δυνατώτερος ἡμῶν ἐγένου σφόδρα.
Γεν. 26,16 Και ο ίδιος ο Αβιμέλεχ, φθονήσας τον Ισαάκ, του
είπε· “φύγε μακρυά μας, διότι έγινε πολύ δυνατώτερος από ημάς”.
Γεν. 26,17 καὶ ἀπῆλθεν
ἐκεῖθεν Ἰσαὰκ καὶ κατέλυσεν ἐν τῇ
φάραγγι Γεράρων καὶ κατῴκησεν ἐκεῖ.
Γεν. 26,17 Τοτε ο Ισαάκ έφυγεν από εκεί, κατέλυσε ει την
κοιλάδα των Γεράρων, όπου και εγκατεστάθη μονίμως.
Γεν. 26,18 καὶ πάλιν Ἰσαὰκ
ὤρυξε τὰ φρέατα τοῦ ὕδατος, ἃ ὤρυξαν οἱ
παῖδες Ἁβραὰμ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ
ἐνέφραξαν αὐτὰ οἱ Φυλιστιεὶμ μετὰ τὸ ἀποθανεῖν
Ἁβραὰμ τὸν πατέρα αὐτοῦ, καὶ ἐπωνόμασεν
αὐτοῖς ὀνόματα κατὰ τὰ ὀνόματα, ἃ ὠνόμασεν
ὁ πατὴρ αὐτοῦ.
Γεν. 26,18 Και πάλιν εκεί ήνοιξε τα φρέατα του ύδατος, τα οποία
είχον ανοίξει, ζώντος του Αβραάμ, οι δούλοι του, και τα οποία μετά τον θάνατο
του Αβραάμ είχον βουλώσει οι Φιλισταίοι. Τα φρέατα αυτά τα ωνόμασεν ο Ισαάκ με
τα ίδια ονόματα, που τους είχε δώση ο πατέρας του ο Αβραάμ.
Γεν. 26,19 καὶ ὤρυξαν
οἱ παῖδες Ἰσαὰκ ἐν τῇ φάραγγι Γεράρων καὶ
εὗρον ἐκεῖ φρέαρ ὕδατος ζῶντος.
Γεν. 26,19 Οι δούλοι του Ισαάκ έσκαψαν άλλο φρέαρ εις τα
φάραγγα των Γεράρων, οπού και ευρήκαν πηγαίον ύδωρ.
Γεν. 26,20 καὶ ἐμαχέσαντο
οἱ ποιμένες Γεράρων μετὰ τῶν ποιμένων Ἰσαάκ, φάσκοντες
αὐτῶν εἶναι τὸ ὕδωρ. καὶ ἐκάλεσαν τὸ
ὄνομα τοῦ φρέατος Ἀδικία· ἠδίκησαν γὰρ αὐτόν.
Γεν. 26,20 Οι ποιμένες όμως των Γεράρων εφιλονείκησαν και
συνεπλάκησαν με τους ποιμένας του Ισαάκ λέγοντες, ότι το πηγαίον αυτό ύδωρ του
νέου φρέατος είναι ιδικόν των. Οι ποιμένες του Ισαάκ ωνόμασαν το φρέαρ εκείνο
“Αδικία”, διότι οι Φιλισταίοι ηδίκησαν τον Ισαάκ.
Γεν. 26,21 ἀπάρας δὲ Ἰσαὰκ
ἐκεῖθεν ὤρυξε φρέαρ ἕτερον, ἐκρίνοντο δὲ καὶ
περὶ ἐκείνου· καὶ ἐπωνόμασε τὸ ὄνομα αὐτοῦ
Ἐχθρία.
Γεν. 26,21 Παραλαβών τα υπάρχοντά του ο Ισαάκ ανεχώρησεν από
εκεί και ήνοιζε νέον φρέαρ. Αλλά και δι' αυτό εφιλονείκησαν οι Φιλισταίοι προς
αυτόν. Δια τούτο και το ωνόμασεν “Εχθρότης”.
Γεν. 26,22 ἀπάρας δὲ ἐκεῖθεν
ὤρυξε φρέαρ ἕτερον, καὶ οὐκ ἐμαχέσαντο περὶ
αὐτοῦ· καὶ ἐπωνόμασε τὸ ὄνομα αὐτοῦ
Εὐρυχωρία, λέγων· διότι νῦν ἐπλάτυνε Κύριος ἡμῖν
καὶ ηὔξησεν ἡμᾶς ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 26,22 Αναχωρήσας και από εκεί, ήνοιξεν άλλο φρέαρ εις άλλην
περιοχήν. Δεν εφιλονίκησαν δι' αυτό οι Φιλισταίοι. Και το ωνόμασε ο Ισαάκ
“Ευρυχωρία” λέγων· “τώρα ο Κυριος μας εχάρισεν ευρυχωρίαν και μας επλούτισεν
εις την χώραν αυτήν”.
Γεν. 26,23 Ἀνέβη δὲ ἐκεῖθεν
ἐπὶ τὸ φρέαρ τοῦ ὅρκου.
Γεν. 26,23 Μετά ταύτα μετέβη από εκεί ο Ισαάκ εις την περιοχήν,
η οποία ωνομάζετο “Φρέαρ του όρκου”.
Γεν. 26,24 καὶ ὤφθη αὐτῷ
Κύριος ἐν τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ καὶ εἶπεν·
ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς Ἁβραὰμ τοῦ πατρός
σου· μὴ φοβοῦ· μετὰ σοῦ γάρ εἰμι καὶ
εὐλογήσω σε καὶ πληθυνῶ τὸ σπέρμα σου δι᾿ Ἁβραὰμ
τὸν πατέρα σου.
Γεν. 26,24 Εφανερώθη εις αυτόν ο Κυριος κατά την νύκτα εκείνην
και του είπεν· “Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ του πατρός σου. Μη φοβήσαι, διότι
είμαι μαζή σου και θα ευλογήσω σε προσωπικώς, θα πληθύνω δε και τους απογόνους
σου ένεκα του Αβραάμ του πατρός σου”.
Γεν. 26,25 καὶ ᾠκοδόμησεν
ἐκεῖ θυσιαστήριον καὶ ἐπεκαλέσατο τὸ ὄνομα
Κυρίου καὶ ἔπηξεν ἐκεῖ τὴν σκηνὴν αὐτοῦ·
ὤρυξαν δὲ ἐκεῖ οἱ παῖδες Ἰσαὰκ
φρέαρ ἐν τῇ φάραγγι Γεράρων.
Γεν. 26,25 Ο Ισαάκ έκτισεν εκεί θυσιαστήριον στον Κυριον,
επεκαλέσθη το όνομα του Κυρίου, και έστησεν εκεί την σκηνήν του. Οι δε δούλοι
του ήνοιξαν φρέαρ (όπως και εις την φάραγγα των Γεράρων).
Γεν. 26,26 καὶ Ἀβιμέλεχ
ἐπορεύθη πρὸς αὐτὸν ἀπὸ Γεράρων καὶ Ὁχοζὰθ
ὁ νυμφαγωγὸς αὐτοῦ καὶ Φιχὸλ ὁ ἀρχιστράτηγος
τῆς δυνάμεως αὐτοῦ.
Γεν. 26,26 Ο Αβιμέλεχ μαζή με τον νυμφαγωγόν του τον Οχοζάθ και
τον Φιλόχ, τον αρχιστράτηγον των δυνάμεών του, μετέβη προς τον Ισαάκ εις την
Βηρσαβεέ.
Γεν. 26,27 καὶ εἶπεν αὐτοῖς
Ἰσαάκ· ἵνα τί ἤλθετε πρός με; ὑμεῖς δὲ
ἐμισήσατέ με καὶ ἐξαπεστείλατέ με ἀφ᾿ ὑμῶν.
Γεν. 26,27 Ο δε Ισαάκ τους ηρώτησε· “διατί ήλθατε προς εμέ; Σεις
με εμισήσατε και με εδιώξατε από την χώραν σας”.
Γεν. 26,28 οἱ δὲ εἶπαν·
ἰδόντες ἑωράκαμεν, ὅτι ἦν Κύριος μετὰ σοῦ,
καὶ εἴπαμεν· γενέσθω ἀρὰ ἀνὰ μέσον ἡμῶν
καὶ ἀνὰ μέσον σοῦ, καὶ διαθησόμεθα μετὰ σοῦ
διαθήκην,
Γεν. 26,28 Εκείνοι απήντησαν· “είδαμεν πλέον καθαρά και
επείσθημεν, ότι ο Κυριος είναι μαζή σου και είπομεν·
Γεν. 26,29 μὴ ποιῆσαι
μεθ᾿ ἡμῶν κακόν, καθότι οὐκ ἐβδελυξάμεθά σε ἡμεῖς,
καὶ ὃν τρόπον ἐχρησάμεθά σοι καλῶς καί ἐξαπεστείλαμέν
σε μετ᾿ εἰρήνης· καὶ νῦν εὐλογημένος σὺ
ὑπὸ Κυρίου.
Γεν. 26,29 ας γίνη συνθήκη μεταξύ ημών και σου, δια της οποίας
θα συμφωνήσωμεν να μη κάμης κανένα κακόν εναντίον μας, διότι ημείς δεν σε
εμισήσαμεν και να φερθής απέναντί μας καλώς, όπως και ημείς σου
συμπεριεφέρθημεν και σε επροπέμψαμεν με ειρήνην. Ετσι δε θα είσαι συ
ευλογημένος από τον Κυριον”.
Γεν. 26,30 καὶ ἐποίησεν
αὐτοῖς δοχήν, καὶ ἔφαγον καὶ ἔπιον·
Γεν. 26,30 Ο ανεξίκακος Ισαάκ εδέχθη την πρότασιν και τους
παρέθεσε τράπεζαν. Ολοι δε μαζή έφαγον και έπιον.
Γεν. 26,31 καὶ ἀναστάντες
τὸ πρωΐ, ὤμοσεν ἕκαστος τῷ πλησίον αὐτοῦ,
καὶ ἐξαπέστειλεν αὐτοὺς Ἰσαάκ, καὶ ἀπῴχοντο
ἀπ᾿ αὐτοῦ μετὰ σωτηρίας.
Γεν. 26,31 Την πρωΐαν δε εγερθέντες ορκίσθησαν ο ένας προς τον
άλλον, ότι θα είναι φίλοι μεταξύ των. Ο Ισαάκ τους κατευώδωσε και εκείνοι
ανεχώρησαν από αυτόν ειρηνικοί.
Γεν. 26,32 ἐγένετο δὲ ἐν
τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ παραγενόμενοι οἱ
παῖδες Ἰσαὰκ ἀπήγγειλαν αὐτῷ περὶ τοῦ
φρέατος, οὗ ὤρυξαν, καὶ εἶπαν· οὐχ εὕρομεν
ὕδωρ.
Γεν. 26,32 Κατά την ημέραν εκείνην οι δούλοι του Ισαάκ ήλθαν και
του είπαν, ότι δεν ευρήκαν πλέον ύδωρ στο φρέαρ, το οποίον είχαν ανοίξει.
Γεν. 26,33 καὶ ἐκάλεσεν
αὐτὸ Ὅρκος· διὰ τοῦτο ἐκάλεσεν ὄνομα
τῇ πόλει ἐκείνῃ Φρέαρ ὅρκου ἕως τῆς σήμερον
ἡμέρας.
Γεν. 26,33 Ωνόμασεν αυτό το φρέαρ ο Ισαάκ “Ορκος”. Εξ αιτίας
αυτού και ωνομάσθη η πόλις εκείνη μέχρι σήμερον “Φρέαρ του όρκου”.
Γεν. 26,34 Ἦν δὲ Ἡσαῦ
ἐτῶν τεσσαράκοντα καὶ ἔλαβε γυναῖκα Ἰουδίθ,
θυγατέρα Βεὼχ τοῦ Χετταίου καὶ τὴν Βασεμάθ, θυγατέρα Ἑλὼν
Χετταίου.
Γεν. 26,34 Ο Ησαύ ήτο τεσσαράκοντα ετών, οπότε έλαβε σύζυγόν του
την Ιουδίθ, θυγατέρα Βεώχ του Χετταίου και την Βασεμάθ, θυγατέρα Ελών του
Χετταίου.
Γεν. 26,35 καὶ ἦσαν ἐρίζουσαι
τῷ Ἰσαὰκ καὶ τῇ Ῥεβέκκᾳ.
Γεν. 26,35 Αύται όμως διαρκώς εφιλονεικούσαν και με την Ρεβέκκαν
και με τον Ισαάκ.
ΓΕΝΕΣΙΣ
27
Γεν. 27,1 Ἐγένετο δὲ
μετὰ τὸ γηράσαι τὸν Ἰσαὰκ καὶ ἠμβλύνθησαν
οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ τοῦ ὁρᾶν, καὶ
ἐκάλεσεν Ἡσαῦ τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν
πρεσβύτερον καί εἶπεν αὐτῷ· υἱέ μου· καὶ
εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ.
Γεν. 27,1 Οταν εγήρασεν ο Ισαάκ και αδυνάτησαν πλέον οι
οφθαλμοί του, εκάλεσε τον μεγαλύτερόν του υιόν, τον Ησαύ, και του είπε· “παιδί
μου”· και εκείνος του απήντησεν· “ιδού εγώ, πάτερ μου”.
Γεν. 27,2 καὶ εἶπεν·
ἰδοὺ γεγήρακα καὶ οὐ γινώσκω τὴν ἡμέραν τῆς
τελευτῆς μου·
Γεν. 27,2 “Εγώ έχω πλέον γηράσει και δεν γνωρίζω την ημέραν,
κατά την οποίαν θα λάβη τέλος η ζωη μου.
Γεν. 27,3 νῦν οὖν λαβὲ
τὸ σκεῦός σου, τήν τε φαρέτραν καὶ τὸ τόξον, καὶ ἔξελθε
εἰς τὸ πεδίον καὶ θήρευσόν μοι θήραν
Γεν. 27,3 Παρε λοιπόν τα κυνηγετικά σου σύνεργα, την
φαρέτραν με τα βέλη και το τοξον, έβγα έξω εις την πεδιάδα και φέρε μου κάτι
από το κυνήγιον.
Γεν. 27,4 καὶ ποίησόν μοι ἐδέσματα,
ὡς φιλῶ ἐγώ, καὶ ἔνεγκέ μοι, ἵνα φάγω, ὅπως
εὐλογήσῃ σε ἡ ψυχή μου πρὶν ἀποθανεῖν με.
Γεν. 27,4 Μαγείρευσέ μου φαγητά, που μου αρέσουν, και φέρε
μου να φάγω, δια να σε ευλογήσω με όλην μου την ψυχήν, πριν αποθάνω.
Γεν. 27,5 Ῥεβέκκα δὲ ἤκουσε
λαλοῦντος Ἰσαὰκ πρὸς Ἡσαῦ τὸν υἱὸν
αὐτοῦ. ἐπορεύθη δὲ Ἡσαῦ εἰς τὸ
πεδίον θηρεῦσαι θήραν τῷ πατρὶ αὐτοῦ·
Γεν. 27,5 Η Ρεβέκκα ήκουσε τους λόγους αυτούς, τους οποίους
είπεν ο Ισαάκ προς τον υιόν του τον Ησαύ. Ο Ησαύ υπακούων στον πατέρα εξήλθεν
εις την πεδιάδα, δια να κυνηγήση και φέρη εις αυτόν κυνήγιον.
Γεν. 27,6 Ῥεβέκκα δὲ
εἶπε πρὸς Ἰακὼβ τὸν υἱὸν αὐτῆς,
τὸν ἐλάσσω· ἰδέ, ἤκουσα τοῦ πατρός σου λαλοῦντος
πρὸς Ἡσαῦ τὸν ἀδελφόν σου λέγοντος·
Γεν. 27,6 Η Ρεβέκκα όμως είπε προς τον Ιακώβ, τον νεώτερον
υιόν της· “Για πρόσεξε· ήκουσα τον πατέρα σου να ομιλή και να λέγη προς τον
αδελφόν σου τον Ησαύ·
Γεν. 27,7 ἔνεγκόν μοι θήραν
καὶ ποίησόν μοι ἐδέσματα, ἵνα φαγὼν εὐλογήσω σε ἐναντίον
Κυρίου πρὸ τοῦ ἀποθανεῖν με.
Γεν. 27,7 Φέρε μου κυνήγι και μαγείρεψέ μου φαγητά, δια να
φάγω και να σου δώσω τας ευλογίας μου ενώπιον του Κυρίου, πριν αποθάνω.
Γεν. 27,8 νῦν οὖν, υἱέ
μου, ἄκουσόν μου, καθὰ ἐγώ σοι ἐντέλλομαι.
Γεν. 27,8 Τωρα λοιπόν, παιδί μου, άκουσέ με και κάμε ο,τι
εγώ θα σε συμβουλεύσω.
Γεν. 27,9 καὶ πορευθεὶς
εἰς τὰ πρόβατα λαβέ μοι ἐκεῖθεν δύο ἐρίφους ἁπαλοὺς
καὶ καλούς, καὶ ποιήσω αὐτοὺς ἐδέσματα τῷ
πατρί σου, ὡς φιλεῖ,
Γεν. 27,9 Πηγαινε εις τα πρόβατα, πάρε και φέρε μου δύο
ερίφια τρυφερά και καλοθρεμμένα και εγώ θα μαγειρεύσω από αυτά φαγητά, που
αγαπά ο πατέρας σου.
Γεν. 27,10 καὶ εἰσοίσεις
τῷ πατρί σου καὶ φάγεται, ὅπως εὐλογήσῃ σε ὁ
πατήρ σου πρὸ τοῦ ἀποθανεῖν αὐτόν.
Γεν. 27,10 Αυτά θα τα προσφέρης στον πατέρα σου, δια να φάγη
και να δώση εις σε τας ευλογίας του, πριν αποθάνη”.
Γεν. 27,11 εἶπε δὲ Ἰακὼβ
πρὸς Ῥεβέκκαν τὴν μητέρα αὐτοῦ· ἔστιν Ἡσαῦ
ὁ ἀδελφός μου ἀνὴρ δασύς, ἐγὼ δὲ ἀνὴρ
λεῖος·
Γεν. 27,11 Είπε δε ο Ιακώβ προς την μητέρα του την Ρεβέκκαν·
“ο Ησαύ ο αδελφός μου είναι δασύτριχος, ενώ εγώ είμαι λείος.
Γεν. 27,12 μή ποτε ψηλαφήσῃ
με ὁ πατήρ, καὶ ἔσομαι ἐναντίον αὐτοῦ ὡς
καταφρονῶν καὶ ἐπάξω ἐπ᾿ ἐμαυτὸν
κατάραν καὶ οὐκ εὐλογίαν.
Γεν. 27,12 Φοβούμαι, λοιπόν, μήπως με ψηλαφήση ο πατήρ μου,
αναγνωρίση ότι είμαι ο Ιακώβ και με θεωρήση ως ασεβή και απατεώνα· οπότε
υπάρχει φόβος να επισύρω εναντίον μου όχι την ευλογίαν του αλλά την κατάραν”.
Γεν. 27,13 εἶπε δὲ αὐτῷ
ἡ μήτηρ· ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ κατάρα σου,
τέκνον· μόνον ὑπάκουσόν μοι τῆς φωνῆς καὶ πορευθεὶς
ἔνεγκέ μοι.
Γεν. 27,13 Απήντησε δε εις αυτόν η μητέρα του· “επάνω μου ας
πέση η κατάρα σου αυτή, τέκνον μου· μόνον άκουσε αυτό, που σου είπα, και
πήγαινε να μου φέρης τα ερίφια”.
Γεν. 27,14 πορευθεὶς δὲ
ἔλαβε καὶ ἤνεγκε τῇ μητρί, καὶ ἐποίησεν ἡ
μήτηρ αὐτοῦ ἐδέσματα, καθὰ ἐφίλει ὁ πατὴρ
αὐτοῦ.
Γεν. 27,14 Επήγεν ο Ιακώβ και έφερε τα ερίφια εις την μητέρα
του, η οποία και εμαγείρευσεν από αυτά φαγητά, καθώς τα επροτιμούσε ο πατέρας
του.
Γεν. 27,15 καὶ λαβοῦσα
Ῥεβέκκα τὴν στολὴν Ἡσαῦ τοῦ υἱοῦ
αὐτῆς τοῦ πρεσβυτέρου τὴν καλήν, ἣ ἦν παρ᾿
αὐτῇ ἐν τῷ οἴκῳ, ἐνέδυσεν αὐτὴν
Ἰακὼβ τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν
νεώτερον
Γεν. 27,15 Ελαβεν η Ρεβέκκα την στολήν του μεγαλυτέρου υιού της
του Ησαύ, την καλήν, που ευρίσκετο στον οίκον της, ενέδυσε με αυτήν τον
νεώτερον υιόν της τον Ιακώβ,
Γεν. 27,16 καὶ τὰ
δέρματα τῶν ἐρίφων περιέθηκεν ἐπὶ τοὺς βραχίονας
αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τὰ γυμνὰ τοῦ
τραχήλου αὐτοῦ
Γεν. 27,16 περιέβαλε με τα δέρματα των εριφίων τους βραχίονάς
του και το γυμνόν μέρος του τραχήλου του
Γεν. 27,17 καὶ ἔδωκε τὰ
ἐδέσματα καὶ τοὺς ἄρτους, οὓς ἐποίησεν εἰς
τὰς χεῖρας Ἰακὼβ τοῦ υἱοῦ αὐτῆς.
Γεν. 27,17 και έδωσε τα φαγητά και τους άρτους, που είχε
κατασκευάσει, εις τα χέρια του παιδιού της, του Ιακώβ.
Γεν. 27,18 καὶ εἰσήνεγκε
τῷ πατρὶ αὐτοῦ. εἶπε δέ· πάτερ. ὁ δὲ
εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ· τίς εἶ σὺ
τέκνον;
Γεν. 27,18 Ο δε Ιακώβ προσέφερεν αυτά στον πατέρα του και του
είπε· “πάτερ”. Εκείνος δε του απήντησε· “εδώ είμαι, ποιός είσαι, παιδί μου;”
Γεν. 27,19 καὶ εἶπεν Ἰακὼβ
τῷ πατρί· ἐγὼ Ἡσαῦ ὁ πρωτότοκός
σου· πεποίηκα καθὰ ἐλάλησάς μοι· ἀναστὰς
κάθισον καὶ φάγε ἀπὸ τῆς θήρας μου, ὅπως εὐλογήσῃ
με ἡ ψυχή σου.
Γεν. 27,19 Και είπεν ο Ιακώβ προς τον πατέρα του· “εγώ είμαι, ο
Ησαύ, ο υιός σου ο πρωτότοκος. Εκαμα, όπως μου είπες. Σηκω κάθισε και φάγε από
το κυνήγι μου, δια να με ευλογήση η ψυχή σου”.
Γεν. 27,20 εἶπε δὲ Ἰσαὰκ
τῷ υἱῷ αὐτοῦ· τί τοῦτο, ὃ ταχὺ
εὗρες, ὦ τέκνον; ὁ δὲ εἶπεν· ὃ
παρέδωκε Κύριος ὁ Θεός σου ἐναντίον μου.
Γεν. 27,20 Ο Ισαάκ είπεν στο παιδί του· “πως συνέβη αυτό, ώστε
τόσον σύντομα να εύρης το κυνήγι, παιδί μου;” Εκείνος απήντησεν· “ο Κυριος μου
το παρέδωσε ενώπιόν μου”.
Γεν. 27,21 εἶπε δὲ Ἰσαὰκ
τῷ Ἰακώβ· ἔγγισόν μοι καὶ ψηλαφήσω σε, τέκνον, εἰ
σὺ εἶ ὁ υἱός μου Ἡσαῦ ἢ οὔ.
Γεν. 27,21 Είπε δε ο Ισαάκ στον Ιακώβ· “έλα κοντά μου, παιδί
μου, να σε ψηλαφήσω και να πεισθώ, εάν πράγματι συ είσαι ο υιός μου ο Ησαύ η όχι”.
Γεν. 27,22 ἤγγισε δὲ Ἰακὼβ
πρὸς Ἰσαὰκ τὸν πατέρα αὐτοῦ, καὶ ἐψηλάφησεν
αὐτὸν καὶ εἶπεν· ἡ μὲν φωνὴ φωνὴ
Ἰακώβ, αἱ δὲ χεῖρες χεῖρες Ἡσαῦ.
Γεν. 27,22 Επλησίασεν ο Ιακώβ προς τον πατέρα του τον Ισαάκ, ο
οποίος τον εψηλάφησε και του είπε· “η μεν φωνή είναι φωνή του Ιακώβ, οι δε
χείρες είναι χείρες του Ησαύ”.
Γεν. 27,23 καὶ οὐκ ἐπέγνω
αὐτόν· ἦσαν γὰρ αἱ χεῖρες αὐτοῦ ὡς
αἱ χεῖρες Ἡσαῦ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ
δασεῖαι· καὶ εὐλόγησεν αὐτὸν
Γεν. 27,23 Δεν ανεγνώρισε δε τον Ιακώβ, διότι αι χείρες αυτού,
σκεπασμέναι με τα δέρματα, ήσαν δασείαι, όπως αι χείρες του αδελφού του Ησαύ.
Ευλόγησεν αυτόν ο Ισαάκ
Γεν. 27,24 καὶ εἶπε·
σὺ εἶ ὁ υἱός μου Ἡσαῦ; ὁ δὲ εἶπεν·
ἐγώ.
Γεν. 27,24 και είπε· “συ λοιπόν είσαι ο υιός μου ο Ησαύ;”
Εκείνος απήντησε· “ναι, εγώ είμαι”.
Γεν. 27,25 καὶ εἶπε·
προσάγαγέ μοι, καὶ φάγομαι ἀπὸ τῆς θήρας σου, τέκνον, ἵνα
εὐλογήσῃ σε ἡ ψυχή μου. καὶ προσήνεγκεν αὐτῷ,
καὶ ἔφαγε· καὶ εἰσήνεγκεν αὐτῷ οἶνον,
καὶ ἔπιε.
Γεν. 27,25 Είπε τότε ο Ισαάκ· “παιδί μου, φέρε μου από το κυνήγι
σου, δια να φάγω και να σε ευλογήσω με όλην μου την ψυχήν”. Ο Ιακώβ έφερεν στον
πατέρα του και έφαγε· του έφερε επίσης οίνον και έπιε.
Γεν. 27,26 καὶ εἶπεν αὐτῷ
Ἰσαὰκ ὁ πατὴρ αὐτοῦ· ἔγγισόν μοι
καὶ φίλησόν με τέκνον.
Γεν. 27,26 Μετά το φαγητόν ο πατήρ του ο Ισαάκ είπεν εις αυτόν·
“παιδί μου, έλα κοντά μου και φίλησέ με”.
Γεν. 27,27 καὶ ἐγγίσας
ἐφίλησεν αὐτόν, καὶ ὠσφράνθη τὴν ὀσμὴν
τῶν ἱματίων αὐτοῦ καὶ εὐλόγησεν αὐτὸν
καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ὀσμὴ τοῦ υἱοῦ
μου ὡς ὀσμὴ ἀγροῦ πλήρους, ὃν εὐλόγησε
Κύριος.
Γεν. 27,27 Ο Ιακώβ επλησίασε και εφίλησε τον πατέρα του. Ο Ισαάκ
ωσφράνθη την οσμήν των ενδυμάτων, που είχε φορέσει ο Ιακώβ, ευλόγησεν αυτόν και
είπεν· “ιδού, αυτή είναι η οσμή του υιού μου, ωσάν οσμή αγρού γεμάτου χόρτα και
άνθη, που τον ευλόγησεν ο Κυριος.
Γεν. 27,28 καὶ δῴη σοι
ὁ Θεὸς ἀπὸ τῆς δρόσου τοῦ οὐρανοῦ
καὶ ἀπὸ τῆς πιότητος τῆς γῆς καὶ πλῆθος
σίτου καὶ οἴνου.
Γεν. 27,28 Εύχομαι, παιδί μου, να σου δώση ο Θεός βροχήν από τον
ουρανόν και ευφορίαν της γης, ώστε να έχης πλουσίαν την συγκομιδήν του σίτου
και του οίνου.
Γεν. 27,29 καὶ δουλευσάτωσάν
σοι ἔθνη, καὶ προσκυνησάτωσάν σοι ἄρχοντες· καὶ
γίνου κύριος τοῦ ἀδελφοῦ σου, καὶ προσκυνήσουσί σε οἱ
υἱοὶ τοῦ πατρός σου. ὁ καταρώμενός σε ἐπικατάρατος,
ὁ δὲ εὐλογῶν σε εὐλογημένος.
Γεν. 27,29 Λαοί να σε υπηρετήσουν και άρχοντες να σε προσκυνήσουν·
να γίνης κύριος του αδελφού σου, και θα σε προσκυνήσουν οι απόγονοι του πατρός
σου. Εκείνος που θα σε καταρασθή να είναι κατηραμένος και εκείνος που θα σε
ευλογή, να είναι ευλογημένος από τον Θεόν”.
Γεν. 27,30 Καὶ ἐγένετο
μετὰ τὸ παύσασθαι Ἰσαὰκ εὐλογοῦντα Ἰακὼβ
τὸν υἱὸν αὐτοῦ καὶ ἐγένετο, ὡς ἐξῆλθεν
Ἰακὼβ ἀπὸ προσώπου Ἰσαὰκ τοῦ πατρὸς
αὐτοῦ, καὶ Ἡσαῦ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ
ἦλθεν ἀπὸ τῆς θήρας.
Γεν. 27,30 Οταν έπαυσεν ο Ισαάκ να δίδη τας ευλογίας του στον
υιόν του τον Ιακώβ και ο Ιακώβ ανεχώρησεν από την σκηνήν του πατρός του, ο
Ησαύ, ο αδελφός του, επέστρεψεν από το κυνήγιόν του.
Γεν. 27,31 καὶ ἐποίησε
καὶ αὐτὸς ἐδέσματα καὶ προσήνεγκε τῷ πατρὶ
αὐτοῦ. καὶ εἶπε τῷ πατρί· ἀναστήτω ὁ
πατήρ μου καὶ φαγέτω ἀπὸ τῆς θήρας τοῦ υἱοῦ
αὐτοῦ, ὅπως εὐλογήσῃ με ἡ ψυχή σου.
Γεν. 27,31 Αμέσως δε παρεσκεύασε και αυτός φαγητά, τα
προσέφερεν στον πατέρα του και του είπε· “ας σηκωθή ο πατέρας μου και ας φάγη
φαγητά ετοιμασμένα από το Κυνήγιον του παιδιού του, δια να με ευλογήση με την
ψυχήν του”.
Γεν. 27,32 καὶ εἶπεν αὐτῷ
Ἰσαὰκ ὁ πατὴρ αὐτοῦ· τίς εἶ σύ; ὁ
δὲ εἶπεν· ἐγώ εἰμι ὁ υἱός σου ὁ
πρωτότοκος Ἡσαῦ.
Γεν. 27,32 Ο πατήρ του ο Ισαάκ είπε προς αυτόν· “ποιός είσαι
συ;” Εκείνος του απήντησεν· “εγώ είμαι το παιδί σου, το πρωτότοκο παιδί σου, ο
Ησαύ”.
Γεν. 27,33 ἐξέστη δὲ Ἰσαὰκ
ἔκστασιν μεγάλην σφόδρα καὶ εἶπε· τίς οὖν ὁ
θηρεύσας μοι θήραν καὶ εἰσενέγκας μοι; καὶ ἔφαγον ἀπὸ
πάντων πρὸ τοῦ ἐλθεῖν σε καὶ εὐλόγησα αὐτόν,
καὶ εὐλογημένος ἔσται.
Γεν. 27,33 Ο Ισαάκ εξεπλάγη πολύ, πάρα πολύ και είπε· “ποιός
λοιπόν ήτο εκείνος, ο οποίος εβγήκεν εις κυνήγιον, μου έφερε και έφαγον από
όλα, πριν συ έλθης, και τον ευλόγησα; Λοιπόν, αυτός θα είναι ο ευλογημένος”.
Γεν. 27,34 ἐγένετο δέ, ἡνίκα
ἤκουσεν Ἡσαῦ τὰ ῥήματα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ
Ἰσαάκ, ἀνεβόησε φωνὴν μεγάλην καὶ πικρὰν σφόδρα
καὶ εἶπεν· εὐλόγησον δή κἀμέ, πάτερ.
Γεν. 27,34 Οταν ήκουσεν αυτά τα λόγια του πατρός του ο Ησαύ
εκραύγασε με πολλήν πικρίαν και είπεν· “ευλόγησε, λοιπόν, και εμέ, πάτερ μου”.
Γεν. 27,35 εἶπε δὲ αὐτῷ·
ἐλθὼν ὁ ἀδελφός σου μετὰ δόλου ἔλαβε τὴν
εὐλογίαν σου.
Γεν. 27,35 Του είπεν ο Ισαάκ· “ήλθεν ο αδελφός σου κα επήρε
δολίως την ευλογίαν σου”.
Γεν. 27,36 καὶ εἶπε·
δικαίως ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰακώβ· ἐπτέρνικε
γάρ με ἰδοὺ δεύτερον τοῦτο· τά τε πρωτοτόκιά μου εἴληφε
καὶ νῦν ἔλαβε τὴν εὐλογίαν μου· καὶ εἶπεν
Ἡσαῦ τῷ πατρὶ αὐτοῦ· οὐχ ὑπελίπου
μοι εὐλογίαν, πάτερ;
Γεν. 27,36 Είπεν ο Ησαύ με αγανάκτησιν “επιτυχώς και πολύ
ταιριαστά του εδόθη το όνομο Ιακώβ, διότι ιδού δευτέραν φοράν με υπεσκέλισε και
με ηπάτησε. Την πρώτην φοράν επήρε τα πρωτοτόκιά μου και τώρα επήρε και την
ευλογίαν μου”. Είπε δε προς τον πατέρα του τον Ισαάκ· “πάτερ μου, δεν έμεινε
λοιπόν και δι' εμέ καμμία ευλογία;”
Γεν. 27,37 ἀποκριθεὶς
δὲ Ἰσαὰκ εἶπε τῷ Ἡσαῦ· εἰ
κύριον αὐτὸν πεποίηκά σου καὶ πάντας τοὺς ἀδελφούς
αὐτοῦ πεποίηκα αὐτοῦ οἰκέτας, σίτῳ καὶ
οἴνῳ ἐστήριξα αὐτόν, σοὶ δὲ τί ποιήσω,
τέκνον;
Γεν. 27,37 Απεκρίθη ο Ισαάκ και του είπε· “τον Ιακώβ, τον έκανα
κύριόν σου και όλους τους αδελφούς του τους έκαμα υπηρετάς του. Τον ευχήθηκα να
έχη πλούσια τα προϊόντα της γης, σίτον και οίνον. Τι λοιπόν να κάμω δια σε
τώρα, παιδί μου;”
Γεν. 27,38 εἶπε δὲ Ἡσαῦ
πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ· μὴ εὐλογία μία
σοί ἐστι, πάτερ; εὐλόγησον δὴ κἀμέ, πάτερ.
κατανυχθέντος δὲ Ἰσαὰκ ἀνεβόησε φωνῇ Ἡσαῦ
καὶ ἔκλαυσεν.
Γεν. 27,38 Είπεν ο Ησαύ προς τον πατέρα του· “μήπως μία μόνον
ευλογία υπάρχει εις σέ, πάτερ μου; Υπάρχουν ασφαλώς και άλλαι. Πατερ μου,
ευλόγησε και εμένα”. Συνεκινήθη βαθύτατα ο Ισαάκ, διότι δεν ηδύνατο να κάμη
τίποτε, ο δε Ησαύ εκραύγασε με μεγάλην φωνήν και έκλαυσε πικρά.
Γεν. 27,39 ἀποκριθεὶς
δὲ Ἰσαὰκ ὁ πατὴρ αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ·
ἰδοὺ ἀπὸ τῆς πιότητος τῆς γῆς ἔσται
ἡ κατοίκησίς σου καὶ ἀπὸ τῆς δρόσου τοῦ οὐρανοῦ
ἄνωθεν.
Γεν. 27,39 Απαντών τότε ο Ισαάκ στους θρήνους του παιδιού του,
του είπε· “ιδού· ένα μέρος από την εύφορον γην και από την δρόσον του ουρανού
θα είναι η κατοικία σου.
Γεν. 27,40 καὶ ἐπὶ
τῇ μαχαίρᾳ σου ζήσῃ καὶ τῷ ἀδελφῷ σου
δουλεύσεις· ἔσται δὲ ἡνίκα ἐὰν καθέλῃς,
καὶ ἐκλύσῃς τὸν ζυγὸν αὐτοῦ ἀπὸ
τοῦ τραχήλου σου.
Γεν. 27,40 Θα ζης με το σπαθί σου, αλλά θα είσαι δούλος στον
αδελφόν σου. Θα έλθουν όμως περιστάσεις, κατά τας οποίας θα κατεβάσης από τον
τράχηλόν σου και θα αποτινάξης τον ζυγόν”.
Γεν. 27,41 Καὶ ἐνεκότει
Ἡσαῦ τῷ Ἰακὼβ περὶ τῆς εὐλογίας
ἧς εὐλόγησεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ·
εἶπε δὲ Ἡσαῦ ἐν τῇ διανοίᾳ αὐτοῦ·
ἐγγισάτωσαν αἱ ἡμέραι τοῦ πένθους τοῦ πατρός μου,
ἵνα ἀποκτείνω Ἰακὼβ τὸν ἀδελφόν μου.
Γεν. 27,41 Ο Ησαύ από την ημέραν εκείνην και εντεύθεν
εμνησικάκει και αγανακτούσε εναντίον του Ιακώβ δια την ευλογίαν, την οποίαν
μετά δόλου επήρεν από τον πατέρα του. Είπε δε από μέσα του· “ας αποθάνη πρώτα ο
πατέρας μου, ας έλθουν και ας περάσουν αι ημέραι του πένθους δια τον θάνατον
του πατρός μου, και τότε εγώ θα φονεύσω τον αδελφόν μου τον Ιακώβ”.
Γεν. 27,42 ἀπηγγέλη δὲ
Ῥεβέκκᾳ τὰ ῥήματα Ἡσαῦ τοῦ υἱοῦ
αὐτῆς τοῦ πρεσβυτέρου, καὶ πέμψασα ἐκάλεσεν Ἰακὼβ
τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν νεώτερον καὶ εἶπεν
αὐτῷ· ἰδοὺ Ἡσαῦ ὁ ἀδελφός
σου ἀπειλεῖ σοι τοῦ ἀποκτεῖναί σε·
Γεν. 27,42 Τα λόγια όμως αυτά του Ησαύ, του πρεσβυτέρου υιού,
επληροφορήθη η Ρεβέκκα. Εστειλε άνθρωπον, εκάλεσε κοντά της τον νεώτερον υιόν
της Ιακώβ και του είπε· “ιδού, ο αδελφός σου ο Ησαύ απειλεί να σε φονεύση.
Γεν. 27,43 νῦν οὖν,
τέκνον, ἄκουσόν μου τῆς φωνῆς καὶ ἀναστὰς ἀπόδραθι
εἰς τὴν Μεσοποταμίαν πρὸς Λάβαν τὸν ἀδελφόν μου εἰς
Χαῤῥάν.
Γεν. 27,43 Τωρα λοιπόν, παιδί μου, άκουσε προσεκτικά τα λόγια μου.
Σηκω και φεύγα μυστικά και πήγαινε εις την Χαρράν της Μεσοποταμίας προς τον
αδελφόν μου τον Λαβαν.
Γεν. 27,44 καὶ οἴκησον
μετ᾿ αὐτοῦ ἡμέρας τινάς,
Γεν. 27,44 Και μείνε μαζή του επί ολίγον χρόνον,
Γεν. 27,45 ἕως τοῦ ἀποστρέψαι
τὸν θυμὸν καὶ τὴν ὀργὴν τοῦ ἀδελφοῦ
σου ἀπὸ σοῦ, καὶ ἐπιλάθηται ἃ πεποίηκας αὐτῷ.
καὶ ἀποστείλασα μεταπέμψομαί σε ἐκεῖθεν, μή ποτε ἀποτεκνωθῶ
ἀπὸ τῶν δύο ὑμῶν ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ.
Γεν. 27,45 μέχρις ότου διαλυθή ο θαμύς και η οργή, που ο αδελφός
σου έχει εναντίον σου, και λησμονήση αυτά, που του έκαμες. Εγώ θα στείλω προς
σε άνθρωπον και θα σε καλέσω να επιστρέψης πάλιν από εκεί. Να φύγης τώρα, παιδί
μου, δια να μη χάσω εις μίαν ημέραν και τα δυο μου παιδιά, τον ένα που θα πέση
νεκρός και τον άλλον που θα γίνη φονηάς”.
Γεν. 27,46 Εἶπε δὲ Ῥεβέκκα
πρὸς Ἰσαάκ· προσώχθικα τῇ ζωῇ μου διὰ τὰς
θυγατέρας τῶν υἱῶν Χέτ· εἰ λήψεται Ἰακὼβ
γυναῖκα ἀπὸ τῶν θυγατέρων τῆς γῆς ταύτης, ἵνα
τί μοι τὸ ζῆν;
Γεν. 27,46 Δια να πείση δε η Ρεβέκκα τον Ισαάκ και αφήση τον
Ιακώβ να αναχωρήση εις Χαρράν του είπε· “Εβαρέθηκα την ζώην μου εξ αιτίας των
Χετταίων γυναικών, τας οποίας έχει λάβει συζύγους ο Ησαύ. Δεν θέλω, λοιπόν, να
λάβη σύζυγον ο Ιακώβ γυναίκα από τας θυγατέρας της χώρας αυτής, διότι εάν λάβη
από αυτάς τι θέλω να ζω; Καλύτερα να πεθάνω”.
ΓΕΝΕΣΙΣ
28
Γεν. 28,1 Προσκαλεσάμενος δὲ
Ἰσαὰκ τὸν Ἰακὼβ εὐλόγησεν αὐτὸν
καὶ ἐνετείλατο αὐτῷ λέγων· οὐ λήψῃ
γυναῖκα ἐκ τῶν θυγατέρων τῶν Χαναναίων·
Γεν. 28,1 Εκάλεσεν ο Ισαάκ τον Ιακώβ, τον ευλόγησε και του
έδωσε πατρικήν υποθήκην και εντολήν λέγων· “δεν θα πάρης σύζυγον από τας
θυγατέρας των Χαναναίων·
Γεν. 28,2 ἀναστὰς ἀπόδραθι
εἰς τὴν Μεσοποταμίαν, εἰς τὸν οἶκον Βαθουὴλ
τοῦ πατρὸς τῆς μητρός σου καὶ λάβε σεαυτῷ ἐκεῖθεν
γυναῖκα ἐκ τῶν θυγατέρων Λάβαν τοῦ ἀδελφοῦ
τῆς μητρός σου.
Γεν. 28,2 αλλά σήκω και φύγε εις την Μεσοποταμίαν, στον οίκον
του Βαθουήλ, του πατρός της μητρός σου, και πάρε σύζυγόν σου από εκεί, από τας
θυγατέρας του Λαβαν, του αδελφού της μητρός σου.
Γεν. 28,3 ὁ δὲ Θεός
μου εὐλογήσαι σε καὶ αὐξήσαι σε καὶ πληθύναι σε, καὶ
ἔσῃ εἰς συναγωγὰς ἐθνῶν·
Γεν. 28,3 Ο δε Θεός μου ας σε ευλογήση, ας σε αυξήση και ας
σε πληθύνη, και έτσι θα αναδειχθής γενάρχης πολλών λαών.
Γεν. 28,4 καὶ δῴη σοι
τὴν εὐλογίαν Ἁβραὰμ τοῦ πατρός μου σοὶ καὶ
τῷ σπέρματί σου μετὰ σέ, κληρονομῆσαι τὴν γῆν τῆς
παροικήσεώς σου, ἣν ἔδωκεν ὁ Θεὸς τῷ Ἁβραάμ.
Γεν. 28,4 Είθε να δώση την ευλογίαν του πατρός μου του Αβραάμ
εις σε προσωπικώς και στους κατόπιν από σε απογόνους σου, ώστε να κληρονομήσης
την χώραν, όπου σήμερον μένεις, και την οποίαν ο Θεός έχει δώσει στον Αβραάμ”.
Γεν. 28,5 καὶ ἀπέστειλεν
Ἰσαὰκ τὸν Ἰακὼβ καὶ ἐπορεύθη εἰς
τὴν Μεσσοποταμίαν πρὸς Λάβαν τὸν υἱὸν Βαθουὴλ
τοῦ Σύρου, ἀδελφὸν Ῥεβέκκας τῆς μητρὸς Ἰακὼβ
καὶ Ἡσαῦ.
Γεν. 28,5 Εστειλεν ο Ισαάκ τον Ιακώβ εις την Μεσοποταμίαν,
όπου πράγματι αυτός επορεύθη προς τον Λαβαν, τον υιόν Βαθουήλ του Συρου,
αδελφόν της Ρεβέκκας, της μητρός του Ιακώβ και του Ησαύ.
Γεν. 28,6 Εἶδε δὲ Ἡσαῦ
ὅτι εὐλόγησεν Ἰσαὰκ τὸν Ἰακώβ, καὶ ἀπῴχετο
εἰς τὴν Μεσοποταμίαν Συρίας λαβεῖν ἑαυτῷ γυναῖκα
ἐκεῖθεν ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν καὶ
ἐνετείλατο αὐτῷ λέγων· οὐ λήψῃ γυναῖκα
ἐκ τῶν θυγατέρων τῶν Χαναναίων,
Γεν. 28,6 Είδεν ο Ησαύ ότι ο Ισαάκ ευλόγησε τον Ιακώβ. Ο
Ιακώβ λαβών την ευλογίαν του Ισαάκ ανεχώρησεν εις την Μεσοποταμίαν της Συρίας,
δια να πάρη από εκεί σύζυγόν του. Κατά δε την ώραν της ευλογίας του έδωσεν ο πατήρ
του την εντολήν· “δεν θα πάρης σύζυγον από τας θυγατέρας των Χαναναίων”.
Γεν. 28,7 καὶ ἤκουσεν
Ἰακὼβ τοῦ πατρὸς καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ
καὶ ἐπορεύθη εἰς τὴν Μεσοποταμίαν Συρίας.
Γεν. 28,7 Ο Ιακώβ υπήκουσεν στον πατέρα και την μητέρα του,
εδέχθη την εντολήν και επορεύθη εις την Μεσοποταμίαν της Συρίας.
Γεν. 28,8 ἰδὼν δὲ
καὶ Ἡσαῦ ὅτι πονηραί εἰσιν αἱ θυγατέρες
Χαναὰν ἐναντίον Ἰσαὰκ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ,
Γεν. 28,8 Ο δε Ησαύ επειδή είδεν ότι ο πατέρας του είχε κακήν
ιδέαν δια τας θυγατέρας των Χαναναίων, δια να ευχαριστήση αυτόν,
Γεν. 28,9 ἐπορεύθη Ἡσαῦ
πρὸς Ἰσμαὴλ καὶ ἔλαβε τὴν Μαελὲθ
θυγατέρα Ἰσμαὴλ τοῦ υἱοῦ Ἁβραάμ, ἀδελφὴν
Ναβεώθ, πρὸς ταῖς γυναιξὶν αὐτοῦ γυναῖκα.
Γεν. 28,9 επορεύθη προς την περιοχήν όπου κατοικούσεν ο
Ισμαήλ, και εκτός των δύο γυναικών, που είχε, έλαβεν από εκεί και άλλην σύζυγον
την Μαελέθ, θυγατέρα του Ισμαήλ, υιού του Αβραάμ, αδελφήν του Ναβεώθ.
Γεν. 28,10 Καὶ ἐξῆλθεν
Ἰακὼβ ἀπὸ τοῦ φρέατος τοῦ ὅρκου καὶ
ἐπορεύθη εἰς Χαῤῥάν.
Γεν. 28,10 Ο Ιακώβ εν τω μεταξύ ανεχώρησεν από το Φρέαρ του
Ορκου, δια να μεταβή εις την Χαρράν της Μεσοποταμίας.
Γεν. 28,11 καὶ ἀπήντησε
τόπῳ καὶ ἐκοιμήθῃ ἐκεῖ· ἔδυ γὰρ
ὁ ἥλιος· καὶ ἔλαβεν ἀπὸ τῶν
λίθων τοῦ τόπου, καὶ ἔθηκε πρὸς κεφαλῆς αὐτοῦ
καὶ ἐκοιμήθη ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ.
Γεν. 28,11 Εφθασεν εις κάποιον τόπον, εις την Βαιθήλ, και
εκοιμήθη εκεί, διότι είχε δύσει ο ήλιος. Επήρε από τους λίθους του τόπου,
έβαλεν αυτούς ως προσκεφάλαιον κάτω από την κεφαλήν του και εκοιμήθη στον τόπον
εκείνον.
Γεν. 28,12 καὶ ἐνυπνιάσθη,
καὶ ἰδοὺ κλίμαξ ἐστηριγμένη ἐν τῇ γῇ,
ἧς ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο εἰς τὸν οὐρανόν,
καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἀνέβαινον καὶ
κατέβαινον ἐπ᾿ αὐτῆς.
Γεν. 28,12 Εκεί είδεν ένα όνειρον. Είδε μίαν κλίμακα, της
οποίας η βάσις ήτο στερεωμένη εις την γην, η δε κορυφή της έφθανεν στον
ουρανόν· άγγελοι δε του Θεού ανέβαινον και κατέβαινον δι' αυτής.
Γεν. 28,13 ὁ δὲ Κύριος
ἐπεστήρικτο ἐπ᾿ αὐτῆς καὶ εἶπεν·
ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς Ἁβραὰμ τοῦ πατρός
σου, καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαάκ· μὴ φοβοῦ· ἡ
γῆ, ἐφ᾿ ἧς σὺ καθεύδεις ἐπ᾿ αὐτῆς,
σοὶ δώσω αὐτήν, καὶ τῷ σπέρματί σου.
Γεν. 28,13 Ο Θεός είχε στηριχθή στο άνω μέρος της κλίμακος
αυτής, και είπεν· “εγώ είμαι ο Θεός Αβραάμ, του πατρός σου, και ο Θεός του
Ισαάκ. Μη φοβήσαι, διότι αυτήν την γην, επί της οποίας συ τώρα κοιμάσαι, θα
δώσω εις σε και στους απογόνους σου.
Γεν. 28,14 καὶ ἔσται τὸ
σπέρμα σου ὡς ἡ ἄμμος τῆς γῆς καὶ
πλατυνθήσεται ἐπὶ θάλασσαν καὶ ἐπὶ λίβα καὶ
ἐπὶ βοῤῥᾶν, καὶ ἐπ᾿ ἀνατολάς,
καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν σοὶ πᾶσαι αἱ φυλαὶ
τῆς γῆς καὶ ἐν τῷ σπέρματί σου.
Γεν. 28,14 Οι δε απόγονοί σου θα πληθυνθούν και θα αυξηθούν εις
αριθμόν μέγαν ωσάν την άμμον της θαλάσσης, και θα επεκταθούν προς Δυσμάς, προς
Νοτον, προς Βορράν και προς Ανατολάς. Ολοι δε οι λαοί της γης, θα ευλογηθούν
δια μέσου ενός από τους απογόνους σου (δια του Χριστού).
Γεν. 28,15 καὶ ἰδοὺ
ἐγώ εἰμι μετὰ σοῦ διαφυλάσσων σε ἐν τῇ ὁδῷ
πάσῃ, οὗ ἂν πορευθῇς, καὶ ἀποστρέψω σε εἰς
τὴν γῆν ταύτην, ὅτι οὐ μή σε ἐγκαταλίπω, ἕως
τοῦ ποιῆσαί με πάντα ὅσα ἐλάλησά σοι.
Γεν. 28,15 Και ιδού εγώ είμαι και θα είμαι μαζή σου, θα σε
προφυλάσσω και θα σε καθοδηγώ στον κάθε δρόμον σου, οπουδήποτε και αν μεταβής,
και θα σε επαναφέρω εις την γην αυτήν. Δεν θα σε εγκαταλείψω και θα
πραγματοποιήσω όλα, όσα σου υπεσχέθην”.
Γεν. 28,16 καὶ ἐξηγέρθη
Ἰακὼβ ἐκ τοῦ ὕπνου αὐτοῦ καὶ εἶπεν·
ὅτι ἔστι Κύριος ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ, ἐγὼ
δὲ οὐκ ᾔδειν.
Γεν. 28,16 Εξύπνησεν ο Ιακώβ από τον ύπνον του και γεμάτος
ιερόν δέος είπεν· “ο Κυριος υπάρχει στον τόπον αυτόν και εγώ δεν το εγνώριζα”.
Γεν. 28,17 καὶ ἐφοβήθη
καὶ εἶπεν· ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος·
οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ᾿ ἢ οἶκος Θεοῦ,
καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ.
Γεν. 28,17 Εφοβήθη και είπε· “πόσον φοβερός είναι ο τόπος αυτός
! Αυτός βεβαίως είναι οίκος Θεού και αυτή είναι η πύλη του ουρανού !”
Γεν. 28,18 καὶ ἀνέστη Ἰακὼβ
τὸ πρωΐ καὶ ἔλαβε τὸν λίθον, ὃν ὑπέθηκεν ἐκεῖ
πρὸς κεφαλῆς αὐτοῦ, καὶ ἔστησεν αὐτὸν
στήλην καὶ ἐπέχεεν ἔλαιον ἐπὶ τὸ ἄκρον
αὐτῆς.
Γεν. 28,18 Εξύπνησε δε την πρωΐαν, επήρε τον λίθον, τον οποίον
είχε θέσει ως προσκεφάλαιον εις την κεφαλήν του, έστησεν αυτόν ως στήλην εις
ανάμνησιν του μεγάλου τούτου γεγονότος, και εις ένδειξιν καθιερώσεως έχυσεν
έλαιον εις την κορυφήν αυτής.
Γεν. 28,19 καὶ ἐκάλεσε
τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου Οἶκος Θεοῦ·
καὶ Οὐλαμλοὺζ ἦν ὄνομα τῇ πόλει τὸ
πρότερον.
Γεν. 28,19 Ωνόμασε δε τον τόπον εκείνον “Οίκος Θεού”. Η πόλις,
κοντά εις την οποίαν εκοιμήθη, ωνομάζετο την εποχήν εκείνην Ουλαμλούζ.
Γεν. 28,20 καὶ ηὔξατο Ἰακὼβ
εὐχὴν λέγων· ἐὰν ᾖ Κύριος ὁ Θεὸς
μετ᾿ ἐμοῦ καὶ διαφυλάξῃ με ἐν τῇ ὁδῷ
ταύτῃ, ᾗ ἐγὼ πορεύομαι, καὶ δῷ μοι ἄρτον
φαγεῖν καὶ ἱμάτιον περιβαλέσθαι
Γεν. 28,20 Εκαμε δε εκεί ο Ιακώβ τάξιμον και είπεν· “εάν ο
Κυριος και Θεός είναι μαζή μου και με διαφύλαξη στον δρόμον, τον οποίον εγώ
βαδίζω, και μου δώση άρτον προς τροφήν και ιμάτιον εις ενδυμασίαν, μου δώση όσα
μου χρειάζονται κατά τους χρόνους της ξενητιάς μου,
Γεν. 28,21 καὶ ἀποστρέψῃ
με μετὰ σωτηρίας εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου, καὶ
ἔσται Κύριός μοι εἰς Θεόν,
Γεν. 28,21 εάν με καθοδηγήση και επιστρέψω πάλιν σώος στο σπίτι
του πατρός μου, αυτός θα είναι ο Κυριος μου και ο Θεός μου.
Γεν. 28,22 καὶ ὁ λίθος
οὗτος, ὃν ἔστησα στήλην, ἔσται μοι οἶκος Θεοῦ,
καὶ πάντων, ὧν ἐάν μοι δῷς, δεκάτην ἀποδεκατώσω αὐτά
σοι.
Γεν. 28,22 Και ο λίθος αυτός, τον οποίον εγώ έστησα όρθιον εις
ανάμνησιν του γεγονότος, θα γίνη ο θεμέλιος λίθος του ναού του Θεού. Από όλα δε
τα αγαθά, όσα ήθελε μου δώσει ο Θεός, εγώ θα προσφέρω εις αυτόν το εν δέκατον”.
ΓΕΝΕΣΙΣ
29
Γεν. 29,1 Καὶ ἐξάρας Ἰακὼβ
τοὺς πόδας ἐπορεύθη εἰς γῆν ἀνατολῶν πρὸς
Λάβαν τὸν υἱὸν Βαθουὴλ τοῦ Σύρου, ἀδελφὸν
δὲ Ῥεβέκκας μητρὸς Ἰακὼβ καὶ Ἡσαῦ.
Γεν. 29,1 Επειτα από τα γεγονότα αυτά εξεκίνησεν ο Ιακώβ
πεζή, εβάδισεν εις τας ανατολικάς χώρας προς τον Λαβαν, τον υιόν Βαθουήλ του
Συρου, αδελφόν της Ρεβέκκας της μητρός του Ιακώβ και του Ησαύ.
Γεν. 29,2 καὶ ὁρᾷ
καὶ ἰδοὺ φρέαρ ἐν τῷ πεδίῳ, ἦσαν δὲ
ἐκεῖ τρία ποίμνια προβάτων ἀναπαυόμενα ἐπ᾿ αὐτοῦ·
ἐκ γὰρ τοῦ φρέατος ἐκείνου ἐπότιζον τὰ
ποίμνια, λίθος δὲ ἦν μέγας ἐπὶ τῷ στόματι τοῦ
φρέατος,
Γεν. 29,2 Οταν δε επλησίασε προς την πόλιν Χαρράν, παρατηρεί
και ιδού βλέπει ότι εις την πεδιάδα υπήρχε φρέαρ. Πλησίον δε αυτού ήσαν τρία ποίμνια
προβάτων, τα οποία ανεπαύοντο, διότι από το φρέαρ εκείνο επότιζον οι ποιμένες
τα κοπάδια των. Ενας δε μεγάλος λίθος έκλειε το στόμιον του φρέατος.
Γεν. 29,3 καὶ συνήγοντο ἐκεῖ
πάντα τὰ ποίμνια καὶ ἀπεκύλιον τὸν λίθον ἀπὸ
τοῦ στόματος τοῦ φρέατος καὶ ἐπότιζον τὰ πρόβατα
καὶ ἀποκαθίστων τὸν λίθον ἐπὶ τὸ στόμα τοῦ
φρέατος εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ.
Γεν. 29,3 Εμαζεύοντο εκεί όλα τα κοπάδια, οι δε ποιμένες
απεκύλιον τον λίθον από το στόμιον του φρέατος, επότιζον τα πρόβατα και έπειτα
επανέφεραν τον λίθον εις την θέσιν του, στο στόμιον του φρέατος.
Γεν. 29,4 εἶπε δὲ αὐτοῖς
Ἰακώβ· ἀδελφοί, πόθεν ἐστὲ ὑμεῖς; οἱ
δὲ εἶπαν· ἐκ Χαῤῥὰν ἐσμέν.
Γεν. 29,4 Ηρώτησεν ο Ιακώβ τους ποιμένας και είπεν· “αδελφοί,
από που είσθε;” Εκείνοι δε απήντησαν· “είμεθα από την Χαρράν”.
Γεν. 29,5 εἶπε δὲ αὐτοῖς·
γινώσκετε Λάβαν τὸν υἱὸν Ναχώρ; οἱ δὲ εἶπαν·
γινώσκομεν.
Γεν. 29,5 Τους ηρώτησε πάλιν· “γνωρίζετε τον Λαβαν, τον
απόγονον του Ναχώρ;” Εκείνοι είπαν· “βεβαίως τον γνωρίζομεν”.
Γεν. 29,6 εἶπε δὲ αὐτοῖς·
ὑγιαίνει; οἱ δὲ εἶπαν· ὑγιαίνει. καὶ ἰδοὺ
Ῥαχὴλ ἡ θυγάτηρ αὐτοῦ ἤρχετο μετὰ τῶν
προβάτων.
Γεν. 29,6 Είπεν εις αυτούς· “είναι καλά εις την υγείαν του;”.
Εκείνοι είπαν· “Είναι καλά”. Κατά την ώραν εκείνην ιδού η Ραχήλ, η θυγάτηρ του
Λαβαν, ήρχετο με τα πρόβατά της στο φρέαρ.
Γεν. 29,7 καὶ εἶπεν Ἰακώβ·
ἔτι ἐστὶν ἡμέρα πολλή, οὔπω ὥρα συναχθῆναι
τὰ κτήνη· ποτίσαντες τὰ πρόβατα ἀπελθόντες βόσκετε.
Γεν. 29,7 Ο Ιακώβ, θέλων προφανώς να ομιλήση ιδιαιτέρως με
την κόρην του Λαβαν, είπεν στους ποιμένας· “υπολείπονται ώραι πολλαί της ημέρας
και δεν είναι ακόμη καιρός να συγκεντρωθούν τα ζώα εις τας μάνδρας των.
Ποτίσατέ τα λοιπόν, και πηγαίνετε να τα βοσκήσετε”.
Γεν. 29,8 οἱ δὲ εἶπαν·
οὐ δυνησόμεθα ἕως τοῦ συναχθῆναι πάντας τοὺς
ποιμένας, καὶ ἀποκυλίσουσι τὸν λίθον ἀπὸ τοῦ
στόματος τοῦ φρέατος, καὶ ποτιοῦμεν τὰ πρόβατα.
Γεν. 29,8 Εκείνοι όμως του απήντησαν· “δεν ημπορούμεν να τα
ποτίσωμεν, πριν η, μαζευθούν εδώ όλοι οι ποιμένες και μαζή αποκυλίσουν τον
λίθον από το στόμιον του φρέατος, οπότε και θα ποτίσωμεν τα πρόβατα”.
Γεν. 29,9 ἔτι αὐτοῦ
λαλοῦντος αὐτοῖς καὶ ἰδοὺ Ῥαχὴλ
ἡ θυγάτηρ Λάβαν ἤρχετο μετὰ τῶν προβάτων τοῦ πατρὸς
αὐτῆς· αὐτὴ γὰρ ἔβοσκε τὰ
πρόβατα τοῦ πατρὸς αὐτῆς.
Γεν. 29,9 Καθ' ον χρόνον αυτός συνωμίλει με τους ποιμένας,
ιδού η Ραχήλ, η θυγάτηρ του Λαβαν, ήρχετο με τα πρόβατα του πατρός της στο
φρέαρ, δια να τα ποτίση, διότι αυτή τα έβοσκεν.
Γεν. 29,10 ἐγένετο δέ, ὡς
εἶδεν Ἰακὼβ τὴν Ῥαχὴλ τὴν θυγατέρα
Λάβαν τοῦ ἀδελφοῦ τῆς μητρὸς αὐτοῦ,
καὶ τὰ πρόβατα Λάβαν τοῦ ἀδελφοῦ τῆς μητρὸς
αὐτοῦ, καὶ προσελθὼν Ἰακὼβ ἀπεκύλισε
τὸν λίθον ἀπὸ τοῦ στόματος τοῦ φρέατος καὶ ἐπότιζε
τὰ πρόβατα Λάβαν τοῦ ἀδελφοῦ τῆς μητρὸς αὐτοῦ.
Γεν. 29,10 Οτε δε ο Ιακώβ είδε την Ραχήλ, την θυγατέρα του
Λαβαν, του αδελφού της μητρός του, και τα πρόβατα του Λαβαν, επλησίασεν στο
φρέαρ, απεκύλισε μόνος του από το στόμιον τον λίθον και επότιζε τα πρόβατα του
αδελφού της μητρός του.
Γεν. 29,11 καὶ ἐφίλησεν
Ἰακὼβ τὴν Ῥαχήλ· καὶ βοήσας τῇ φωνῇ
αὐτοῦ ἔκλαυσε.
Γεν. 29,11 Επλησίασε την Ραχήλ, την ησπάσθη και βαθύτατα
συγκεκινημένος έκραζε και έκλαυσε.
Γεν. 29,12 καὶ ἀπήγγειλε
τῇ Ῥαχήλ, ὅτι ἀδελφὸς τοῦ πατρὸς αὐτῆς
ἐστι καὶ ὅτι υἱὸς Ῥεβέκκας ἐστί, καὶ
δραμοῦσα ἀπήγγειλε τῷ πατρὶ αὐτῆς κατὰ
τά ῥήματα ταῦτα.
Γεν. 29,12 Επληροφόρησε την Ραχήλ ότι είναι ανεψιός του πατρός
της, υιός της Ρεβέκκας της αδελφής του. Εκείνη δε έτρεξε και ανήγγειλεν στον
πατέρα της τα λόγια αυτά.
Γεν. 29,13 ἐγένετο δέ, ὡς
ἤκουσε Λάβαν τὸ ὄνομα Ἰακὼβ τοῦ υἱοῦ
τῆς ἀδελφῆς αὐτοῦ, ἔδραμεν εἰς
συνάντησιν αὐτῷ καὶ περιλαβὼν αὐτὸν ἐφίλησε
καὶ εἰσήγαγεν αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.
καὶ διηγήσατο τῷ Λάβαν πάντας τοὺς λόγους τούτους.
Γεν. 29,13 Αμέσως δε μόλις ο Λαβαν ήκουσε το όνομα του Ιακώβ,
του παιδιού της αδελφής του, έτρεξεν εις συνάντησίν του, τον ενηγκαλίσθη, τον
εφίληοε και τον ωδήγησεν στον οίκον του. Εκεί δε διηγήθη ο Ιακώβ στον Λαβαν
όλα, όσα του είχον συμβή.
Γεν. 29,14 καὶ εἶπεν αὐτῷ
Λάβαν· ἐκ τῶν ὀστῶν μου καὶ ἐκ τῆς
σαρκός μου εἶ σύ. καὶ ἦν μετ᾿ αὐτοῦ μῆνα
ἡμερῶν.
Γεν. 29,14 Ο Λαβαν είπε τότε στον Ιακώβ· “είσαι συ από τα δικά
μας κόκκαλα και από την ιδικήν μας σάρκα. Είμεθα συγγενείς εξ αίματος”. Ο Ιακώβ
έμεινε μαζή του ένα μήνα.
Γεν. 29,15 Εἶπε δὲ
Λάβαν τῷ Ἰακώβ· ὅτι γὰρ ἀδελφός μου εἶ,
οὐ δουλεύσεις μοι δωρεάν· ἀπάγγειλόν μοι, τίς ὁ μισθός
σου ἐστί;
Γεν. 29,15 Μετά την πάροδον του μηνός ο Λαβαν είπεν στον Ιακώβ·
“επειδή είσαι συγγενής μου, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να εργάζεσαι εις εμέ
δωρεάν, ωσάν δούλος. Πές μου ποίος πρέπει να είναι ο μισθός σου”.
Γεν. 29,16 τῷ δὲ Λάβαν
ἦσαν δύο θυγατέρες, ὄνομα τῇ μείζονι Λεία, καὶ ὄνομα
τῇ νεωτέρᾳ Ῥαχήλ.
Γεν. 29,16 Ο Λαβαν είχε δύο θυγατέρας· η μεγαλυτέρα ωνομάζετο
Λεία και η μικροτέρα ωνομάζετο Ραχήλ.
Γεν. 29,17 οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ
Λείας ἀσθενεῖς, Ῥαχὴλ δὲ ἦν καλὴ τῷ
εἴδει καὶ ὡραία τῇ ὄψει σφόδρα.
Γεν. 29,17 Οι οφθαλμοί της Λείας ήσαν αδύνατοι, η δε Ραχήλ ήτο
ωραία εις όλην της την εμφάνισιν και εξαιρετικώς ωραία στο, πρόσωπον.
Γεν. 29,18 ἠγάπησε δὲ Ἰακὼβ
τὴν Ῥαχὴλ καὶ εἶπε· δουλεύσω σοι ἑπτὰ
ἔτη περὶ Ῥαχὴλ τῆς θυγατρός σου τῆς
νεωτέρας.
Γεν. 29,18 Ο Ιακώβ ηγάπησε την Ραχήλ και είπε· “θα εργασθώ εις
σε επτά έτη δια την Ραχήλ την νεωτέραν θυγατέρα σου, την οποίαν μετά τα επτά
αυτά έτη θα λάβω ως σύζυγον”.
Γεν. 29,19 εἶπε δὲ αὐτῷ
Λάβαν· βέλτιον δοῦναί με αὐτήν σοι, ἢ δοῦναί με αὐτὴν
ἀνδρὶ ἑτέρῳ· οἴκησον μετ᾿ ἐμοῦ.
Γεν. 29,19 Ο Λαβαν του απήντησεν· “είναι βεβαίως πολύ
προτιμότερον για μένα να δώσω αυτήν σύζυγον εις σέ, παρά εις οιονδήποτε άνδρα.
Μείνε μαζή μας και εργάσου, όπως είπες”.
Γεν. 29,20 καὶ ἐδούλευσεν
Ἰακὼβ περὶ Ῥαχὴλ ἑπτὰ ἔτη, καὶ
ἦσαν ἐναντίον αὐτοῦ ὡς ἡμέραι ὀλίγαι,
παρὰ τὸ ἀγαπᾷν αὐτὸν αὐτήν.
Γεν. 29,20 Ο Ιακώβ ειργάσθη πράγματι επί επτά κατά συνέχειαν
έτη, δια να λάβη ως σύζυγον την Ραχήλ. Μαλιστα δε του εφάνησαν και ολίγα τα έτη
αυτά. Διότι αγαπούσε την Ραχήλ.
Γεν. 29,21 εἶπε δὲ Ἰακὼβ
τῷ Λάβαν· δός μοι τὴν γυναῖκά μου, πεπλήρωνται γὰρ
αἱ ἡμέραι, ὅπως εἰσέλθω πρὸς αὐτήν.
Γεν. 29,21 Μετά δε την παρέλευσιν των ετών αυτών είπεν ο Ιακώβ
στον Λαβαν· “τα επτά έτη της εργασίας μου συνεπληρώθησαν· δος μου λοιπόν την
Ραχήλ, δια να την νυμφευθώ και να την έχω ως σύζυγον”.
Γεν. 29,22 συνήγαγε δὲ Λάβαν
πάντας τοὺς ἄνδρας τοῦ τόπου καὶ ἐποίησε γάμον.
Γεν. 29,22 Ο Λαδάν συνεκέντρωσεν όλους τους άνδρας του τόπου και
έκαμε τον γάμον.
Γεν. 29,23 καὶ ἐγένετο
ἑσπέρα, καὶ λαβὼν Λείαν τὴν θυγατέρα αὐτοῦ
εἰσήγαγε πρὸς Ἰακὼβ καὶ εἰσῆλθε πρὸς
αὐτὴν Ἰακώβ.
Γεν. 29,23 Οταν ενύκτωσεν, επήρε ο Λαβαν την Λείαν, την θυγατέρα
αυτού, και την ωδήγησεν προς τον Ιακώβ στον νυμφικόν θάλαμον.
Γεν. 29,24 ἔδωκε δὲ
Λάβαν Λείᾳ τῇ θυγατρὶ αὐτοῦ Ζελφὰν τὴν
παιδίσκην αὐτοῦ αὐτῇ παιδίσκην.
Γεν. 29,24 Εδωσε δε εις την θυγατέρα του την Λείαν ως δούλην της
την Ζελφάν, ιδικήν του έως τότε δούλην.
Γεν. 29,25 ἐγένετο δὲ
πρωΐ, καὶ ἰδοὺ ἦν Λεία. εἶπε δὲ Ἰακὼβ
τῷ Λάβαν· τί τοῦτο ἐποίησάς μοι; οὐ περὶ Ῥαχὴλ
ἐδούλευσα παρὰ σοί; καὶ ἱνατί παρελογίσω με;
Γεν. 29,25 Οταν εξημέρωσε, είδεν έξαφνα ο Ιακώβ ότι σύζυγός του
έγινεν η Λεία. Διεμαρτυρήθη δε προς τον Λαβαν και του είπε· “τι είναι αυτό, που
μου έκαμες; Επί επτά έτη συνεχώς δεν ειργάσθην κατά την συμφωνίαν μας κοντά σου
δια την Ραχήλ; Διατί με εξηπάτησες;”
Γεν. 29,26 ἀπεκρίθη δὲ
Λάβαν· οὐκ ἔστιν οὕτως ἐν τῷ τόπῳ ἡμῶν,
δοῦναι τὴν νεωτέραν πρὶν ἢ τὴν πρεσβυτέραν·
Γεν. 29,26 Ο Λαβαν του απήντησε· “δεν υπάρχει στον τόπον μας
συνήθεια να δίδωμεν εις γάμον την νεωτέραν κόρην, πριν υπανδρεύσωμεν την
μεγαλυτέραν.
Γεν. 29,27 συντέλεσον οὖν τὰ
ἕβδομα ταύτης, καὶ δώσω σοι καὶ ταύτην ἀντὶ τῆς
ἐργασίας, ἧς ἐργᾷ παρ᾿ ἐμοί, ἔτι ἑπτὰ
ἔτη ἕτερα.
Γεν. 29,27 Ας περάση λοιπόν η εβδομάς του γάμου σου με την Λείαν
και, θα δώσω εις σε και την Ραχήλ έναντι της εργασίας, την οποίον θα μου
προσφέρης επί επτά ακόμη έτη”.
Γεν. 29,28 ἐποίησε δὲ Ἰακὼβ
οὕτως καὶ ἀνεπλήρωσε τὰ ἕβδομα ταύτης, καὶ ἔδωκεν
αὐτῷ Λάβαν Ῥαχὴλ τὴν θυγατέρα αὐτοῦ αὐτῷ
γυναῖκα.
Γεν. 29,28 Εδέχθη ο Ιακώβ την νέαν αυτήν συμφωνίαν, και έκαμεν,
όπως του είπεν ο Λαβαν. Μετά την λήξιν της εβδομάδος του γάμου του με την
Λείαν, έδωκεν ο Λαβαν εις αυτόν και την θυγατέρα του Ραχήλ ως σύζυγον.
Γεν. 29,29 ἔδωκε δὲ
Λάβαν τῇ θυγατρὶ αὐτοῦ Βαλλὰν τὴν παιδίσκην
αὐτοῦ αὐτῇ παιδίσκην.
Γεν. 29,29 Εδωκε δε την δούλην του Βαλλάν ως δούλην εις την
θυγατέρα του Ραχήλ.
Γεν. 29,30 καὶ εἰσῆλθε
πρὸς Ῥαχήλ· ἠγάπησε δὲ Ῥαχὴλ μᾶλλον
ἢ Λείαν· καὶ ἐδούλευσεν αὐτῷ ἑπτὰ
ἔτη ἕτερα.
Γεν. 29,30 Ο Ιακώβ ήλθεν εις γάμου κοινωνίαν με την Ραχήλ.
Ηγάπησε δε περισσότερον την Ραχήλ από την Λείαν. Εν συνεχεία δε ειργάσθη άλλα
επτά έτη στον πενθερόν του τον Λαβαν.
Γεν. 29,31 Ἰδὼν δὲ
Κύριος ὁ Θεὸς ὅτι ἐμισεῖτο Λεία, ἤνοιξε τὴν
μήτραν αὐτῆς· Ῥαχὴλ δὲ ἦν στεῖρα·
Γεν. 29,31 Ο Κυριος και Θεός ιδών ότι η Λεία περιεφρονείτο από
τον Ιακώβ ως άσχημη, της έδωσε το χάρισμα της τεκνογονίας, ενώ η Ραχήλ έμενε
στείρα.
Γεν. 29,32 καὶ συνέλαβε Λεία
καὶ ἔτεκεν υἱὸν τῷ Ἰακώβ· ἐκάλεσε
δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ῥουβὴν
λέγουσα· διότι εἶδέ μου Κύριος τὴν ταπείνωσιν, καὶ ἔδωκέ
μοι υἱόν· νῦν οὖν ἀγαπήσει με ὁ ἀνήρ
μου.
Γεν. 29,32 Η Λεία κατέστη έγκυος και εγέννησεν στον Ιακώβ υιόν.
Ωνόμασε δε αυτόν Ρουβήν λέγουσα· “ο Κυριος μου έδωκεν υιόν, διότι είδε την
περιφρόνησίν μου από τον άνδρα μου. Τωρα λοιπόν θα με αγαπήση ο σύζυγός μου”.
Γεν. 29,33 καὶ συνέλαβε
πάλιν καὶ ἔτεκεν υἱὸν δεύτερον τῷ Ἰακὼβ
καὶ εἶπεν· ὅτι ἤκουσε Κύριος ὅτι μισοῦμαι,
καὶ προσέδωκέ μοι καὶ τοῦτον· ἐκάλεσε δὲ τὸ
ὄνομα αὐτοῦ Συμεών·
Γεν. 29,33 Εμεινε πάλιν έγκυος, εγέννησε δεύτερον υιόν και
είπεν· “ήκουσεν ο Κυριος ότι περιφρονούμαι ακόμη από τον σύζυγόν μου και μου
έδωσε και αυτόν τον υιόν”. Δια τούτο ωνόμασε τον δεύτερον υιόν της Συμεών.
Γεν. 29,34 καὶ συνέλαβεν ἔτι
καὶ ἔτεκεν υἱὸν καὶ εἶπεν· ἐν τῷ
νῦν καιρῷ πρὸς ἐμοῦ ἔσται ὁ ἀνήρ
μου, τέτοκα γὰρ αὐτῷ τρεῖς υἱούς· διὰ
τοῦτο ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λευεί.
Γεν. 29,34 Εμεινε και πάλιν έγκυος, εγέννησε υιόν και είπε·
“τώρα πλέον θα είναι μαζή μου ο άνδρας μου, διότι του εγέννησα τρεις υιούς”.
Δια τούτο ωνόμασεν αυτόν Λευεί.
Γεν. 29,35 καὶ συλλαβοῦσα
ἔτι ἔτεκεν υἱὸν καὶ εἶπε· νῦν ἔτι
τοῦτο ἐξομολογήσομαι τῷ Κυρίῳ· διὰ τοῦτο
ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰούδαν. καὶ ἔστη
τοῦ τίκτειν.
Γεν. 29,35 Κατέστη και πάλιν έγκυος, εγέννησε και άλλον υιόν και
είπε· “και πάλιν τώρα θα δοξολογήσω δια τούτο το γεγονός τον Κυριον”. Δια τούτο
ωνόμασε το παιδί της αυτό Ιούδαν και έπαυσε να γεννά.
ΓΕΝΕΣΙΣ
30
Γεν. 30,1 Ἰδοῦσα δὲ
Ῥαχὴλ ὅτι οὐ τέτοκε τῷ Ἰακώβ, καὶ ἐζήλωσε
Ῥαχὴλ τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς καὶ εἶπε
τῷ Ἰακώβ· δός μοι τέκνα· εἰ δὲ μή, τελευτήσω ἐγώ.
Γεν. 30,1 Οταν η Ραχήλ είδεν ότι δεν εγέννησεν τστον Ιακώβ
παιδί, εφθόνησε την αδελφήν της Λείαν και είπεν στον Ιακώβ· “δος μου τέκνα, ει
δ' άλλως θα αποθάνω”.
Γεν. 30,2 θυματωθεὶς δὲ
Ἰακὼβ τῇ Ῥαχὴλ εἶπεν αὐτῇ·
μὴ ἀντὶ Θεοῦ ἐγώ εἰμι, ὃς ἐστέρησέ
σε καρπὸν κοιλίας;
Γεν. 30,2 Εθύμωσεν ο Ιακώβ εναντίον της Ραχήλ και της είπε·
“μήπως εγώ υπέχω θέσιν Θεού, ο οποίος δεν σου έδωσε καρπόν κοιλίας;”
Γεν. 30,3 εἶπε δὲ Ῥαχὴλ
τῷ Ἰακώβ· ἰδοὺ ἡ παιδίσκη μου Βαλλά· εἴσελθε
πρὸς αὐτήν, καὶ τέξεται ἐπὶ τῶν γονάτων
μου, καὶ τεκνοποιήσομαι κἀγὼ ἐξ αὐτῆς.
Γεν. 30,3 Είπεν η Ραχήλ στον Ιακώβ· “Ιδού, η δούλη μου η
Βαλλά, πάρε την και θα γεννήση παιδί εις τα γόνατά μου και θα είναι σαν να έχω
γενήσει εγώ. Το τέκνον της θα είναι ιδικόν μου”.
Γεν. 30,4 καὶ ἔδωκεν
αὐτῷ Βαλλὰν τὴν παιδίσκην αὐτῆς αὐτῷ
γυναῖκα· καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτὴν Ἰακώβ.
Γεν. 30,4 Παρέδωσε την δούλην της την Βαλλάν εις αυτόν ως
γυναίκα του, ήλθεν εκείνος προς αυτήν εις συζυγικήν συνάφειαν,
Γεν. 30,5 καὶ συνέλαβε Βαλλὰ
ἡ παιδίσκη Ῥαχὴλ καὶ ἔτεκε τῷ Ἰακὼβ
υἱόν.
Γεν. 30,5 έμεινεν έγκυος η Βαλλά η δούλη της Ραχήλ και
εγέννησεν στον Ιακώβ υιόν.
Γεν. 30,6 καὶ εἶπε Ῥαχήλ·
ἔκρινέ μοι ὁ Θεὸς καὶ ἐπήκουσε τῆς φωνῆς
μου καὶ ἔδωκέ μοι υἱόν· διὰ τοῦτο ἐκάλεσε
τὸ ὄνομα αὐτοῦ Δάν.
Γεν. 30,6 Είπε δε η Ραχήλ· “ο Θεός μου έδωσε το δίκαιόν μου,
ήκουσε την προσευχήν μου και μου εχάρισε παιδί”. Δια τούτο ωνόμασεν αυτόν Δαν.
Γεν. 30,7 καὶ συνέλαβεν ἔτι
Βαλλὰ ἡ παιδίσκη Ῥαχὴλ καὶ ἔτεκεν υἱὸν
δεύτερον τῷ Ἰακώβ.
Γεν. 30,7 Εμεινε πάλιν έγκυος η Βαλλά, η δούλη της Ραχήλ,
και εγέννησε δεύτερον υιόν στον Ιακώβ.
Γεν. 30,8 καὶ εἶπε Ῥαχήλ·
συναντελάβετό μου ὁ Θεός, καὶ συνανεστράφην τῇ ἀδελφῇ
μου καὶ ἠδυνάσθην· καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα
αὐτοῦ Νεφθαλείμ.
Γεν. 30,8 Είπε τότε η Ραχήλ· “με εβοήθησεν ο Θεός, ηγωνίσθην
σκληρώς κατά της αδελφής μου και την ενίκησα”. Και ωνόμασε τον υιόν της
Νεφθαλείμ.
Γεν. 30,9 Εἶδε δὲ
Λεία ὅτι ἔστη τοῦ τίκτειν, καὶ ἔλαβε Ζελφὰν
τὴν παιδίσκην αὐτῆς καὶ ἔδωκεν αὐτὴν
τῷ Ἰακὼβ γυναῖκα. καὶ εἰσῆλθε πρὸς
αὐτὴν
Γεν. 30,9 Είδεν η Λεία, ότι εσταμάτησεν η τεκνογονία της και
έλαβε την δούλην της την Ζελφάν, την παρέδωσεν στον Ιακώβ ως γυναίκα του, και
ήλθεν εκείνος εις συνάφειαν με αυτήν.
Γεν. 30,10 καὶ συνέλαβε Ζελφὰ
ἡ παιδίσκη Λείας καὶ ἔτεκε τῷ Ἰακὼβ υἱόν.
Γεν. 30,10 Η Ζελφά, η δούλη της Λείας, έμεινεν έγκυος, και
εγέννησεν υιόν στον Ιακώβ.
Γεν. 30,11 καὶ εἶπε
Λεία. ἐν τύχῃ· καὶ ἐπωνόμασε τὸ ὄνομα
αὐτοῦ Γάδ.
Γεν. 30,11 Είπε τότε η Λεία· “είμαι ευτυχής” ! Ωνόμασε δε τον
υιόν της αυτόν Γαδ.
Γεν. 30,12 καὶ συνέλαβεν ἔτι
Ζελφὰ ἡ παιδίσκη Λείας καὶ ἔτεκε τῷ Ἰακὼβ
υἱὸν δεύτερον.
Γεν. 30,12 Εμεινε και πάλιν έγκυος η Ζελφά, η δούλη της Λείας,
και εγέννησε δεύτερον υιόν του Ιακώβ.
Γεν. 30,13 καὶ εἶπε
Λεία· μακαρία ἐγώ, ὅτι μακαριοῦσί με αἱ γυναῖκες·
καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἀσήρ.
Γεν. 30,13 Και η Λεία είπε· “είμαι εγώ ευτυχισμένη, διότι θα με
μακαρίζουν αι γυναίκες”. Δια τούτο ωνόμασε τούτον τον υιόν Ασήρ.
Γεν. 30,14 Ἐπορεύθη δὲ
Ῥουβὴν ἐν ἡμέρᾳ θερισμοῦ πυρῶν καὶ
εὗρε μῆλα μανδραγορῶν ἐν τῷ ἀγρῷ καὶ
ἤνεγκεν αὐτὰ πρὸς Λείαν τὴν μητέρα αὐτοῦ·
εἶπε δὲ Ῥαχὴλ Λείᾳ τῇ ἀδελφῇ αὐτῆς·
δός μοι τῶν μανδραγορῶν τοῦ υἱοῦ σου.
Γεν. 30,14 Καποιαν ημέραν του θερισμού των σιτηρών ο Ρουβήν
μετέβη εις αγρόν. Εύρεν εκεί καρπούς του φυτού μανδραγόρου και έφερεν αυτούς
προς την μητέρα του την Λείαν. Είπε δε η Ραχήλ προς την αδελφήν της την Λείαν·
“δος μου και μένα από τους καρπούς του μανδραγόρου, που σου έφερε το παιδί σου·
(εζήτησε δε αυτούς, διότι επίστευεν ότι τρωγόμενοι αυτοί λύουν την στείρωσιν).
Γεν. 30,15 εἶπε δὲ Λεία·
οὐχ ἱκανόν σοι ὅτι ἔλαβες τὸν ἄνδρα μου; μὴ
καὶ τοὺς μανδραγόρας τοῦ υἱοῦ μου λήψῃ; εἶπε
δὲ Ῥαχήλ· οὐχ οὕτως· κοιμηθήτω μετὰ σοῦ
τὴν νύκτα ταύτην ἀντὶ τῶν μανδραγορῶν τοῦ υἱοῦ
σου.
Γεν. 30,15 Απήντησεν η Λεία· “δεν σου αρκεί ότι μου επήρες τον
άνδρα; Μηπως θέλεις να μου πάρης και τους μανδραγόρας του παιδιού μου;” Η Ραχήλ
απήντησεν· “όχι. Ας μη υπάρχη αυτή η διαφορά μεταξύ μας. Αυτήν την νύκτα ας
κοιμηθή μαζή σου ο άνδρας μου αντί των καρπών του μανδραγόρου, που σου έφερε το
παιδί σου, τους οποίους θα μου δώσης”.
Γεν. 30,16 εἰσῆλθε δὲ
Ἰακὼβ ἐξ ἀγροῦ ἑσπέρας, καὶ ἐξῆλθε
Λεία εἰς συνάντησιν αὐτῷ καὶ εἶπε· πρὸς
ἐμὲ εἰσελεύσῃ σήμερον· μεμίσθωμαι γάρ σε ἀντὶ
τῶν μανδραγορῶν τοῦ υἱοῦ μου. καὶ ἐκοιμήθη
μετ᾿ αὐτῆς τὴν νύκτα ἐκείνην.
Γεν. 30,16 Την εσπέραν επέστρεψεν από τον αγρόν ο Ιακώβ και η
Λεία εξήλθεν εις συνάντησίν του και του είπεν· “αυτήν την νύκτα θα έλθης προς
εμέ, διότι σε έχω εξαγοράσει με τους μανδραγόρας του παιδιού μου”. Και πράγματι
ο Ιακώβ εκοιμήθη μαζή της την νύκτα εκείνην.
Γεν. 30,17 καὶ ἐπήκουσεν
ὁ Θεὸς Λείας, καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκε τῷ Ἰακὼβ
υἱὸν πέμπτον.
Γεν. 30,17 Ηκουσεν ο Θεός την προσευχήν της Λείας, έμεινεν αυτή
έγκυος και εγέννησεν στον Ιακώβ πέμπτον τέκνον.
Γεν. 30,18 καὶ εἶπε
Λεία· δέδωκέ μοι ὁ Θεὸς τὸν μισθόν μου, ἀνθ᾿
οὗ ἔδωκα τὴν παιδίσκην μου τῷ ἀνδρί μου· καὶ
ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰσσάχαρ, ὅ ἐστι
μισθός.
Γεν. 30,18 Είπε δε η Λεία· “ο Θεός μου έδωσε την αμοιβήν μου
δια το γεγονός ότι εγώ είχα δώσει την δούλην μου ως σύζυγον στον άνδρα μου”.
Δια τούτο έδωσεν εις αυτό το όνομα Ισσάχαρ το οποίον σημαίνει μισθός.
Γεν. 30,19 καὶ συνέλαβεν ἔτι
Λεία καὶ ἔτεκεν υἱὸν ἕκτον τῷ Ἰακώβ.
Γεν. 30,19 Και πάλιν η Λεία έμεινεν έγκυος, εγέννησεν έκτον
υιόν στον Ιακώβ,
Γεν. 30,20 καὶ εἶπε
Λεία· δεδώρηται ὁ Θεός μοι δῶρον καλὸν ἐν τῷ
νῦν καιρῷ· αἱρετιεῖ με ὁ ἀνήρ μου,
τέτοκα γὰρ αὐτῷ υἱοὺς ἕξ· καὶ ἐκάλεσε
τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ζαβουλών.
Γεν. 30,20 και είπε· “μου εχάρισεν ο Θεός κατά τον καιρόν τούτον
ένα καλόν δώρον. Εμέ πλέον θα προτιμά ο σύζυγός μου, διότι του έχω γεννήσει έως
τώρα εξ παιδιά”. Και εκάλεσε το όνομα του έκτου αυτού τέκνου Ζαβουλών.
Γεν. 30,21 καὶ μετὰ τοῦτο
ἔτεκε θυγατέρα καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτῆς
Δείνα.
Γεν. 30,21 Κατόπιν εγέννησεν η Λεία θυγατέρα, την οποίαν
ωνόμασε Δείνα.
Γεν. 30,22 Ἐμνήσθη δὲ ὁ
Θεὸς τῆς Ῥαχήλ, καὶ ἐπήκουσεν αὐτῆς ὁ
Θεὸς καὶ ἀνέῳξεν αὐτῆς τὴν μήτραν,
Γεν. 30,22 Ο Θεός ενεθυμήθη την Ραχήλ, ήκουσε την προσευχήν της
και της έδωσε το δώρον της τεκνογονίας.
Γεν. 30,23 καὶ συλλαβοῦσα
ἔτεκε τῷ Ἰακὼβ υἱόν. εἶπε δὲ Ῥαχήλ·
ἀφεῖλεν ὁ Θεός μου τὸ ὄνειδος·
Γεν. 30,23 Εμεινε και αυτή έγκυος, εγέννησεν στον Ιακώβ υιόν και
είπεν· “ο Θεός μου αφήρεσε την εντροπήν της ατεκνίας μου”.
Γεν. 30,24 καὶ ἐκάλεσε
τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰωσὴφ λέγουσα· προσθέτω
ὁ Θεός μοι υἱὸν ἕτερον.
Γεν. 30,24 Δια τούτο ωνόμασε το τέκνον της αυτό Ιωσήφ λέγουσα·
“ας μου δώση ο Θεός και άλλον υιόν”.
Γεν. 30,25 Ἐγένετο δὲ ὡς
ἔτεκε Ῥαχὴλ τὸν Ἰωσήφ, εἶπεν Ἰακὼβ
τῷ Λάβαν· ἀπόστειλόν με, ἵνα ἀπέλθω εἰς τὸν
τόπον μου καὶ εἰς τὴν γῆν μου.
Γεν. 30,25 Οταν η Ραχήλ εγέννησε τον Ιωσήφ, είπεν ο Ιακώβ στον
Λαβαν· “κατευόδωσέ με τώρα, δια να επιστρέψω εις την πατρίδα μου και εις την
χώραν μου”.
Γεν. 30,26 ἀπόδος τὰς
γυναῖκάς μου καὶ τὰ παιδία μου, περὶ ὧν
δεδούλευκά σοι, ἵνα ἀπέλθω· σὺ γὰρ γινώσκεις τὴν
δουλείαν, ἣν δεδούλευκά σοι.
Γεν. 30,26 Δος μου τας γυναίκας μου και τα παιδιά μου, δια τας
οποίας εγώ σε έχω δουλεύσει, ώστε να επανέλθω εις την πατρίδα μου· διότι συ
γνωρίζεις πολύ καλά την εργασίαν, που σου έχω προσφέρει”.
Γεν. 30,27 εἶπε δὲ αὐτῷ
Λάβαν· εἰ εὗρον χάριν ἐναντίον σου, οἰωνισάμην ἄν·
εὐλόγησε γάρ με ὁ Θεὸς ἐπὶ τῇ σῇ εἰσόδῳ.
Γεν. 30,27 Απήντησε προς αυτόν ο Λαβαν· “θα γίνη, όπως λέγεις.
Εγώ και εις οιωνούς ακόμη θα κατέφευγα, δια να επιτύχω ειρηνικάς με σε σχέσεις.
Διότι μόλις συ εισήλθες στον οίκον μου, με ευλόγησεν ο Θεός.
Γεν. 30,28 διάστειλον τὸν
μισθόν σου πρός με, καὶ δώσω.
Γεν. 30,28 Καθόρισέ μου λοιπόν, τον μισθόν, που θέλεις, και εγώ
θα σου τον δώσω”.
Γεν. 30,29 εἶπε δὲ Ἰακώβ·
σὺ γινώσκεις ἃ δεδούλευκά σοι καὶ ὅσα ἦν κτήνη
σου μετ᾿ ἐμοῦ·
Γεν. 30,29 Απήντησεν ο Ιακώβ· “συ γνωρίζεις τας υπηρεσίας που
σου προσέφερα, όπως επίσης και τα ζώα που είχες, όταν εγώ ήλθα κοντά σου.
Γεν. 30,30 μικρὰ γὰρ ἦν
ὅσα σοι ἐναντίον ἐμοῦ, καὶ ηὐξήθη εἰς
πλῆθος, καὶ εὐλόγησέ σε Κύριος ὁ Θεὸς ἐπὶ
τῷ ποδί μου. νῦν οὖν πότε ποιήσω κἀγὼ ἐμαυτῷ
οἶκον;
Γεν. 30,30 Ολίγα ήσαν τότε τα πρόβατά σου, που μου έδωσες να
βόσκω. Τωρα όμως έγιναν πολυάριθμα, διότι καθώς επάτησα το πόδι μου στο σπίτι
σου, σε ευλόγησεν ο Θεός. Τωρα, λοιπόν, δεν νομίζεις ότι είναι καιρός να φτιάσω
και εγώ το σπίτι μου;”
Γεν. 30,31 καὶ εἶπεν αὐτῷ
Λάβαν· τί σοι δώσω; εἶπε δὲ αὐτῷ Ἰακώβ·
οὐ δώσεις μοι οὐδέν· ἐὰν ποιήσῃς μοι τὸ
ῥῆμα τοῦτο, πάλιν ποιμανῶ τὰ πρόβατά σου καὶ
φυλάξω.
Γεν. 30,31 Ο Λαβαν του είπε· “τι θέλεις να σου δώσω;” Και ο
Ιακώβ του απήντησε· “δεν θέλω να μου δώσης τίποτε. Εάν δεχθής την πρότασιν, την
οποίαν θα σου κάμω, πάλιν εγώ θα βόσκω και θα φυλάττω τα πρόβατά σου.
Γεν. 30,32 παρελθέτω πάντα τὰ
πρόβατά σου σήμερον, καὶ διαχώρισον ἐκεῖθεν πᾶν
πρόβατον φαιὸν ἐν τοῖς ἄρνασι καὶ πᾶν
διάλευκον καὶ ῥαντὸν ἐν ταῖς αἰξίν· ἔσται
μοι μισθός.
Γεν. 30,32 Ας περάσουν από εμπρός μας σήμερον όλα τα πρόβατά
σου. Ξεχώρισε από αυτά κάθε πρόβατον φαιόν, από δε τα γίδια κάθε αίγα λευκήν η
διάστικτον. Αυτά θα είναι ο μισθός μου.
Γεν. 30,33 καὶ ἐπακούσεταί
μοι ἡ δικαιοσύνη μου ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἐπαύριον,
ὅτι ἐστὶν ὁ μισθός μου ἐνώπιόν σου· πᾶν,
ὃ ἐὰν μὴ ᾖ ῥαντὸν καὶ διάλευκον
ἐν ταῖς αἰξὶ καὶ φαιὸν ἐν τοῖς ἄρνασι,
κεκλεμμένον ἔσται παρ᾿ ἐμοί.
Γεν. 30,33 Η τιμιότης μου προς σε θα φανή και θα ακουσθή και
στο μέλλον, ότι δηλαδή αυτός θα είναι, ο μισθός μου από σέ. Θα είμαι δε
κλέπτης, εάν κρατήσω από το κοπάδι σου γίδια, που δεν θα είναι διάστικτα η
λευκά και αρνιά που δεν θα είναι φαια”.
Γεν. 30,34 εἶπε δὲ αὐτῷ
Λάβαν· ἔστω κατὰ τὸ ῥῆμά σου.
Γεν. 30,34 Ο Λαβαν, έχων υπ' όψιν του ότι τα αρνιά και τα γίδια
του χρώματος που εζητούσεν ο Ιακώβ είναι σπάνια, του είπεν· “ας γίνη το θέλημά
σου”.
Γεν. 30,35 καὶ διέστειλεν ἐν
τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τοὺς τράγους τοὺς ῥαντοὺς
καὶ τοὺς διαλεύκους καὶ πάσας τὰς αἶγας τὰς
ῥαντὰς καὶ τὰς διαλεύκους καὶ πᾶν, ὃ ἦν
φαιὸν ἐν τοῖς ἄρνασι, καὶ πᾶν ὃ ἦν
λευκὸν ἐν αὐτοῖς, καὶ ἔδωκε διὰ χειρὸς
τῶν υἱῶν αὐτοῦ.
Γεν. 30,35 Και εξεχώρισε κατά την ημέραν εκείνην τους τράγους,
που είχαν διάστικτον χρωματισμόν και τους λευκούς, όλας τας αίγας τας
διαστίκτους και λευκάς, κάθε ζώον στο κοπάδι των αιγών που ήτο λευκόν, όπως
επίσης και κάθε πράβατον φαιόν ανάμεσα εις τα άλλα πρόβατα, και τα παρεχώρησεν
εις την εξουσίαν των παιδιών του.
Γεν. 30,36 καὶ ἀπέστησεν
ὁδὸν τριῶν ἡμερῶν ἀνὰ μέσον αὐτῶν
καὶ ἀνὰ μέσον Ἰακώβ. Ἰακὼβ δὲ ἐποίμανε
τὰ πρόβατα Λάβαν τὰ ὑπολειφθέντα.
Γεν. 30,36 Ο Λαβαν απεμάκρυνεν εις απόστασιν τριών ημερών τα
ολίγα αυτά γιδοπρόδατα, από εκείνα που θα εξακολουθούσε να φυλάττη ο Ιακώβ.
Πράγματι ο Ιακώβ, εξακολουθούσε να ποιμαίνη τα υπολειφθέντα πρόβατα του Λαβαν.
Γεν. 30,37 ἔλαβε δὲ ἑαυτῷ
Ἰακὼβ ῥάβδον στυρακίνην χλωρὰν καὶ καρυΐνην καὶ
πλατάνου, καὶ ἐλέπισεν αὐτὰς Ἰακὼβ
λεπίσματα λευκὰ περισύρων τὸ χλωρόν· ἐφαίνετο δὲ ἐπὶ
ταῖς ῥάβδοις τὸ λευκόν, ὃ ἐλέπισε, ποικίλον.
Γεν. 30,37 Επήρε τότε ο Ιακώβ ράβδους χλωράς στύρακος, καρυδιάς
και πλατάνου, αφήρεσεν από αυτάς ένα μέρος του φλοιού των, ώστε να φαίνεται και
τα λευκόν ξυλώδες αυτών μέρος. Ετσι δε παρουσιάζοντο αι ράβδοι αυταί εις
ποικίλον χρωματισμόν, εις λευκόν από το ξύλον και εις φαιοπράσινον από τον
απομείναντα φλοιόν.
Γεν. 30,38 καὶ παρέθηκε τὰς
ῥάβδους, ἃς ἐλέπισεν ἐν τοῖς ληνοῖς τῶν
ποτιστηρίων τοῦ ὕδατος, ἵνα ὡς ἂν ἔλθωσι τὰ
πρόβατα πιεῖν ἐνώπιον τῶν ῥάβδων, ἐλθόντων αὐτῶν
πιεῖν, ἐγκισσήσωσι τὰ πρόβατα εἰς τὰς ῥάβδους·
Γεν. 30,38 Αυτάς δε τας ράβδους, τας οποίας έτσι είχεν
μισοαποφλοιώσει, τας ετοποθέτησεν εις τα ποτιστήρια, ώστε όταν τα πρόβατα του
Λαβαν έλθουν δια πότισμα να έχουν ενώπιόν των αυτάς τας ράβδους. Κατά δε το
πότισμα, διασταυρούμενα και γονιμοποιούμενα, θα βλέπουν τας ράβδους.
Γεν. 30,39 καὶ ἐνεκίσσων
τὰ πρόβατα εἰς τὰς ῥάβδους καὶ ἔτικτον τὰ
πρόβατα διάλευκα καὶ ποικίλα καὶ σποδοειδῆ ῥαντά.
Γεν. 30,39 Πράγματι δε τα αιγοπρόβατα συζευγνύμενα
εγονιμοποιούντο βλέποντα αυτάς τας ράβδους. Τα περισσότερα δε αρνία, τα οποία
έτσι εγεννώντο, ήοαν λευκά, ποικιλόχρωμα και διάστικτα, αρνιά στακτιά.
Γεν. 30,40 τοὺς δὲ ἀμνοὺς
διέστειλεν Ἰακὼβ καὶ ἔστησεν ἐναντίον τῶν
προβάτων κριὸν διάλευκον καὶ πᾶν ποικίλον ἐν τοῖς
ἀμνοῖς· καὶ διεχώρισεν ἑαυτῷ ποίμνια καθ᾿
ἑαυτὸν καὶ οὐκ ἔμιξεν αὐτὰ εἰς
τὰ πρόβατα Λάβαν.
Γεν. 30,40 Εξεχώριζε δε ο Ιακώβ τα διάστικτα αυτά προβατα από τα
άλλα. Ετοποθετούσε δε ενώπιον των διαστίκτων προβάτων κριον λευκόν και έτσι
εγεννώντο τα περισσότερα πρόβατα διάστικτα. Εξεχώριζεν έπειτα τα διάστικτα
πρόβατα, τα οποία κατά την προηγηθείσαν συμφωνίαν ήσαν ιδικά του και δεν τα
αναμίγνυε με τα άλλα τα λευκά, που ανήκον στον Λαβαν.
Γεν. 30,41 ἐγένετο δὲ ἐν
τῷ καιρῷ, ᾧ ἐνεκίσσων τὰ πρόβατα ἐν γαστρὶ
λαμβάνοντα, ἔθηκεν Ἰακὼβ τὰς ῥάβδους ἐναντίον
τῶν προβάτων ἐν τοῖς ληνοῖς τοῦ ἐγκισσῆσαι
αὐτὰ κατὰ τὰς ῥάβδους·
Γεν. 30,41 Κατά δε την κατάλληλον εποχήν, κατά την οποίαν
εγονιμοποιούντο τα πρόβατα ετοποθετούσεν ο Ιακώβ τας ποικιλοχρώμους ράβδους εις
τα ποτιστήρια ενώπιόν των ώστε να γίνεται η γονιμοποίησίς των τη ώραν, που θα
έβλεπαν τας ράβδους.
Γεν. 30,42 ἡνίκα δ᾿ ἂν
ἔτεκε τὰ πρόβατα, οὐκ ἐτίθει· ἐγένετο δὲ
τὰ μὲν ἄσημα τοῦ Λάβαν, τά δὲ ἐπίσημα τοῦ
Ἰακώβ.
Γεν. 30,42 Οταν δε ήρχετο ο καιρός να γεννήσουν τα πρόβατα και
να συλλάβουν εκ νέου και γεννήσουν, όπως ήτο επόμενον, ασθενέστερα αρνιά, δεν
ετοποθετούσε τας ράβδους ενώπιον αυτών. Κατ' αυτόν τον τρόπον τα μεν πρόβατα
του Λαβαν εγεννώντο ασθενικά, τα δε πρόβατα του Ιακώβ εύρωστα.
Γεν. 30,43 καὶ ἐπλούτισεν
ὁ ἄνθρωπος σφόδρα σφόδρα, καὶ ἐγένετο αὐτῷ
κτήνη πολλὰ καὶ βόες καὶ παῖδες, καὶ παιδίσκαι καὶ
κάμηλοι καὶ ὄνοι.
Γεν. 30,43 Εγινε δε ο Ιακώβ πάρα πολύ πλούσιος, απέκτησε ζώα
πολλά και βόδια, δούλους και δούλας, καμήλους και όνους.
ΓΕΝΕΣΙΣ
31
Γεν. 31,1 Ἤκουσε δὲ Ἰακὼβ
τὰ ῥήματα τῶν υἱῶν Λάβαν λεγόντων· εἴληφεν
Ἰακὼβ πάντα τὰ τοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ
ἐκ τῶν τοῦ πατρὸς ἡμῶν πεποίηκε πᾶσαν
τὴν δόξαν ταύτην.
Γεν. 31,1 Εφθασαν εις τα αυτιά του Ιακώβ πληροφορίαι, ότι
τα παιδιά του Λαβαν έλεγαν· “ο Ιακώβ επήρε όλα τα υπάρχοντα του πατρός μας και
από αυτά έκαμε όλην αυτού την μεγάλην περιουσίαν”.
Γεν. 31,2 καὶ εἶδεν Ἰακὼβ
τὸ πρόσωπον τοῦ Λάβαν, καὶ ἰδοὺ οὐκ ἦν
πρὸς αὐτὸν ὡσεὶ ἐχθὲς καὶ
τρίτην ἡμέραν.
Γεν. 31,2 Είδε δε και ο Ιακώβ σκυθρωπόν το πρόσωπον του
Λαβαν και αντελήφθη ότι η διάθεσίς του απέναντι αυτού δεν ήτο όπως προηγουμένως
φιλική, αλλ' είχε γίνει δυσμενής και εχθρική εξ αιτίας του φθόνου του.
Γεν. 31,3 εἶπε δὲ
Κύριος πρὸς Ἰακώβ· ἀποστρέφου εἰς τὴν γῆν
τοῦ πατρός σου καὶ εἰς τὴν γενεάν σου, καὶ ἔσομαι
μετὰ σοῦ.
Γεν. 31,3 Τοτε είπεν ο Κυριος προς τον Ιακώβ· “να
επιστρέψης εις την γην του πατρός σου, εις την γενεάν σου, και εγώ θα είμαι
μαζή σου υπερασπιστής και βοηθός”.
Γεν. 31,4 ἀποστείλας δὲ
Ἰακὼβ ἐκάλεσε Λείαν καὶ Ῥαχὴλ εἰς τὸ
πεδίον, οὗ ἦν τὰ ποίμνια.
Γεν. 31,4 Εστειλεν ο Ιακώβ άνθρωπον και εκάλεσε την Λείαν
και την Ραχήλ να έλθουν εις την πεδιάδα, όπου αυτός έβοσκε τα πρόβατα.
Γεν. 31,5 καὶ εἶπεν αὐταῖς·
ὁρῶ ἐγὼ τὸ πρόσωπον τοῦ πατρὸς ὑμῶν,
ὅτι οὐκ ἔστι πρὸς ἐμοῦ ὡς ἐχθὲς
καὶ τρίτην ἡμέραν· ὁ δὲ Θεὸς τοῦ
πατρός μου ἦν μετ᾿ ἐμοῦ.
Γεν. 31,5 Είπε δε εις τας γυναίκας του· “εγώ βλέπω το
πρόσωπον του πατρός σας σκυθρωπόν· η διάθεσίς του απέναντί μου δεν είναι πλέον
φιλική, όπως προηγουμένως. Ο Θεός όμως του πατρός μου ήτο και είναι μαζή μου.
Γεν. 31,6 καὶ αὐταὶ
δὲ οἴδατε, ὅτι ἐν πάσῃ τῇ ἰσχύϊ μου
δεδούλευκα τῷ πατρὶ ὑμῶν.
Γεν. 31,6 Και σεις αι ίδιαι γνωρίζετε καλά ότι, με όλην, μου
την δύναμιν, με ευσυνειδησίαν και τιμιότητα, εδούλευσα στον πατέρα σας.
Γεν. 31,7 ὁ δὲ πατὴρ
ὑμῶν παρεκρούσατό με καὶ ἤλλαξε τὸν μισθόν μου τῶν
δέκα ἀμνῶν, καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ ὁ
Θεὸς κακοποιῆσαί με.
Γεν. 31,7 Ο πατήρ σας όμως με ηπάτησε και τον ευτελή μισθόν
των δέκα προβάτων τον ήλλαξε· αλλά ο Θεός δεν του επέτρεψε να μου κάμη κάτι
κακόν.
Γεν. 31,8 ἐὰν οὕτως
εἴπῃ, τὰ ποικίλα ἔσται σου μισθός, καὶ τέξεται
πάντα τὰ πρόβατα ποικίλα· ἐὰν δὲ εἴπῃ,
τὰ λευκὰ ἔσται σου μισθός, καὶ τέξεται πάντα τὰ
πρόβατα λευκά·
Γεν. 31,8 Ο Θεός ήτο μαζή μου· εάν δε ο Λαβαν έλεγε τα
ποικιλόχρωμα πρόβατα θα είναι ο μισθός σου, όλα τα πρόβατα θα εγεννούσαν
ποικιλόχρωμα. Εάν δε έλεγεν ότι τα λευκά πρόβατα θα είναι ο μισθός σου, όλα τα
πρόβατα θα εγεννούσαν λευκά αρνιά.
Γεν. 31,9 καὶ ἀφείλετο
ὁ Θεὸς πάντα τὰ κτήνη τοῦ πατρὸς ὑμῶν
καὶ ἔδωκέ μοι αὐτά.
Γεν. 31,9 Ο δίκαιος Θεός αφήρεσεν όλα τα ζώα του πατρός σας
και τα έδωσεν εις εμέ·
Γεν. 31,10 καὶ ἐγένετο
ἡνίκα ἐνεκίσσων τὰ πρόβατα ἐν γαστρὶ λαμβάνοντα,
καὶ εἶδον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου ἐν τῷ ὕπνῳ,
καὶ ἰδοὺ οἱ τράγοι καὶ οἱ κριοὶ ἀναβαίνοντες
ἐπὶ τὰ πρόβατα καὶ τὰς αἶγας διάλευκοι καὶ
ποικίλοι καὶ σποδοειδεῖς ῥαντοί.
Γεν. 31,10 και συνέβη, ώστε, όταν τα πρόβατα συζευγνύμενα
έμεναν έγκυα, είδον στον ύπνον μου με τα ίδια μου τα μάτια, ότι οι τράγοι και
οι κριοι αναβαίνοντες επάνω εις τα πρόβατα και τας αίγας ήσαν όλοι λευκοί,
παρδαλοί, άτακτοι, διάστικτοι.
Γεν. 31,11 καὶ εἶπέ
μοι ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ καθ᾿ ὕπνον· Ἰακώβ·
ἐγὼ δὲ εἶπα· τί ἐστι;
Γεν. 31,11 Και μου είπεν ο άγγελος του Θεού στον ύπνον μου·
“Ιακώβ” ! Εγώ δε απήντησα· “τι είναι;”
Γεν. 31,12 καὶ εἶπεν·
ἀνάβλεψον τοῖς ὀφθαλμοῖς σου, καὶ ἰδὲ
τοὺς τράγους καὶ τοὺς κριοὺς ἀναβαίνοντας ἐπὶ
τὰ πρόβατα καὶ τὰς αἶγας διαλεύκους καὶ ποικίλους
καὶ σποδοειδεῖς ῥαντούς· ἑώρακα γάρ ὅσα σοι
Λάβαν ποιεῖ·
Γεν. 31,12 “Σηκωσε τα βλέματά σου, μου απήντησιν ο άγγελος.
και κύτταξε ότι οι τράγοι και οι κριοι αναβαίνοντες εις τα πρόβατα και τας
αίγας είναι λευκοί και ποικιλόχρωμοι και στακτοί και διάστικτοι. Αυτό είναι
σημειον ότι θα πολλαπλασιάσω τα ιδικά σου πρόβατα, διότι είδα τας αδικίας, τας
οποίας εν συνεχεία σου έχει κάμει ο Λαβαν.
Γεν. 31,13 ἐγώ εἰμι ὁ
Θεὸς ὁ ὀφθείς σοι ἐν τόπῳ Θεοῦ, οὗ ἤλειψάς
μοι ἐκεῖ στήλην καὶ ηὔξω μοι ἐκεῖ εὐχήν·
νῦν οὖν ἀνάστηθι καὶ ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς
ταύτης καὶ ἄπελθε εἰς τὴν γῆν τῆς γενέσεώς
σου, καὶ ἔσομαι μετὰ σοῦ.
Γεν. 31,13 Εγώ είμαι ο Θεός, ο οποίος εφανερώθην εις σε στον
ιερόν εκείνον τόπον, τον οποίον ωνόμασες συ “Οίκον Θεού”, εις την Βαιθήλ, όπου
συ μου έστησες στήλην, την οποίαν έχρισες με έλαιον και μου έκαμες ένα τάμα.
Σηκω, λοιπόν, τώρα και φύγε από την γην αυτήν και πήγαινε στον τόπον, όπου
εγεννήθης, και εγώ θα είμαι μαζή σου”.
Γεν. 31,14 καὶ ἀποκριθεῖσαι
Ῥαχὴλ καὶ Λεία εἶπαν αὐτῷ· μή ἐστιν
ἡμῖν ἔτι μερὶς ἢ κληρονομία ἐν τῷ οἴκῳ
τοῦ πατρὸς ἡμῶν;
Γεν. 31,14 Η Ραχήλ και η Λεία απεκρίθησαν εις αυτόν· “μήπως
και έχομεν τάχα ημείς μερίδιον η κληρονομίαν εις τα υπάρχοντα του πατρός μας;
Γεν. 31,15 οὐχ ὡς αἱ
ἀλλότριαι λελογίσμεθα αὐτῷ; πέπρακε γὰρ ἡμᾶς
καὶ καταβρώσει κατέφαγε τὸ ἀργύριον ἡμῶν.
Γεν. 31,15 Δεν μας εθεώρησεν ως ξένας πλέον απέναντί του;
Διότι μας επώλησε και κατέφαγεν αδίκως και παρανόμως το αργύριόν μας.
Γεν. 31,16 πάντα τὸν πλοῦτον
καὶ τὴν δόξαν, ἣν ἀφείλετο ὁ Θεὸς τοῦ
πατρὸς ἡμῶν, ἡμῖν ἔσται καὶ τοῖς
τέκνοις ἡμῶν. νῦν οὖν ὅσα σοι εἴρηκεν ὁ
Θεός, ποίει.
Γεν. 31,16 Ολος ο πλούτος και η δόξα, που αφήρεσεν ο Θεός από
τον πατέρα μας, ανήκει πλέον κατά λόγον δικαιοσύνης εις ημάς και εις τα παιδιά
μας. Πράξε λοιπόν τώρα, όπως σου είπεν ο Θεός”.
Γεν. 31,17 Ἀναστὰς δὲ
Ἰακὼβ ἔλαβε τὰς γυναῖκας αὐτοῦ καὶ
τὰ παιδία αὐτοῦ ἐπὶ τὰς καμήλους.
Γεν. 31,17 Ηγέρθη ο Ιακώβ, επήρε τας γυναίκας του, εφόρτωσε τα
παιδιά του εις τας καμήλους,
Γεν. 31,18 καὶ ἀπήγαγε
πάντα τὰ ὑπάρχοντα αὐτῷ, καὶ πᾶσαν τὴν
ἀποσκευὴν αὐτοῦ, ἣν περιεποιήσατο ἐν τῇ
Μεσοποταμίᾳ, καὶ πάντα τὰ αὐτοῦ ἀπελθεῖν
πρὸς Ἰσαὰκ τὸν πατέρα αὐτοῦ εἰς γῆν
Χαναάν.
Γεν. 31,18 επήρεν όλα τα υπάρχοντά του και τα παιδιά του, που
απέκτησεν εις Μεσοποταμίαν, και όλα τα πράγματά του, δια να επιστρέψη προς τον
Ισαάκ, τον πατέρα του, εις την γην Χαναάν.
Γεν. 31,19 Λάβαν δὲ ᾤχετο
κεῖραι τὰ πρόβατα αὐτοῦ· ἔκλεψε δὲ Ῥαχὴλ
τὰ εἴδωλα τοῦ πατρὸς αὐτῆς.
Γεν. 31,19 Τοτε ακριβώς ο Λαβαν είχε μεταβή, δια να κουρεύση
τα πρόβατά του. Η δε Ραχήλ έκλεψε τα ειδωλολατρικά αγαλμάτια του πατρός της.
Γεν. 31,20 ἔκρυψε δὲ Ἰακὼβ
Λάβαν τὸν Σύρον τοῦ μὴ ἀναγγεῖλαι αὐτῷ,
ὅτι ἀποδιδράσκει.
Γεν. 31,20 Ο Ιακώβ απέκρυψε την αναχώρησίν του και απέφυγε να
αναγγείλη στον Λαβαν τον Συρον, ότι φεύγει από εκεί δια την πατρίδα του.
Γεν. 31,21 καὶ ἀπέδρα
αὐτὸς καὶ τὰ αὐτοῦ πάντα καὶ διέβη τὸν
ποταμὸν καὶ ὥρμησεν εἰς τὸ ὄρος Γαλαάδ.
Γεν. 31,21 Εφυγε κρυφίως αυτός και όλα τα μετ' αυτού, διέβη
τον Ευφράτην ποταμόν και κατηυθύνθη ταχέως στο όρος Γαλαάδ.
Γεν. 31,22 ἀνηγγέλη δὲ
Λάβαν τῷ Σύρῳ τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ, ὅτι
ἀπέδρα Ἰακώβ,
Γεν. 31,22 Αλλά την τρίτην ημέραν από της αναχωρήσεώς του
ανήγγειλαν στον Λαβαν, ότι ο Ιακώβ έφυγε.
Γεν. 31,23 καὶ παραλαβὼν
τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ μεθ᾿ ἑαυτοῦ,
ἐδίωξεν ὀπίσω αὐτοῦ ὁδὸν ἡμερῶν
ἑπτὰ καὶ κατέλαβεν αὐτὸν ἐν τῷ ὄρει
Γαλαάδ.
Γεν. 31,23 Ωργισμένος ο Λαβαν επήρε μαζή του τους συγγενείς
του, κατεδίωξε τον Ιακώβ επί επτά ημέρας και τον επρόφθασεν στο όρος Γαλαάδ.
Γεν. 31,24 ἦλθε δὲ ὁ
Θεὸς πρὸς Λάβαν τὸν Σύρον καθ᾿ ὕπνον τὴν
νύκτα καὶ εἶπεν αὐτῷ· φύλαξε σεαυτόν, μήποτε λαλήσῃς
μετὰ Ἰακὼβ πονηρά.
Γεν. 31,24 Ο Θεός όμως παρουσιάσθη στον ύπνον κατά την νύκτα
προς τον Λαβαν και του είπε· “φυλάξου, μήπως τυχόν και είπης απειλητικά και
εχθρικά λόγια προς τον Ιακώβ”.
Γεν. 31,25 καὶ κατέλαβε
Λάβαν τὸν Ἰακώβ· Ἰακὼβ δὲ ἔπηξε τὴν
σκηνὴν αὐτοῦ ἐν τῷ ὄρει· Λάβαν δὲ
ἔστησε τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἐν τῷ
ὄρει Γαλαάδ.
Γεν. 31,25 Κατέφθασεν ο Λαβαν τον Ιακώβ. Ο Ιακώβ είχε στήσει
την σκηνήν του στο όρος Γαλαάδ, και ο Λαβαν κατεσκήνωσε τους συγγενείς του στο
ίδιον όρος.
Γεν. 31,26 εἶπε δὲ
Λάβαν τῷ Ἰακώβ· τί ἐποίησας; ἱνατί κρυφῇ ἀπέδρας
καὶ ἐκλοποφόρησάς με καὶ ἀπήγαγες τὰς θυγατέρας
μου ὡς αἰχμαλώτιδας μαχαίρᾳ;
Γεν. 31,26 Είπε δε ο Λαβαν στον Ιακώβ· “τι είναι αυτό που
έκαμες; Διατί εδραπέτευσες κρυφίως και με έκλεψες και απήγαγες μαζή σου τας
θυγατέρας μου, ως εάν συνέλαβες αυτάς αιχμαλώτους εις πόλεμον;
Γεν. 31,27 καὶ εἰ ἀνήγγειλάς
μοι, ἐξαπέστειλα ἄν σε μετ᾿ εὐφροσύνης καὶ μετὰ
μουσικῶν καὶ τυμπάνων καὶ κιθάρας,
Γεν. 31,27 Εάν μου έλεγες ότι είχες αποφασίσει να φύγης, θα σε
προέπεμπα με χαράν, με μουσικά όργανα, με τύμπανα και με κιθάρας.
Γεν. 31,28 καὶ οὐκ ἠξιώθην
καταφιλῆσαι τὰ παιδία μου καὶ τὰς θυγατέρας μου. νῦν
δὲ ἀφρόνως ἔπραξας.
Γεν. 31,28 Ετσι όμως που έφυγες, δεν αξιώθηκα να φιλήσω τα
εγγόνια μου και τας θυγατέρας μου. Ενήργησες λοιπόν κατά ένα τρόπον
απερίσκεπτον και προσβλητικόν δι' εμέ.
Γεν. 31,29 καὶ νῦν ἰσχύει
ἡ χείρ μου κακοποιῆσαί σε· ὁ δὲ Θεὸς τοῦ
πατρός σου ἐχθὲς εἶπε πρός με λέγων· φύλαξε σεαυτόν, μή
ποτε λαλήσῃς μετὰ Ἰακὼβ πονηρά.
Γεν. 31,29 Και τώρα έως την δύναμιν να σε τιμωρήσω. Δεν σου
κάμνω όμως κανένα κακόν, διότι ο Θεός του πατρός σου μου ώμιλησε χθες λέγων·
Φυλάξου μήπως τυχόν είπης λόγια εχθρικά και απειλητικά εναντίον του Ιακώβ.
Γεν. 31,30 νῦν οὖν
πεπόρευσαι· ἐπιθυμίᾳ γὰρ ἐπεθύμησας ἀπελθεῖν
εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός σου· ἱνατί ἔκλεψας
τοὺς θεούς μου;
Γεν. 31,30 Αλλά πολύ καλά· τώρα έχεις πλέον αναχωρήσει, διότι
σφοδρώς επεθύμησες να επιστρέψης στον οίκον του πατρός σου. Διατί όμως έκλεψες
τα αγαλμάτια των θεών μου;”
Γεν. 31,31 ἀποκριθεὶς
δὲ Ἰακὼβ εἶπε τῷ Λάβαν· ὅτι ἐφοβήθην·
εἶπα γάρ· μή ποτε ἀφέλῃς τὰς θυγατέρας σου ἀπ᾿
ἐμοῦ καὶ πάντα τὰ ἐμά.
Γεν. 31,31 Απεκρίθη ο Ιακώβ και είπεν στον Λαβαν· “ανεχώρησα
κρυφίως, διότι εφοβήθηκα. Εσκέφθηκα ότι, εάν σου ανεκοίνωνα την αναχώρησίν μου,
ίσως συ θα μου κρατούσες τας θυγατέρας σου και όλα τα υπάρχοντά μου.
Γεν. 31,32 καὶ εἶπεν Ἰακώβ·
παρ᾿ ᾧ ἂν εὕρῃς τοὺς θεούς σου, οὐ
ζήσεται ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν· ἐπίγνωθι
τί ἐστι παρ᾿ ἐμοὶ τῶν σῶν καὶ λαβέ.
καὶ οὐκ ἐπέγνω παρ᾿ αὐτῷ οὐδέν. οὐκ
ᾔδει δὲ Ἰακώβ, ὅτι Ῥαχὴλ ἡ γυνὴ
αὐτοῦ ἔκλεψεν αὐτούς.
Γεν. 31,32 Ως προς δε την κλοπήν των αγαλματίων σου, είπεν ο
Ιακώβ, σου λέγω τούτο ότι δεν θα ζήση αλλά θα φονευθή ενώπιον όλων ημών
εκείνος, στον οποίον θα εύρης τους θεούς σου. Ερεύνησε λοιπόν, τι από τα ιδικά
σου πράγματα υπάρχει μεταξύ εκείνων, που μου ανήκουν, και πάρε τα”. Ελεγε δε
αυτά ο Ιακώβ, διότι δεν εγνώριζεν ότι η σύζυγός του η Ραχήλ είχε κλέψει τα
ειδωλολατρικά αγαλματάκια.
Γεν. 31,33 εἰσελθὼν δὲ
Λάβαν ἠρεύνησεν εἰς τὸν οἶκον Λείας καὶ οὐχ
εὗρεν· καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ οἴκου
Λείας καὶ ἠρεύνησε τὸν οἶκον Ἰακὼβ καὶ
ἐν τῷ οἴκῳ τῶν δύο παιδισκῶν καὶ οὐχ
εὗρεν. εἰσῆλθε δὲ καὶ εἰς τὸν οἶκον
Ῥαχήλ.
Γεν. 31,33 Εισήλθεν ο Λαβαν εις την σκηνήν της Λείας, ηρεύνησε
και δεν ευρήκε τίποτε. Εξήλθεν από την σκηνήν της Λείας, ηρεύνησε την σκηνήν
του Ιακώβ, όπως επίσης και την σκηνήν των δυό θεραπαινίδων, και σκηνήν της
Ραχήλ, όπου επίσης δεν ευρήκε τίποτε,
Γεν. 31,34 Ῥαχὴλ δὲ
ἔλαβε τὰ εἴδωλα καὶ ἐνέβαλεν αὐτὰ εἰς
τὰ σάγματα τῆς καμήλου καὶ ἐπεκάθισεν αὐτοῖς.
Γεν. 31,34 διότι η Ραχήλ επήρε τα ειδωλολατρικά αγαλμάτια, τα
ετοποθέτησεν στο σάγμα της καμήλου, εκάθισεν επάνω εις αυτό,
Γεν. 31,35 καὶ εἶπε τῷ
πατρὶ αὐτῆς· μὴ βαρέως φέρε, κύριε· οὐ
δύναμαι ἀναστῆναι ἐνώπιόν σου, ὅτι τὰ κατ᾿ ἐθισμὸν
τῶν γυναικῶν μοι ἐστίν· ἠρεύνησε δὲ Λάβαν ἐν
ὅλῳ τῷ οἴκῳ καὶ οὐχ εὗρε τὰ
εἴδωλα.
Γεν. 31,35 και είπεν στον πατέρα της· “μη οργισθής εναντίον
μου, κύριε, που κάθομαι. Δεν ημπορώ να σηκωθώ ενώπιόν σου, διότι μου συμβαίνουν
τα συνήθη εις τας γυναίκας φαινόμενα”. Ο Λαβαν έφυγεν από αυτήν, ηρεύνησεν όλην
την σκηνήν και δεν ευρήκε τα είδωλα.
Γεν. 31,36 ὠργίσθη δὲ Ἰακὼβ
καὶ ἐμαχέσατο τῷ Λάβαν· ἀποκριθεὶς δὲ Ἰακὼβ
εἶπε τῷ Λάβαν· τί τὸ ἀδίκημά μου καὶ τί τὸ
ἁμάρτημά μου, ὅτι κατεδίωξας ὀπίσω μου
Γεν. 31,36 Ωργίσθη τότε ο Ιακώβ και απηύθυνε δριμείας φράσεις
εναντίον του Λαβαν. Του είπεν· “ποιό είναι λοιπόν το αδίκημά μου και ποιό είναι
το αμάρτημά μου, ένεκα του οποίου με εκυνήγησες έως εδώ;
Γεν. 31,37 καὶ ὅτι ἠρεύνησας
πάντα τὰ σκεύη τοῦ οἴκου μου; τί εὗρες ἀπὸ
πάντων τῶν σκευῶν τοῦ οἴκου σου; θές ὧδε ἐνώπιον
τῶν ἀδελφῶν σου καὶ τῶν ἀδελφῶν μου,
καὶ ἐλεγξάτωσαν ἀνὰ μέσον τῶν δύο ἡμῶν.
Γεν. 31,37 Ηρεύνησες όλα τα πράγματα των σκηνών μου, τι από τα
ιδικά σου σκεύη ευρήκες εις τα πράγματά μου; Ειπέ εδώ ενώπιον των ιδικών σου
και των ιδικών μου ανθρώπων τα παράπονά σου. Ας κρίνουν και ας δικάσουν αυτοί
μεταξύ μας.
Γεν. 31,38 ταῦτά μοι εἴκοσιν
ἔτη ἐγώ εἰμι μετὰ σοῦ· τὰ πρόβατά σου
καὶ αἱ αἶγές σου οὐκ ἠτεκνώθησαν· κριοὺς
τῶν προβάτων σου οὐ κατέφαγον·
Γεν. 31,38 Εγώ είκοσιν ολόκληρα έτη έμεινα και ειργάσθην μαζή
σου. Τα πρόβατά σου και τα γίδια σου δεν έμειναν στείρα, αλλά
επολλαπλασιάσθησαν. Τους κριους και τα πρόβατά σου δεν έφαγον.
Γεν. 31,39 θηριάλωτον οὐκ ἐνήνοχά
σοι, ἐγὼ ἀπετίννυον παρ᾿ ἐμαυτοῦ κλέμματα ἡμέρας
καὶ κλέμματα νυκτός·
Γεν. 31,39 Δεν σου έφερα ποτέ πρόβατον κατασπαραχθέν από τα
θηρία, διότι εφύλαττα άγρυπνος τα κοπάδια σου. Επλήρωνα από τα ιδικά μου κάθε
τι, που συνέβαινε να κλαπή είτε ημέραν είτε νύκτα.
Γεν. 31,40 ἐγενόμην τῆς
ἡμέρας συγκαιόμενος τῷ καύματι καὶ τῷ παγετῷ τῆς
νυκτός, καὶ ἀφίστατο ὁ ὕπνος μου ἀπὸ τῶν
ὀφθαλμῶν μου.
Γεν. 31,40 Δια να φυλάσσω τα πρόβατά σου, εφλογιζόμουν κατά το
διάστημα της ημέρας από το καύμα του ηλίου και κατά την νύκτα εξεπάγιαζα από το
ψύχος και έφευγεν ο ύπνος από τα μάτια μου.
Γεν. 31,41 ταῦτά μοι εἴκοσιν
ἔτη ἐγώ εἰμι ἐν τῇ οἰκίᾳ σου· ἐδούλευσά
σοι δεκατέσσαρα ἔτη ἀντὶ τῶν δύο θυγατέρων σου καὶ
ἓξ ἔτη ἐν τοῖς προβάτοις σου, καὶ παρελογίσω τὸν
μισθόν μου δέκα ἀμνάσιν.
Γεν. 31,41 Ολα αυτά τα είκοσιν έτη με τέτοιαν πίστιν και
αφοσίωσιν έμεινα και εδούλευσα εις σέ. Δέκα τέσσαρα έτη σε εδούλευσα δια τας
δύο θυγατέρας σου και εξ έτη δια τα πρόβατά σου. Και παρ' όλα αυτά συ δια τον
μισθόν της ποιμάνσεως των προβάτων σου με ηπάτησες και μου έδωσες δέκα,
ελάχιστα δηλαδή, πρόβατα.
Γεν. 31,42 εἰ μὴ ὁ
Θεὸς τοῦ πατρός μου Ἁβραὰμ καὶ ὁ φόβος Ἰσαὰκ
ἦν μοι, νῦν ἂν κενόν με ἐξαπέστειλας· τὴν
ταπείνωσίν μου καὶ τὸν κόπον τῶν χειρῶν μου εἶδεν
ὁ Θεὸς καὶ ἤλεγξέ σε ἐχθές.
Γεν. 31,42 Εάν δε δεν ήτο μαζή μου ο Θεός του πάππου μου
Αβραάμ, ο Θεός τον οποίον εφοβείτο ο πατήρ μου Ισαάκ, θα με έδιωχνες με αδειανά
τα χέρια. Την αδικίαν σου όμως αυτήν και τον κόπον των χειρών μου είδεν ο Θεός.
Δι' αυτό και σε ήλεγξε χθές”.
Γεν. 31,43 ἀποκριθεὶς
δὲ Λάβαν εἶπε τῷ Ἰακώβ· αἱ θυγατέρες
θυγατέρες μου, καὶ οἱ υἱοὶ υἱοί μου, καὶ τὰ
κτήνη κτήνη μου, καὶ πάντα, ὅσα σὺ ὁρᾷς, ἐμά
ἐστι καὶ τῶν θυγατέρων μου· τί ποιήσω ταύταις σήμερον ἢ
τοῖς τέκνοις αὐτῶν, οἷς ἔτεκον;
Γεν. 31,43 Εντροπιασμένος ο Λαβαν, και θέλων να δικαιολογηθή
είπεν στον Ιακώβ· “αι θυγατέρες σου είναι θυγατέρες μου, τα παιδιά σου παιδιά
μου, τα κτήνη σου κτήνη μου και όλα όσα συ βλέπεις είναι ιδικά μου και των
θυγατέρων μου. Τι λοιπόν κακόν ημπορώ να κάμω εγώ σήμερον εις αυτάς, και εις τα
εγγόνια μου, τα οποία αυταί εγέννησαν;
Γεν. 31,44 νῦν οὖν δεῦρο
διαθώμεθα διαθήκην ἐγώ τε καὶ σύ, καὶ ἔσται εἰς
μαρτύριον ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ, εἶπε
δὲ αὐτῷ· ἰδοὺ οὐδεὶς μεθ᾿ ἡμῶν
ἐστιν, ἰδέ, ὁ Θεὸς μάρτυς ἀνὰ μέσον ἐμοῦ
καὶ σοῦ.
Γεν. 31,44 Ελα λοιπόν και ας κάμωμεν μίαν επίσημον συμφωνίαν
εγώ και συ, η οποία θα μένη ως τρανή μαρτυρία φιλίας μεταξύ εμού και σου”.
Προσέθεσεν ακόμη ο Λαβαν· “ιδού κανένας μάρτυς δεν υπάρχει μεταξύ μας, αλλά ως
μάρτυς υπάρχει μεταξύ εμού και σου ο Θεός”.
Γεν. 31,45 λαβὼν δὲ Ἰακὼβ
λίθον ἔστησεν αὐτὸν στήλην.
Γεν. 31,45 Επήρεν λοιπόν ο Ιακώβ ένα λίθον τον έστησεν ως
αναμνηστικήν στήλην της συμφωνίας,
Γεν. 31,46 εἶπε δὲ Ἰακὼβ
τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ· συλλέγετε λίθους. καὶ
συνέλεξαν λίθους καὶ ἐποίησαν βουνόν, καὶ ἔφαγον ἐκεῖ
ἐπὶ τοῦ βουνοῦ.
Γεν. 31,46 και είπεν στους ανθρώπους του· “συλλέξατε λίθους”.
Εκείνοι συνέλεξαν λίθους και έκαμαν σωρόν. Πλησίον δε αυτού του σωρού έφαγον ο
Ιακώβ και ο Λαβαν και οι άνθρωποί των εις πίστωσιν της φιλίας των.
Γεν. 31,47 καὶ εἶπεν αὐτῷ
Λάβαν· ὁ βουνὸς οὗτος μαρτυρεῖ ἀνὰ
μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ σήμερον.
Γεν. 31,47 Είπε δε ο Λαβαν προς τον Ιακώβ· “ο σωρός αυτός των
λίθων είναι μάρτυς της συμφωνίας, η οποία συνήφθη σήμερον μεταξύ εμού και σου”.
Γεν. 31,48 καὶ ἐκάλεσεν
αὐτὸν Λάβαν Βουνὸς τῆς μαρτυρίας. Ἰακὼβ δὲ
ἐκάλεσεν αὐτὸν Βουνὸς μάρτυς. εἶπε δὲ Λάβαν
τῷ Ἰακώβ· ἰδοὺ ὁ βουνὸς οὗτος καὶ
ἡ στήλη, ἣν ἔστησα ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ
σοῦ, μαρτυρεῖ ὁ βουνὸς οὗτος, καὶ μαρτυρεῖ
ἡ στήλη αὕτη· διὰ τοῦτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα
αὐτοῦ, Βουνὸς μαρτυρεῖ.
Γεν. 31,48 Ωνόμασε δε ο Λαβαν τον σωρόν αυτόν “Βουνόν της
μαρτυρίας”, ο δε Ιακώβ τον ωνόμαοε “Βουνός μάρτυς”. Είπε δε Λαβαν στον Ιακώβ·
“ιδού, ο σωρός αυτός και η στήλη, την οποίαν έστησα μεταξύ εμού και σου, είναι
μάρτυς της συμφωνίας, την οποίαν εκλείσαμεν εδώ”. Δια τούτο ωνομάσθη ο τόπος
εκείνος “Βουνός μαρτυρεί” (Γαλαάδ).
Γεν. 31,49 καὶ ἡ Ὅρασις,
ἣν εἶπεν· ἐπίδοι ὁ Θεὸς ἀνὰ
μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ, ὅτι ἀποστησόμεθα ἕτερος
ἀφ᾿ ἑτέρου.
Γεν. 31,49 “Το βλέμμα του Θεού είναι επάνω μας”. Και είπεν ο
Λαβαν στον Ιακώβ· “είθε να ίδη και να κρίνη ο Θεός την διαγωγήν, που θα
δείξωμεν ο ένας απέναντι του αλλού, διότι μετ' ολίγον θα χωρίσωμεν ο ένας από
τον άλλον.
Γεν. 31,50 εἰ ταπεινώσεις τὰς
θυγατέρας μου, εἰ λήψῃ γυναῖκας πρὸς ταῖς
θυγατράσι μου, ὅρα, οὐδεὶς μεθ᾿ ἡμῶν ἐστιν
ὁρῶν· Θεὸς μάρτυς μεταξὺ ἐμοῦ καὶ
μεταξὺ σοῦ.
Γεν. 31,50 Πρόσεξε, μήπως κακομεταχειρισθής τας θυγατέρας μου,
μήπως τυχόν και λάβης άλλας συζύγους κοντά εις αυτάς. Πρόσεξε ! Κανείς δεν
υπάρχει μεταξύ μας ως μάρτυς, ο οποίος μας βλέπει. Ο Θεός μόνον είναι μάρτυς
μεταξύ εμού και σου και Εκείνος θα σε τιμωρήση, εάν παραβής την συμφωνίαν μας
Γεν. 31,51 καὶ εἶπε
Λάβαν τῷ Ἰακώβ· ἰδοὺ ὁ βουνὸς οὗτος
καὶ μάρτυς ἡ στήλη αὕτη.
Γεν. 31,51 Είπεν ακόμη ο Λαβαν στον Ιακώβ· “ιδού ο σωρός αυτός
των λίθων και η στήλη αυτή είναι μάρτυρες της συμφωνίας μας,
Γεν. 31,52 ἐὰν τε γὰρ
ἐγὼ μὴ διαβῶ πρὸς σὲ μηδὲ σὺ
διαβῇς πρός με τὸν βουνὸν τοῦτον καὶ τὴν
στήλην ταύτην ἐπὶ κακίᾳ,
Γεν. 31,52 ότι ούτε εγώ θα διαβώ πρυς το μέρος σου εναντίον σου
ούτε και συ θα περάσης τον σωρόν αυτόν και την στήλην αυτήν με εχθρικάς
διαθέσεις εναντίον μου.
Γεν. 31,53 ὁ Θεὸς Ἁβραὰμ
καὶ ὁ Θεὸς Ναχὼρ κρινεῖ ἀνὰ μέσον ἡμῶν.
Γεν. 31,53 Ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ναχώρ θα είναι
κριτής μεταξύ μας”.
Γεν. 31,54 καὶ ὤμοσεν Ἰακὼβ
κατὰ τοῦ φόβου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ἰσαάκ,
καὶ ἔθυσε θυσίαν ἐν τῷ ὄρει καὶ ἐκάλεσε
τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ, καὶ ἔφαγον καὶ
ἔπιον καὶ ἐκοιμήθησαν ἐν τῷ ὄρει.
Γεν. 31,54 Και ωρκίσθη ο Ιακώβ ενώπιον του Θεού, τον οποίον
επίστευε και εσέβετο ο πατήρ του Ισαάκ, προσέφερε θυσίαν στο όρος εκείνο,
προσεκάλεσε τους ιδικούς του και έφαγον και έπιον και εκοιμήθησαν στο όρος
εκείνο.
Γεν. 31,55 ἀναστὰς δὲ
Λάβαν τὸ πρωΐ κατεφίλησε τοὺς υἱοὺς καὶ τὰς
θυγατέρας αὐτοῦ καὶ εὐλόγησεν αὐτούς, καὶ ἀποστραφεὶς
Λάβαν ἀπῆλθεν εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ.
Γεν. 31,55 Το πρωϊ ήγερθη ο Λαβαν, κατεφίλησε τα εγγόνια του
και τας θυγατέρας του, τους ηυχήθη και επιστρέψας επανήλθεν στον τόπον του.
ΓΕΝΕΣΙΣ
32
Γεν. 32,1 Καὶ Ἰακὼβ
ἀπῆλθεν εἰς τὴν ὁδὸν ἑαυτοῦ. καὶ
ἀναβλέψας εἶδε παρεμβολὴν Θεοῦ παρεμβεβληκυῖαν,
καὶ συνήντησαν αὐτῷ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ.
Γεν. 32,1 Επειτα από τα γεγονότα αυτά συνέχισεν ο Ιακώβ την
πορείαν του δια την Χαναάν. Εις κάποιαν στιγμήν εσήκωσε τα βλέμματά του και
είδε παρατεταγμένον ένα θείον στράτευμα, που απετελείτο από αγγέλους Θεού, και
οι οποίοι τον συνήντησαν.
Γεν. 32,2 εἶπε δὲ Ἰακώβ,
ἡνίκα εἶδεν αὐτούς· παρεμβολὴ Θεοῦ αὕτη·
καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου
Παρεμβολαί.
Γεν. 32,2 Οταν τους είδεν ο Ιακώβ είπε· “τούτο το στράτευμα
είναι στράτευμα Θεού”. Δια τούτο ωνόμασε τον τόπον εκείνον “Παρεμβολαί”, δηλαδή
στρατόπεδα.
Γεν. 32,3 Ἀπέστειλε δὲ
Ἰακὼβ ἀγγέλους ἔμπροσθεν αὐτοῦ πρὸς Ἡσαῦ
τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ εἰς γῆν Σηείρ, εἰς
χώραν Ἐδώμ.
Γεν. 32,3 Οταν δε επλησίαζε προς τα μέρη της Χαναάν, έστειλε
προς τον αδελφόν του Ησαύ εις την περιοχήν Σηείρ- η οποία αργότερα ωνομάσθη
Εδώμ- αγγελιαφόρους,
Γεν. 32,4 καὶ ἐνετείλατο
αὐτοῖς λέγων· οὕτως ἐρεῖτε τῷ κυρίῳ
μου Ἡσαῦ· οὕτως λέγει ὁ παῖς σου Ἰακώβ·
μετὰ Λάβαν παρῴκησα, καὶ ἐχρόνισα ἕως τοῦ νῦν,
Γεν. 32,4 στους οποίους έδωσεν εντολήν· “έτσι θα ομιλήσετε
προς τον κύριόν μου τον Ησαύ· Ο δούλός σου ο Ιακώβ σου ανακοινώνει· παρέμεινα
ως ξένος και πάροικος μαζή με τον Λαβαν και εβράδυνα πλησίον του έως τώρα.
Γεν. 32,5 καὶ ἐγένοντό
μοι βόες καὶ ὄνοι καὶ πρόβατα καὶ παῖδες καὶ
παιδίσκαι, καὶ ἀπέστειλα ἀναγγεῖλαι τῷ κυρίῳ
μου Ἡσαῦ, ἵνα εὕρῃ ὁ παῖς σου χάριν ἐναντίον
σου.
Γεν. 32,5 Απέκτησα βόδια και όνους και πρόβατα και δούλους
και δούλας· έστειλα δε αγγελιαφόρους να αναγγείλουν τούτο στον κύριόν μου τον
Ησαύ, δια να εύρω εγώ, ο δούλος σου, χάριν ενώπιόν σου και γίνω ευμενώς δεκτός
από σέ”.
Γεν. 32,6 καὶ ἀνέστρεψαν
οἱ ἄγγελοι πρὸς Ἰακὼβ λέγοντες· ἤλθομεν
πρὸς τὸν ἀδελφόν σου Ἡσαῦ, καὶ ἰδοὺ
αὐτὸς ἔρχεται εἰς συνάντησίν σοι καὶ τετρακόσιοι ἄνδρες
μετ᾿ αὐτοῦ.
Γεν. 32,6 Οι αγγελιαφόροι εξετελεσαν την παραγγελίαν και
επέστρεψαν προς τον Ιακώβ λέγοντες· “μετέβημεν προς τον αδελφόν σου τον Ησαύ,
του ανηγγείλαμεν όσα μας είπες και ιδού αυτός έρχεται εις συνάντησίν σου μαζή
με τετρακοσίους άνδρας”.
Γεν. 32,7 ἐφοβήθη δὲ Ἰακὼβ
σφόδρα, καὶ ἠπορεῖτο. καὶ διεῖλε τὸν λαὸν
τὸν μεθ᾿ ἑαυτοῦ καὶ τοὺς βόας καὶ τὰς
καμήλους καὶ τὰ πρόβατα εἰς δύο παρεμβολάς,
Γεν. 32,7 Ο Ιακώβ εφοβήθη πολύ και περιέπεσεν εις μεγάλην
απορίαν. Διεχώρισε τους ανθρώπους του και τα βόδια και τας καμήλους και τα
πρόβατα εις δύο μεγάλας ομάδας.
Γεν. 32,8 καὶ εἶπεν Ἰακώβ·
ἐὰν ἔλθῃ Ἡσαῦ εἰς παρεμβολὴν
μίαν καὶ κόψῃ αὐτήν, ἔσται ἡ παρεμβολὴ ἡ
δευτέρα εἰς τὸ σώζεσθαι.
Γεν. 32,8 Φοβούμενος δε εκδίκησιν εκ μέρους του αδελφού του
είπεν· “εάν επιτεθή ο Ησαύ εναντίον της πρώτης ομάδος και την κατακόψη, θα
είναι δυνατόν να διασωθή η δευτέρα ομάς”.
Γεν. 32,9 εἶπε δὲ Ἰακώβ·
ὁ Θεὸς τοῦ πατρός μου Ἁβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς
τοῦ πατρός μου Ἰσαάκ, Κύριε σὺ ὁ εἰπών μοι, ἀπότρεχε
εἰς τὴν γῆν τῆς γενέσεώς σου καὶ εὖ σε
ποιήσω,
Γεν. 32,9 Προσηυχήθη δε προς τον Θεόν και είπεν· “ω Θεέ του
πάππου μου Αβραάμ και του πατρός μου του Ισαάκ, συ Κυριε, ο οποίος μου είπες
γύρισε ταχέως στον τόπον της γεννήσεώς σου και εγώ θα σε προστατεύσω και θα σε
ευλογήσω,
Γεν. 32,10 ἱκανούσθω μοι ἀπὸ
πάσης δικαιοσύνης καὶ ἀπὸ πάσης ἀληθείας, ἧς ἐποίησας
τῷ παιδί σου· ἐν γὰρ τῇ ῥάβδῳ μου ταύτῃ
διέβην τὸν Ἰορδάνην τοῦτον, νυνὶ δὲ γέγονα εἰς
δύο παρεμβολάς.
Γεν. 32,10 όπως προηγουμένως με ηυλόγησες και έμεινα ευχαριστημένος
από όλας τας ευεργεσίας που μου έκαμες, έτσι δείξε και τώρα εις εμέ το έλεός
σου. Τοτε με μόνην περιουσίαν το ραβδί μου αυτό επέρασα τον ποταμόν τούτον τον
Ιορδάνην. Τωρα δε επιστρέφω κύριος δύο στρατοπέδων.
Γεν. 32,11 ἐξελοῦ με ἐκ
χειρὸς τοῦ ἀδελφοῦ μου, ἐκ χειρὸς Ἡσαῦ,
ὅτι φοβοῦμαι ἐγὼ αὐτόν, μή ποτε ἐλθὼν
πατάξῃ με καὶ μητέρα ἐπὶ τέκνοις.
Γεν. 32,11 Γλύτωσέ με και τώρα, Κυριε, από τα χέρια του
αδελφού μου Ησαύ, διότι εγώ τον φοβούμαι, μήπως και επέλθη εναντίον μας και
φονεύση εμέ και μητέρας και τέκνα.
Γεν. 32,12 σὺ δὲ εἶπας·
εὖ σε ποιήσω καὶ θήσω τὸ σπέρμα σου ὡς τὴν ἄμμον
τῆς θαλάσσης, ἣ οὐκ ἀριθμηθήσεται ἀπὸ τοῦ
πλήθους.
Γεν. 32,12 Συ μου έχεις υποσχεθή· Εγώ θα σε ευλογήσω και θα
αυξήσω τους απογόνους σου ωσάν την άμμον της θαλάσσης, η οποία δια το πλήθος
αυτής δεν είναι δυνατόν να αριθμηθή” !
Γεν. 32,13 καὶ ἐκοιμήθη
ἐκεῖ τὴν νύκτα ἐκείνην. καὶ ἔλαβεν ὧν
ἔφερε δῶρα καὶ ἐξαπέστειλεν Ἡσαῦ τῷ ἀδελφῷ
αὐτοῦ,
Γεν. 32,13 Εκοιμήθη ο Ιακώβ εκεί την νύκτα εκείνην. Από τα δώρα
δέ, τα οποία έφερε μαζή του, επήρε και έστειλε προς τον αδελφόν του τον Ησαύ,
δια να τον εξευμενίση,
Γεν. 32,14 αἶγας διακοσίας,
τράγους εἴκοσι, πρόβατα διακόσια, κριοὺς εἴκοσι,
Γεν. 32,14 διακοσίας αίγας, είκοσι τράγους, διακόσια πρόβατα,
είκοσι κριούς,
Γεν. 32,15 καμήλους θηλαζούσας, καὶ
τὰ παιδία αὐτῶν τριάκοντα, βόας τεσσαράκοντα, ταύρους δέκα, ὄνους
εἴκοσι καὶ πώλους δέκα.
Γεν. 32,15 τριάκοντα καμήλους με τα νεογέννητα παιδιά των, τα
οποία και εθήλαζον, τεσσαράκοντα βόδια, δέκα ταύρους, είκοσιν όνους και δέκα
πωλάρια.
Γεν. 32,16 καὶ ἔδωκεν
αὐτὰ τοῖς παισὶν αὐτοῦ ποίμνιον κατὰ
μόνας. εἶπε δὲ τοῖς παισὶν αὐτοῦ·
προπορεύεσθε ἔμπροσθέν μου, καὶ διάστημα ποιεῖτε ἀνὰ
μέσον ποίμνης καὶ ποίμνης.
Γεν. 32,16 Εδωκεν εις ένα έκαστον από τους δούλους του
ωρισμένον αριθμόν από αυτά και τους είπεν· “προχωρείτε εμπρός από εμέ· αφήνετε
διαστήματα μεταξύ της μιας αγέλης των ζώων και της άλλης.
Γεν. 32,17 καὶ ἐνετείλατο
τῷ πρώτῳ, λέγων· ἐάν σοι συναντήσῃ Ἡσαῦ
ὁ ἀδελφός μου καὶ ἐρωτᾷ σε, λέγων· τίνος εἶ
καὶ ποῦ πορεύῃ, καὶ τίνος ταῦτα τὰ προπορευόμενά
σου;
Γεν. 32,17 Εδωσε δε εντολήν στον δούλον, ο οποίος θα
επροχωρούσε πρώτος λέγων· “εάν σε συναντήση ο αδελφός μου ο Ησαύ και σε
ερωτήση, τίνος είσαι και που πηγαίνεις και εις ποίον ανήκουν αυτά τα ζώα, που
οδηγείς εμπρός σου;
Γεν. 32,18 ἐρεῖς·
τοῦ παιδός σου Ἰακώβ· δῶρα ἀπέσταλκε τῷ κυρίῳ
μου Ἡσαῦ, καὶ ἰδοὺ αὐτὸς ὀπίσω ἡμῶν.
Γεν. 32,18 Θα απαντήσης· Ανήκουν στον δούλον σου τον Ιακώβ·
είναι δώρα, τα οποία αποστέλλει στον κύριόν του, τον Ησαύ. Αυτός δε ο ίδιος
έρχεται πίσω από ημάς”.
Γεν. 32,19 καὶ ἐνετείλατο
τῷ πρώτῳ καὶ τῷ δευτέρῳ καὶ τῷ τρίτῳ
καὶ πᾶσι τοῖς προπορευομένοις ὀπίσω τῶν ποιμνίων
τούτων, λέγων· κατὰ τὸ ῥῆμα τοῦτο λαλήσατε Ἡσαῦ
ἐν τῷ εὑρεῖν ὑμᾶς αὐτὸν
Γεν. 32,19 Εδωσεν εντολήν στον πρώτον και στον δεύτερον και
στον τρίτον και εις όλους εκείνους, οι οποίοι επορεύοντο εμπρός από αυτόν, πίσω
από τα κοπάδια τούτων των ζώων λέγων· “έτσι θα ομιλήσετε όλοι σας προς τον
Ησαύ, όταν αυτός σας συναντήση.
Γεν. 32,20 καὶ ἐρεῖτε·
ἰδοὺ ὁ παῖς σου Ἰακὼβ παραγίνεται ὀπίσω
ἡμῶν. εἶπε γάρ· ἐξιλάσομαι τὸ πρόσωπον αὐτοῦ
ἐν τοῖς δώροις τοῖς προπορευομένοις αὐτοῦ, καὶ
μετὰ τοῦτο ὄψομαι τὸ πρόσωπον αὐτοῦ· ἴσως
γὰρ προσδέξεται τὸ πρόσωπόν μου.
Γεν. 32,20 Θα του είπετε· Ιδού ο δούλος σου. Ο Ιακώβ, έρχεται
έπειτα από ημάς”. Επραξε δε τοιουτοτρόπως ο Ιακώβ, διότι εσκέφθη· Θα εξευμενίσω
τον αδελφόν μου με τα δώρα, που θα προηγηθούν και κατόπιν θα ίδω αυτόν
προσωπικώς. Διότι ίσως συγκινημένος από τα δώρα της αγάπης μου με υποδεχθή με
ευμένειαν.
Γεν. 32,21 καὶ προεπορεύετο
τὰ δῶρα κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ, αὐτὸς δὲ
ἐκοιμήθη τὴν νύκτα ἐκείνην ἐν τῇ παρεμβολῇ.
Γεν. 32,21 Οι φέροντες τα κοπάδια ως δώρα επροπορεύοντο από τον
Ιακώβ. Αυτός δέ, κατά την εσπέραν εκείνην, εκοιμήθη εις την κατασκήνωσιν.
Γεν. 32,22 Ἀναστὰς δὲ
τὴν νύκτα ἐκείνην ἔλαβε τὰς δύο γυναῖκας καὶ
τὰς δύο παιδίσκας καὶ τὰ ἕνδεκα παιδία αὐτοῦ
καὶ διέβη τὴν διάβασιν τοῦ Ἰαβώκ·
Γεν. 32,22 Κατά την νύκτα όμως εσηκώθη, επήρε τας δύο γυναίκας
του, τας δύο θεραπαινίδας και τα ένδεκα παιδιά του και επέρασε μαζή με αυτά εις
βατόν σημείον τον παραπόταμον του Ιορδάνου, τον Ιαβώκ.
Γεν. 32,23 καὶ ἔλαβεν
αὐτοὺς καὶ διέβη τὸν χειμάῤῥουν καὶ
διεβίβασε πάντα τὰ αὐτοῦ.
Γεν. 32,23 Μαζή δε με τους ανθρώπους του αυτούς διεβίβασε εις
την αντίπεραν όχθην του Ιαβώκ και όλα τα υπάρχοντά του
Γεν. 32,24 ὑπελείφθη δὲ
Ἰακὼβ μόνος, καὶ ἐπάλαιεν ἄνθρωπος μετ᾿ αὐτοῦ
ἕως πρωΐ.
Γεν. 32,24 Αυτός δε ο ίδιος έμεινε μόνος του εδώθε από τον
Ιαβώκ. Εκεί δε ένας άνθρωπος επάλαιεν εναντίον του καθ' όλην την νύκτα, έως το
πρωϊ.
Γεν. 32,25 εἶδε δέ, ὅτι
οὐ δύναται πρὸς αὐτόν, καὶ ἥψατο τοῦ πλάτους
τοῦ μηροῦ αὐτοῦ, καὶ ἐνάρκησε τὸ
πλάτος τοῦ μηροῦ Ἰακὼβ ἐν τῷ παλαίειν αὐτὸν
μετ᾿ αὐτοῦ.
Γεν. 32,25 Είδε δε ο αντίπαλος αυτός ότι δεν δύναται να νικήση
τον Ιακώβ. Ηγγισε τότε το πλατύ άνω μέρος του μηρού του Ιακώβ και καθώς
συνέχιζε την πάλην κατά του Ιακώβ ενάρκωσε το μέρος αυτό του μηρού.
Γεν. 32,26 καὶ εἶπεν αὐτῷ·
ἀπόστειλόν με· ἀνέβη γὰρ ὁ ὄρθρος. ὁ δὲ
εἶπεν· οὐ μή σε ἀποστείλω, ἐὰν μή με εὐλογήσῃς.
Γεν. 32,26 Ο άνθρωπος εκείνος είπε τότε στον Ιακώβ· “άφησέ με να
φύγω, διότι εξημέρωσε”. Ο δε Ιακώβ του απήντησε· “δεν θα σε αφήσω να φύγης, εάν
πρώτον δεν με ευλογήσης”.
Γεν. 32,27 εἶπε δὲ αὐτῷ·
τί τὸ ὄνομά σου ἐστίν, ὁ δὲ εἶπεν· Ἰακώβ.
Γεν. 32,27 Ο άνθρωπος εκείνος του είπε· “ποίον είναι το όνομά
σου;” Εκείνος του απήντησεν· “Ιακώβ”.
Γεν. 32,28 καὶ εἶπεν αὐτῷ·
οὐ κληθήσεται ἔτι τὸ ὄνομά σου Ἰακώβ, ἀλλ᾿
Ἰσραὴλ ἔσται τὸ ὄνομά σου, ὅτι ἐνίσχυσας
μετὰ Θεοῦ, καὶ μετ᾿ ἀνθρώπων δυνατὸς ἔσῃ.
Γεν. 32,28 Είπε δε εις αυτόν ο άγνωστος εκείνος άνθρωπος· “δεν
θα ονομάζεσαι πλέον Ιακώβ, αλλά θα λέγεσαι Ισραήλ, διότι εφάνης ισχυρός
απέναντι του Θεού. Επομένως μη φοβήσαι θα είσαι ισχυρός και απέναντι των
ανθρώπων”.
Γεν. 32,29 ἠρώτησε δὲ Ἰακὼβ
καὶ εἶπεν· ἀνάγγειλόν μοι τὸ ὄνομά σου. καὶ
εἶπεν· ἱνατί τοῦτο ἐρωτᾶς σὺ τὸ ὄνομά
μου; καὶ εὐλόγησεν αὐτὸν ἐκεῖ.
Γεν. 32,29 Τοτε ηρώτησεν αυτόν ο Ιακώβ και του είπε· “πές μου το
όνομά σου”. Εκείνος του είπε· “διατί συ ερωτάς και έχεις την περιέργειαν να
μάθης το όνομά μου;” Ο άγνωστος εκείνος άνθρωπος, άγγελος Θεού, ηυλόγησε τον
Ιακώβ στον τόπον εκείνον.
Γεν. 32,30 καὶ ἐκάλεσεν
Ἰακὼβ τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου, Εἶδος
Θεοῦ· εἶδον γὰρ Θεὸν πρόσωπον πρὸς πρόσωπον,
καὶ ἐσώθη μου ἡ ψυχή.
Γεν. 32,30 Και εκάλεσεν ο Ιακώβ τον τόπον εκείνον· “εμφάνισιν
Θεού” (Φανουήλ), διότι είπεν· “είδον τον Θεόν πρόσωπον προς πρόσωπον και παρ' όλον
τούτο εσώθη η ζωη μου και δεν απέθανον”.
Γεν. 32,31 ἀνέτειλε δὲ
αὐτῷ ὁ ἥλιος, ἡνίκα παρῆλθε τὸ εἶδος
τοῦ Θεοῦ· αὐτὸς δέ ἐπέσκαζε τῷ μηρῷ
αὐτοῦ·
Γεν. 32,31 Οταν δε απήλθεν η θεία εμφάνισις, ανέτειλεν ο ήλιος.
Ο δε Ιακώβ εχώλαινεν στον μηρόν του.
Γεν. 32,32 ἕνεκεν τούτου οὐ
μὴ φάγωσιν υἱοὶ Ἰσραὴλ τὸ νεῦρον, ὃ
ἐνάρκησεν, ὅ ἐστιν ἐπὶ τοῦ πλάτους τοῦ
μηροῦ, ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης, ὅτι ἥψατο τοῦ
πλάτους τοῦ μηροῦ Ἰακὼβ τοῦ νεύρου, ὃ ἐνάρκησεν.
Γεν. 32,32 Δια τούτο οι Ιουδαίοι δεν τρώγουν το νεύρον μέχρι σήμερον
από τον μηρόν των ζώων εις εκείνο το σημείον, το οποίον εναρκώθη κατά την
πάλην, διότι ο Θεός ήγγισε το νεύρον στο πλάτος τούτο του μηρού, το οποίον και
εναρκώθη.
ΓΕΝΕΣΙΣ
33
Γεν. 33,1 Ἀναβλέψας δὲ
Ἰακὼβ τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ εἶδε
καὶ ἰδοὺ Ἡσαῦ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ
ἐρχόμενος καὶ τετρακόσιοι ἄνδρες μετ᾿ αὐτοῦ.
καὶ διεῖλεν Ἰακὼβ τὰ παιδία ἐπὶ Λείαν
καὶ ἐπί Ῥαχὴλ καὶ τὰς δύος παιδίσκας.
Γεν. 33,1 Επειτα από το γεγονός αυτό και αφού πλέον είχεν
ανατείλει ο ήλιος, εσήκωσε τα μάτια του ο Ιακώβ και είδε· και ιδού ο Ησαύ ο
αδελφός του ήρχετο και μαζή με αυτόν τετρακόσιοι άνδρες, Ο Ιακώβ εμοίρασε τα
παιδιά του εις τρεις ομάδας, την μίαν με την Λείαν, την άλλην με την Ραχήλ και
την τρίτην με τας δύο δούλας.
Γεν. 33,2 καὶ ἔθετο τὰς
δύο παιδίσκας καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτῶν ἐν
πρώτοις καὶ Λείαν καὶ τὰ παιδία αὐτῆς ὀπίσω
καὶ Ῥαχὴλ καὶ Ἰωσὴφ ἐσχάτους.
Γεν. 33,2 Εβαλε τας δύο δούλας μαζή με τα παιδιά, που είχεν
αποκτήσει από αυτάς, εις την πρώτην σειράν, την Λείαν και τα παιδιά της πίσω
από αυτήν, την δε Ραχήλ με τον Ιωσήφ έθεσε τελευταία.
Γεν. 33,3 αὐτὸς δὲ
προῆλθεν ἔμπροσθεν αὐτῶν καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ
τὴν γῆν ἑπτάκις ἕως τοῦ ἐγγίσαι τῷ ἀδελφῷ
αὐτοῦ.
Γεν. 33,3 Ο ίδιος δε ο Ιακώβ επροχώρησεν εμπρός από αυτούς.
Επτά φορές επρασκύνησε μέχρις εδάφους, έως ότου πλησιάση τον αδελφόν του.
Γεν. 33,4 καὶ προσέδραμεν Ἡσαῦ
εἰς συνάντησιν αὐτῷ καὶ περιλαβὼν αὐτὸν
προσέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ
κατεφίλησεν αὐτὸν καὶ ἔκλαυσαν ἀμφότεροι.
Γεν. 33,4 Ο δε Ησαύ έτρεξεν εις συνάντησιν του αδελφού του,
τον ενηγκαλίσθη, έπεσεν στον τράχηλον αυτού και τον κατεφίλησε. Και οι δύο με
βαθείαν συγκίνησιν έκλαυσαν.
Γεν. 33,5 καὶ ἀναβλέψας
Ἡσαῦ εἶδε τὰς γυναῖκας καὶ τὰ παιδία
καὶ εἶπε· τί ταῦτά σοι ἐστίν; ὁ δὲ εἶπε·
τὰ παιδία, οἷς ἠλέησεν ὁ Θεὸς τὸν παῖδά
σου.
Γεν. 33,5 Εσήκωσε τα μάτια του τότε ο Ησαύ, είδε τας
γυναίκας και τα παιδιά και τον ηρώτησε· “τι σου είναι αυτά;” Και ο Ιακώβ
απήντησεν· “είναι τα παιδιά, τα οποία ο Θεός ηλέησε τον δούλον σου να
αποκτήση”.
Γεν. 33,6 καὶ προσήγγισαν αἱ
παιδίσκαι καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν καὶ προσεκύνησαν,
Γεν. 33,6 Επλησίασαν τον Ησαύ αι δούλαι και τα τέκνα των,
και τον προσεκύνησαν.
Γεν. 33,7 καὶ προσήγγισε
Λεία καὶ τὰ τέκνα αὐτῆς καὶ προσεκύνησαν. καὶ
μετὰ ταῦτα προσήγγισε Ῥαχὴλ καὶ Ἰωσὴφ
καὶ προσεκύνησαν.
Γεν. 33,7 Επλησίασεν η Λεία και τα τέκνα της και τον προσεκύνηοαν.
Επειτα δε επλησίασεν η Ραχήλ και ο Ιωσήφ και τον προσεκύνησαν.
Γεν. 33,8 καὶ εἶπε·
τί ταῦτά σοι ἐστί, πᾶσαι αἱ παρεμβολαί αὗται, αἷς
ἀπήντηκα; ὁ δὲ εἶπεν· ἵνα εὕρῃ ὁ
παῖς σου χάριν ἐναντίον σου, κύριε.
Γεν. 33,8 Ηρώτησεν έπειτα ο Ησαύ· “τι είναι όλα αυτά τα
κοπάδια των ζώων, τα οποία καθώς ηρχόμην συνήντησα;” Ο δε Ιακώβ απήντησε· “σου
τα προσέφερα, κύριε, εγώ ο δούλος σου, δια να εύρω χάριν ενώπιόν σου και γίνω
ευμενώς δεκτός”.
Γεν. 33,9 εἶπε δὲ Ἡσαῦ·
ἔστι μοι πολλά, ἀδελφέ· ἔστω σοι τὰ σά.
Γεν. 33,9 “Αδελφέ, είπεν ο Ησαύ, έχω και εγώ πολλά. Κράτησε
τα ιδικά σου.
Γεν. 33,10 εἶπε δὲ Ἰακώβ·
εἰ εὗρον χάριν ἐναντίον σου, δέξαι τὰ δῶρα διὰ
τῶν ἐμῶν χειρῶν· ἕνεκεν τούτου εἶδον τὸ
πρόσωπόν σου, ὡς ἄν τις ἴδοι πρόσωπον Θεοῦ, καὶ εὐδοκήσεις
με.
Γεν. 33,10 Είπεν ο Ιακώβ· “επειδή ευρήκα καλωσύνην και
ευμένειαν ενώπιόν σου, δέξου σε παρακαλώ τα δώρα, που με τα ίδια μου τα χέρια
σου προσφέρω. Δια την ευμενή αυτήν υποδοχήν, που μου έκαμες, είδα το πρόσωπόν
σου, όπως βλέπει κανείς το πρόσωπον του Θεού.
Γεν. 33,11 λαβὲ τὰς εὐλογίας
μου, ἃς ἤνεγκά σοι, ὅτι ἠλέησέ με ὁ Θεὸς καὶ
ἔστι μοι πάντα. καὶ ἐβιάσατο αὐτὸν καὶ ἔλαβε·
Γεν. 33,11 Παρε λοιπόν τα δώρα αυτά της αγάπης και του
σεβασμού μου, τα οποία σου προσφέρω, διότι ο Θεός με ηλέησε και έχω πλούσια τα
πάντα”. Επέμεινε πολύ ο Ιακώβ, ώστε ο Ησαύ υπεχώρησε και τα έλαβε.
Γεν. 33,12 καὶ εἶπεν·
ἀπάραντες πορευσώμεθα ἐπ᾿ εὐθεῖαν.
Γεν. 33,12 Ο Ησαύ είπε· “λοιπόν, ας σηκωθώμεν τώρα και ας
βαδίσωμεν μαζή επί της ευθείας αυτής οδού”.
Γεν. 33,13 εἶπε δὲ αὐτῷ·
ὁ κύριός μου γινώσκει, ὅτι τὰ παιδία ἁπαλώτερα καὶ
τὰ πρόβατα καὶ αἱ βόες λοχεύονται ἐπ᾿ ἐμέ·
ἐὰν οὖν καταδιώξω αὐτὰ ἡμέραν μίαν, ἀποθανοῦνται
πάντα τὰ κτήνη.
Γεν. 33,13 Ο δε Ιακώβ απήντησεν· “Ο Ησαύ, ο κύριός μου, βλέπει
ότι τα παιδιά μου είναι μικρά και τρυφερά, τα πρόβατα και τα βόδια μου μόλις
έχουν γεννήσει· εάν λοιπόν τα εξαναγκάσω να βαδίσουν, έστω και μίαν ημέραν, θα
αποθάνουν όλα τα ζώα μου από την κόπωσιν.
Γεν. 33,14 προελθέτω ὁ
κύριός μου ἔμπροσθεν τοῦ παιδὸς αὐτοῦ, ἐγὼ
δὲ ἐνισχύσω ἐν τῇ ὁδῷ κατὰ σχολὴν
τῆς πορεύσεως τῆς ἐναντίον μου καὶ κατὰ πόδα τῶν
παιδαρίων, ἕως τοῦ ἐλθεῖν με πρὸς τὸν
κύριόν μου εἰς Σηείρ.
Γεν. 33,14 Ας προχωρήση ο κύριός μου εμπρός από τον δούλον του
και εγώ θα καταβάλω προσπάθειαν να τον ακολουθήσω στον δρόμον, ανάλογα με την
πορείαν των ζώων, που θα προπορεύωνται από εμέ και ανάλογα της αντοχής, που θα
έχουν τα παιδιά μου στο βάδισμα, έως ότου καταφθάσω και συναντήσω τον κύριόν
μου στο όρος Σηείρ.
Γεν. 33,15 εἶπε δὲ Ἡσαῦ·
καταλείψω μετὰ σοῦ ἀπὸ τοῦ λαοῦ τοῦ
μετ᾿ ἐμοῦ. ὁ δὲ εἶπεν· ἱνατί τοῦτο;
ἱκανόν, ὅτι εὗρον χάριν ἐναντίον σου, κύριε.
Γεν. 33,15 Ο Ησαύ είπεν στον Ιακώβ· “θα αφήσω τότε μαζή σου
μερικούς από τους ανθρώπους μου, δια να σε συνοδεύσουν”. Ο δε Ιακώβ είπε·
“διατί να κάμης τούτο; Είναι αρκετόν, κύριε, ότι έγινα ευμενώς δεκτός από σέ”.
Γεν. 33,16 ἀπέστρεψε δὲ
Ἡσαῦ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ εἰς
τὴν ὁδὸν αὐτοῦ εἰς Σηείρ.
Γεν. 33,16 Επέστρεψεν ο Ησαύ κατά την ιδίαν εκείνην ημέραν εις
Σηείρ δια της αυτής οδού, από την οποίαν είχεν έλθει.
Γεν. 33,17 Καὶ Ἰακὼβ
ἀπαίρει εἰς σκηνάς· καὶ ἐποίησεν ἑαυτῷ
ἐκεῖ οἰκίας καὶ τοῖς κτήνεσιν αὐτοῦ ἐποίησε
σκηνάς· διὰ τοῦτο ἐκάλεσε τὸ ὄνομα τοῦ
τόπου ἐκείνου, Σκηναί.
Γεν. 33,17 Ο Ιακώβ επορεύθη τότε στοποθεσίαν, την οποίαν
ωνόμασε “Σκηναί”. Εκεί δε ανοικοδόμησε οικίας δια τον εαυτόν του, δια δε τα
κτήνη του κατεσκεύασε στάνες. Δια τούτο εκάλεσε το όνομα του τόπου εκείνου
“Σκηναί”.
Γεν. 33,18 καὶ ἦλθεν Ἰακὼβ
εἰς Σαλὴμ πόλιν Σικίμων, ἥ ἐστιν ἐν γῇ
Χαναάν, ὅτε ἐπανῆλθεν ἐκ τῆς Μεσοποταμίας Συρίας,
καὶ παρενέβαλε κατὰ πρόσωπον τῆς πόλεως.
Γεν. 33,18 Μετέβη κατόπιν ο Ιακώβ από εκεί εις την Σαλήμ,
πλησίον της πόλεως των Σικίμων (Συχεμιτών), η οποία ευρίσκεται εις την χώραν
Χαναάν. Αυτά δε έγιναν, όταν επέστρεψεν από την Μεσοποταμίαν της Συρίας και
εγκοττεστάθη πλησίον αυτής της πόλεως.
Γεν. 33,19 καὶ ἐκτήσατο
τὴν μερίδα τοῦ ἀγροῦ, οὗ ἔστησεν ἐκεῖ
τὴν σκηνὴν αὐτοῦ, παρὰ Ἐμὼρ πατρὸς
Συχὲμ ἑκατὸν ἀμνῶν.
Γεν. 33,19 Ηγόρασε δε το τμήμα του αγρού, όπου εγκατεστάθη, από
τον Εμμώρ τον πατέρα του Συχέμ, αντί εκατόν αμνών.
Γεν. 33,20 καὶ ἔστησεν
ἐκεῖ θυσιαστήριον καὶ ἐπεκαλέσατο τὸν Θεὸν Ἰσραήλ.
Γεν. 33,20 Εκεί δε έκτισε και αφιέρωσε θυσιαστήριον και
προσηυχήθη στον Θεόν του Ισραήλ.
ΓΕΝΕΣΙΣ
34
Γεν. 34,1 Ἐξῆλθε δὲ
Δείνα ἡ θυγάτηρ Λείας, ἣν ἔτεκε τῷ Ἰακώβ,
καταμαθεῖν τὰς θυγατέρας τῶν ἐγχωρίων.
Γεν. 34,1 Η Δείνα, η θυγάτηρ του Ιακώβ και της Λείας,
εβγήκεν από την περιοχήν, όπου είχεν εγκατασταθή ο πατήρ της, δια να γνωρίση
τας γυναίκας της πόλεως Συχέμ.
Γεν. 34,2 καὶ εἶδεν αὐτὴν
Συχὲμ ὁ υἱὸς Ἐμμὼρ ὁ Εὐαῖος,
ὁ ἄρχων τῆς γῆς καὶ λαβὼν αὐτήν, ἐκοιμήθη
μετ᾿ αὐτῆς καὶ ἐταπείνωσεν αὐτήν.
Γεν. 34,2 Ο Συχέμ, ο υιός του Εμμώρ, ο ανήκων εις την φυλήν
των Ευαίων, άρχων της χώρας εκείνης, ήρπασε την Δείναν, εκοιμήθη μετ' αυτής και
την διέφθειρε.
Γεν. 34,3 καὶ προσέσχε τῇ
ψυχῇ Δείνας τῆς θυγατρὸς Ἰακὼβ καὶ ἠγάπησε
τὴν παρθένον καὶ ἐλάλησε κατὰ τὴν διάνοιαν τῆς
παρθένου αὐτῇ.
Γεν. 34,3 Και προσεκολλήθη με όλην του την ψυχήν εις την
Δείναν, την θυγατέρα του Ιακώβ, ωμίλησε προς αυτήν κατά την καρδίαν της, ώστε
την κατέκτησε.
Γεν. 34,4 εἶπε Συχὲμ
πρὸς Ἐμμὼρ τὸν πατέρα αὐτοῦ λέγων·
λαβέ μοι τὴν παῖδα ταύτην εἰς γυναῖκα.
Γεν. 34,4 Είπε δε ο Συχέμ προς τον πατέρα του τον Εμμώρ·
“φρόντισε με κάθε τρόπον, να πάρω σύζυγόν μου την κόρην αυτήν”.
Γεν. 34,5 Ἰακὼβ δὲ
ἤκουσεν, ὅτι ἐμίανεν ὁ υἱὸς Ἐμμὼρ
Δείναν τὴν θυγατέρα αὐτοῦ· οἱ δὲ υἱοὶ
αὐτοῦ ἦσαν μετὰ τῶν κτηνῶν αὐτοῦ
ἐν τῷ πεδίῳ. παρεσιώπησε δὲ Ἰακὼβ ἕως
τοῦ ἐλθεῖν αὐτούς.
Γεν. 34,5 Ο Ιακώβ επληροφορήθη ότι ο υιός του Εμμώρ
διέφθειρε την θυγατέρα του, την Δείναν. Τα παιδιά του ευρίσκοντο με τα κοπάδια
εις την πεδιάδα. Δεν είπε δε τίποτε, έως ότου επέστρεψαν τα παιδιά του.
Γεν. 34,6 ἐξῆλθε δὲ
Ἐμμὼρ ὁ πατὴρ Συχὲμ πρὸς Ἰακὼβ
λαλῆσαι αὐτῷ.
Γεν. 34,6 Εν τω μεταξύ ο Εμμώρ, ο πατήρ του Συχέμ, μετέβη
προς τον Ιακώβ, δια να συνομιλήση μαζή του σχετικά με την υπόθεσιν αυτήν.
Γεν. 34,7 οἱ δὲ υἱοὶ
Ἰακὼβ ἦλθον ἐκ τοῦ πεδίου· ὡς δὲ
ἤκουσαν, κατενύγησαν οἱ ἄνδρες, καὶ λυπηρὸν ἦν
αὐτοῖς σφόδρα, ὅτι ἄσχημον ἐποίησεν ἐν Ἰσραὴλ
κοιμηθεὶς μετὰ τῆς θυγατρός Ἰακώβ, καὶ οὐχ
οὕτως ἔσται.
Γεν. 34,7 Τοτε δε τα παιδιά του Ιακώβ επέστρεψαν από την
πεδιάδα. Οταν δε ήκουσαν το γεγονός, επληγώθησαν και ηγανάκτησαν, διότι τους
εφάνη πάρα πολύ οδυνηρόν το κακόν, το οποίον ο Συχέμ έκαμεν εναντίον της
οικογενείας Ισραήλ κοιμηθείς με την θυγατέρα του Ιακώβ. Κατ ουδένα λόγον δεν
έπρεπε να έχη γίνει τούτο.
Γεν. 34,8 καὶ ἐλάλησεν
Ἐμμὼρ αὐτοῖς λέγων· Συχὲμ ὁ υἱός
μου προείλετο τῇ ψυχῇ τὴν θυγατέρα ὑμῶν·
δότε οὖν αὐτὴν αὐτῷ γυναῖκα
Γεν. 34,8 Ο Εμμώρ ωμίλησε τότε προς τον πατέρα και τους
αδελφούς της Δείνας και είπεν· “η καρδιά του παιδιού μου, του Συχέμ, έχει
ισχυρότατα προσκολληθή εις την θυγατέρα αας. Δώστε λοιπόν, σας παρακαλώ, αυτήν
ως σύζυγόν του.
Γεν. 34,9 καὶ ἐπιγαμβρεύσασθε
ἡμῖν· τὰς θυγατέρας ὑμῶν δότε ἡμῖν
καὶ τὰς θυγατέρας ἡμῶν λάβετε τοῖς υἱοῖς
ὑμῶν.
Γεν. 34,9 Από εδώ δε και στο εξής ας γίνωνται αμοιβαίοι
γάμοι μεταξύ των λαών μας. Δώστε μας τας θυγατέρας σας ως συζύγους και πάρετε
τας θυγατέρας μας ως συζύγους των υιών σας.
Γεν. 34,10 καὶ ἐν ἡμῖν
κατοικεῖτε, καὶ ἡ γῆ ἰδοὺ πλατεῖα ἐναντίον
ὑμῶν· κατοικεῖτε καὶ ἐμπορεύεσθε ἐπ᾿
αὐτῆς καὶ ἐγκτᾶσθε ἐν αὐτῇ.
Γεν. 34,10 Να κατοικήτε δε ελευθέρως μαζή μας. Η ιδική μας χώρα
είναι μεγάλη και ευρύχωρος ενώπιόν σας. Κατοικείτε εις αυτήν και κινείσθε με
ελευθερίαν όπου θέλετε, και αποκτήσατε ιδιοκτησίας εις αυτήν”.
Γεν. 34,11 εἶπε δὲ Συχὲμ
πρὸς τὸν πατέρα αὐτῆς καὶ πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς
αὐτῆς· εὕροιμι χάριν ἐναντίον ὑμῶν, καὶ
ὃ ἐὰν εἴπητε, δώσομεν.
Γεν. 34,11 Ο ίδιος δε ο Συχέμ παρεκάλεσε τον πατέρα της Δείνας
και τους αδελφούς της λέγων· “ας εύρω χάριν ενώπιόν σας και ας γίνη δεκτή η
αίτησίς μας, και ο,τι μας ζητήσετε θα σας το δώσωμεν.
Γεν. 34,12 πληθύνατε τὴν
φερνὴν σφόδρα, καὶ δώσω καθότι ἂν εἴπητέ μοι, καὶ
δώσατέ μοι τὴν παῖδα ταύτην εἰς γυναῖκα.
Γεν. 34,12 Αυξήσατε πολύ την προίκα και θα σας δώσω ο,τι μου
είπετε, αρκεί να μου δώσετε την κόρην αυτήν ως σύζυγον”.
Γεν. 34,13 ἀπεκρίθησαν δὲ
οἱ υἱοὶ Ἰακὼβ τῷ Συχὲμ καὶ Ἐμμὼρ
τῷ πατρὶ αὐτοῦ μετὰ δόλου καὶ ἐλάλησαν
αὐτοῖς, ὅτι ἐμίαναν Δείνα τὴν ἀδελφὴν
αὐτῶν,
Γεν. 34,13 Τα παιδιά του Ιακώβ απεκρίθησαν με δολιότητα στον
Συχέμ και τον Εμμώρ, διότι ήθελαν να τους εκδικηθούν, επειδή διέφθειραν την
αδελφήν των την Δείναν,
Γεν. 34,14 καὶ εἶπαν αὐτοῖς
Συμεὼν καὶ Λευὶ οἱ ἀδελφοὶ Δείνας· οὐ
δυνησόμεθα ποιῆσαι τὸ ῥῆμα τοῦτο, δοῦναι τὴν
ἀδελφὴν ἡμῶν ἀνθρώπῳ, ὃς ἔχει ἀκροβυστίαν·
ἔστι γὰρ ὄνειδος ἡμῖν.
Γεν. 34,14 και είπαν προς αυτούς οι αδελφοί της Δείνας, ο
Συμεών και ο Λευϊ· “δεν θα ημπορέσωμεν να εκπληρώσωμεν το αίτημά σας, να
δώσωμεν την αδελφήν μας εις άνθρωπον απερίτμητον, διότι τούτο αποτελεί μεγάλην
εντροπήν δι' ημάς.
Γεν. 34,15 μόνον ἐν τούτῳ
ὁμοιωθησόμεθα ὑμῖν καὶ κατοικήσομεν ἐν ὑμῖν,
ἐὰν γένησθε ὡς ἡμεῖς καὶ ὑμεῖς ἐν
τῷ περιτμηθῆναι ὑμῶν πᾶν ἀρσενικόν.
Γεν. 34,15 Μονον δια της πράξεως αυτής θα γίνωμεν όμοιοί σας
και θα κατοικήσωμεν μαζή σας, εάν δηλαδή σεις γίνετε όπως ημείς, εάν περιτμηθή
κάθε αρσενικόν τέκνον σας.
Γεν. 34,16 καὶ δώσομεν τὰς
θυγατέρας ἡμῶν ὑμῖν καὶ ἀπό τῶν
θυγατέρων ὑμῶν ληψόμεθα ἡμῖν γυναῖκας καὶ οἰκήσομεν
παρ᾿ ὑμῖν καὶ ἐσόμεθα ὡς γένος ἕν.
Γεν. 34,16 Τοτε θα δώσωμεν τας θυγατέρας μας εις σας ως
συζύγους, και ημείς θα πάρωμεν από τας θυγατέρας σας ως συζύγους, θα
κατοικήσωμεν κοντά σας και θα γίνωμεν ως εάν είμεθα μία φυλή.
Γεν. 34,17 ἐὰν δὲ
μὴ εἰσακούσητε ἡμῶν τοῦ περιτεμέσθαι, λαβόντες τὴν
θυγατέρα ἡμῶν ἀπελευσόμεθα.
Γεν. 34,17 Εάν όμως δεν δεχθήτε την πρότασίν μας και δεν
θελήσετε να περιτμηθήτε, ημείς θα πάρωμεν την κόρην μας την Δείναν και θα
φύγωμεν”.
Γεν. 34,18 καὶ ἤρεσαν
οἱ λόγοι ἐναντίον Ἐμμὼρ καὶ ἐναντίον Συχὲμ
τοῦ υἱοῦ Ἐμμώρ.
Γεν. 34,18 Ηρεσαν οι λόγοι αυτοί στον Εμμώρ και τον υιόν του
Συχέμ.
Γεν. 34,19 καὶ οὐκ ἐχρόνισεν
ὁ νεανίσκος τοῦ ποιῆσαι τὸ ῥῆμα τοῦτο·
ἐνέκειτο γὰρ τῇ θυγατρὶ Ἰακώβ· αὐτὸς
δὲ ἦν ἐνδοξότατος πάντων τῶν ἐν τῷ οἴκῳ
τοῦ πατρὸς αὐτοῦ.
Γεν. 34,19 Δεν εβράδυνε δε ο νεαρός Συχέμ να περιτμηθή, διότι
είχε δώσει πλέον την καρδιά του εις την θυγατέρα του Ιακώβ. Αυτός δε ήτο
ενδοξότατος μεταξύ όλων εις την οικογένειαν του πατρός του.
Γεν. 34,20 ἦλθε δὲ Ἐμμὼρ
καὶ Συχὲμ ὁ υἱὸς αὐτοῦ πρὸς τὴν
πύλην τῆς πόλεως αὐτῶν καὶ ἐλάλησαν πρὸς τοὺς
ἄνδρας τῆς πόλεως αὐτῶν λέγοντες·
Γεν. 34,20 Ο Εμμώρ και ο Συχέμ, ο υιός του, ήλθον εις την πύλην
της πόλεως, στον τόπον της συγκεντρώσεως των ανδρών, ελάλησαν προς τους άνδρας
της πόλεως και είπαν προς αυτούς·
Γεν. 34,21 οἱ ἄνθρωποι
οὗτοι εἰρηνικοί εἰσι, μεθ᾿ ἡμῶν οἰκείτωσαν
ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐμπορευέσθωσαν αὐτήν,
ἡ δὲ γῆ ἰδοὺ πλατεῖα ἐναντίον αὐτῶν.
τὰς θυγατέρας αὐτῶν ληψόμεθα ἡμῖν γυναῖκας
καὶ τὰς θυγατέρας ἡμῶν δώσομεν αὐτοῖς.
Γεν. 34,21 “Αυτοί οι άνθρωποι είναι ειρηνικοί, ας κατοικήσουν
μαζή με ημάς εις την χώραν αυτήν, ας κινούνται ελευθέρως εις αυτήν και ας την
εκμεταλλεύωνται. Η χώρα μας άλλωστε είναι ευρύχωρος ενώπιον αυτών και έχει
ανάγκην από την εργασίαν των. Τας θυγατέρας των θα τας λάβωμεν ημείς ως
συζύγους και θα δώσωμεν εις αυτούς ως συζύγους τας θυγατέρας μας.
Γεν. 34,22 ἐν τούτῳ
μόνον ὁμοιωθήσονται ἡμῖν οἱ ἄνθρωποι τοῦ
κατοικεῖν μεθ᾿ ἡμῶν, ὥστε εἶναι λαὸν ἕνα,
ἐν τῷ περιτεμέσθαι ἡμῶν πᾶν ἀρσενικόν, καθὰ
καὶ αὐτοὶ περιτέτμηνται.
Γεν. 34,22 Κατά τούτο μόνον θα γίνουν οι άνθρωποι αυτοί όμοιοι
με ημάς, δια να κατοικούν μαζή μας, ώστε να γίνωμεν ένας λαός, εάν περιτμηθή
κάθε αρσενικόν τέκνον μας, όπως και αυτοί έχουν περιτμηθή.
Γεν. 34,23 καὶ τὰ
κτήνη αὐτῶν καὶ τὰ τετράποδα καὶ τὰ ὑπάρχοντα
αὐτῶν οὐχ ἡμῶν ἔσται· μόνον ἐν
τούτῳ ὁμοιωθῶμεν αὐτοῖς, καὶ οἰκήσουσι
μεθ᾿ ἡμῶν.
Γεν. 34,23 Ετσι δε και τα ζώα των, γενικώς δε τα τετράποδά των
και όλα τα υπάρχοντά των, δεν θα είναι ιδικά μας; Μονον ως προς τούτο, ως προς
την περιτομήν, ας γίνωμεν ομοιοι με αυτούς και εκείνοι θα κατοικούν μαζή μας”.
Γεν. 34,24 καὶ εἰσήκουσαν
Ἐμμὼρ καὶ Συχὲμ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ
πάντες οἱ ἐμπορευόμενοι τὴν πύλην τῆς πόλεως αὐτῶν
καὶ περιετέμοντο τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας αὐτῶν
πᾶς ἄρσην.
Γεν. 34,24 Ολοι οι ευρισκόμενοι τότε εις την πύλην της πόλεως
και οι διερχόμενοι εδέχθησαν την πρότασιν του Εμμώρ και του υιού του Συχέμ και
έτσι κάθε αρσενικόν των Συχεμιτών περιετμήθη.
Γεν. 34,25 ἐγένετο δὲ ἐν
τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ, ὅτε ἦσαν ἐν
τῷ πόνῳ, ἔλαβον οἱ δύο υἱοὶ Ἰακὼβ
Συμεὼν καὶ Λευὶ ἀδελφοὶ Δείνας ἕκαστος τὴν
μάχαιραν αὐτοῦ καὶ εἰσῆλθον εἰς τὴν
πόλιν ἀσφαλῶς καὶ ἀπέκτειναν πᾶν ἀρσενικόν·
Γεν. 34,25 Κατά την τρίτην ημέραν, όταν ευρίσκοντο στον
παροξυσμόν του πόνου των, οι δύο υιοί του Ιακώβ, ο Συμεών και ο Λευϊ, οι
αδελφοί της Δείνας επήραν ο καθένας την μάχαιράν του, εισώρμησαν εις την πόλιν,
χωρίς να συναντήσουν δυσκολίαν, και εφόνευσαν κάθε αρσενικόν.
Γεν. 34,26 τόν τε Ἐμμὼρ
καὶ Συχὲμ τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἀπέκτειναν
ἐν στόματι μαχαίρας. καὶ ἔλαβον τὴν Δείναν ἐκ τοῦ
οἴκου τοῦ Συχὲμ καὶ ἐξῆλθον.
Γεν. 34,26 Εφόνευσαν δια της μαχαίρας των και αυτόν ακόμη τον
Εμμώρ και τον υιόν του τον Συχέμ. Επήραν την Δείναν από τον οίκον του Συχέμ και
έφυγαν.
Γεν. 34,27 οἱ δὲ υἱοὶ
Ἰακὼβ εἰσῆλθον ἐπὶ τοὺς τραυματίας καὶ
διήρπασαν τὴν πόλιν, ἐν ᾗ ἐμίαναν Δείναν τὴν ἀδελφὴν
αὐτῶν,
Γεν. 34,27 Οι δε άλλοι υιοί του Ιακώβ εισήλθον εις την πόλιν,
όπου κατέκειντο οι σφαγιασθέντες και την ελεηλάτησαν εκδικούμενοι, διότι εις
την πόλιν αυτήν είχον μιάνει την αδελφήν των.
Γεν. 34,28 καὶ τὰ
πρόβατα αὐτῶν καὶ τοὺς βόας αὐτῶν καὶ
τοὺς ὄνους αὐτῶν, ὅσα τε ἦν ἐν τῇ
πόλει καὶ ὅσα ἦν ἐν τῷ πεδίῳ, ἔλαβον.
Γεν. 34,28 Επήραν ακόμη και τα πρόβατα αυτών και τα βόδια των
και τους όνους των, όλα όσα υπήρχον εις την πόλιν και εις την πεδιάδα.
Γεν. 34,29 καὶ πάντα τὰ
σώματα αὐτῶν καὶ πᾶσαν τὴν ἀποσκευὴν
αὐτῶν καὶ τὰς γυναῖκας αὐτῶν ᾐχμαλώτευσαν,
καὶ διήρπασαν ὅσα τε ἦν ἐν τῇ πόλει καὶ ὅσα
ἦν ἐν ταῖς οἰκίαις.
Γεν. 34,29 Συνέλαβαν δε και έσυραν αιχμαλώτους όλους τους μη
φονευθέντας, τα παιδιά και τας γυναίκας των, και διήρπασαν όσα υπήρχον εις την
πόλιν και όσα υπήρχον εις τας οικίας.
Γεν. 34,30 εἶπε δὲ Ἰακὼβ
πρὸς Συμεὼν καὶ Λευί· μισητόν με πεποιήκατε, ὥστε
πονηρόν με εἶναι πᾶσι τοῖς κατοικοῦσι τὴν γῆν,
ἔν τε τοῖς Χαναναίοις καὶ ἐν τοῖς
Φερεζαίοις· ἐγὼ δὲ ὀλιγοστός εἰμι ἐν ἀριθμῷ,
καὶ συναχθέντες ἐπ᾿ ἐμὲ συγκόψουσί με, καὶ ἐκτριβήσομαι
ἐγὼ καὶ ὁ οἶκός μου.
Γεν. 34,30 Καταστενοχωρημένος δε ο Ιακώβ είπε προς τον Συμεών
και τον Λευϊ “μισητόν με καταστήσατε με αυτό, που εκάματε, ώστε να θεωρούμαι
κακός και δόλιος από όλους τους κατοίκους της χώρας αυτής, από τους Χαναναίους
και τους Φερεζαίους. Ημείς δε είμεθα ολιγάριθμοι, ενώ αυτοί είναι πολυάριθμοι,
και εάν συγκεντρωθούν και επιτεθούν εναντίον μας, θα μας κατακόψουν. Ετσι δε θα
καταστραφώ εγώ και όλον μου το σπίτι”.
Γεν. 34,31 οἱ δὲ εἶπαν·
ἀλλ᾿ ὡσεὶ πόρνῃ χρήσονται τῇ ἀδελφῇ
ἡμῶν;
Γεν. 34,31 Εκείνοι απήντησαν· “ημπορεί να είναι βάσιμοι οι
φόβοι σου. Αλλά τι; Επρεπε να μεταχειρισθούν την αδελφήν μας ως πόρνην;”
ΓΕΝΕΣΙΣ
35
Γεν. 35,1 Εἶπε δὲ ὁ
Θεὸς πρὸς Ἰακώβ· ἀναστὰς ἀνάβηθι εἰς
τὸν τόπον Βαιθὴλ καὶ οἴκει ἐκεῖ καὶ
ποίησον ἐκεῖ θυσιαστήριον τῷ Θεῷ τῷ ὀφθέντι
σοι ἐν τῷ ἀποδιδράσκειν σε ἀπὸ προσώπου Ἡσαῦ
τοῦ ἀδελφοῦ σου.
Γεν. 35,1 Είπε τότε ο Θεός προς τον Ιακώβ· “σήκω και
πήγαινε στον τόπον Βαιθήλ, μένε εκεί και οικοδόμησε θυσιαστήριον στον Θεόν, ο
οποίος σου παρουσιάσθη εκεί, όταν φοβισμένος έφευγες από τον αδελφόν σου τον
Ησαύ δια την Χαρράν”.
Γεν. 35,2 εἶπε δὲ Ἰακὼβ
τῷ οἴκῳ αὐτοῦ καὶ πᾶσι τοῖς μετ᾿
αὐτοῦ· ἄρατε τοὺς θεοὺς τοὺς ἀλλοτρίους
τοὺς μεθ᾿ ὑμῶν ἐκ μέσου ὑμῶν καὶ
καθαρίσθητε καὶ ἀλλάξατε τὰς στολὰς ὑμῶν,
Γεν. 35,2 Ο δε Ιακώβ, εφ' όσον σύμφωνα με την εντολήν του
Θεού θα μετέβαινεν στον ιερόν εκείνον τόπον, είπεν εις όλα τα μέλη της
οικογενείας του και εις όλους όσοι ήσαν μαζή του· “πετάξετε τα είδωλα των ξένων
θεών, που έχετε μαζή σας, πλυθήτε και καθαρίσατε το σώμα σας, αλλάξατε τα
ενδύματά σας,
Γεν. 35,3 καὶ ἀναστάντες
ἀναβῶμεν εἰς Βαιθὴλ καὶ ποιήσωμεν ἐκεῖ
θυσιαστήριον τῷ Θεῷ τῷ ἐπακούσαντί μου ἐν ἡμέρᾳ
θλίψεως, ὃς ἦν μετ᾿ ἐμοῦ καὶ διέσωσέ με ἐν
τῇ ὁδῷ, ᾗ ἐπορεύθην.
Γεν. 35,3 και κατόπιν ας ξεκινήσωμεν να μεταβώμεν εις την
Βαιθήλ. Εκεί ας κτίσωμεν θυσιαστήριον προς τιμήν του Θεού, ο οποίος ήκουσε την
προσευχήν μου κατά την ημέραν της θλίψεώς, μου, όταν δραπέτης έφυγα δια την
Χαρράν και ο οποίος ήτο μαζή μου και με διεφύλαξε καθ' όλον το ταξίδιόν μου”.
Γεν. 35,4 καὶ ἔδωκαν
τῷ Ἰακὼβ τοὺς θεοὺς τοὺς ἀλλοτρίους,
οἳ ἦσαν ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν, καὶ
τὰ ἐνώτια τὰ ἐν τοῖς ὠσὶν αὐτῶν,
καὶ κατέκρυψεν αὐτὰ Ἰακὼβ ὑπὸ τὴν
τερέβινθον τὴν ἐν Σικίμοις καὶ ἀπώλεσεν αὐτὰ
ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας.
Γεν. 35,4 Εδωσαν στον Ιακώβ οι οικείοι του τα είδωλα των
ξένων θεών, που είχον εις χείρας των, και τα σκουλαρίκια των με τας
ειδωλολατρικάς μορφάς, που εκρέμοντο εις τα αυτιά των. Ο δε Ιακώβ τα έχωσε και
τα απέκρυψε κάπου περί την τερέβινθον, που υπήρχεν εις την Συχέμ, και τα
εξηφάνισεν, ώστε να μη έχουν ανευρεθή μέχρι της ημέρας αυτής.
Γεν. 35,5 καὶ ἐξῇρεν
Ἰσραὴλ ἐκ Σικίμων, καὶ ἐγένετο φόβος Θεοῦ ἐπὶ
τὰς πόλεις τὰς κύκλῳ αὐτῶν, καὶ οὐ
κατεδίωξαν ὀπίσω τῶν υἱῶν Ἰσραήλ.
Γεν. 35,5 Ανεχώρησεν ο Ιακώβ από την Συχέμ και φόβος Θεού
κατέλαβε τους κατοίκους των γύρω από την Συχέμ πόλεων και δεν ετόλμησαν να
καταδιώξουν τον Ιακώβ και τους ανθρώπους του δια την σφαγήν των ανδρών της
Συχέμ και δια την λεηλασίαν.
Γεν. 35,6 ἦλθε δὲ Ἰακὼβ
εἰς Λουζά, ἥ ἐστιν ἐν γῇ Χαναάν, ἥ ἐστι
Βαιθήλ, αὐτὸς καὶ πᾶς ὁ λαός, ὃς ἦν
μετ᾿ αὐτοῦ.
Γεν. 35,6 Εφθασεν ο Ιακώβ και όλος ο λαός, που ευρίσκετο
μαζή του, εις την Λουζά της Χαναάν, η οποία είναι η αυτή με την Βαιθήλ.
Γεν. 35,7 καὶ ᾠκοδόμησεν
ἐκεῖ θυσιαστήριον καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα τοῦ
τόπου Βαιθήλ. ἐκεῖ γὰρ ἐφάνη αὐτῷ ὁ
Θεὸς ἐν τῷ ἀποδιδράσκειν αὐτὸν ἀπὸ
προσώπου Ἡσαῦ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ.
Γεν. 35,7 Οικοδόμησεν εκεί θυσιαστήριον και εκάλεσε το όνομα
του τόπου εκείνου Βαιθήλ, διότι εκεί είχε παρουσιασθή εις αυτόν ο Θεός, όταν
αυτός φοβισμένος έφευγεν από τον αδελφόν του τον Ησαύ.
Γεν. 35,8 ἀπέθανε δὲ
Δεβῶρα ἡ τροφὸς Ῥεβέκκας καὶ ἐτάφη
κατώτερον Βαιθὴλ ὑπὸ τὴν βάλανον, καὶ ἐκάλεσεν
Ἰακὼβ τὸ ὄνομα αὐτῆς Βάλανος πένθους.
Γεν. 35,8 Απέθανε δε εκεί η Δεδώρα, η τροφός της Ρεβέκκας,
και ετάφη παρακάτω από την Βαιθήλ, κάτω από μίαν βαλανιδιάν. Ο Ιακώβ ωνόμασε το
σημείον εκείνο “Βαλανιδιά πένθους”.
Γεν. 35,9 Ὤφθη δὲ ὁ
Θεὸς τῷ Ἰακὼβ ἔτι ἐν Λουζᾷ, ὅτε
παρεγένετο ἐκ Μεσοποταμίας τῆς Συρίας, καὶ εὐλόγησεν αὐτὸν
ὁ Θεός.
Γεν. 35,9 Παρουσιάσθη δε ο Θεός στον Ιακώβ και πάλιν εις
Λουζά τώρα, που είχεν επιστρέψει από την Μεσοποταμίαν της Συρίας, και τον
ευλόγησε.
Γεν. 35,10 καὶ εἶπεν αὐτῷ
ὁ Θεός· τὸ ὄνομά σου οὐ κληθήσεται ἔτι Ἰακώβ,
ἀλλ᾿ Ἰσραὴλ ἔσται τὸ ὄνομά σου. καὶ
ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰσραήλ.
Γεν. 35,10 Είπε δε προς αυτόν ο Θεός· “το όνομά σου δεν θα
λέγεται πλέον Ιακώβ, αλλά θα ονομασθής Ισραήλ”. Και εκάλεσε το όνομα αυτού
Ισραήλ.
Γεν. 35,11 εἶπε δὲ αὐτῷ
ὁ Θεός· ἐγὼ ὁ Θεός σου· αὐξάνου καὶ
πληθύνου· ἔθνη καὶ συναγωγαὶ ἐθνῶν ἔσονται
ἐκ σοῦ, καὶ βασιλεῖς ἐκ τῆς ὀσφύος
σου ἐξελεύσονται.
Γεν. 35,11 Είπε δε προς αυτόν πάλιν ο, Θεός· “εγώ είμαι ο Θεός
σου, σου δίδω την ευλογίαν μου· να αυξάνεσαι και να πληθύνεσαι. Εθνη και ομάδες
εθνών θα προέλθουν από σέ, και βασιλείς θα εξέλθουν από την οσφύν σου.
Γεν. 35,12 καὶ τὴν γῆν,
ἣν ἔδωκα Ἁβραὰμ καὶ Ἰσαάκ, σοὶ δέδωκα
αὐτήν· σοὶ ἔσται, καὶ τῷ σπέρματί σου μετὰ
σὲ δώσω τὴν γῆν ταύτην.
Γεν. 35,12 Την χώραν αυτήν, την οποίαν έδωκα στον Αβραάμ και
τον Ισαάκ, την έχω δώσει και εις σέ. Ιδική σου θα είναι. Και ύστερα από σε θα
την δώσω στους απογόνους σου.
Γεν. 35,13 ἀνέβη δὲ ὁ
Θεὸς ἀπ᾿ αὐτοῦ ἐκ τοῦ τόπου, οὗ
ἐλάλησε μετ᾿ αὐτοῦ.
Γεν. 35,13 Μετά την εμφάνισιν αυτήν απήλθεν ο Θεός από τον
τόπον εκείνον, όπου ωμίλησε με τον Ιακώβ.
Γεν. 35,14 καὶ ἔστησεν
Ἰακὼβ στήλην ἐν τῷ τόπῳ, ᾧ ἐλάλησε
μετ᾿ αὐτοῦ ὁ Θεός, στήλην λιθίνην, καὶ ἔσπεισεν
ἐπ᾿ αὐτὴν σπονδὴν καὶ ἐπέχεεν ἐπ᾿
αὐτὴν ἔλαιον.
Γεν. 35,14 Ο Ιακώβ έστησε μίαν λιθίνην στήλην στον τόπον
εκείνον, όπου ωμίλησε με αυτόν ο Θεός, προσέφερε θυσίαν οίνου και έχυσεν επάνω
εις αυτήν έλαιον, δια να την καθιερώση προς τον Θεόν.
Γεν. 35,15 καὶ ἐκάλεσεν
Ἰακὼβ τὸ ὄνομα τοῦ τόπου, ἐν ᾧ ἐλάλησε
μετ᾿ αὐτοῦ ἐκεῖ ὁ Θεός, Βαιθήλ.
Γεν. 35,15 Ωνόμασε δε το μέρος εκείνο, στο οποίον ωμίλησε προς
αυτόν ο Θεός, “Βαιθήλ”.
Γεν. 35,16 Ἀπάρας δὲ Ἰακὼβ
ἐκ Βαιθήλ, ἔπηξε τὴν σκηνὴν αὐτοῦ ἐπέκεινα
τοῦ πύργου Γαδέρ. ἐγένετο δὲ ἡνίκα ἤγγισεν εἰς
Χαβραθὰ τοῦ ἐλθεῖν εἰς τὴν Ἐφραθᾶ,
ἔτεκε Ῥαχὴλ καὶ ἐδυστόκησεν ἐν τῷ
τοκετῷ.
Γεν. 35,16 Ανεχώρησε πάλιν ο Ιακώβ από την Βαιθήλ και έστησε
την σκηνήν αυτού πέραν από τον πύργον Γαδέρ. Οταν δε επλησίασεν εις την
τοποθεσίαν Χαβραθά, δηλαδή εις την Βηθλεέμ, εγέννησεν η Ραχήλ και εταλαιπωρήθη
πολύ κατά τον τοκετόν.
Γεν. 35,17 ἐγένετο δὲ ἐν
τῷ σκληρῶς αὐτὴν τίκτειν, εἶπεν αὐτῇ ἡ
μαῖα· θάρσει, καὶ γὰρ οὗτός σοί ἐστιν υἱός.
Γεν. 35,17 Την ώραν δε που υπέφερε σκληρά κατά τον τοκετόν, της
είπεν η μαία· “έχε θάρρος, διότι το τέκνον σου αυτό είναι αγόρι”.
Γεν. 35,18 ἐγένετο δὲ ἐν
τῷ ἀφιέναι αὐτὴν τὴν ψυχήν, ἀπέθνησκε γάρ, ἐκάλεσε
τὸ ὄνομα αὐτοῦ Υἱὸς ὀδύνης μου· ὁ
δὲ πατὴρ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ
Βενιαμίν.
Γεν. 35,18 Οτε δε πλέον η Ραχήλ άφηνε την ψυχήν της, διότι
απέθνησκεν από τον τοκετόν, εκάλεσε τα όνομα του βρέφους “Υιός οδύνης”. Ο δε
πατήρ το ωνόμασε Βενιαμίν.
Γεν. 35,19 ἀπέθανε δὲ Ῥαχὴλ
καὶ ἐτάφη ἐν τῇ ὁδῷ τοῦ ἱπποδρόμου
Ἐφραθᾶ (αὕτη ἐστὶ Βηθλεέμ).
Γεν. 35,19 Απέθανε δε εκεί η Ραχήλ και ετάφη κοντά εις την
ευρείαν οδόν, όπου ανεμποδίστως ηδύναντο να τρέχουν οι ίπποι. Η δε Εφραθά είναι
αυτή, που σήμερον λέγεται Βηθλεέμ.
Γεν. 35,20 καὶ ἔστησεν
Ἰακὼβ στήλην ἐπὶ τοῦ μνημείου αὐτῆς·
αὕτη ἐστὶν ἡ στήλη ἐπὶ τοῦ μνημείου Ῥαχὴλ
ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης.
Γεν. 35,20 Ο Ιακώβ έστησε μίαν στήλην επάνω στον τάφον της
Ραχήλ. Αυτή δε η επί του μνημείου της Ραχήλ στήλη υπάρχει μέχρι της ημέρας που
γράφονται αυτά.
Γεν. 35,21 ἐγένετο δέ ἡνίκα
κατῴκησεν Ἰσραὴλ ἐν τῇ γῇ ἐκείνῃ,
ἐπορεύθη Ῥουβὴν καὶ ἐκοιμήθη μετὰ Βαλλᾶς
τῆς παλλακῆς τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ἰακώβ·
καὶ ἤκουσεν Ἰσραήλ, καὶ πονηρὸν ἐφάνη ἐναντίον
αὐτοῦ.
Γεν. 35,21 Οταν δε εγκατεστάθη ο Ισραήλ εις την περιοχήν
εκείνην της Βηθλεέμ, επήγεν ο Ρουβήν και εκοιμήθη με την Βαλλάν, την δευτέρας
σειράς σύζυγον του πατρός του Ιακώβ. Επληροφορήθη ο Ιακώβ το αμάρτημα αυτό του
παιδιού του και του εφάνη, όπως ήτο φυσικόν, πολύ κακόν.
Γεν. 35,22 Ἦσαν δὲ οἱ
υἱοὶ Ἰακὼβ δώδεκα.
Γεν. 35,22 Οι υιοί του Ιακώβ ήσαν δώδεκα, οι εξής·
Γεν. 35,23 υἱοὶ
Λείας· πρωτότοκος Ἰακὼβ Ῥουβήν, Συμεών, Λευί, Ἰούδας,
Ἰσσάχαρ, Ζαβουλών.
Γεν. 35,23 Υιοί από την Λείαν· πρωτότοκος του Ιακώβ ήτο ο
Ρουβήν, έπειτα από αυτόν ο Συμεών, ο Λευϊ, ο Ιούδας, ο Ισσάχαρ και ο Ζαβουλών.
Γεν. 35,24 υἱοὶ δὲ
Ῥαχήλ· Ἰωσὴφ καὶ Βενιαμίν.
Γεν. 35,24 Υιοί από την Ραχήλ, ο Ιωσήφ και ο Βενιαμίν.
Γεν. 35,25 υἱοὶ δὲ
Βαλλᾶς παιδίσκης Ῥαχήλ· Δὰν καὶ Νεφθαλείμ.
Γεν. 35,25 Υιοί δε από την Βαλλάν, την θεραπαινίδα της Ραχήλ,
ήσαν ο Δαν και ο Νεφθαλείμ.
Γεν. 35,26 υἱοὶ δὲ
Ζελφᾶς παιδίσκης Λείας· Γὰδ καὶ Ἀσήρ. οὗτοι
υἱοὶ Ἰακώβ, οἳ ἐγένοντο αὐτῷ ἐν
Μεσοποταμίᾳ τῆς Συρίας.
Γεν. 35,26 Υιοί δε από την Ζελφάν, την θερατιαινίδα της Λείας,
ήσαν ο Γαδ και ο Ασήρ. Αυτά είναι τα παιδιά του Ιακώβ, τα οποία απέκτησεν εις
την Μεσοποταμίαν της Συρίας.
Γεν.
35,27 Ἦλθε δὲ Ἰακὼβ
πρὸς Ἰσαὰκ τὸν πατέρα αὐτοῦ εἰς Μαμβρῆ,
εἰς πόλιν τοῦ πεδίου (αὕτη ἐστὶ Χεβρών) ἐν
γῇ Χαναάν, οὗ παρῴκησεν Ἁβραὰμ καὶ Ἰσαάκ.
Γεν. 35,27 Από την Βηθλεέμ μετέβη ο Ιακώβ προς τον πατέρα του,
τον Ισαάκ, εις την Δρυν Μαμβρή, εις την πόλιν Χεβρών της πεδιάδος εν Χαναάν,
όπου είχον παροικήσει ο Αβραάμ και ο Ισαάκ.
Γεν. 35,28 ἐγένοντο δὲ
αἱ ἡμέραι Ἰσαάκ, ἃς ἔζησεν, ἔτη ἑκατὸν
ὀγδοήκοντα,
Γεν. 35,28 Ολαι αι ημέραι της ζωής του Ισαάκ έφθασαν τα εκατόν
ογδοήκοντα έτη.
Γεν. 35,29 καὶ ἐκλείπων
Ἰσαὰκ ἀπέθανε καὶ προσετέθη πρὸς τὸ γένος αὐτοῦ
πρεσβύτερος καὶ πλήρης ἡμερῶν, καὶ ἔθαψαν αὐτὸν
Ἡσαῦ καὶ Ἰακὼβ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ.
Γεν. 35,29 Τοτε πλέον εξηντλήθησαν αι δυνάμστου Ισαάκ, απέθανε
και γέρων πλέον πλήρης ημερών προσετέθη στους προγόνους αυτού, οι οποίοι είχον
απέλθει ενωρίτερον. Εθαψαν δε αυτόν ο Ησαύ και ο Ιακώβ, τα παιδιά του.
ΓΕΝΕΣΙΣ
36
Γεν. 36,1 Αὗται δὲ αἱ
γενέσεις Ἡσαῦ (αὐτός ἐστιν Ἐδώμ)·
Γεν. 36,1 Αι απόγονοι δε του Ησαύ, ο οποίος λέγεται και
Εδώμ, γενάρχης των Ιδουμαίων, είναι οι εξής·
Γεν. 36,2 Ἡσαῦ δὲ
ἔλαβε τὰς γυναῖκας ἑαυτῷ ἀπὸ τῶν
θυγατέρων τῶν Χαναναίων, τὴν Ἀδὰ θυγατέρα Αἰλὼμ
τοῦ Χετταίου καὶ τοῦ Ὀλιβεμὰ θυγατέρα Ἀνὰ
τοῦ υἱοῦ Σεβεγὼν τοῦ Εὐαίου
Γεν. 36,2 Ο Ησαύ επήρεν ως συζύγους από τας θυγατέρας των
Χαναναίων την Αδά, κόρην Αιλώμ του Χετταίου, και την Ολιβεμά, κόρην του Ανά,
υιού Σεβεγών του Ευαίου,
Γεν. 36,3 καὶ τὴν
Βασεμὰθ θυγατέρα Ἰσμαὴλ ἀδελφὴν Ναβεώθ.
Γεν. 36,3 και την Βασεμάθ, θυγατέρα του Ισμαήλ και αδελφήν
του Ναβαιώθ.
Γεν. 36,4 ἔτεκε δὲ αὐτῷ
Ἀδὰ τὸν Ἑλιφάς, καὶ Βασεμὰθ ἔτεκε τὸν
Ῥαγουήλ,
Γεν. 36,4 Απέκτησε δε ο Ησαύ από την Αδά υιόν τον Ελιφάς,
και από την Βασεμάθ τον Ραγουήλ,
Γεν. 36,5 καὶ Ὀλιβεμὰ
ἔτεκε τὸν Ἰεοὺς καὶ τὸν Ἰεγλὸμ
καὶ τὸν Κορέ· οὗτοι υἱοὶ Ἡσαῦ, οἳ
ἐγένοντο αὐτῷ ἐν γῇ Χαναάν.
Γεν. 36,5 από δε την Ολιβεμά απέκτησε τον Ιεούς, τον Ιεγλόμ
και τον Κορέ. Αυτοί ήσαν οι υιοί του Ησαύ, οι οποίοι εγεννήθησαν εις την χώραν
της Χαναάν.
Γεν. 36,6 ἔλαβε δὲ Ἡσαῦ
τὰς γυναῖκας αὐτοῦ καὶ τοὺς υἱοὺς
αὐτοῦ καὶ τὰς θυγατέρας αὐτοῦ καὶ
πάντα τὰ σώματα τοῦ οἴκου αὐτοῦ καὶ πάντα τὰ
ὑπάρχοντα αὐτοῦ καὶ πάντα τὰ κτήνη καὶ
πάντα ὅσα ἐκτήσατο καὶ πάντα ὅσα περιεποιήσατο ἐν
γῇ Χαναάν, καὶ ἐπορεύθη Ἡσαῦ ἐκ τῆς γῆς
Χαναὰν ἀπό προσώπου Ἰακὼβ τοῦ ἀδελφοῦ
αὐτοῦ.
Γεν. 36,6 Επήρεν ο Ησαύ τας γυναίκας του και τους υιούς του
και τας θυγατέρας του, όλους τους ανθρώπους του σπιτιού του και όλα τα
υπάρχοντά του, όλα τα κτήνη, όλην την κινητήν περιουσίαν του και όλα όσα είχεν
αποκτήσει εις την χώραν Χαναάν, και ανεχώρησεν από την γώραν αυτήν και από τον
αδελφόν του τον Ιακώβ.
Γεν. 36,7 ἦν γὰρ αὐτῶν
τὰ ὑπάρχοντα πολλὰ τοῦ οἰκεῖν ἅμα, καὶ
οὐκ ἠδύνατο ἡ γῆ τῆς παροικήσεως αὐτῶν
φέρειν αὐτοὺς ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν ὑπαρχόντων
αὐτῶν.
Γεν. 36,7 Ανεχώρησε δε προς άλλην περιοχήν, διότι τα κοπάδια
των ζώων, που είχαν οι δύο αδελφοί, ήσαν πολλά και δεν ήτο δυνατόν να μένουν
μαζή· δεν επαρκούσεν η περιοχή, όπου έμεναν, να θρέψη αυτούς λόγω του πλήθους
των ζώων, που είχαν.
Γεν. 36,8 κατῴκησε δὲ
Ἡσαῦ ἐν τῷ ὄρει Σηεὶρ (Ἡσαῦ αὐτός
ἐστιν Ἐδώμ).
Γεν. 36,8 Κατώκησεν ο Ησαύ στο όρος Σηείρ, ο δε Ησαύ είναι
αυτός, που ονομάζεται και Εδώμ.
Γεν. 36,9 Αὗται δὲ αἱ
γενέσεις Ἡσαῦ πατρὸς Ἐδὼμ ἐν τῷ ὄρει
Σηείρ,
Γεν. 36,9 Οι δε απόγονοι του Ησαύ, γενάρχου των Εδωμιτών η
Ιδουμαίων, στο όρος Σηείρ, είναι οι εξής·
Γεν. 36,10 καὶ ταῦτα τὰ
ὀνόματα τῶν υἱῶν Ἡσαῦ· Ἑλιφὰς
υἱὸς Ἀδᾶς γυναικὸς Ἡσαῦ καὶ Ῥαγουὴλ
υἱὸς Βασεμὰθ γυναικὸς Ἡσαῦ.
Γεν. 36,10 Αυτά είναι τα ονόματα των υιών Ησαύ· Ο Ελιφάς, ο
υιός της Αδάς και ο Ραγουήλ ο υιός της Βασεμάθ.
Γεν. 36,11 ἐγένοντο δὲ
Ἑλιφὰς υἱοί· Θαιμάν, Ὡμάρ, Σωφάρ, Γοθὼμ καὶ
Κενέζ·
Γεν. 36,11 Ο Ελιφάς απέκτησεν υιούς τον Θαιμάν, τον Ωμάρ, τον
Σωφάρ, τον Γοθώμ και τον Κενέζ.
Γεν. 36,12 Θαμνὰ δὲ ἦν
παλλακὴ Ἑλιφὰς τοῦ υἱοῦ Ἡσαῦ καὶ
ἔτεκε τῷ Ἑλιφὰς τὸν Ἀμαλήκ· οὗτοι
υἱοὶ Ἀδᾶς γυναικὸς Ἡσαῦ.
Γεν. 36,12 Η Θαμνά ήτο η δευτέρας σειράς σύζυγος του Ελιφάς,
υιού της Αδάς, της γυναικός του Ησαύ.
Γεν. 36,13 οὗτοι δὲ υἱοὶ
Ῥαγουήλ· Ναχόθ, Ζαρέ, Σομέ, καὶ Μοζέ· οὗτοι ἦσαν
υἱοὶ Βασεμὰθ γυναικὸς Ἡσαῦ.
Γεν. 36,13 Οι δε υιοί του Ραγουήλ ήσαν· Ο Ναχόθ, ο Ζαρέ, ο Σομέ
και ο Μοζέ, έγγονοι της Βασεμάθ, συζύγου του Ησαύ.
Γεν. 36,14 οὗτοι δὲ υἱοὶ
Ὀλιβεμᾶς θυγατρὸς Ἀνὰ τοῦ υἱοῦ
Σεβεγών, γυναικὸς Ἡσαῦ· ἔτεκε δὲ τῷ Ἡσαῦ
τὸν Ἰεοὺς καὶ τὸν Ἰεγλὸμ καὶ τὸν
Κορέ.
Γεν. 36,14 Οι δε υιοί της Ολιβεμάς, συζύγου του Ησαύ, θυγατρός
Ανά, του υιού του Σεβεγών, ήσαν ο Ιεούς, ο Ιεγλόμ και ο Κορέ.
Γεν. 36,15 οὗτοι ἡγεμόνες
υἱοὶ Ἡσαῦ· υἱοὶ Ἑλιφὰς
πρωτοτόκου Ἡσαῦ· ἡγεμὼν Θαιμάν, ἡγεμὼν
Ὡμάρ, ἡγεμὼν Σωφάρ, ἡγεμὼν Κενέζ,
Γεν. 36,15 Αυτοί ήσαν οι απόγονοι του Ησαύ, οι άρχοντες των
φυλών, υιοί του Ελιφάς πρωτοτόκου του Ησαύ· Ο φύλαρχος Θαιμάν, ο φύλαρχος Ωμάρ,
ο φύλαρχος Σωφάρ, ο φύλαρχος Κενέζ,
Γεν. 36,16 ἡγεμὼν
Κορέ, ἡγεμὼν Γοθώμ, ἡγεμὼν Ἀμαλήκ· οὗτοι
ἡγεμόνες Ἑλιφὰς ἐν γῇ Ἰδουμαίᾳ·
οὗτοι υἱοὶ Ἀδᾶς.
Γεν. 36,16 ο φύλαρχος Κορέ, ο φύλαρχος Γοθώμ ο φύλαρχος Αμαλήκ.
Αυτοί ήσαν οι φύλαρχοι του Ελιφάς εις την χώραν των Ιδουμαίων, παιδιά της Αδάς.
Γεν. 36,17 καὶ οὗτοι υἱοὶ
Ῥαγουὴλ υἱοῦ Ἡσαῦ· ἡγεμὼν
Ναχώθ, ἡγεμὼν Ζαρέ, ἡγεμὼν Σομέ, ἡγεμὼν
Μοζέ· οὗτοι ἡγεμόνες Ῥαγουὴλ ἐν γῇ Ἐδώμ·
οὗτοι υἱοὶ Βασεμὰθ γυναικὸς Ἡσαῦ.
Γεν. 36,17 Οι δε υιοί του Ραγουήλ, υιού του Ησαύ, ήσαν· Ο
φύλαρχος Ναχώθ, ο φύλαρχος Ζαρέ, ο φύλαρχος Σομέ, ο φύλαρχος Μοζέ. Αυτοί είναι
οι φύλαρχοι του Ραγουήλ εις την γην Εδώμ, έγγονοι της Βασεμάθ, συζύγου του
Ησαύ.
Γεν. 36,18 οὗτοι δὲ υἱοὶ
Ὀλιβεμᾶς γυναικὸς Ἡσαῦ· ἡγεμὼν Ἰεούλ,
ἡγεμὼν Ἰεγλόμ, ἡγεμὼν Κορέ· οὗτοι ἡγεμόνες
Ὀλιβεμᾶς θυγατρὸς Ἀνὰ γυναικὸς Ἡσαῦ.
Γεν. 36,18 Οι δε υιοί της Ολιβεμάς, συζύγου του Ησαύ, ήσαν· Ο
φύλαρχος Ιεούλ, ο φύλαρχος Ιεγλόμ, ο φύλαρχος Κορέ. Αυτοί ήσαν φύλαρχοι εκ της
Ολιβεμάς, συζύγου του Ησαύ, κόρης του Ανά.
Γεν. 36,19 οὗτοι υἱοὶ
Ἡσαῦ, καὶ οὗτοι ἡγεμόνες αὐτῶν. οὗτοί
εἰσιν υἱοὶ Ἐδώμ.
Γεν. 36,19 Οι ανωτέρω ήσαν υιοί του Ησαύ και αυτοί είναι οι
φύλαρχοι τούτων, οι άλλως λεγόμενοι Ιδουμαίοι.
Γεν. 36,20 Οὗτοι δὲ υἱοὶ
Σηεὶρ τοῦ Χοῤῥαίου τοῦ κατοικοῦντος τὴν
γῆν· Λωτά, Σωβάλ, Σεβεγών, Ἀνὰ
Γεν. 36,20 Οι δε κατωτέρω είναι τέκνα του Σείρ, υιού του
Χορραίου, ο οποίος κατοικούσεν εις την περιοχήν του όρους Σηείρ· Ο Λωτάν, ο
Σωβάλ, ο Σεβεγών, ο Ανά,
Γεν. 36,21 καὶ Δησὼν
καὶ Ἀσὰρ καὶ Ῥισών· οὗτοι ἡγεμόνες
τοῦ Χοῤῥαίου τοῦ υἱοῦ Σηεὶρ ἐν
τῇ γῇ Ἐδώμ.
Γεν. 36,21 ο Δησών, ο Ασάρ και ο Ρισών. Αυτοί είναι φύλαρχοι
του Χορραίου, υιού του Σηείρ εις την χώραν της Εδώμ.
Γεν. 36,22 ἐγένοντο δὲ
υἱοὶ Λωτάν· Χοῤῥὶ καὶ Αἰμάν·
ἀδελφὴ δὲ Λωτὰν Θαμνά.
Γεν. 36,22 Ο δε Λωτάν απέκτησεν υιούς· Τον Χορρί και τον Αιμάν.
Αδελφή δε του Λωτάν ήτο η Θαμνά.
Γεν. 36,23 οὗτοι δὲ υἱοὶ
Σωβάλ· Γωλὰμ καὶ Μαναχὰθ καὶ Γαιβὴλ καὶ
Σωφὰρ καὶ Ὡμάρ.
Γεν. 36,23 Υιοί δε του Σωβάλ ήσαν· Ο Γωλάμ, ο Μαναχάθ, ο Γαιβήλ,
ο Σωφάρ και ο Ωμάρ.
Γεν. 36,24 καὶ οὗτοι υἱοὶ
Σεβεγών· Ἀϊέ καὶ Ἀνά· οὗτός ἐστιν Ἀνά,
ὃς εὗρε τὸν Ἰαμεὶν ἐν τῇ ἐρήμῳ,
ὅτε ἔνεμε τὰ ὑποζύγια Σεβεγὼν τοῦ πατρὸς
αὐτοῦ.
Γεν. 36,24 Υιοί δε του Σεβεγών ήσαν· Ο Αϊέ και ο Ανά. Αυτός δε ο
Ανά είναι εκείνος που εύρε τον Ιαμείν εις την έρημον, όταν έβοσκε τα υποζύγια
του πατρός του Σεβεγών.
Γεν. 36,25 οὗτοι δὲ υἱοὶ
Ἀνά· Δησὼν καὶ Ὀλιβεμὰ θυγάτηρ Ἀνά.
Γεν. 36,25 Υιοί δε του Ανά ήσαν· Ο Δησών και η Ολιβεμά, θυγάτηρ
του Ανά.
Γεν. 36,26 οὗτοι δὲ υἱοὶ
Δησών· Ἀμαδὰ καὶ Ἀσβὰν καὶ Ἰθρὰν
καὶ Χαῤῥάν.
Γεν. 36,26 Οι δε υιοί του Δησών ήσαν· Ο 'Αμαδα, ο Ασβάν, ο Ιθράν
και ο Χαρράν.
Γεν. 36,27 οὗτοι δὲ υἱοὶ
Ἀσάρ· Βαλαὰμ καὶ Ζουκὰμ καὶ Ἰουκάμ.
Γεν. 36,27 Οι υιοί του Ασάρ ήσαν· Ο Βαλαάμ, ο Ζουκάμ και ο
Ιουκάμ.
Γεν. 36,28 οὗτοι δὲ υἱοὶ
Ῥισών· Ὧς καὶ Ἀράν.
Γεν. 36,28 Οι υιοί του Ρισών ήσαν· Ο Ως και ο Αράν.
Γεν. 36,29 οὗτοι δὲ ἡγεμόνες
Χοῤῥί· ἡγεμὼν Λωτάν, ἡγεμὼν Σωβάλ, ἡγεμὼν
Σεβεγών, ἡγεμὼν Ἀνά,
Γεν. 36,29 Οι φύλαρχοι δε του Χορρί ήσαν· Ο φύλαρχος Λωτάν, ο
φύλαρχος Σωβάλ, ο φύλαρχος Σεβεγών, ο φύλαρχος Ανά,
Γεν. 36,30 ἡγεμὼν
Δησών, ἡγεμὼν Ἀσάρ, ἡγεμὼν Ῥισών. οὗτοι
ἡγεμόνες Χοῤῥὶ ἐν ταῖς ἡγεμονίαις αὐτῶν
ἐν γῇ Ἐδώμ.
Γεν. 36,30 ο φύλαρχος Δησών, ο φύλαρχος Ασάρ, ο φύλαρχος Ρισών.
Αυτοί είναι φύλαρχοι, απόγονοι του Χορρί, εις τας φυλαρχίας των της χώρας Εδώμ.
Γεν. 36,31 Καὶ οὗτοι οἱ
βασιλεῖς οἱ βασιλεύσαντες ἐν Ἐδὼμ πρὸ τοῦ
βασιλεῦσαι βασιλέα ἐν Ἰσραήλ.
Γεν. 36,31 Οι κατωτέρω είναι βασιλείς, οι οποίοι εβασίλευσαν
εις την Ιδουμαίαν, πριν βασιλεύση μεταξύ των Ισραηλιτών απόγονος του Ιακώβ.
Γεν. 36,32 καὶ ἐβασίλευσεν
ἐν Ἐδὼμ Βαλὰκ υἱὸς Βεώρ, καὶ ὄνομα
τῇ πόλει αὐτοῦ Δενναβά.
Γεν. 36,32 Εβασίλευσεν εις την Ιδουμαίαν ο Βαλάκ, ο υιός Βεώρ,
και η πόλις του ωνομάσθη Δενναβά.
Γεν. 36,33 ἀπέθανε δὲ
Βαλάκ, καὶ ἐβασίλευσεν ἀντ᾿ αὐτοῦ Ἰωβὰβ
υἱὸς Ζαρὰ ἐκ Βοσόῤῥας.
Γεν. 36,33 Μετά δε τον θάνατον του Βαλάκ εβασίλευσεν αντ' αυτού
ο Ιωβάβ, ο υιός του Ζαρά και της Βοσόρρας.
Γεν. 36,34 ἀπέθανε δὲ Ἰωβάβ,
καὶ ἐβασίλευσεν ἀντ᾿ αὐτοῦ Ἀσὼμ
ἐκ τῆς γῆς Θαιμανών.
Γεν. 36,34 Μετά τον θάνατον του Ιωβάβ εβασιλευσεν αντ' αυτού ο
Ασώμ, ο καταγόμενος από την χώραν Θαιμανών.
Γεν. 36,35 ἀπέθανε δὲ Ἀσώμ,
καὶ ἐβασίλευσεν ἀντ᾿ αὐτοῦ Ἀδὰδ
υἱὸς Βαρὰδ ὁ ἐκκόψας Μαδιὰμ ἐν τῷ
πεδίῳ Μωάβ, καὶ ὄνομα τῇ πόλει αὐτοῦ
Γετθαίμ.
Γεν. 36,35 Μετά τον θάνατον του Ασώμ εβασιλευσεν αντ' αυτού ο
Αδάδ, υιός του Βαράδ, ο οποίος είχε κατακόψει τους Μαδιανίτας εις την πεδιάδα
Μωάβ. Το όνομα της πόλεώς του ήτο Γετθαίμ.
Γεν. 36,36 ἀπέθανε δὲ Ἀδάδ,
καὶ ἐβασίλευσεν ἀντ᾿ αὐτοῦ Σαμαδὰ ἐκ
Μασεκκᾶς.
Γεν. 36,36 Μετά τον θάνατον του Αδάδ εβασίλευσεν ο Σαμαδά, ο
καταγόμενος εκ της Μασεκκάς.
Γεν. 36,37 ἀπέθανε δὲ
Σαμαδά, καὶ ἐβασίλευσεν ἀντ᾿ αὐτοῦ Σαοὺλ
ἐκ Ῥοωβὼθ τῆς παρὰ ποταμόν.
Γεν. 36,37 Μετά τον θάνατον του Σαμαδά, εβασίλεευσεν αντ' αυτού
ο Σαούλ, ο οποίος κατήγετε από την Ροωβώθ, την ευριοκομένην πλησίον ποταμού.
Γεν. 36,38 ἀπέθανε δὲ
Σαούλ, καὶ ἐβασίλευσεν ἀντ᾿ αὐτοῦ Βαλαεννὼν
υἱὸς Ἀχοβώρ.
Γεν. 36,38 Μετά τον θάνατον του Σαούλ εβασίλευσεν αντ' αυτού ο
Βαλαεννών, υιός του Αχοβώρ.
Γεν. 36,39 ἀπέθανε δὲ
Βαλαεννὼν υἱὸς Ἀχοβώρ, καὶ ἐβασίλευσεν ἀντ᾿
αὐτοῦ Ἀρὰδ υἱὸς Βαράδ, καὶ ὄνομα
τῇ πόλει αὐτοῦ Φογώρ, ὄνομα δὲ τῇ γυναικὶ
αὐτοῦ Μετεβεήλ, θυγάτηρ Ματραΐθ, υἱοῦ Μαιζοώβ.
Γεν. 36,39 Μετά τον θάνατον του Βαλαεννών, υιού Αχοβώρ
εβασίλευσεν αντ' αυτού ο Αράδ, υιός του Βαράδ. Η δε πόλις του ωνομάζετο Φογώρ.
Το όνομα της γυναικός του ήτο Μετεβεήλ κόρης του Ματραΐθ, υιού του Μαιζοώβ.
Γεν. 36,40 Ταῦτα τὰ ὀνόματα
τῶν ἡγεμόνων Ἡσαῦ ἐν ταῖς φυλαῖς αὐτῶν
κατὰ τόπον αὐτῶν, ἐν ταῖς χώραις αὐτῶν
καὶ ἐν τοῖς ἔθνεσιν αὐτῶν. ἡγεμὼν
Θαμνά, ἡγεμὼν Γωλά, ἡγεμὼν Ἰεθέρ,
Γεν. 36,40 Αυτά ήσαν τα ονόματα των φυλάρχων, απογόνων του Ησαύ,
του καθ' ενός εις την φυλήν και στον τόπον του, εις την χώραν και στον λαόν
του. Ο φύλαρχος Θαμνά, ο φύλαρχος Γωλά, ο φύλαρχος Ιεθέρ,
Γεν. 36,41 ἡγεμὼν Ὀλιβεμάς,
ἡγεμὼν Ἡλάς, ἡγεμὼν Φινών,
Γεν. 36,41 ο φύλαρχος Ολιβεμάς, ο φύλαρχος Ηλάς, ο φύλαρχος
Φινών,
Γεν. 36,42 ἡγεμὼν
Κενέζ, ἡγεμὼν Θαιμάν, ἡγεμὼν Μαζάρ,
Γεν. 36,42 ο φύλαρχος Κενέζ, ο φύλαρχος Θαιμάν, ο φύλαρχος
Μαζάρ,
Γεν. 36,43 ἡγεμὼν
Μαγεδιήλ, ἡγεμὼν Ζαφωίν. οὗτοι ἡγεμόνες Ἐδὼμ
ἐν ταῖς κατῳκοδομημέναις ἐν τῇ γῇ τῆς
κτήσεως αὐτῶν. οὗτος Ἡσαῦ πατὴρ Ἐδώμ.
Γεν. 36,43 ο φύλαρχος Μαγεδιήλ, ο φύλαρχος Ζαφωίν. Αυτοί ήσαν Ιδουμαίοι
φύλαρχοι, οι οποίοι κατοικούσαν εις πόλεις οικοδομημένας εις περιοχάς της
ιδιοκτησίας των. Ο δε Ησαύ είναι ο γενάρχης των Εδωμιτών, οι οποίοι εκαλούντο
και Ιδουμαίοι.
ΓΕΝΕΣΙΣ
37
Γεν. 37,1 Κατῴκει δὲ Ἰακὼβ
ἐν τῇ γῇ, οὗ παρώκησεν ὁ πατὴρ αὐτοῦ,
ἐν γῇ Χαναάν.
Γεν. 37,1 Ο Ιακώβ έμενεν εις την χώραν, όπου και ο πατήρ
του ο Ισαάκ είχε παροικήσει, δηλαδή εις την Χαναάν.
Γεν. 37,2 αὗται δὲ αἱ
γενέσεις Ἰακώβ· Ἰωσὴφ δὲ δέκα καὶ ἑπτὰ
ἐτῶν ἦν, ποιμαίνων τὰ πρόβατα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ
μετὰ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ, ὢν νέος, μετὰ
τῶν υἱῶν Βαλλᾶς καὶ μετὰ τῶν υἱῶν
Ζελφᾶς τῶν γυναικῶν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ·
κατήνεγκαν δὲ Ἰωσὴφ ψόγον πονηρὸν πρὸς Ἰσραὴλ
τὸν πατέρα αὐτῶν.
Γεν. 37,2 Αυτή δε είναι εν συνεχεία η ιστορία της
οικογενείας του Ιακώβ. Ο Ιωσήφ εις ηλικίαν δέκα επτά ετών, έφηβος, έβοσκε τα
πρόβατα του πατρός του, μαζή με τους αδελφούς του, τους υιούς τους οποίους
είχεν αποκτήσει ο ποτήρ του εκ της Βαλλάς και Ζελφάς. Εκείνοι διέβαλαν τον
Ιωσήφ προς τον πατέρα των, ότι δήθεν είχε διαπράξει κάποιο μεγάλο αμάρτημα.
Γεν. 37,3 Ἰακὼβ δέ ἠγάπα
τὸν Ἰωσὴφ παρὰ πάντας τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ,
ὅτι υἱὸς γήρως ἦν αὐτῷ· ἐποίησε
δὲ αὐτῷ χιτῶνα ποικίλον.
Γεν. 37,3 Ο Ιακώβ όμως αγαπούσε τον Ιωσήφ περισσότερον από
όλα τα αλλά παιδιά του, και δια τον λόγον ότι ήτο υιός γεννηθείς κατά το γήρας
αυτού. Από την αγάπην δε αυτήν κινούμενος του κατεσκεύασεν ένα πολύχρωμον
χιτώνα.
Γεν. 37,4 ἰδόντες δὲ
οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, ὅτι αὐτὸν ὁ
πατὴρ φιλεῖ ἐκ πάντων τῶν υἱῶν αὐτοῦ,
ἐμίσησαν αὐτὸν καὶ οὐκ ἠδύναντο λαλεῖν
αὐτῷ οὐδὲν εἰρηνικόν.
Γεν. 37,4 Οταν οι αδελφοί του είδον ότι ο πατέρας των αγαπά
περισσότερον από όλα τα αλλά παιδιά του τον Ιωσήφ, τον εφθόνησαν και τον
εμίσησαν. Δεν ήθελαν να έχουν με αυτόν σχέσεις αδελφικής αγάπης και εξ αιτίας
του φθόνου των δεν ημπορούσαν να ομιλήσουν προς αυτόν τίποτε το ειρηνικόν και
φιλικόν.
Γεν. 37,5 Ἐνυπνιασθεὶς
δὲ Ἰωσὴφ ἐνύπνιον ἀπήγγειλεν αὐτὸ τοῖς
ἀδελφοῖς αὐτοῦ.
Γεν. 37,5 Καποτε ο Ιωσήφ είδεν ένα παράδοξον όνειρον, το
οποίον και ανέφερεν στους αδελφούς του.
Γεν. 37,6 καὶ εἶπεν αὐτοῖς·
ἀκούσατε τοῦ ἐνυπνίου τούτου, οὗ ἐνυπνιάσθην·
Γεν. 37,6 Είπεν εις αυτούς· “ακούσατε αυτό το όνειρον, το
οποίον είδα απόψε στον ύπνον μου.
Γεν. 37,7 ᾤμην ὑμᾶς
δεσμεύειν δράγματα ἐν μέσῳ τῷ πεδίῳ, καὶ ἀνέστη
τὸ ἐμὸν δράγμα καὶ ὠρθώθη, περιστραφέντα δὲ
τὰ δράγματα ὑμῶν προσεκύνησαν τὸ ἐμὸν
δράγμα.
Γεν. 37,7 Μου εφαίνετο ότι σεις εδένατε δεμάτια από στάχυα
στο μέσον των χωραφιών της πεδιάδος. Εσηκώθη το ιδικόν μου δέμα και έμεινεν
όρθιον, τα δε ιδικά σας δεμάτια εστράφησαν προς το ιδικόν μου δεμάτι και το
επροσκύνησαν”.
Γεν. 37,8 εἶπαν δὲ αὐτῷ
οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ· μὴ βασιλεύων
βασιλεύσεις ἐφ᾿ ἡμᾶς ἢ κυριεύων κυριεύσεις ἡμῶν;
καὶ προσέθεντο ἔτι μισεῖν αὐτὸν ἕνεκεν τῶν
ἐνυπνίων αὐτοῦ καὶ ἕνεκεν τῶν ῥημάτων
αὐτοῦ.
Γεν. 37,8 Απήντησαν δε εις αυτόν οι αδελφοί του· “μήπως θα
γίνης βασιλεύς, δια να βασιλεύσης επάνω μας η κύριος και αφέντης μας;” Εξ
αιτίας του ονείρου αυτού και των λόγων, που τους είπε, τον εμίσησαν ακόμη
περισσότερον.
Γεν. 37,9 εἶδε δὲ ἐνύπνιον
ἕτερον καὶ διηγήσατο αὐτῷ τῷ πατρὶ αὐτοῦ
καὶ τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ, καὶ εἶπεν·
ἰδοὺ ἐνυπνιασάμην ἐνύπνιον ἕτερον, ὥσπερ ὁ
ἥλιος καὶ ἡ σελήνη καὶ ἕνδεκα ἀστέρες
προσεκύνουν με.
Γεν. 37,9 Είδεν όμως και ένα άλλο όνειρον, το οποίον διηγήθη
στον πατέρα και τους αδελφούς του, και είπεν· “ιδού εις ένα άλλο όνειρον, που
είδον, μου εφάνη ως εάν ο ήλιος και η σελήνη και ένδεκα αστέρες με
προσκυνούσαν”.
Γεν. 37,10 καὶ ἐπετίμησεν
αὐτῷ ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ·
τί τὸ ἐνύπνιον τοῦτο, ὃ ἐνυπνιάσθης; ἆρά γε
ἐλθόντες ἐλευσόμεθα ἐγώ τε καὶ ἡ μήτηρ σου καὶ
οἱ ἀδελφοί σου προσκυνῆσαί σοι ἐπὶ τὴν γῆν;
Γεν. 37,10 Ο πατήρ του τον επέπληξε (διότι έσπευσε να
ανακοινώση και αυτό το όνειρον) και του είπε· “τι νομίζεις ότι σημαίνει αυτό το
όνειρον, που είδες; Μηπως θέλεις να πης ότι εγώ, η μητέρα σου και οι αδελφοί
σου θα έλθωμεν να σε προσκυνήσωμεν μέχρις εδάφους;”
Γεν. 37,11 ἐζήλωσαν δὲ
αὐτὸν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, ὁ δὲ
πατὴρ αὐτοῦ διετήρησε τὸ ῥῆμα.
Γεν. 37,11 Και δια τον λόγον αυτόν οι αδελφοί του τον
εφθόνησαν ακόμη περισσότερον. Αλλά ο πατήρ εφύλαξε μέσα εις την καρδιά του τα
λόγια αυτά του Ιωσήφ.
Γεν. 37,12 Ἐπορεύθησαν δὲ
οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ βόσκειν τὰ πρόβατα τοῦ
πατρὸς αὐτῶν εἰς Συχέμ.
Γεν. 37,12 Κατά τας ημέρας εκείνας μετέβησαν οι αδελφοί του
Ιωσήφ να βοσκήσουν τα πρόβατα του πατρός των εις την περιοχήν της Συχέμ.
Γεν. 37,13 καὶ εἶπεν Ἰσραὴλ
πρὸς Ἰωσήφ· οὐχὶ οἱ ἀδελφοί σου
ποιμαίνουσιν εἰς Συχέμ; δεῦρο ἀποστείλω σε πρὸς αὐτούς.
εἶπε δὲ αὐτῷ· ἰδοὺ ἐγώ.
Γεν. 37,13 Ο Ιακώβ (έπειτα ίσως από μερικάς εβδομάδας) είπε
προς τον Ιωσήφ· “οι αδελφοί σου δεν βόσκουν τα πρόβατα εις την Συχέμ; Λοιπόν θα
σε στείλω προς αυτούς”. “Είμαι πρόθυμος να μεταβώ” είπεν ο Ιωσήφ.
Γεν. 37,14 εἶπε δὲ αὐτῷ
Ἰσραήλ· πορευθεὶς ἰδέ, εἰ ὑγιαίνουσιν οἱ
ἀδελφοί σου καὶ τὰ πρόβατα, καὶ ἀνάγγειλόν μοι.
καὶ ἀπέστειλεν αὐτὸν ἐκ τῆς κοιλάδος τῆς
Χεβρών, καὶ ἦλθεν εἰς Συχέμ.
Γεν. 37,14 Είπε δε προς αυτόν ο Ιακώβ· “πήγαινε εκεί να ιδής,
εάν είναι καλά εις την υγείαν των οι αδελφοί σου, πως είναι τα πρόβατα και έλα
κατόπιν να με πληροφορήσης”. Εστειλε δε αυτόν από την κοιλάδα της Χεβρών, εις
την οποίαν έμενε, και ο Ιωσήφ μετέβη εις την Συχέμ.
Γεν. 37,15 καὶ εὗρεν αὐτὸν
ἄνθρωπος πλανώμενον ἐν τῷ πεδίῳ· ἠρώτησε δὲ
αὐτὸν ὁ ἄνθρωπος λέγων· τί ζητεῖς;
Γεν. 37,15 Καθώς περιεπλανάτο εις την πεδιάδα της Συχέμ τον
συνήντησε κάποιος άνθρωπος και τον ηρώτησε· “τι ζητείς εδώ;”
Γεν. 37,16 ὁ δὲ εἶπε·
τοὺς ἀδελφούς μου ζητῶ· ἀπάγγειλόν μοι, ποῦ
βόσκουσιν.
Γεν. 37,16 Εκείνος απήντησε· “ζητώ να εύρω τους αδελφούς μου.
Πές μου, εάν γνωρίζης που βόσκουν τα πρόβατα”.
Γεν. 37,17 εἶπε δὲ αὐτῷ
ὁ ἄνθρωπος· ἀπῄρκασιν ἐντεῦθεν, ἤκουσα
γὰρ αὐτῶν λεγόντων· πορευθῶμεν εἰς Δωθαείμ. καὶ
ἐπορεύθη Ἰωσὴφ κατόπισθεν τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ
καὶ εὗρεν αὐτοὺς ἐν Δωθαείμ.
Γεν. 37,17 Ο άνθρωπος εκείνος του είπεν· “έχουν αναχωρήσει από
εδώ, διότι τους ήκουσα να λέγουν ότι θα πορευθούν εις Δωθαείμ”. Και ο Ιωσήφ
μετέβη προς την κατεύθυνσιν των αδελφών του και τους ευρήκε πράγματι εις την
Δωθαείμ.
Γεν. 37,18 προεῖδον δὲ
αὐτὸν μακρόθεν πρὸ τοῦ ἐγγίσαι αὐτὸν
πρὸς αὐτοὺς καὶ ἐπονηρεύοντο τοῦ ἀποκτεῖναι
αὐτόν.
Γεν. 37,18 Εκείνοι τον είδον από μακράν, πριν όμως πλησιάση
προς αυτούς και υπό του φθόνου κινούμενοι εσκέφθησαν πονηρά εναντίον του,
εσκέφθησαν δηλαδή και απεφάσισαν να τον φονεύσουν.
Γεν. 37,19 εἶπε δὲ ἕκαστος
πρὸς τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ· ἰδοὺ
ὁ ἐνυπνιαστὴς ἐκεῖνος ἔρχεται·
Γεν. 37,19 Είπε δε ο ένας αδελφός προς τον άλλον· “να, έρχεται
εκείνος που βλέπει τα όνειρα !
Γεν. 37,20 νῦν οὖν δεῦτε
ἀποκτείνωμεν αὐτὸν καὶ ῥίψωμεν αὐτὸν
εἰς ἕνα τῶν λάκκων καὶ ἐροῦμεν· θηρίον
πονηρὸν κατέφαγεν αὐτόν· καὶ ὀψόμεθα, τί ἔσται
τὰ ἐνύπνια αὐτοῦ.
Γεν. 37,20 Λοιπόν, ελάτε τώρα να τον φονεύσωμεν, να τον ρίψωμεν
εις ένα από τους λάκκους αυτούς και θα είπωμεν στον πατέρα ότι άγριον θηρίον
τον κατέφαγε. Και έτσι θα ιδούμε τι θα πουν τα όνειρά του και ποιά θα είναι η
αξία των”!
Γεν. 37,21 ἀκούσας δὲ Ῥουβὴν
ἐξείλετο αὐτὸν ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν
καὶ εἶπεν· οὐ πατάξωμεν αὐτὸν εἰς
ψυχήν.
Γεν. 37,21 Ο Ρουβήν, ο πρωτότοκος, όταν ήκουσε τας πονηράς
αυτάς αποφάσεις των αδελφών του, εγλύτωσε τον Ιωσήφ από τα αδελφοκτόνα χέρια
των ειπών· “ποτε να μη φθάσωμεν μέχρι του σημείου, ώστε να του αφαιρέσωμεν την
ζωήν.
Γεν. 37,22 εἶπε δὲ αὐτοῖς
Ῥουβήν· μὴ ἐκχέητε αἷμα· ἐμβάλλετε αὐτὸν
εἰς ἕνα τῶν λάκκων τούτων τῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ,
χεῖρα δὲ μὴ ἐπενέγκητε αὐτῷ· ὅπως
ἐξέληται αὐτὸν ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν
καὶ ἀποδῷ αὐτὸν τῷ πατρὶ αὐτοῦ.
Γεν. 37,22 Μη θελήσετε να χύσετε αδελφικόν αίμα. Ριψατε καλύτερα
αυτόν εις ένα από αυτούς τους λάκκους της έρημου και μη απλώσετε το χέρι σας
εναντίον του”. Αυτός δε τα έλεγε με τον σκοπόν να σώση τον Ιωσήφ από τα χέρια
των, να τον ανασύρη κρυφίως από τον λάκκον και να τον αποδώση σώον στον πατέρα
των.
Γεν. 37,23 ἐγένετο δὲ ἡνίκα
ἦλθεν Ἰωσὴφ πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ,
ἐξέδυσαν Ἰωσὴφ τὸν χιτῶνα τὸν ποικίλον τὸν
περὶ αὐτόν
Γεν. 37,23 Συνέβησαν δε τα πράγματα ως εξής· Οταν ήλθεν ο Ιωσήφ
στους αδελφούς του, εκείνοι του αφήρεσαν τον ποικιλόχρωμον χιτώνα, που
εφορούσε.
Γεν. 37,24 καὶ λαβόντες αὐτόν
ἔῤῥιψαν εἰς τὸν λάκκον· ὁ δὲ
λάκκος κενός, ὕδωρ οὐκ εἶχεν.
Γεν. 37,24 Επειτα τον επήραν και τον έρριψαν εις ένα λάκκον. Ο
λάκκος ήτο ξηρός, δεν είχε νερό.
Γεν. 37,25 Ἐκάθισαν δὲ
φαγεῖν ἄρτον καὶ ἀναβλέψαντες τοῖς ὀφθαλμοῖς
εἶδον, καὶ ἰδοὺ ὁδοιπόροι Ἰσμαηλῖται ἤρχοντο
ἐκ Γαλαάδ, καὶ αἱ κάμηλοι αὐτῶν ἔγεμαν
θυμιαμάτων καὶ ῥητίνης καὶ στακτῆς· ἐπορεύοντο
δὲ καταγαγεῖν εἰς Αἴγυπτον.
Γεν. 37,25 Καθώς όμως εκάθισαν να φάγουν εσήκωσαν τα μάτια των
και, να, είδον ότι ταξιδιώται Ισμαηλίται ήρχοντο από την χώραν Γαλαάδ με τας
καμήλους των φορτωμένος από θυμιάματα, από ρητινώδη και αρωματώδη είδη.
Επορεύοντο δέ, να φθάσουν εις την Αίγυπτον, δια να πωλήσουν το εμπόρευμά των.
Γεν. 37,26 εἶπε δὲ Ἰούδας
πρὸς τούς ἀδελφοὺς αὐτοῦ· τί χρήσιμον, ἐὰν
ἀποκτείνωμεν τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν καὶ
κρύψωμεν τὸ αἷμα αὐτοῦ;
Γεν. 37,26 Είπε τότε ο Ιούδας προς τους αδελφούς του· “τι έχομεν
να ωφεληθώμεν, εάν φονεύσωμεν τον αδελφόν μας και αποκρύψωμεν τον φόνον του;
Γεν. 37,27 δεῦτε ἀποδώμεθα
αὐτὸν τοῖς Ἰσμαηλίταις τούτοις, αἱ δὲ χεῖρες
ἡμῶν μὴ ἔστωσαν ἐπ᾿ αὐτόν, ὅτι ἀδελφὸς
ἡμῶν καὶ σὰρξ ἡμῶν ἐστιν. ἤκουσαν
δὲ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ.
Γεν. 37,27 Ελάτε να τον πωλήσωμεν καλύτερα στους Ισμαηλίτας
αυτούς εμπόρους και ας μη απλώσωμεν φονικά τα χέρια μας εναντίον του, διότι
είναι αδελφός μας, είναι σαρξ και αίμα μας”. Οι άλλοι αδελφοί εδέχθησαν την
πρότασιν αυτήν του Ιούδα.
Γεν. 37,28 καὶ παρεπορεύοντο
οἱ ἄνθρωποι οἱ Μαδιηναῖοι ἔμποροι, καὶ ἐξείλκυσαν
καὶ ἀνεβίβασαν τὸν Ἰωσὴφ ἐκ τοῦ
λάκκου καὶ ἀπέδοντο τὸν Ἰωσὴφ τοῖς Ἰσμαηλίταις
εἴκοσι χρυσῶν, καὶ κατήγαγον τὸν Ἰωσὴφ εἰς
Αἴγυπτον.
Γεν. 37,28 Οταν δε επλησίασαν οι Μαδιανίται αυτοί έμποροι, οι
αδελφοί ανέσυραν και ανέβασαν τον Ιωσήφ από τον λάκκον και τον επώλησαν στους
Ισμαηλίτας αντί είκοσι χρυσών νομισμάτων. Εκείνοι δε έφεραν τον Ιωσήφ ως δούλον
προς πώλησιν εις την Αίγυπτον.
Γεν. 37,29 ἀνέστρεψε δὲ
Ῥουβὴν ἐπὶ τὸν λάκκον καὶ οὐχ ὁρᾷ
τὸν Ἰωσὴφ ἐν τῷ λάκκῳ. καὶ διέῤῥηξε
τὰ ἱμάτια αὐτοῦ.
Γεν. 37,29 Ο Ρουβήν, ο οποίος απουσίαζεν, όταν επωλείτο ο
αδελφός του, επέστρεψεν στον λάκκον και δεν είδεν εκεί τον Ιωσήφ. Εσχισε τα
ενδύματα αυτού από λύπην και αγανάκτησιν,
Γεν. 37,30 καὶ ἐπέστρεψε
πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ. καὶ εἶπε·
τὸ παιδάριον οὐκ ἔστιν, ἐγὼ δὲ ποῦ
πορεύομαι ἔτι;
Γεν. 37,30 έτρεξε προς τους αδελφούς του και τους είπε· “το
παιδάριον Ιωσήφ δεν υπάρχει στον λάκκον. Τι θα γίνω λοιπόν εγώ τώρα, ο
πρωτότοκος και υπεύθυνος αδελφός, και που θα υπάγω;”
Γεν. 37,31 Λαβόντες δὲ τὸν
χιτῶνα τοῦ Ἰωσὴφ ἔσφαξαν ἔριφον αἰγῶν
καὶ ἐμόλυναν τὸν χιτῶνα τῷ αἵματι.
Γεν. 37,31 Οι αδελφοί έσφαξαν ένα ερίφιον από τα γίδια των,
επήραν τον χιτώνα του Ιωσήφ και τον εβούτηξαν μέσα στο αίμα.
Γεν. 37,32 καὶ ἀπέστειλαν
τὸν χιτῶνα τὸν ποικίλον καὶ εἰσήνεγκαν τῷ
πατρὶ αὐτῶν. καὶ εἶπαν· τοῦτον εὕρομεν,
ἐπίγνωθι εἰ χιτὼν τοῦ υἱοῦ σού ἐστιν ἢ
οὔ.
Γεν. 37,32 Με άνθρωπον δε έστειλαν στον Ιακώβ, τον πατέρα
αυτών, τον πολύχρωμον χιτώνα και του είπαν· “αυτόν τον χιτώνα τον ευρήκαμεν
κάπου εις την πεδιάδα. Εξέτασέ τον, μήπως είναι ο χιτών του παιδιού σου η όχι”.
Γεν. 37,33 καὶ ἐπέγνω
αὐτὸν καὶ εἶπε· χιτὼν τοῦ υἱοῦ
μού ἐστι· θηρίον πονηρὸν κατέφαγεν αὐτόν, θηρίον ἥρπασε
τὸν Ἰωσήφ.
Γεν. 37,33 Ο Ιακώβ ανεγνώρισεν αμέσως τον χιτώνα του Ιωσήφ και
εφώναξεν· “αυτός ο χιτών είναι του παιδιού μου ! Θηρίον άγριον θα κατέφαγε τον
Ιωσήφ ! Θηρίον θα τον ήρπασε και θα τον κατεσπάραξε” !
Γεν. 37,34 διέῤῥηξε δὲ
Ἰακὼβ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐπέθετο
σάκκον ἐπὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ καὶ ἐπένθει
τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἡμέρας πολλάς.
Γεν. 37,34 Γεμάτος δε πόνον ο Ιακώβ έσχισε τα ενδύματα αυτού,
έζωσε από την μέσην του τρίχινον σάκκον και επί πολλάς ημέρας εθρηνούσε και
έκλαιε τον Ιωσήφ.
Γεν. 37,35 συνήχθησαν δὲ
πάντες οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ αἱ θυγατέρες
καὶ ἦλθον παρακαλέσαι αὐτόν, καὶ οὐκ ἤθελε
παρακαλεῖσθαι λέγων ὅτι· καταβήσομαι πρὸς τὸν υἱόν
μου πενθῶν εἰς ᾅδου. καὶ ἔκλαυσεν αὐτὸν
ὁ πατὴρ αὐτοῦ.
Γεν. 37,35 Συνεκεντρώθησαν δε γύρω από αυτόν όλοι οι υιοί του
και αι θυγατέρες του και ήλθον να τον παρηγορήσουν. Εκείνος όμως έμενεν
απαρηγόρητος. Δεν ήθελε να ακούση λόγους παρηγορίας και έλεγε συνεχώς· “θρηνών
και οδυρόμενος θα καταβώ στον άδην, προς τον υιόν μου τον Ιωσήφ”. Και έκλαυσεν
αυτόν ο πατήρ αυτού.
Γεν. 37,36 οἱ δὲ
Μαδιηναῖοι ἀπέδοντο τὸν Ἰωσὴφ εἰς Αἴγυπτον
τῷ Πετεφρῇ τῷ σπάδοντι Φαραώ, ἀρχιμαγείρῳ.
Γεν. 37,36 Οι δε Μαδιανίται έμποροι, όταν έφθασαν εις την
Αίγυπτον, επώλησαν τον Ιωσήφ στον Πετεφρή, τον αυλικόν και αρχιμάγειρον του
Φαραώ.
ΓΕΝΕΣΙΣ
38
Γεν. 38,1 Ἐγένετο δέ ἐν
τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, κατέβη Ἰούδας ἀπὸ τῶν
ἀδελφῶν αὐτοῦ καὶ ἀφίκετο ἕως πρὸς
ἄνθρωπόν τινα Ὀδολλαμίτην, ᾧ ὄνομα Εἰράς.
Γεν. 38,1 Κατά τον καιρόν εκείνον ο Ιούδας, ένας από τους
υιούς του Ιακώβ απεμακρύνθη από τα μέρη, όπου ήσαν οι αδελφοί του, και μετέβη
προς κάποιον άνθρωπον, κάτοικον της πόλεως Οδολλάμ, ονομαζόμενον Ειράς.
Γεν. 38,2 καὶ εἶδεν ἐκεῖ
Ἰούδας θυγατέρα ἀνθρώπου Χαναναίου, ᾗ ὄνομα Σαυά, καὶ
ἔλαβεν αὐτὴν καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτήν.
Γεν. 38,2 Είδεν εκεί ο Ιούδας την θυγατέρα ενός Χαναναίου, η
οποία ωνομάζετο Σαυα, την έλαβεν ως σύζυγόν του και ήλθεν εις συνάφειαν με
αυτήν.
Γεν. 38,3 καὶ συλλαβοῦσα
ἔτεκεν υἱὸν καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ
Ἤρ.
Γεν. 38,3 Εκείνη δε έμεινεν έγκυος, εγέννησεν υιόν και
έδωσεν εις αυτόν το όνομα Ηρ.
Γεν. 38,4 καὶ συλλαβοῦσα
ἔτεκεν υἱὸν ἔτι καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα
αὐτοῦ Αὐνάν.
Γεν. 38,4 Μείνασα αυτή και πάλιν έγκυος, εγέννησεν υιόν, τον
οποίον ωνόμασεν Αυνάν.
Γεν. 38,5 καὶ προσθεῖσα
ἔτεκεν υἱὸν καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ
Σηλώμ. αὕτη δὲ ἦν ἐν Χασβί, ἡνίκα ἔτεκεν αὐτούς.
Γεν. 38,5 Και πάλιν εγέννησεν άλλον υιόν, τον οποίον ωνόμασε
Σηλώμ. Η δε γυναίκα αυτή ευρίσκετο εις την πόλιν Χασβί, όταν εγέννησεν αυτά τα
παιδιά της.
Γεν. 38,6 καὶ ἔλαβεν Ἰούδας
γυναῖκα Ἢρ τῷ πρωτοτόκῳ αὐτοῦ, ᾗ ὄνομα
Θάμαρ.
Γεν. 38,6 Ο Ιούδας εξέλεξε και επήρε δια τον πρωτότοκόν του
υιόν, τον Ηρ, σύζυγον, η οποία ωνομάζετο Θαμαρ.
Γεν. 38,7 ἐγένετο δὲ Ἢρ
πρωτότοκος Ἰούδα πονηρὸς ἔναντι Κυρίου, καὶ ἀπέκτεινεν
αὐτὸν ὁ Θεός.
Γεν. 38,7 Ο προτότοκος όμως αυτός υιός του Ιούδα έγινε
φαύλος και κακός ενώπιον του Κυρίου, δι' αυτό και ο Θεός τον εθανάτωσε.
Γεν. 38,8 εἶπε δὲ Ἰούδας
τῷ Αὐνάν· εἴσελθε πρὸς τὴν γυναῖκα τοῦ
ἀδελφοῦ σου καὶ ἐπιγάμβρευσαι αὐτὴν καὶ
ἀνάστησον σπέρμα τῷ ἀδελφῷ σου.
Γεν. 38,8 Μετά τον θάνατον του Ηρ είπεν ο Ιούδας στον υιόν
του τον Αυνάν· “πάρε ως σύζυγον την χήραν του αδελφού σου, την Θαμαρ, ελθέ εις
συνάφειαν με αυτήν και απόκτησε τέκνον δια τον αδελφόν σου, ο οποίος απέθανεν
άτεκνος”.
Γεν. 38,9 γνοὺς δὲ Αὐνὰν
ὅτι οὐκ αὐτῷ ἔσται τὸ σπέρμα, ἐγίνετο
ὅταν εἰσήρχετο πρὸς τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ
αὐτοῦ, ἐξέχεεν ἐπὶ τὴν γῆν τοῦ
μὴ δοῦναι σπέρμα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ.
Γεν. 38,9 Ο Αυνάν, γνωρίζων πολύ καλά ότι το τέκνον, που θα
εγεννάτο από την συνάφειάν του προς την γυναίκα του αδελφού του, δεν θα ήτο
ιδικόν του, όταν ήρχετο εις συνάφειαν προς αυτήν, άφηνε το σπέρμα του να
χύνεται εις την γην, δια να μη δώση τέκνον στον άτεκνον αδελφόν του.
Γεν. 38,10 πονηρὸν δὲ ἐφάνη
ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἐποίησε τοῦτο, καὶ
ἐθανάτωσε καὶ τοῦτον.
Γεν. 38,10 Το γεγονός αυτό εφάνη στον Θεόν πολύ κακόν, ο δε
Θεός εθανάτωσε τον Αυνάν δια την κακήν αυτήν πράξιν.
Γεν. 38,11 εἶπε δὲ Ἰούδας
Θάμαρ τῇ νύμφῃ αὐτοῦ· κάθου χήρα ἐν τῷ
οἴκῳ τοῦ πατρός σου ἕως μέγας γένηται Σηλὼμ ὁ
υἱός μου. εἶπε γάρ· μή ποτε ἀποθάνῃ καὶ οὗτος,
ὥσπερ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ. ἀπελθοῦσα
δὲ Θάμαρ ἐκάθητο ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρὸς
αὐτῆς.
Γεν. 38,11 Ο δε Ιούδας είπε τότε εις την Θαμαρ· “κάθισε στο
πατρικόν σου σπίτι χήρα, έως ότου ανδρωθή ο τρίτος μου υιός ο Σηλώμ”. Είπε δε ο
Ιούδας τα λόγια αυτά, χωρίς και να έχη κατά νουν να δώση την Θαμαρ σύζυγον του
Σηλώμ, επειδή εφοβήθη μήπως και αυτός αποθάνη, όπως και οι δύο άλλοι αδελφοί
του. Η Θαμαρ υπακούουσα εις την εντολήν του πενθερού της μετέβη και έμενεν στο
πατρικό της σπίτι.
Γεν. 38,12 Ἐπληθύνθησαν δὲ
αἱ ἡμέραι καὶ ἀπέθανε Σαυὰ ἡ γυνὴ Ἰούδα·
καὶ παρακληθεὶς Ἰούδας ἀνέβη ἐπὶ τοὺς
κείροντας τά πρόβατα αὐτοῦ, αὐτὸς καὶ Εἰρὰς
ὁ ποιμὴν αὐτοῦ ὁ Ὀδολλαμίτης εἰς
Θαμνά.
Γεν. 38,12 Επέρασεν αρκετόν χρονικόν διάστημα και απέθανεν η
Σαυα, η σύζυγος του Ιούδα. Αφού επέρασε το χρονικόν διάστημα του πένθους του
κατά τα κρατούντα έθιμα, μετέβη ο Ιούδας και ο ποιμήν του Ειράς ο Οδολλαμίτης
εις Θαμνά προς τους κουρεύοντας τα πρόβατά του.
Γεν. 38,13 καὶ ἀπηγγέλη
Θάμαρ τῇ νύμφῃ αὐτοῦ λέγοντες· ἰδοὺ ὁ
πενθερός σου ἀναβαίνει εἰς Θαμνὰ κεῖραι τὰ
πρόβατα αὐτοῦ.
Γεν. 38,13 Ανήγγειλαν δε εις την Θαμαρ την νύμφην του λέγοντες·
“ιδού ο πενθερός σου μεταβαίνει εις Θαμνά δια το κούρευμα των προβάτων του”.
Γεν. 38,14 καὶ περιελομένη τὰ
ἱμάτια τῆς χηρεύσεως ἀφ᾿ ἑαυτῆς, περιεβάλετο
θέριστρον καὶ ἐκαλλωπίσατο καὶ ἐκάθισε πρὸς ταῖς
πύλαις Αἰνάν, ἥ ἐστιν ἐν παρόδῳ Θαμνά· εἶδε
γὰρ ὅτι μέγας γέγονε Σηλώμ, αὐτὸς δὲ οὐκ ἔδωκεν
αὐτὴν αὐτῷ γυναῖκα.
Γεν. 38,14 Αυτή δε αφήρεσε τα ιμάτια της χηρείας της, έβαλε
καλύπτραν στο πρόσωπόν της, εκαλλωπίσθη και εκάθισε πλησίον εις τας πύλας της
πόλεως Αινάν, η οποία ευρίσκεται εις την οδόν την προς Θαμνά. Εκαλλωπίσθη δε
κατά τον προκλητικόν αυτόν τρόπον, δια να δελεάση και παρασύρη τον Ιούδαν,
επειδή είδεν ότι αυτός δεν της είχε δώσει ως σύζυγον τον Σηλώμ ο οποίος εν τω
μεταξύ είχεν ανδρωθή.
Γεν. 38,15 καὶ ἰδὼν
αὐτὴν Ἰούδας ἔδοξεν αὐτὴν πόρνην εἶναι·
κατεκαλύψατο γὰρ τὸ πρόσωπον αὐτῆς, καὶ οὐκ
ἐπέγνω αὐτήν.
Γεν. 38,15 Ο Ιούδας, όταν είδεν αυτήν την εξέλαβεν ως κοινήν
γυναίκα, διότι εκείνη είχε κατακρύψει το πρόσωπον με την καλύπτραν και δεν την
ανεγνώρισε.
Γεν. 38,16 ἐξέκλινε δὲ
πρὸς αὐτὴν τὴν ὁδὸν καὶ εἶπεν αὐτῇ·
ἔασόν με εἰσελθεῖν πρὸς σέ· οὐ γὰρ ἔγνω
ὅτι νύμφη αὐτοῦ ἐστίν. ἡ δὲ εἶπε·
τί μοι δώσεις, ἐὰν εἰσέλθῃς πρός με;
Γεν. 38,16 Ελοξοδρόμησε λοιπόν προς αυτήν και της είπεν· “άφησέ
με να έλθω εις συνάφειαν μαζή σου”- δεν είχεν αντιληφθή ότι αυτή ήτο η νύμφη
του- εκείνη τον ηρώτησε. “Τι θα μου δώσης εάν έλθης εις συνάφειαν μαζή μου;”
Γεν. 38,17 ὁ δὲ εἶπεν·
ἐγώ σοι ἀποστελῶ ἔριφον αἰγῶν ἐκ τῶν
προβάτων μου, ἡ δὲ εἶπεν· ἐὰν δῷς μοι ἀῤῥαβῶνα,
ἕως τοῦ ἀποστεῖλαί σε.
Γεν. 38,17 Εκείνος απήντησε· “θα σου στείλω ένα κατσίκι από τα
γιδοπρόβατά μου”. Εκείνη του είπε· “θα δεχθώ να έλθης εις συνάφειαν μαζή μου,
εάν μέχρις ότου μου στείλης το κατσίκι, μου δώσης κάποιαν εγγύησιν”.
Γεν. 38,18 ὁ δὲ εἶπε·
τίνα τὸν ἀῤῥαβῶνά σοι δώσω; ἡ δὲ εἶπε·
τὸν δακτύλιόν σου καὶ τὸν ὁρμίσκον, καὶ τὴν
ῥάβδον τὴν ἐν τῇ χειρί σου. καὶ ἔδωκεν αὐτῇ
καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτήν, καὶ ἐν γαστρὶ
ἔλαβεν ἐξ αὐτοῦ.
Γεν. 38,18 Εκείνος της είπεν· “τι εγγύησιν θέλεις να σου δώσω;”
“Θέλω να εμού δώσης, απήντησεν εκείνη, το δακτυλίδι σου, την αλυσίδα που φέρεις
εις τον λαιμόν σου, και το ραβδί που κρατάς εις τα χέρια σου”. Εκείνος της
έδωσεν αυτάς τας εγγυήσεις, ήλθεν εις συνάφειαν με αυτήν και την αφήκεν έγκυον.
Γεν. 38,19 καὶ ἀναστᾶσα
ἀπῆλθε καὶ περιείλετο τὸ θέριστρον αὐτῆς ἀφ᾿
ἑαυτῆς καὶ ἐνεδύσατο τὰ ἱμάτια τῆς
χηρεύσεως αὐτῆς.
Γεν. 38,19 Η Θαμαρ αμέσως μετά την πράξιν εσηκώθηκε και
ανεχώρησε. Αφήρεσε την καλύπτραν της και εφόρεσε πάλιν τα ενδύματα της χηρείας
της.
Γεν. 38,20 ἀπέστειλε δὲ
Ἰούδας τὸν ἔριφον ἐξ αἰγῶν ἐν χειρὶ
τοῦ ποιμένος αὐτοῦ τοῦ Ὀδολλαμίτου κομίσασθαι παρὰ
τῆς γυναικὸς τὸν ἀῤῥαβῶνα, καὶ
οὐχ εὗρεν αὐτήν.
Γεν. 38,20 Ο Ιούδας έστειλε προς αυτήν με τον ποιμένα αυτού τον
Οδολλαμίτην ένα από τα κατσίκια του, δια να πάρη πίσω την εγγύησιν, που της
είχε δώσει, αλλά δεν την ευρήκε.
Γεν. 38,21 ἐπηρώτησε δὲ
τοὺς ἄνδρας τοὺς ἐκ τοῦ τόπου· ποῦ ἐστιν
ἡ πόρνη ἡ γενομένη ἐν Αἰνὰν ἐπὶ τῆς
ὁδοῦ; καὶ εἶπαν· οὐκ ἦν ἐνταῦθα
πόρνη.
Γεν. 38,21 Εζήτησε πληροφορίας από τους άνδρας του τόπου
εκείνου “που είναι η κοινή εκείνη γυναίκα, η οποία εκάθητο εις την οδόν πλησίον
της πόλεως Αινάν;” Εκείνοι του είπαν· “δεν υπάρχει εδώ κοινή γυναίκα”.
Γεν. 38,22 καὶ ἀπεστράφη
πρὸς Ἰούδαν καὶ εἶπεν· οὐχ εὗρον, καὶ
οἱ ἄνθρωποι οἱ ἐκ τοῦ τόπου λέγουσι μὴ εἶναι
ὧδε πόρνην.
Γεν. 38,22 Επέστρεψε δε προς τον Ιούδαν και του είπε· “δεν την
ευρήκα, οι δε άνθρωποι του τόπου εκείνου λέγουν, ότι δεν υπάρχει καμμία κοινή
γυναίκα εκεί”.
Γεν. 38,23 εἶπε δὲ Ἰούδας·
ἐχέτω αὐτά, ἀλλὰ μή ποτε καταγελασθῶμεν· ἐγὼ
μὲν ἀπέσταλκα τὸν ἔριφον τοῦτον, σὺ δὲ
οὐχ εὕρηκας.
Γεν. 38,23 Ο Ιούδας είπεν· “ας κρατήση εις τα χέρια αυτής τα
ενέχυρα που της έδωσα. Αλλά μόνον να μη γελοιοποιηθώμεν. Εγώ, όπως υπεσχέθην,
της έστειλα αυτό το κατσίκι· εσύ όμως δεν την ευρήκες. Αρα είμαι εν τάξει
απέναντί της”.
Γεν. 38,24 Ἐγένετο δὲ
μετὰ τρίμηνον ἀνηγγέλη τῷ Ἰούδᾳ λέγοντες· ἐκπεπόρνευκε
Θάμαρ ἡ νύμφη σου καὶ ἰδοὺ ἐν γαστρὶ ἔχει
ἐκ πορνείας. εἶπε δὲ Ἰούδας· ἐξαγάγετε αὐτήν,
καὶ κατακαυθήτω.
Γεν. 38,24 Αφού επέρασαν τρεις μήνες επληροφόρησαν μερικοί τον
Ιούδαν, ότι η νύμφη του η Θαμαρ παρεστράτησε και να ότι έμεινεν έγκυος εκ
πορνείας. Είπε δε ο Ιούδας· “βγάλτε την έξω από την πόλιν και καύσατέ την”.
Γεν. 38,25 αὐτὴ δὲ
ἀγομένη ἀπέστειλε πρὸς τὸν πενθερὸν αὐτῆς
λέγουσα· ἐκ τοῦ ἀνθρώπου, οὗτινος ταῦτά ἐστιν,
ἐγὼ ἐν γαστρὶ ἔχω. καὶ εἶπεν· ἐπίγνωθι,
τίνος ὁ δακτύλιος καὶ ὁ ὁρμίσκος καὶ ἡ ῥάβδος
αὕτη.
Γεν. 38,25 Η Θαμαρ, όταν ωδηγείτο έξω από την πόλιν δια να την
παραδώσουν στο πυρ, έστειλε προς τον πενθερόν της τα ενέχυρα τα οποία είχεν από
αυτόν και του παρήγγειλε· “εγώ αν είμαι έγκυος, έμεινα από τον άνδρα, στον
οποίον ανήκουν αυτά. Φρόντισε να μάθης εις ποίον ανήκει το δακτυλίδι, η αλυσίδα
και αυτή η ράβδος”.
Γεν. 38,26 ἐπέγνω δὲ Ἰούδας
καὶ εἶπε· δεδικαίωται Θάμαρ ἢ ἐγώ, οὗ ἕνεκεν
οὐκ ἔδωκα αὐτὴν Σηλὼν τῷ υἱῷ
μου. καὶ οὐ προσέθετο ἔτι τοῦ γνῶναι αὐτήν.
Γεν. 38,26 Ο Ιούδας τα ανεγνώρισε και είπεν· “η Θαμαρ έχει
δίκαιον και όχι εγώ, διότι δεν έδωκα αυτήν ως σύζυγον στον υιόν μου τον Σηλώμ,
όπως της είχα υποσχεθή”. Μετενόησε δε δια το λάθος του και δεν ήλθεν άλλην
φοράν εις συνάφειαν με αυτήν.
Γεν. 38,27 Ἐγένετο δὲ ἡνίκα
ἔτικτε, καὶ τῇδε ἦν δίδυμα ἐν τῇ γαστρὶ
αὐτῆς.
Γεν. 38,27 Οταν δε η Θαμαρ επρόκειτο να γεννήση, υπήρχον δίδυμα
εις την κοιλίαν της.
Γεν. 38,28 ἐγένετο δὲ ἐν
τῷ τίκτειν αὐτήν, ὁ εἷς προεξήνεγκε τὴν χεῖρα·
λαβοῦσα δὲ ἡ μαῖα ἔδησεν ἐπί τὴν χεῖρα
αὐτοῦ κόκκινον λέγουσα· οὗτος ἐξελεύσεται
πρότερος.
Γεν. 38,28 Οταν δε εγεννούσε, το ένα παιδί επρόβαλε το χέρι του.
Η μαία έδεσε το χέρι αυτό με κοκκίνη κλωστή λέγουσα· “αυτός θα βγη πρώτος και
θα είναι ο πρωτότοκος”.
Γεν. 38,29 ὡς δὲ ἐπισυνήγαγε
τὴν χεῖρα, καὶ εὐθὺς ἐξῆλθεν ὁ ἀδελφὸς
αὐτοῦ. ἡ δὲ εἶπε· τί διεκόπη διὰ σὲ
φραγμός; καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Φαρές.
Γεν. 38,29 Επειδή όμως εκείνος απέσυρε το χέρι του, αμέσως δε
εγεννήθη ο άλλος αδελφός του, η μαία είπε· “διατί έφυγεν από το μέσον ο φραγμός
του προηγουμένου αδελφού και ήνοιξε δια σε ο δρόμος;” Δια τούτο εκάλεσε το
όνομα του δευτέρου υιού Φαρές.
Γεν. 38,30 καί μετὰ τοῦτο
ἐξῆλθεν ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, ἐφ᾿
ᾧ ἦν ἐπὶ τῇ χειρὶ αὐτοῦ τὸ
κόκκινον· καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ
Ζαρά.
Γεν. 38,30 Επειτα από τον Φαρές εγεννήθη ο αδελφός του, ο οποίος
είχεν στο χέρι του την κόκκινη κλωστή. Δια τούτο η μαία τον ωνόμασε Ζαρά.
ΓΕΝΕΣΙΣ
39
Γεν. 39,1 Ἰωσὴφ δὲ
κατήχθη εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἐκτήσατο αὐτὸν
Πετεφρὴς ὁ εὐνοῦχος Φαραώ, ὁ ἀρχιμάγειρος, ἀνὴρ
Αἰγύπτιος, ἐκ χειρῶν τῶν Ἰσμαηλιτῶν, οἳ
κατήγαγον αὐτὸν ἐκεῖ.
Γεν. 39,1 Ο Ιωσήφ μετεφέρθη από τους Ισμαηλίτας εις την
Αίγυπτον. Εκεί δε ηγόρασεν αυτόν από τους Ισμαηλίτας ο Πετεφρής, ένας από τους
αυλικούς, ο αρχιμάγειρος του Φαραώ.
Γεν. 39,2 καὶ ἦν
Κύριος μετὰ Ἰωσήφ, καὶ ἦν ἀνὴρ ἐπιτυγχάνων
καὶ ἐγένετο ἐν τῷ οἴκῳ παρὰ τῷ
κυρίῳ αὐτοῦ τῷ Αἰγυπτίῳ.
Γεν. 39,2 Ο δε Θεός ήτο πάντοτε μαζή με τον Ιωσήφ. Δια τούτο
και ήρχοντο όλα εις αυτόν κατ' ευχήν. Εμενε δε στον οίκον του Πετεφρή του
Αιγυπτίου αυτού κυρίου του.
Γεν. 39,3 ᾔδει δὲ ὁ
κύριος αὐτοῦ, ὅτι ὁ Κύριος ἦν μετ᾿ αὐτοῦ
καὶ ὅσα ἐὰν ποιῇ, Κύριος εὐοδοῖ ἐν
ταῖς χερσὶν αὐτοῦ.
Γεν. 39,3 Ο δε κύριος του Ιωσήφ εγνώριζεν ότι ο Θεός ήτο
μαζή με τον Ιωσήφ και ότι όσα αυτός έπραττε, τα έφερεν ο Θεός εις αίσιον πέρας.
Γεν. 39,4 καὶ εὗρεν Ἰωσὴφ
χάριν ἐναντίον τοῦ κυρίου αὐτοῦ, καὶ εὐηρέστησεν
αὐτῷ, καὶ κατέστησεν αὐτὸν ἐπὶ τοῦ
οἴκου αὐτοῦ καὶ πάντα, ὅσα ἦν αὐτῷ,
ἔδωκε διὰ χειρὸς Ἰωσήφ.
Γεν. 39,4 Απέκτησεν ο Ιωσήφ την εκτίμησιν του κυρίου του,
ήτο ευάρεστος και αφωσιωμένος εις αυτόν και εκείνος τον διώρισεν επιστάτην εις
όλον το σπίτι του· και όλα όσα είχε τα παρέδωσε με εμπιστοσύνην εις τα χέρια
του Ιωσήφ.
Γεν. 39,5 ἐγένετο δὲ
μετὰ τὸ καταστῆναι αὐτὸν ἐπὶ τοῦ
οἴκου αὐτοῦ καὶ ἐπὶ πάντα, ὅσα ἦν
αὐτῷ, καὶ ηὐλόγησε Κύριος τὸν οἶκον τοῦ
Αἰγυπτίου διὰ Ἰωσήφ, καὶ ἐγενήθη εὐλογία
Κυρίου ἐν πᾶσι τοῖς ὑπάρχουσιν αὐτῷ ἐν
τῷ οἴκῳ καὶ ἐν τῷ ἀγρῷ αὐτοῦ.
Γεν. 39,5 Συνέβη δέ, ώστε, όταν ο Πετεφρής διώρισεν αυτόν
επιστάτην στον οίκον του και εις όλα όσα είχεν, ηυλόγησεν ο κύριος τον οίκον
του Αιγυπτίου αυτού άρχοντος προς χάριν του Ιωσήφ. Και η ευλογία αυτή απλώθηκε
εις όλα όσα υπήρχον στον οίκον του και στους αγρούς του.
Γεν. 39,6 καὶ ἐπέτρεψε
πάντα, ὅσα ἦν αὐτῷ, εἰς χεῖρας Ἰωσὴφ
καὶ οὐκ ᾔδει τῶν καθ᾿ αὑτὸν οὐδὲν
πλὴν τοῦ ἄρτου, οὗ ἤσθιεν αὐτός. Καὶ ἦν
Ἰωσὴφ καλὸς τῷ εἴδει καὶ ὡραῖος
τῇ ὄψει σφόδρα.
Γεν. 39,6 Δια τούτο ο Πετεφρής ενεπιστεύθη όλα όσα είχε
πλήρως εις τα χέρια του Ιωσήφ και δεν εγνώριζεν ούτε εφρόντιζε να μάθη τίποτε
άλλο πλην της τροφής αυτού. Είχε δε ο Ιωσήφ καλήν και ελκυστικήν εμφάνισιν,
ωραιότατον δε το πρόσωπον.
Γεν. 39,7 καὶ ἐγένετο
μετὰ τὰ ῥήματα ταῦτα καὶ ἐπέβαλεν ἡ
γυνὴ τοῦ κυρίου αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς
αὐτῆς ἐπὶ Ἰωσὴφ καὶ εἶπε·
κοιμήθητι μετ᾿ ἐμοῦ.
Γεν. 39,7 Επειτα από τα γεγονότα αυτά, η γυναίκα του Πετεφρή
έστρεψε με επιμονήν και με πόθον τα βλέμματά της στον Ιωσήφ και του είπε·
“κοιμήσου μαζή μου”.
Γεν. 39,8 ὁ δὲ οὐκ
ἤθελεν, εἶπε δὲ τῇ γυναικὶ τοῦ κυρίου αὐτοῦ·
εἰ ὁ κύριός μου οὐ γινώσκει δι᾿ ἐμὲ οὐδὲν
ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ, καὶ πάντα, ὅσα
ἐστὶν αὐτῷ, ἔδωκεν εἰς τὰς χεῖράς
μου
Γεν. 39,8 Αυτός όμως δεν ήθελε και ηρνείτο συνεχώς λέγων εις
την γυναίκα του Πετεφρή· “αφού ο κύριός μου έχει τόσην εμπιστοσύνην εις εμέ,
ώστε τίποτε πλέον δεν γνωρίζει και δεν παρακολουθεί από τα εν τω οίκω του, μου
έχει δε παραδώσει τα πάντα εις τα χέρια μου
Γεν. 39,9 καὶ οὐχ ὑπερέχει
ἐν τῇ οἰκίᾳ ταύτῃ οὐδὲν ἐμοῦ,
οὐδὲ ὑπεξῄρηται ἀπ᾿ ἐμοῦ οὐδὲν
πλὴν σοῦ, διὰ τὸ σὲ γυναῖκα αὐτοῦ
εἶναι, καὶ πῶς ποιήσω τὸ ῥῆμα τὸ
πονηρὸν τοῦτο, καὶ ἁμαρτήσομαι ἐναντίον τοῦ
Θεοῦ;
Γεν. 39,9 και κανείς δεν είναι ανώτερός μου εις αυτήν την
οικίαν ούτε έχει εξαιρεθή από την δικαιοδοσίαν μου κανείς, πλην σου η οποία
είσαι σύζυγός του, πως εγώ θα πράξω την πονηράν αυτήν πράξιν και θα αμαρτήσω
ενώπιον του Θεού;”
Γεν. 39,10 ἡνίκα δὲ ἐλάλει
τῷ Ἰωσὴφ ἡμέραν ἐξ ἡμέρας, καὶ οὐχ
ὑπήκουεν αὐτῇ καθεύδειν μετ᾿ αὐτῆς τοῦ
συγγενέσθαι αὐτῇ.
Γεν. 39,10 Μολονότι δε εκείνη κάθε ημέραν ωμίλει δελεαστικώς
προς τον Ιωσήφ και προσεπάθει να τον παρασύρη, εκείνος δεν υπεχώρει, ώστε να
κοιμηθή μαζή της και να έλθη εις συνάφειαν με αυτήν.
Γεν. 39,11 ἐγένετο δὲ
τοιαύτη τις ἡμέρα, καὶ εἰσῆλθεν Ἰωσὴφ εἰς
τὴν οἰκίαν ποιεῖν τὰ ἔργα αὐτοῦ, καὶ
οὐδεὶς ἦν τῶν ἐν τῇ οἰκίᾳ ἔσω,
Γεν. 39,11 Καποιαν όμως ημέραν, όταν ο Ιωσήφ εισήλθεν εις την
οικίαν, δια να ασχοληθή με τα συνήθη έργα του, και κανείς άλλος δεν ευρίσκετο
στο εσωτερικόν του σπιτιού,
Γεν. 39,12 καὶ ἐπεσπάσατο
αὐτὸν τῶν ἱματίων λέγουσα· κοιμήθητι μετ᾿ ἐμοῦ.
καὶ καταλιπὼν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ ἐν ταῖς
χερσὶν αὐτῆς ἔφυγε καὶ ἐξῆλθεν ἔξω.
Γεν. 39,12 η γυνή του Πετεφρή επωφελήθη από την ευκαιρίαν
αυτήν, ετράβηξεν αυτόν από το ένδυμα και του έλεγε· “κοιμήσου μαζή μου”. Ο
Ιωσήφ αφήκεν εις τα χέρια της το ιμάτιον αυτού, έφυγε, και εβγήκεν έξω από το
σπίτι.
Γεν. 39,13 καὶ ἐγένετο
ὡς εἶδεν, ὅτι καταλιπὼν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ
ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῆς ἔφυγε καὶ ἐξῆλθεν
ἔξω,
Γεν. 39,13 Εκείνη, όταν είδεν ότι ο Ιωσήφ αφήσας εις τα χέρια
της το ιμάτιόν του, έφυγε και εξήλθεν από το σπίτι, κατελήφθη από αγρίαν μανίαν
εκδικήσεως,
Γεν. 39,14 καὶ ἐκάλεσε
τοὺς ὄντας ἐν τῇ οἰκίᾳ καὶ εἶπεν
αὐτοῖς λέγουσα· ἴδετε, εἰσήγαγεν ἡμῖν
παῖδα Ἑβραῖον ἐμπαίζειν ἡμῖν· εἰσῆλθε
πρός με λέγων· κοιμήθητι μετ᾿ ἐμοῦ, καὶ ἐβόησα
φωνῇ μεγάλῃ·
Γεν. 39,14 εφώναξε τους ανθρώπους, που ευρισκοντο εις την οικίαν,
και τους είπεν· “ιδέτε, το σύζυγός μου έβαλε μέσα στο σπίτι μας αυτόν τον
Εβραίον δούλον, δια να μας εξευτελίση. Αυτός εισήλθεν στον κοιτώνα μου και μου
είπε· κοιμήσου μαζή μου. Εγώ όμως έβγαλα μεγάλην φωνήν.
Γεν. 39,15 ἐν δὲ τῷ
ἀκοῦσαι αὐτὸν ὅτι ὕψωσα τὴν φωνήν μου
καὶ ἐβόησα, καταλιπὼν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ
παρ᾿ ἐμοὶ ἔφυγε καὶ ἐξῆλθεν ἔξω.
Γεν. 39,15 Εκείνος όταν ήκουσεν ότι ύψωσα την φωνήν μου και
έκραζα, αφήκεν εις τα χέρια μου το ιμάτιόν του, έφυγε και εβγήκεν από το
σπίτι”.
Γεν. 39,16 καὶ καταλιμπάνει
τὰ ἱμάτια παρ᾿ ἑαυτῇ, ἕως ἦλθεν ὁ
κύριος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.
Γεν. 39,16 Η γυναίκα αυτή αφήκε πλησίον της το ιμάτιον του
Ιωσήφ, μέχρις ότου ήλθεν ο σύζυγός της εις την οικίαν,
Γεν. 39,17 καὶ ἐλάλησεν
αὐτῷ κατὰ τὰ ῥήματα ταῦτα λέγουσα· εἰσῆλθε
πρός με ὁ παῖς ὁ Ἑβραῖος, ὃν εἰσήγαγες
πρὸς ἡμᾶς, ἐμπαῖξαί μοι καὶ εἶπέ
μοι· κοιμηθήσομαι μετὰ σοῦ·
Γεν. 39,17 προς τον οποίον αυτή είπε τα ίδια λόγια· “Ο Εβραίος
αυτός δούλος, τον οποίον συ εισήγαγες γενικόν επόπτην στον οίκον, εισήλθεν στον
κοιτώνα μου, δια να με εξευτελίση και μου είπε· θα κοιμηθώ μαζή σου. Αλλά εγώ
εφώναξα με όλην μου την δύναμιν.
Γεν. 39,18 ὡς δὲ ἤκουσεν
ὅτι ὕψωσα τὴν φωνήν μου καὶ ἐβόησα, καταλιπὼν
τὰ ἱμάτια αὐτοῦ παρ᾿ ἐμοὶ ἔφυγε
καὶ ἐξῆλθεν ἔξω.
Γεν. 39,18 Οταν δε εκείνος ήκουσεν ότι ύψωσα την φωνήν μου και
εφώναξα, αφήκε το ιμάτιόν του κοντά μου, έφυγε και εβγήκε έξω από το σπίτι”.
Γεν. 39,19 ἐγένετο δέ, ὡς
ἤκουσεν ὁ κύριος αὐτοῦ τὰ ῥήματα τῆς
γυναικὸς αὐτοῦ, ὅσα ἐλάλησε πρὸς αὐτόν,
λέγουσα· οὕτως ἐποίησέ μοι ὁ παῖς σου, καὶ ἐθυμώθη
ὀργῇ.
Γεν. 39,19 Οταν ο κύριος του Ιωσήφ ήκουσε τα λόγια αυτά της
γυναικός του, η οποία του είπεν ότι αυτά μου έκαμεν ο δούλος σου, κατελήφθη από
μεγάλην οργήν.
Γεν. 39,20 καὶ λαβὼν ὁ
κύριος Ἰωσὴφ ἐνέβαλεν αὐτὸν εἰς τὸ ὀχύρωμα,
εἰς τὸν τόπον, ἐν ᾦ οἱ δεσμῶται τοῦ
βασιλέως κατέχονται ἐκεῖ ἐν τῷ ὀχυρώματι.
Γεν. 39,20 Και λαβών τον Ιωσήφ τον έρριψεν εις την οχυράν
φυλακήν, στον τόπον, όπου οι φυλακισμένοι του βασιλέως κρατούνται κλεισμένοι.
Γεν. 39,21 Καὶ ἦν
Κύριος μετὰ Ἰωσὴφ καὶ κατέχεεν αὐτοῦ ἔλεος
καὶ ἔδωκεν αὐτῷ χάριν ἐναντίον τοῦ ἀρχιδεσμοφύλακος,
Γεν. 39,21 Ο Κυριος όμως και Θεός ήτο μαζή με τον Ιωσήφ,
έστειλεν εις αυτόν το έλεός του, ώστε να βρη ο Ιωσήφ ευμενή υποδοχήν από τον
αρχιδεσμοφύλακα.
Γεν. 39,22 καὶ ἔδωκεν ὁ
ἀρχιδεσμοφύλαξ τὸ δεσμωτήριον διὰ χειρὸς Ἰωσὴφ
καὶ πάντας τοὺς ἀπηγμένους, ὅσοι ἐν τῷ
δεσμωτηρίῳ, καὶ πάντα ὅσα ποιοῦσιν ἐκεῖ, αὐτὸς
ἦν ποιῶν.
Γεν. 39,22 Ο αρχιδεσμοφύλαξ, επειδή εγνώρισε την εντιμότητα του
Ιωσήφ, του ενεπιστεύθη την φυλακήν και όλους τους εγκλείστους στο δεσμωτήριον.
Και έτσι περιήλθον εις τα χέρια του Ιωσήφ όλα, όσα γίνονται στο δεσμωτήριον.
Γεν. 39,23 οὐκ ἦν ὁ
ἀρχιδεσμοφύλαξ τοῦ δεσμωτηρίου γινώσκων δι᾿ αὐτὸν
οὐδέν· πάντα γὰρ ἦν διὰ χειρὸς Ἰωσὴφ
διὰ τὸ τὸν Κύριον μετ᾿ αὐτοῦ εἶναι,
καὶ ὅσα αὐτὸς ἐποίει, ὁ Κύριος εὐώδου
ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ.
Γεν. 39,23 Ο δε αρχιδεσμοφύλαξ δια την εμπιστοσύνην που είχεν
στον Ιωσήφ, τίποτε πλέον δεν εγνώριζεν από όσα εγίνοντο εις την φυλακήν διότι
όλα ευρίσκοντο εις την συνετήν διαχείρισιν του Ιωσήφ, επειδή ο Κυριος ήτο μαζή
του. Ολα δε όσα έπραττεν ο Ιωσήφ, τα κατευώδωνεν ο Κυριος και ευλογούσε τα έργα
των χειρών του.
ΓΕΝΕΣΙΣ
40
Γεν. 40,1 Ἐγένετο δὲ
μετὰ τὰ ῥήματα ταῦτα ἥμαρτεν ὁ ἀρχιοινοχόος
τοῦ βασιλέως Αἰγύπτου καὶ ὁ ἀρχισιτοποιὸς τῷ
κυρίῳ αὐτῶν βασιλεῖ Αἰγύπτου.
Γεν. 40,1 Επειτα από τα γεγονότα αυτά συνέβη το εξής
επεισόδιον· ο αρχιοινοχόος του βασιλέως της Αιγύπτου, όπως επίσης και ο
αρχισιτοποιός παρηνόμησαν απέναντι του κυρίου των, του βασιλέως της Αιγύπτου,
του Φαραώ.
Γεν. 40,2 καὶ ὠργίσθη
Φαραὼ ἐπὶ τοῖς δυσὶν εὐνούχοις αὐτοῦ,
ἐπὶ τῷ ἀρχιοινοχόῳ καὶ ἐπὶ τῷ
ἀρχισιτοποιῷ,
Γεν. 40,2 Ωργίσθη ο Φαραώ εναντίον των δύο αυτών αυλικών του,
του αρχιοινοχόου και του αρχισιτοποιού,
Γεν. 40,3 καὶ ἔθετο αὐτοὺς
ἐν φυλακῇ εἰς τὸ δεσμωτήριον, εἰς τὸν
τόπον, οὗ Ἰωσὴφ ἀπῆκτο ἐκεῖ.
Γεν. 40,3 και έρριψεν αυτούς στο δεσμωτήριον να τους
φρουρούν εκεί, όπου είχεν οδηγηθή και ο Ιωσήφ.
Γεν. 40,4 καὶ συνέστησεν ὁ
ἀρχιδεσμώτης τῷ Ἰωσὴφ αὐτούς, καὶ παρέστη αὐτοῖς·
ἦσαν δὲ ἡμέρας ἐν τῇ φυλακῇ.
Γεν. 40,4 Ο αρχιδεσμοφύλαξ ανέθεσεν αυτούς στον Ιωσήφ, ο
οποίος και εφρόντισε δι' αυτούς. Ευρίσκοντο μερικάς ημέρας εις την φυλακήν.
Γεν. 40,5 καὶ εἶδον ἀμφότεροι
ἐνύπνιον ἐν μιᾷ νυκτί· ἡ δὲ ὅρασις τοῦ
ἐνυπνίου τοῦ ἀρχιοινοχόου καὶ ἀρχισιτοποιοῦ,
οἳ ἦσαν τῷ βασιλεῖ Αἰγύπτου, οἱ ὄντες
ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ, ἦν αὕτη.
Γεν. 40,5 Και οι δύο είδον κατά την ιδίαν νύκτα όνειρον. Τα
δε όνειρα, που είδον ο αρχιοινοχόος και ο αρχισιτοποιός, οι αυλικοί του
βασιλέως που ευρίσκοντο εις την φυλακήν, ήσαν τα εξής, όπως τα απεκάλυψαν στον
Ιωσήφ.
Γεν. 40,6 εἰσῆλθε δὲ
πρὸς αὐτοὺς Ἰωσὴφ τῷ πρωΐ καὶ εἶδεν
αὐτούς, καὶ ἦσαν τεταραγμένοι.
Γεν. 40,6 Επλησίασεν ο Ιωσήφ προς αυτούς κατά την πρωΐαν και
είδεν ότι ήσαν τεταραγμένοι.
Γεν. 40,7 καὶ ἠρώτα
τοὺς εὐνούχους Φαραώ, οἳ ἦσαν μετ᾿ αὐτοῦ
ἐν τῇ φυλακῇ παρὰ τῷ κυρίῳ αὐτοῦ,
λέγων· τί ὅτι τὰ πρόσωπα ὑμῶν σκυθρωπὰ
σήμερον;
Γεν. 40,7 Η ρώτησε τους δύο αυτούς αυλικούς του Φαραώ, τους
φυλακισμένους εις την φυλακήν του οίκου Πετεφρή, λέγων· “διατί είναι σήμερον
σκυθρωπά τα πρόσωπά σας;”
Γεν. 40,8 οἱ δὲ εἶπαν
αὐτῷ· ἐνύπνιον εἴδομεν, καὶ ὁ
συγκρίνων οὐκ ἔστιν αὐτό. εἶπε δὲ αὐτοῖς
Ἰωσήφ· οὐχὶ διὰ τοῦ Θεοῦ ἡ
διασάφησις αὐτῶν ἐστι; διηγήσασθε οὖν μοι.
Γεν. 40,8 Εκείνοι του απήντησαν· “είδομεν ένα όνειρον και δεν
υπάρχει κανείς να μας το ερμηνεύση”. Ο Ιωσήφ τους είπεν· “με τον φωτισμόν του
Θεού δεν γίνεται η ερμηνεία αυτών των ονείρων; Διηγηθήτε μου λοιπόν ποία είναι
αυτά τα όνειρα”.
Γεν. 40,9 καὶ διηγήσατο ὁ
ἀρχιοινοχόος τὸ ἐνύπνιον αὐτοῦ τῷ Ἰωσὴφ
καὶ εἶπεν· ἐν τῷ ὕπνῳ μου ἦν ἄμπελος
ἐναντίον μου·
Γεν. 40,9 Ο αρχιοινοχόος διηγήθηκε το όνειρόν του στον Ιωσήφ
και του είπεν· “είδα στον ύπνον, μου ότι ευρίσκετο μία κληματαριά ενώπιόν μου.
Γεν. 40,10 ἐν δὲ τῇ
ἀμπέλῳ τρεῖς πυθμένες, καὶ αὐτὴ θάλλουσα ἀνενηνοχυῖα
βλαστούς· πέπειροι οἱ βότρυες σταφυλῆς.
Γεν. 40,10 Εις την κληματαριάν αυτήν υπήρχον τρεις κλάδοι. Η
κληματαριά εβλάστησεν, επέταξε βλαστάρια και έφερε φύλλα, έπειπα δε ώριμα
σταφύλια.
Γεν. 40,11 καὶ τὸ
ποτήριον Φαραὼ ἐν τῇ χειρί μου· καὶ ἔλαβον τὴν
σταφυλὴν καὶ ἐξέθλιψα αὐτὴν εἰς τὸ
ποτήριον καὶ ἔδωκα τὸ ποτήριον εἰς τὴν χεῖρα
Φαραώ.
Γεν. 40,11 Το ποτήριον του Φαραώ ευρίσκετο στο χέρι μου. Επήρα
το σταφύλι, το έστιψα στο ποτήρι και έδωσα αυτό στο χέρι του Φαραώ.
Γεν. 40,12 καὶ εἶπεν αὐτῷ
Ἰωσήφ· τοῦτο ἡ σύγκρισις αὐτοῦ· οἱ
τρεῖς πυθμένες τρεῖς ἡμέραι εἰσίν·
Γεν. 40,12 Είπεν εις αυτόν ο Ιωσήφ· “ιδού ποία είναι η ερμηνεία
του ονείρου σου· οι τρεις βλαστοί της κληματαριάς είναι τρεις ημέραι.
Γεν. 40,13 ἔτι τρεῖς ἡμέραι
καὶ μνησθήσεται Φαραὼ τῆς ἀρχῆς σου καὶ ἀποκαταστήσει
σε ἐπί τὴν ἀρχιοινοχοΐαν σου, καὶ δώσεις τὸ
ποτήριον Φαραὼ εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ κατὰ
τὴν ἀρχήν σου τὴν προτέραν, ὡς ἦσθα οἰνοχοῶν.
Γεν. 40,13 Επειτα από τας τρεις αυτάς ημέρας ο Φαραώ θα
ενθυμηθή το αξίωμα, που κατείχες, θα σε αποκαταστήση πάλιν στο αξίωμα του
αρχιοινοχόου και θα δώσης το ποτήρι με το κρασί στο χέρι του, όπως έπραττες και
προηγουμένως, όταν ήσο ο οινοχόος του.
Γεν. 40,14 ἀλλὰ
μνήσθητί μου διὰ σεαυτοῦ, ὅταν εὖ γένηταί σοι, καὶ
ποιήσεις ἐν ἐμοὶ ἔλεος καὶ μνησθήσει περὶ ἐμοῦ
πρὸς Φαραὼ καὶ ἐξάξεις με ἐκ τοῦ ὀχυρώματος
τούτου·
Γεν. 40,14 Αλλά, σε παρακαλώ, όταν θα ευτυχήσης πάλιν, να
ενθυμηθής και εμέ, να θελήσης να δείξης συμπάθειαν και καλωσύνην προς εμέ και
να μη με λησμονήσης ενώπιον του Φαραώ. Φρόντισε, ώστε να με βγάλης από την
φυλακήν αυτήν.
Γεν. 40,15 ὅτι κλοπῇ ἐκλάπην
ἐκ γῆς Ἑβραίων καὶ ὧδε οὐκ ἐποίησα οὐδέν,
ἀλλ᾿ ἐνέβαλόν με εἰς τὸν λάκκον τοῦτον.
Γεν. 40,15 Αν είμαι δούλος, είμαι διότι μερικοί άνθρωποι με
έκλεψαν από την χώραν των Εβραίων και εδώ εις την χώραν αυτήν δεν έχω κάμει
κανένα κακόν και με έρριψαν εις αυτήν την φυλακήν αδίκως”.
Γεν. 40,16 καὶ εἶδεν ὁ
ἀρχισιτοποιός, ὅτι ὀρθῶς συνέκρινε, καὶ εἶπε
τῷ Ἰωσήφ· κἀγὼ εἶδον ἐνύπνιον καὶ
ᾤμην τρία κανᾶ χονδριτῶν αἴρειν ἐπὶ τῆς
κεφαλῆς μου·
Γεν. 40,16 Ενόησεν ο αρχισιτοποιός ότι ορθώς ηρμήνευσε το
όνειρον του αρχιοινοχόου ο Ιωσήφ και του είπε· “και εγώ είδα επίσης ένα
όνειρον· μου εφάνη ότι εσήκωνα επάνω στο κεφάλι μου τρία κάνιστρα
χονδροαλεσμένου αλεύρου.
Γεν. 40,17 ἐν δὲ κανῷ
τῷ ἐπάνω ἀπὸ πάντων τῶν γενῶν, ὧν
Φαραὼ ἐσθίει ἔργον σιτοποιοῦ, καὶ τὰ πετεινὰ
τοῦ οὐρανοῦ κατήσθιεν αὐτὰ ἀπὸ τοῦ
κανοῦ τοῦ ἐπάνω τῆς κεφαλῆς μου.
Γεν. 40,17 Εις το επάνω κάνιστρον υπήρχον από όλα τα είδη των
φαγητών, τα οποία τρώγει ο Φαραώ και τα οποία του ετοιμάζει ο αρτοποιός. Τα
πτηνά του ουρανού κατήρχοντο και έτρωγαν αυτά τα φαγητά από το κάνιστρον, που
ευρίσκετο εις την κεφαλήν μου”.
Γεν. 40,18 ἀποκριθεὶς
δὲ Ἰωσὴφ εἶπεν αὐτῷ· αὕτη ἡ
σύγκρισις αὐτοῦ· τὰ τρία κανᾶ τρεῖς ἡμέραι
εἰσίν·
Γεν. 40,18 Απεκρίθη ο Ιωσήφ και του είπεν· “η ερμηνεία του
ονείρου σου είναι αυτή· Τα τρία κάνιστρα σημαίνουν τρεις ημέρας.
Γεν. 40,19 ἔτι τριῶν ἡμερῶν
καὶ ἀφελεῖ Φαραὼ τὴν κεφαλήν σου ἀπὸ
σοῦ καὶ κρεμάσει σε ἐπὶ ξύλου, καὶ φάγεται τὰ
ὄρνεα τοῦ οὐρανοῦ τὰς σάρκας σου ἀπὸ
σοῦ.
Γεν. 40,19 Επειτα από τρεις ημέρας θα διατάξη ο Φαραώ να σου
κόψουν την κεφαλήν, θα σε κρεμάση επάνω εις ένα ξύλον και τα όρνία του ουρανού
θα καταφάγουν τας σάρκας σου”.
Γεν. 40,20 ἐγένετο δὲ ἐν
τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ, ἡμέρα γενέσεως ἦν
Φαραώ, καὶ ἐποίει πότον πᾶσι τοῖς παισὶν αὐτοῦ.
καὶ ἐμνήσθη τῆς ἀρχῆς τοῦ οἰνοχόου καὶ
τῆς ἀρχῆς τοῦ σιτοποιοῦ ἐν μέσῳ τῶν
παίδων αὐτοῦ,
Γεν. 40,20 Οπως είπεν ο Ιωσήφ έτσι και έγινε. Την τρίτην,
δηλαδή, ημέραν, ημέραν των γενεθλίων του Φαραώ, παρέθεσεν αυτός συμπόσιον εις
όλους τους δούλους του. Ενεθυμήθη τότε μεταξύ των άλλων αυλικών του τον
αρχιοινοχόον και τον αρχισιτοποιόν.
Γεν. 40,21 καὶ ἀποκατέστησε
τὸν ἀρχιοινοχόον ἐπὶ τὴν ἀρχὴν αὐτοῦ,
καὶ ἔδωκε τὸ ποτήριον εἰς τὴν χεῖρα Φαραώ,
Γεν. 40,21 Διέταξε και αποκατέστησεν στο προηγούμενον αξίωμα
τον αρχιοινοχόον, ο οποίος και έδωσε το ποτήρι στο χέρι του Φαραώ.
Γεν. 40,22 τὸν δὲ ἀρχισιτοποιὸν
ἐκρέμασε, καθὰ συνέκρινεν αὐτοῖς Ἰωσήφ.
Γεν. 40,22 Τον δε αρχισιτοποιόν τον εκρέμασε και έγιναν έτσι τα
πράγματα, όπως ακριβώς είχεν ερμηνεύσει εις αυτούς τα όνειρά των ο Ιωσήφ.
Γεν. 40,23 καὶ οὐκ ἐμνήσθη
ὁ ἀρχιοινοχόος τοῦ Ἰωσήφ, ἀλλ᾿ ἐπελάθετο
αὐτοῦ.
Γεν. 40,23 Ο αρχιοινοχόος όμως μέσα εις την χαράν της
αποφυλακίσεως και της αποκαταστάσεώς του δεν ενεθυμήθη τον Ιωσήφ, αλλά τον
ελησμόνησε.
ΓΕΝΕΣΙΣ
41
Γεν. 41,1 Ἐγένετο δὲ
μετὰ δύο ἔτη ἡμερῶν, Φαραὼ εἶδεν ἐνύπνιον·
ᾤετο ἑστάναι ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ,
Γεν. 41,1 Μετά πάροδον όμως δύο ετών είδεν ο Φαραώ ένα
όνειρον. Του εφάνη ότι εστέκετο όρθιος κοντά στον Νείλον ποταμόν.
Γεν. 41,2 καὶ ἰδοὺ
ὥσπερ ἐκ τοῦ ποταμοῦ ἀνέβαινον ἑπτὰ
βόες καλαὶ τῷ εἴδει καὶ ἐκλεκταὶ ταῖς
σαρξὶ καὶ ἐβόσκοντο ἐν τῷ Ἄχει.
Γεν. 41,2 Και αίφνης του εφάνη, ότι από τον ποταμόν
ανέβαιναν επτά αγελάδες ωραίαι κατά την εμφάνισιν και παχείαι, αι οποίαι
έβοσκον στο λεπτόν και τρυφερόν χορτάρι του λειβαδιού παρά τον ποταμόν.
Γεν. 41,3 ἄλλαι δὲ ἑπτὰ
βόες ἀνέβαινον μετὰ ταύτας ἐκ τοῦ ποταμοῦ αἰσχραὶ
τῷ εἴδει καὶ λεπταὶ ταῖς σαρξὶ καὶ ἐνέμοντο
παρὰ τὰς βόας ἐπὶ τὸ χεῖλος τοῦ
ποταμοῦ·
Γεν. 41,3 Επειτα από αυτάς, ανέβησαν από τον ποταμόν άλλαι
επτά αγελάδες άσχημοι κατά την εμφάνισιν και αποσκελετωμέναι και έβοσκαν εις
την όχθην του ποταμού, κοντά εις τας προηγουμένας.
Γεν. 41,4 καὶ κατέφαγον αἱ
ἑπτὰ βόες αἱ αἰσχραὶ καὶ λεπταὶ ταῖς
σαρξὶ τὰς ἑπτὰ βόας τὰς καλὰς τῷ εἴδει
καὶ τὰς ἐκλεκτὰς ταῖς σαρξί. ἠγέρθη δὲ
Φαραώ.
Γεν. 41,4 Αι επτά αυταί άσχημοι και αδύνατοι αγελάδες
κατέφαγον τας επτά ωραίας κατά την εμφάνισιν και καλοθρεμμένας αγελάδας. Ο
Φαραώ, έκπληκτος δια το όνειρον αυτό εξύπνησεν.
Γεν. 41,5 καὶ ἐνυπνιάσθη
τὸ δεύτερον, καὶ ἰδοὺ ἑπτὰ στάχυες ἀνέβαινον
ἐν τῷ πυθμένι ἑνὶ ἐκλεκτοὶ καὶ
καλοί·
Γεν. 41,5 Εκοιμήθη όμως πάλιν και είδε δεύτερον όνειρον.
Είδε να φυτρώνουν από το αυτό στέλεχος επτά γεροί, ωραίοι και μεστωμένοι
στάχυες.
Γεν. 41,6 καὶ ἰδοὺ
ἑπτὰ στάχυες λεπτοὶ καὶ ἀνεμόφθοροι ἀνεφύοντο
μετ᾿ αὐτούς·
Γεν. 41,6 Επειτα δε από αυτούς εφύτρωσαν άλλοι επτά στάχυες
μαραμμένοι από τον καυστικόν άνεμον, ατροφικοί και χωρίς κόκκους.
Γεν. 41,7 καὶ κατέπιον οἱ
ἑπτὰ στάχυες οἱ λεπτοὶ καὶ ἀνεμόφθοροι τοὺς
ἑπτὰ στάχυας τοὺς ἐκλεκτοὺς καὶ τοὺς
πλήρεις. ἠγέρθη δὲ Φαραώ, καὶ ἦν ἐνύπνιον.
Γεν. 41,7 Αίφνης οι επτά ατροφικοί και ανεμόδαρτοι στάχυες
κατέπιον τους καλούς και μεστωμένους. Εξύπνησε ταραγμένος ο Φαραώ, αλλά είδεν
ότι αυτό ήτο όνειρον. Δεν εξανακοιμήθη όμως.
Γεν. 41,8 Ἐγένετο δὲ
πρωΐ καὶ ἐταράχθη ἡ ψυχὴ αὐτοῦ, καὶ ἀποστείλας
ἐκάλεσε πάντας τοὺς ἐξηγητὰς Αἰγύπτου καὶ
πάντας τοὺς σοφοὺς αὐτῆς, καὶ διηγήσατο αὐτοῖς
Φαραὼ τὸ ἐνύπνιον αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἦν
ὁ ἀπαγγέλλων αὐτὸ τῷ Φαραώ.
Γεν. 41,8 Ανέτειλεν η πρωΐαν και το πνεύμα του Φαραώ ήτο
τεταραγμένον. Απέστειλεν ανθρώπους και εκάλεσεν εις τα ανάκτορά του όλους τους
εξηγητάς της Αιγύπτου και όλους τους σοφούς, στους οποίους και διηγήθη το
όνειρόν του. Κανείς όμως δεν ευρέθη ικανός να ερμηνεύση αυτό στον Φαραώ.
Γεν. 41,9 καὶ ἐλάλησεν
ὁ ἀρχιοινοχόος πρὸς Φαραὼ λέγων· τὴν ἁμαρτίαν
μου ἀναμιμνήσκω σήμερον.
Γεν. 41,9 Τοτε ωμίλησεν ο αρχιοινοχόος προς τον Φαραώ και
του είπε· “σήμερον έρχεται στον νουν μου η αμαρτία, την οποίαν είχα διαπράξει.
Γεν. 41,10 Φαραὼ ὠργίσθη
τοῖς παισὶν αὐτοῦ καὶ ἔθετο ἡμᾶς
ἐν φυλακῇ ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ ἀρχιμαγείρου,
ἐμέ τε καὶ τὸν ἀρχισιτοποιόν.
Γεν. 41,10 Ο Φαραώ είχεν οργισθή εναντίον των δούλων του και
μας έβαλε εις την φυλακήν, στον οίκον του αρχιμαγείρου, εμέ και τον
αρχισιτοποιόν.
Γεν. 41,11 καὶ εἴδομεν
ἐνύπνιον ἀμφότεροι ἐν νυκτὶ μιᾷ ἐγὼ
καὶ αὐτός, ἕκαστος κατὰ τὸ αὐτοῦ ἐνύπνιον
εἴδομεν.
Γεν. 41,11 Οι δυο μας, εγώ και ο αρχισιτοποιός, κατά την ιδίαν
νύκτα, είδομεν ένα όνειρον, ο καθένας το ιδικόν του.
Γεν. 41,12 ἦν δὲ ἐκεῖ
μεθ᾿ ἡμῶν νεανίσκος παῖς Ἑβραῖος τοῦ ἀρχιμαγείρου,
καὶ διηγησάμεθα αὐτῷ, καὶ συνέκρινεν ἡμῖν.
Γεν. 41,12 Εκεί, μαζή μας ήτο φυλακισμένος ένας νεαρός Εβραίος,
δούλος του αρχιμαγείρου, στον οποίον και διηγήθημεν τα όνειρά μας. Εκείνος δε
μας τα εξήγησε.
Γεν. 41,13 ἐγενήθη δέ, καθὼς
συνέκρινεν ἡμῖν, οὕτω καὶ συνέβη, ἐμέ τε ἀποκατασταθῆναι
ἐπὶ τὴν ἀρχήν μου, ἐκεῖνον δὲ κρεμασθῆναι.
Γεν. 41,13 Οπως μας τα εξήγησεν, έτσι ακριβώς και έγιναν τα
γεγονότα· εγώ μεν αποκατεστάθην στο αξίωμά μου, ο δε αρχισιτοποιός εκρεμάσθη”.
Γεν. 41,14 Ἀποστείλας δὲ
Φαραὼ ἐκάλεσε τὸν Ἰωσήφ, καὶ ἐξήγαγον αὐτὸν
ἀπὸ τοῦ ὀχυρώματος καὶ ἐξύρησαν αὐτὸν
καὶ ἤλλαξαν τὴν στολὴν αὐτοῦ, καὶ ἦλθε
πρὸς Φαραώ.
Γεν. 41,14 Αμέσως ο Φαραώ απέστειλεν άνθρωπον εις την φυλακήν
και προσεκάλεσε τον Ιωσήφ. Τον έβγαλαν από αυτήν, τον εξύρισαν, του έδωσαν
άλλην στολήν να φορέση και έτσι ευπαρουσίαστος ήλθεν ενώπιον του Φαραώ.
Γεν. 41,15 εἶπε δὲ
Φαραὼ πρὸς Ἰωσήφ· ἐνύπνιον ἑώρακα, καὶ
ὁ συγκρίνων οὐκ ἔστιν αὐτό· ἐγὼ δὲ
ἀκήκοα περὶ σοῦ λεγόντων, ἀκούσαντά σε ἐνύπνια
συγκρῖναι αὐτά.
Γεν. 41,15 Είπεν ο Φαραώ προς τον Ιωσήφ· “είδα ένα όνειρον και
δεν υπάρχει κανείς, που να μου το εξηγήση. Επληροφορήθην δια σε από μερικούς,
οι οποίοι λέγουν ότι, όταν ακούσης τα όνειρα, ημπορείς και τα ερμηνεύεις”.
Γεν. 41,16 ἀποκριθεὶς
δὲ Ἰωσὴφ τῷ Φαραὼ εἶπεν· ἄνευ τοῦ
Θεοῦ οὐκ ἀποκριθήσεται τὸ σωτήριον Φαραώ.
Γεν. 41,16 Απεκρίθη ο Ιωσήφ στον Φαραώ και του είπε· “χωρίς τον
φωτισμόν του Θεού τίποτε το ωφέλιμον δεν ημπορώ να απαντήσω στον Φαραώ”.
Γεν. 41,17 ἐλάλησε δὲ
Φαραὼ τῷ Ἰωσὴφ λέγων· ἐν τῷ ὕπνῳ
μου ᾤμην ἑστάναι παρὰ τὸ χεῖλος τοῦ ποταμοῦ,
Γεν. 41,17 Είπεν ο Φαραώ τότε στον Ιωσήφ· “κατά τον ύπνον μου
εφάνη, ότι εστεκόμουν όρθιος κοντά εις την όχθην του ποταμού,
Γεν. 41,18 καὶ ὥσπερ ἐκ
τοῦ ποταμοῦ ἀνέβαινον ἑπτὰ βόες καλαὶ τῷ
εἴδει καὶ ἐκλεκταὶ ταῖς σαρξί, καὶ ἐνέμοντο
ἐν τῷ Ἄχει.
Γεν. 41,18 και ότι σαν να ανέβαιναν από το ποτάμι επτά αγελάδες
ωραίαι κατά την εμφάνισιν και καλοθρεμμέναι, αι οποίαι έβοσκαν εις τα χορτάρια
του λειβαδιού.
Γεν. 41,19 καὶ ἰδοὺ
ἑπτὰ βόες ἕτεραι ἀνέβαινον ὀπίσω αὐτῶν
ἐκ τοῦ ποταμοῦ πονηραὶ καὶ αἰσχραὶ τῷ
εἴδει καὶ λεπταὶ ταῖς σαρξίν, οἵας οὐκ εἶδον
τοιαύτας ἐν ὅλῃ γῇ Αἰγύπτου αἰσχροτέρας·
Γεν. 41,19 Και ιδού, οπίσω από αυτάς ανέβαιναν από τον Νείλον
άλλαι επτά αγελάδες ελεειναί, άσχημοι κατά την εμφάνισιν και απρσκελετωμέναι,
χειροτέρας από τας οποίας δεν είδα ποτέ εις όλην την Αίγυπτον.
Γεν. 41,20 καὶ κατέφαγον αἱ
ἑπτὰ βόες αἱ αἰσχραὶ καὶ λεπταὶ τὰς
ἑπτὰ βόας τὰς πρώτας τὰς καλὰς καὶ τὰς
ἐκλεκτάς,
Γεν. 41,20 Αι επτά δε αύται άσχημοι και λιπόσαρκοι αγελάδες
κατέφαγον τας πρώτας τας ωραίας και εκλεκτάς.
Γεν. 41,21 καὶ εἰσῆλθον
εἰς τὰς κοιλίας αὐτῶν καὶ οὐ διάδηλοι ἐγένοντο,
ὅτι εἰσῆλθον εἰς τὰς κοιλίας αὐτῶν,
καὶ αἱ ὄψεις αὐτῶν αἰσχραί, καθὰ καὶ
τὴν ἀρχήν· ἐξεγερθεὶς δὲ ἐκοιμήθην
Γεν. 41,21 Αι παχείαι αγελάδες εισήλθον εις τας κοιλίας των
ισχνών. Αλλά δεν εφάνη καθόλου ότι εισήλθον εις τας κοιλίας αυτών, διότι η
εμφάνισις των ισχνών αγελάδων έμεινεν η ίδια· ήσαν αυταί και πάλιν αδύνατοι
όπως και προηγουμένως. Εξύπνησα αλλά και πάλιν εκοιμήθην.
Γεν. 41,22 καὶ εἶδον
πάλιν ἐν τῷ ὕπνῳ μου, καὶ ὥσπερ ἑπτὰ
στάχυες ἀνέβαινον ἐν πυθμένι ἑνὶ πλήρεις καὶ
καλοί·
Γεν. 41,22 Είδον πάλιν στον ύπνον μου άλλο όνειρον· ότι δηλαδή
επτά στάχυα ωραία εις την εμφάνισιν και μεστωμένα υψώνοντο επάνω εις μίαν μόνην
καλαμιάν.
Γεν. 41,23 ἄλλοι δὲ ἑπτὰ
στάχυες λεπτοὶ καὶ ἀνεμόφθοροι ἀνεφύοντο ἐχόμενοι
αὐτῶν.
Γεν. 41,23 Αλλα δε επτά ατροφικά, κτυπημένα από τον καυστικόν
άνεμον, εφύτρωναν κατόπιν από αυτά.
Γεν. 41,24 καὶ κατέπιον οἱ
ἑπτὰ στάχυες οἱ λεπτοὶ καὶ ἀνεμόφθοροι τοὺς
ἑπτὰ στάχυας τοὺς καλοὺς καὶ τοὺς πλήρεις.
εἶπα οὖν τοῖς ἐξηγηταῖς, καὶ οὐκ ἦν
ὁ ἀπαγγέλλων μοι αὐτό.
Γεν. 41,24 Τα επτά αυτά στάχυα τα ατροφικά και τα ανεμοδαρμένα
κατέπιαν τα επτά ωραία και μεστωμένα στάχυα. Είπα, λοιπόν, στους ερμηνευτάς των
ονείρων αυτά και δεν ημπόρεσε κανείς να μου τα ερμηνεύση”.
Γεν. 41,25 Καὶ εἶπεν Ἰωσὴφ
τῷ Φαραώ· τὸ ἐνύπνιον Φαραὼ ἕν ἐστιν·
ὅσα ὁ Θεὸς ποιεῖ, ἔδειξε τῷ Φαραώ.
Γεν. 41,25 Είπε τότε ο Ιωσήφ στον Φαραώ· “τα δύο όνειρα του
Φαραώ είναι ένα και το αυτό. Με αυτά έδειξεν ο Θεός στον Φαραώ όσα μέλλει να
πράξη.
Γεν. 41,26 αἱ ἑπτὰ
βόες αἱ καλαὶ ἑπτὰ ἔτη ἐστί, καὶ οἱ
ἑπτὰ στάχυες οἱ καλοὶ ἑπτὰ ἔτη ἐστί·
τὸ ἐνύπνιον Φαραὼ ἕν ἐστι,
Γεν. 41,26 Αι επτά καλαί αγελάδες σημαίνουν επτά έτη, και οι
επτά καλοί στάχυες σημαίνουν πάλιν επτά έτη. Το διπλούν όνειρον του Φαραώ είναι
ένα.
Γεν. 41,27 καὶ αἱ ἑπτὰ
βόες αἱ λεπταὶ αἱ ἀναβαίνουσαι ὀπίσω αὐτῶν
ἑπτὰ ἔτη ἐστί, καὶ οἱ ἑπτὰ
στάχυες οἱ λεπτοὶ καὶ ἀνεμόφθοροι ἔσονται ἑπτὰ
ἔτη λιμοῦ.
Γεν. 41,27 Αι επτά ισχναί αγελάδες, αι οποίαι ανέβαινον κατόπιν
από τας παχείας δηλώνουν επτά έτη και οι επτά στάχυες οι ατροφικοί και οι
ανεμόπληκτοι δηλώνουν επτά έτη πείνας.
Γεν. 41,28 τὸ δὲ ῥῆμα,
ὃ εἴρηκα Φαραώ, ὅσα ὁ Θεὸς ποιεῖ, ἔδειξε
τῷ Φαραώ,
Γεν. 41,28 Η εξήγησις, την οποίαν είπα στον Φαραώ, μαρτυρεί ότι
ο Θεός εφανέρωσεν στον Φαραώ όσα πρόκειται να κάμη.
Γεν. 41,29 ἰδοὺ ἑπτὰ
ἔτη ἔρχεται εὐθηνία πολλὴ ἐν πάσῃ γῇ
Αἰγύπτου·
Γεν. 41,29 Ιδού έρχονται επτά έτη, κατά τα οποία μεγάλη ευφορία
θα απλωθή εις όλην την γην της Αιγύπτου.
Γεν. 41,30 ἥξει δὲ ἑπτὰ
ἔτη λιμοῦ μετὰ ταῦτα, καὶ ἐπιλήσονται τῆς
πλησμονῆς τῆς ἐσομένης ἐν ὅλῃ Αἰγύπτῳ,
καὶ ἀναλώσει ὁ λιμὸς τὴν γῆν,
Γεν. 41,30 Κατόπιν όμως από αυτά θα έλθουν επτά έτη πείνας.
Αυτή θα είναι τόσον μεγάλη, ώστε θα λησμονήσουν οι άνθρωποι την ευφρρίαν, που
έγινε προηγουμένως εις όλην την Αίγυπτον. Και η πείνα θα ερημώση την γώραν.
Γεν. 41,31 καὶ οὐκ ἐπιγνωσθήσεται
ἡ εὐθηνία ἐπὶ τῆς γῆς ἀπὸ τοῦ
λιμοῦ τοῦ ἐσομένου μετὰ ταῦτα· ἰσχυρὸς
γὰρ ἔσται σφόδρα.
Γεν. 41,31 Ενεκα δε αυτής της πείνας, που θα επακολουθήση, θα
σβήση από την μνήμην των ανθρώπων η προηγουμένη ευφορία της χώρας· διότι η
πείνα θα είναι πολύ μεγάλη.
Γεν. 41,32 περὶ δὲ τοῦ
δευτερῶσαι τὸ ἐνύπνιον Φαραὼ δίς, ὅτι ἀληθὲς
ἔσται τὸ ῥῆμα τὸ παρὰ τοῦ Θεοῦ,
καὶ ταχυνεῖ ὁ Θεὸς τοῦ ποιῆσαι αὐτό.
Γεν. 41,32 Η δευτέρα δε επανάληψις του ονείρου σημαίνει ότι
είναι αληθινόν και βέβαιον το αποκαλυφθέν από τον Θεόν δια του ονείρου και ότι
συντόμως θα πράξη ο Θεός αυτό, που προανήγγειλε.
Γεν. 41,33 νῦν οὖν
σκέψαι ἄνθρωπον φρόνιμον καὶ συνετὸν καὶ κατάστησον αὐτὸν
ἐπὶ γῆς Αἰγύπτου·
Γεν. 41,33 Τωρα, λοιπόν, που είναι καιρός, σκέψου και έκλεξε
άνθρωπον έξυπνον και συνετόν και διόρισε αυτόν εις όλην την γην της Αιγύπτου.
Γεν. 41,34 καὶ ποιησάτω Φαραὼ
καὶ καταστησάτω τοπάρχας ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἀποπεμπτωσάτωσαν
πάντα τὰ γεννήματα τῆς γῆς Αἰγύπτου τῶν ἑπτὰ
ἐτῶν τῆς εὐθηνίας
Γεν. 41,34 Συγχρόνως δε ο Φαραώ ας εκλέξη και ας καταστήση
επόπτας εις τας περιοχάς της χώρας, δια να κρατούν το πέμπτον από όλα τα
προϊόντα της γης Αιγύπτου κατά τα επτά έτη της ευφορίας.
Γεν. 41,35 καὶ συναγαγέτωσαν
πάντα τὰ βρώματα τῶν ἑπτὰ ἐτῶν τῶν ἐρχομένων
τῶν καλῶν τούτων, καὶ συναχθήτω ὁ σῖτος ὑπὸ
χεῖρα Φαραώ, βρώματα ἐν ταῖς πόλεσι φυλαχθήτω·
Γεν. 41,35 Ολα δε αυτά τα τρόφιμα των επτά ερχομένων ετών της
ευφορίας ας συγκεντρωθούν εις αποθήκας. Ας συγκεντρωθή ο σίτος και ας τεθή εις
την εξουσίαν και την διάθεσιν του Φαραώ. Τα τρόφιμα ας αποθηκευθούν ασφαλώς εις
τας πόλεις.
Γεν. 41,36 καὶ ἔσται τὰ
βρώματα τὰ πεφυλαγμένα τῇ γῇ εἰς τὰ ἑπτὰ
ἔτη τοῦ λιμοῦ, ἃ ἔσονται ἐν γῇ Αἰγύπτου,
καὶ οὐκ ἐκτριβήσεται ἡ γῇ ἐν τῷ λιμῷ.
Γεν. 41,36 Και θα είναι αυτά φυλαγμένα εις όλην την χώραν δια
τα επτά έτη της πείνας, η οποία θα απλωθή εις την χώραν της Αιγύπτου. Ετσι δε η
χώρα αυτή δεν θα εξολοθρευθή από την πείναν.
Γεν. 41,37 Ἤρεσε δὲ τὸ
ῥῆμα ἐναντίον Φαραὼ καὶ ἐναντίον πάντων τῶν
παίδων αὐτοῦ,
Γεν. 41,37 Ο λόγος αυτός ήρεσεν στον Φαραώ και εις όλους τους
αυλικούς του.
Γεν. 41,38 καὶ εἶπε
Φαραὼ πᾶσι τοῖς παισὶν αὐτοῦ· μὴ
εὑρήσομεν ἄνθρωπον τοιοῦτον, ὃς ἔχει πνεῦμα
Θεοῦ ἐν αὐτῷ;
Γεν. 41,38 Είπε δε προς αυτούς· “μήπως τάχα θα εύρωμεν τέτοιον
άνθρωπον σαν τον Ιωσήφ, ο οποίος έχει Πνεύμα Θεού εντός του;”
Γεν. 41,39 εἶπε δὲ
Φαραὼ τῷ Ἰωσήφ· ἐπειδὴ ἔδειξεν ὁ
Θεός σοι πάντα ταῦτα, οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος φρονιμώτερος
καὶ συνετώτερός σου·
Γεν. 41,39 Δια τούτο είπεν ο Φαραώ στον Ιωσήφ· “επειδή ο Θεός
εφανέρωσεν εις σε όλα αυτά, άλλος δε άνθρωπος εξυπνότερος και σοφώτερος από σε
δεν υπάρχει,
Γεν. 41,40 σὺ ἔσῃ
ἐπὶ τῷ οἴκῳ μου, καὶ ἐπὶ τῷ
στόματί σου ὑπακούσεται πᾶς ὁ λαός μου· πλὴν τὸν
θρόνον ὑπερέξω σου ἐγώ.
Γεν. 41,40 συ θα γίνης άρχων εις όλον τον οίκον μου και εις τας
διαταγάς σου θα υπακούη όλος ο λαός μου. Μονον δε κατά τον βασιλικόν θρόνον θα
είμαι εγώ ανώτερός σου”.
Γεν. 41,41 εἶπε δὲ
Φαραὼ τῷ Ἰωσήφ· ἰδοὺ καθίστημί σε σήμερον ἐπὶ
πάσης γῆς Αἰγύπτου.
Γεν. 41,41 Του είπε δε ακόμη ο Φαραώ· “ιδού σε διορίζω σήμερον
και σε εγκαθιστώ αντιβασιλέα εις όλην την χώραν της Αιγύπτου”.
Γεν. 41,42 καὶ περιελόμενος
Φαραὼ τὸν δακτύλιον ἀπὸ τῆς χειρὸς αὐτοῦ,
περιέθηκεν αὐτὸν ἐπί τὴν χεῖρα Ἰωσὴφ
καὶ ἐνέδυσεν αὐτὸν στολὴν βυσσίνην καὶ
περιέθηκε κλοιὸν χρυσοῦν περὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ·
Γεν. 41,42 Εβγαλε δε ο Φαραώ από το χέρι του το δακτυλίδι, το
έθεσεν στο χέρι του Ιωσήφ, ενέδυσεν αυτόν πολύτιμον λινήν στολήν από βύσσον και
περιέβαλε στον τράχηλον αυτού άλυσιν χρυσήν.
Γεν. 41,43 καὶ ἀνεβίβασεν
αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἅρμα τὸ δεύτερον τῶν
αὐτοῦ, καὶ ἐκήρυξεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ
κήρυξ· καὶ κατέστησεν αὐτὸν ἐφ᾿ ὅλης γῆς
Αἰγύπτου.
Γεν. 41,43 Ανεβίβασε δε αυτόν στο δεύτερον από τα βασιλικά του
άρματα και ένας κήρυξ επροπορεύετο έμπροσθεν από αυτόν και τον ανήγγειλεν στον
λαόν. Ετσι δε ανέδειξεν αυτόν ο Φαραώ αντιβασιλέα εις όλην την χώραν της
Αιγύπτου.
Γεν. 41,44 εἶπε δὲ
Φαραὼ τῷ Ἰωσήφ· ἐγὼ Φαραώ, ἄνευ σοῦ
οὐκ ἐξαρεῖ οὐδεὶς τὴν χεῖρα αὐτοῦ
ἐπὶ πάσης γῆς Αἰγύπτου.
Γεν. 41,44 Είπε δε στον Ιωσήφ· “εγώ ο Φαραώ διατάσσω· Κανείς
δεν θα κινήση το χέρι του να κάμη κάτι εις όλην την γην της Αιγύπτου χωρίς την
έγκρισίν σου”.
Γεν. 41,45 καὶ ἐκάλεσε
Φαραὼ τὸ ὄνομα Ἰωσήφ, Ψονθομφανήχ· καὶ ἔδωκεν
αὐτῷ τὴν Ἀσεννὲθ θυγατέρα Πετεφρῆ ἱερέως
Ἡλιουπόλεως αὐτῷ εἰς γυναῖκα.
Γεν. 41,45 Ωνόμασε δε ο Φαραώ τον Ιωσήφ Ψονθομφανήχ, δηλαδή
τροφοδότην της γης. Εδωσε δε εις αυτόν ως σύζυγον την Ασεννέθ, θυγατέρα του
Πετεφρή, όχι του αρχιμαγείρου, άλλα του ιερέως της Ηλιουπόλεως.
Γεν. 41,46 Ἰωσὴφ δὲ
ἦν ἐτῶν τριάκοντα, ὅτε ἔστη ἐναντίον Φαραὼ
βασιλέως Αἰγύπτου. Ἐξῆλθε δὲ Ἰωσὴφ ἀπὸ
προσώπου Φαραώ, καὶ διῆλθε πᾶσαν γῆν Αἰγύπτου.
Γεν. 41,46 Ητο δε τότε ο Ιωσήφ τριάκοντα ετών, όταν ενεφανίσθη
ενώπιον του Φαραώ βασιλέως της Αιγύπτου. Εξήλθε δε ο Ιωσήφ από τα ανάκτορα του
Φαραώ και, ως αντιβασιλεύς πλέον, περιώδευσεν όλην την χώραν της Αιγύπτου.
Γεν. 41,47 καὶ ἐποίησεν
ἡ γῆ ἐν τοῖς ἑπτὰ ἔτεσι τῆς εὐθηνίας
δράγματα·
Γεν. 41,47 Η δε χώρα της Αιγύπτου απέδωσε κατά τα επτά έτη της
ευφορίας πλούσια τα προϊόντα.
Γεν. 41,48 καὶ συνήγαγε
πάντα τὰ βρώματα τῶν ἑπτὰ ἐτῶν, ἐν οἷς
ἦν ἡ εὐθηνία ἐν τῇ γῇ Αἰγύπτου, καὶ
ἔθηκε τὰ βρώματα ἐν ταῖς πόλεσι, βρώματα τῶν
πεδίων τῆς πόλεως τῶν κύκλῳ αὐτῆς ἔθηκεν ἐν
αὐτῇ.
Γεν. 41,48 Και συνεκέντρωσεν ο Ιωσήφ όλα τα είδη των τροφίμων
κατά τα επτά αυτά έτη, κατά τα οποία επεκράτει ευφορία εις την χώραν της
Αιγύπτου και τα αποθήκευσεν εις τας πόλεις. Τα δε προϊόντα των πεδιάδων, που
ήσαν γύρω από κάθε πόλιν, τα αποθήκευσεν εις αυτήν την ιδίαν πόλιν.
Γεν. 41,49 καὶ συνήγαγεν Ἰωσὴφ
σῖτον ὡσεὶ τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης πολὺν
σφόδρα, ἕως οὐκ ἠδύνατο ἀριθμηθῆναι, οὐ γὰρ
ἦν ἀριθμός.
Γεν. 41,49 Και συνεκέντρωσεν ο Ιωσήφ σίτον πάρα πολύν ωσάν την
άμμον της θαλάσσης, τόσον ώστε δεν ήτο δυνατόν πλέον να μετρηθή, διότι ήτο
ανυπολόγιστος.
Γεν. 41,50 Τῷ δὲ Ἰωσὴφ
ἐγένοντο υἱοὶ δύο πρὸ τοῦ ἐλθεῖν τὰ
ἑπτὰ ἔτη τοῦ λιμοῦ, οὓς ἔτεκεν αὐτῷ
Ἀσεννὲθ ἡ θυγάτηρ Πετεφρῆ ἱερέως Ἡλιουπόλεως.
Γεν. 41,50 Πριν δε έλθουν τα έτη της πείνας απέκτησεν ο Ιωσήφ
από την Ασεννέθ την θυγατέρα του Πετεφρή, ιερέως της Ηλιουπόλεως, δύο παιδιά.
Γεν. 41,51 ἐκάλεσε δὲ Ἰωσὴφ
τὸ ὄνομα τοῦ πρωτοτόκου Μανασσῆ, ὅτι ἐπιλαθέσθαι
με ἐποίησεν ὁ Θεὸς πάντων τῶν πόνων μου καὶ
πάντων τῶν τοῦ πατρός μου.
Γεν. 41,51 Ωνόμασε δε τον πρωτότοκον Μαναασήν λέγων· “ο Θεός
με έκαμεν, ώστε να λησμονήσω όλας τας ταλαιπωρίας μου και την στέρησιν του
πατρός μου”.
Γεν. 41,52 τὸ δὲ ὄνομα
τοῦ δευτέρου ἐκάλεσεν Ἐφραΐμ, ὅτι ηὔξησέ με ὁ
Θεὸς ἐν γῇ ταπεινώσεώς μου.
Γεν. 41,52 Το δε δεύτερον τέκνον του ωνόμασεν Εφραῒμ λέγων ότι· “ο Θεός με εμεγάλυνεν
εις την χώραν αυτήν της ταπεινώσεώς μου”.
Γεν. 41,53 Παρῆλθε δὲ
τὰ ἑπτὰ ἔτη τῆς εὐθηνίας, ἃ ἐγένοντο
ἐν τῇ γῇ Αἰγύπτου,
Γεν. 41,53 Επέρασαν τα επτά έτη της ευφορίας, που έγινεν εις
την χώραν της Αιγύπτου.
Γεν. 41,54 καὶ ἤρξατο
τὰ ἑπτὰ ἔτη τοῦ λιμοῦ ἔρχεσθαι, καθὰ
εἶπεν Ἰωσήφ. καὶ ἐγένετο λιμὸς ἐν πάσῃ
τῇ γῇ, ἐν δὲ πάσῃ τῇ γῇ Αἰγύπτου
ἦσαν ἄρτοι.
Γεν. 41,54 Ηρχισαν δε να έρχωνται τα επτά έτη της πείνας, όπως
είχεν είπει ο Ιωσήφ και ηπλώθη πείνα εις όλην την γην. Εις την χώραν όμως της
Αιγύπτου υπήρχον άρτοι.
Γεν. 41,55 καὶ ἐπείνασε
πᾶσα ἡ γῆ Αἰγύπτου, ἔκραξε δὲ ὁ λαὸς
πρὸς Φαραὼ περὶ ἄρτων· εἶπε δὲ Φαραὼ
πᾶσι τοῖς Αἰγυπτίοις· πορεύεσθε πρὸς Ἰωσήφ,
καὶ ὃ ἐὰν εἴπῃ ὑμῖν, ποιήσατε.
Γεν. 41,55 Αλλά και όλη η χώρα της Αιγύπτου επείνασεν, ο δε
λαός έκραξε προς τον Φαραώ ζητών άρτους. Ο δε Φαραώ είπε προς όλους τους
Αιγυπτίους· “πηγαίνετε προς τον Ιωσήφ και ο,τι σας πη, εκείνο πράξατε”.
Γεν. 41,56 καὶ ὁ λιμὸς
ἦν ἐπὶ προσώπου πάσης τῆς γῆς· ἀνέῳξε
δὲ Ἰωσὴφ πάντας τοὺς σιτοβολῶνας καὶ ἐπώλει
πᾶσι τοῖς Αἰγυπτίοις.
Γεν. 41,56 Η πείνα ήτο απλωμένη εις όλην την γην. Ηνοιξε τότε ο
Ιωσήφ όλας τας αποθήκας και ήρχισε να πωλή σίτον εις όλους τους Αιγυπτίους.
Γεν. 41,57 καὶ πᾶσαι αἱ
χῶραι ἦλθον εἰς Αἴγυπτον ἀγοράζειν πρὸς Ἰωσήφ·
ἐπεκράτησε γὰρ ὁ λιμὸς ἐν πάσῃ τῇ γῇ.
Γεν. 41,57 Αλλά και αι άλλαι χώραι ήλθον εις την Αίγυπτον προς
τον Ιωσήφ, δια να αγοράσουν σίτον, διότι η πείνα επικρατούσεν εις όλην την γην.
ΓΕΝΕΣΙΣ
42
Γεν. 42,1 Ἰδὼν δὲ
Ἰακὼβ ὅτι ἐστὶ πρᾶσις ἐν Αἰγύπτῳ,
εἶπε τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ· ἱνατί ῥαθυμεῖτε;
Γεν. 42,1 Η πείνα είχεν απλωθή και εις την γην Χαναάν, όπου
κατοικούσεν ο Ιακώβ. Πληροφορηθείς δε ο Ιακώβ ότι εις την Αίγυπτον πωλείται
σίτος είπεν εις τα παιδιά του· “διατί αμελείτε;
Γεν. 42,2 ἰδοὺ ἀκήκοα
ὅτι ἐστὶ σῖτος ἐν Αἰγύπτῳ·
κατάβητε ἐκεῖ καὶ πρίασθε ἡμῖν μικρὰ
βρώματα, ἵνα ζήσωμεν καὶ μὴ ἀποθάνωμεν.
Γεν. 42,2 Ιδού, εχω, πληροφορηθή, ότι υπάρχει σιτάρι εις τη
Αίγυπτον. Πηγαίνετε εκεί και αγοράσατε δι' ημάς ολίγα τρόφιμα, δια να ζήσωμεν
και μη αποθάνωμεν από την πείναν”.
Γεν. 42,3 κατέβησαν δὲ οἱ
ἀδελφοὶ Ἰωσὴφ οἱ δέκα πρίασθαι σῖτον ἐξ
Αἰγύπτου·
Γεν. 42,3 Οι δέκα αδελφοί του Ιωσήφ ανεχώρησαν, δια να
αγοράσουν σίτον από την Αίγυπτον.
Γεν. 42,4 τὸν δὲ
Βενιαμὶν τὸν ἀδελφὸν Ἰωσὴφ οὐκ ἀπέστειλε
μετὰ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ, εἶπε γάρ·
μή ποτε συμβῇ αὐτῷ μαλακία.
Γεν. 42,4 Ο Ιακώβ δεν έστειλε μαζή με τους αδελφούς του τον
Βενιαμίν, τον αδελφόν του Ιωσήφ εκ της Ραχήλ, διότι εφοβήθη σκεφθείς μήπως
τυχόν συμβή και εις αυτόν κανένα δυστύχημα.
Γεν. 42,5 Ἦλθον δὲ οἱ
υἱοὶ Ἰσραὴλ ἀγοράζειν μετὰ τῶν ἐρχομένων·
ἦν γὰρ ὁ λιμὸς ἐν γῇ Χαναάν.
Γεν. 42,5 Οι υιοί του Ιακώβ ήλθον εις την Αίγυπτον μαζή με
άλλους, οι οποίοι μετέβαιναν επίσης εκεί, δια να αγοράσουν τρόφιμα, επειδή η
πείνα επικρατούσε και εις την χώραν Χαναάν.
Γεν. 42,6 Ἰωσὴφ δὲ
ἦν ὁ ἄρχων τῆς γῆς, οὗτος ἐπώλει παντὶ
τῷ λαῷ τῆς γῆς· ἐλθόντες δὲ οἱ ἀδελφοὶ
Ἰωσὴφ προσεκύνησαν αὐτῷ ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ
τὴν γῆν.
Γεν. 42,6 Ο Ιωσήφ ήτο αντιβασιλεύς της Αιγύπτου· αυτός δια
των οργάνων του επωλούσε σίτον εις όλον τον λαόν της Αιγύπτου. Οι δε αδελφοί
του ελθόντες εις την Αίγυπτον τον προσεκύνησαν μέχρις εδάφους.
Γεν. 42,7 ἰδὼν δὲ
Ἰωσὴφ τούς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἐπέγνω καὶ
ἠλλοτριοῦτο ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ ἐλάλησεν
αὐτοῖς σκληρὰ καὶ εἶπεν αὐτοῖς·
πόθεν ἥκατε; οἱ δὲ εἶπον· ἐκ γῆς Χαναὰν
ἀγοράσαι βρώματα.
Γεν. 42,7 Οταν είδεν ο Ιωσήφ τους αδελφούς του, τους
ανεγνώρισεν, αλλά εφέρετο προς αυτούς ώσαν ξένος. Τους ωμίλησε μάλιστα κατά
τρόπον τραχύν και τους είπεν· “από που ήλθατε;” Εκείνοι είπον· “από την γην
Χαναάν, δια να αγοράσωμεν τροφάς”.
Γεν. 42,8 ἐπέγνω δὲ Ἰωσὴφ
τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ, αὐτοὶ δὲ οὐκ
ἐπέγνωσαν αὐτόν.
Γεν. 42,8 Ο Ιωσήφ ανεγνώρισε τους αδελφούς του, εκείνοι όμως
δεν τον ανεγνώρισαν.
Γεν. 42,9 καὶ ἐμνήσθη
Ἰωσὴφ τῶν ἐνυπνίων αὐτοῦ, ὧν εἶδεν
αὐτός, καὶ εἶπεν αὐτοῖς· κατάσκοποί ἐστε,
κατανοῆσαι τὰ ἴχνη τῆς χώρας ἥκατε.
Γεν. 42,9 Οταν δε είδε τους αδελφούς του να τον προσκυνούν
ενεθυμήθη τα όνειρα, τα οποία είχεν ίδει. Επειτα τους είπεν· “είσθε κατάσκοποι·
ήλθατε εδώ, δια να κατασκοπεύσετε τα επίκαιρα σημεία της χώρας μου”.
Γεν. 42,10 οἱ δὲ εἶπαν·
οὐχί, κύριε, οἱ παῖδές σου ἤλθομεν πρίασθαι
βρώματα·
Γεν. 42,10 Εκείνοι του απήντησαν· “όχι, κύριε, δεν είμεθα
κατάσκοποι. Οι δούλοί σου ήλθομεν έδω να αγοράσωμεν τροφάς.
Γεν. 42,11 πάντες ἐσμὲν
υἱοὶ ἑνὸς ἀνθρώπου· εἰρηνικοί ἐσμεν,
οὐκ εἰσὶν οἱ παῖδές σου κατάσκοποι.
Γεν. 42,11 Ολοι είμεθα παιδιά ενός πατρός· είμεθα ειρηνικοί και
τίμιοι άνθρωποι· οι δούλοί σου δεν είναι κατάσκοποι”.
Γεν. 42,12 εἶπε δὲ αὐτοῖς·
οὐχί, ἀλλὰ τὰ ἴχνη τῆς γῆς ἤλθετε
ἰδεῖν.
Γεν. 42,12 Είπε δε εκείνος προς αυτούς· “όχι ! δεν σας πιστεύω·
ήλθατε να ανιχνεύσετε τα ασθενή και επίκαιρα σημεία της χώρας μου”.
Γεν. 42,13 οἱ δὲ εἶπαν·
δώδεκά ἐσμεν οἱ παῖδες σου ἀδελφοὶ ἐν γῇ
Χαναάν, καὶ ἰδοὺ ὁ νεώτερος μετὰ τοῦ πατρὸς
ἡμῶν σήμερον, ὁ δὲ ἕτερος οὐχ ὑπάρχει.
Γεν. 42,13 Εκείνοι πάλιν απήντησαν· “ημείς, οι δούλοι σου,
είμεθα δώδεκα αδελφοί και κατοικούμεν εις την χώραν Χαναάν. Και ιδού, ο
νεώτερος από ημάς ευρίσκεται σήμερον μαζή με τον πατέρα μας εις την Χαναάν, ο
δε άλλος δεν υπάρχει πλέον”.
Γεν. 42,14 εἶπε δὲ αὐτοῖς
Ἰωσήφ· τοῦτό ἐστιν ὃ εἴρηκα ὑμῖν
λέγων, ὅτι κατάσκοποί ἐστε·
Γεν. 42,14 Είπε δε προς αυτούς, επιμένων ο Ιωσήφ· “αυτό που σας
είπα αυτό είναι· είσθε κατάσκοποι.
Γεν. 42,15 ἐν τούτῳ
φανεῖσθε· νὴ τὴν ὑγίειαν Φαραώ, οὐ μὴ ἐξέλθητε
ἐντεῦθεν, ἐὰν μὴ ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν
ὁ νεώτερος ἔλθῃ ὧδε.
Γεν. 42,15 Αν λέγετε την αλήθειαν θα μου το αποδείξετε με
τούτο· είπατε ότι έχετε ένα νεώτερον αδελφόν. Μα την υγείαν του Φαραώ, δεν θα
φύγετε από εδώ, εάν αυτός ο νεώτερος αδελφάς σας δεν έλθη εδώ.
Γεν. 42,16 ἀποστείλατε ἐξ
ὑμῶν ἕνα καὶ λάβετε τὸν ἀδελφὸν ὑμῶν,
ὑμεῖς δὲ ἀπάχθητε ἕως τοῦ φανερὰ
γενέσθαι τὰ ῥήματα ὑμῶν, εἰ ἀληθεύετε ἢ
οὔ· εἰ δὲ μή, νὴ τὴν ὑγίειαν Φαραώ, ἦ
μὴν κατάσκοποί ἐστε.
Γεν. 42,16 Στείλτε λοιπόν ένα από σας και φέρετε εδώ τον
αδελφόν σας. Σεις δε οι άλλοι πηγαίνετε εις την φυλακήν, έως ότου αποδειχθούν,
αν είναι η δεν είναι αληθινά τα λόγια σας. Εάν δε δεν φέρετε τον νεώτερον
αδελφόν σας, μα την υγείαν του Φαραώ, είσθε πράγματι κατάσκοποι”.
Γεν. 42,17 καὶ ἔθετο αὐτοὺς
ἐν φυλακῇ ἡμέρας τρεῖς.
Γεν. 42,17 Διέταξε δε και έβαλαν αυτούς τρεις ημέρας εις την
φυλακήν.
Γεν. 42,18 Εἶπε δὲ αὐτοῖς
τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ· τοῦτο ποιήσατε καὶ
ζήσεσθε, τὸν Θεὸν γὰρ ἐγὼ φοβοῦμαι·
Γεν. 42,18 Κατά δε την τρίτην ημέραν τους είπε· “κάμετε αυτό,
που σας είπα, δια να μη χάσετε την ζωήν σας ως κατάσκοποι, διότι εγώ φοβούμαι
τον Θεόν.
Γεν. 42,19 εἰ εἰρηνικοί
ἐστε, ἀδελφὸς ὑμῶν κατασχεθήτω εἷς ἐν
τῇ φυλακῇ, αὐτοὶ δὲ βαδίσατε καὶ ἀπαγάγετε
τὸν ἀγορασμὸν τῆς σιτοδοσίας ὑμῶν,
Γεν. 42,19 Εάν είσθε πράγματι ειρηνικοί άνθρωποι, ένας αδελφός
σας ας μείνη εις την φυλακήν, σεις δε πηγαίνετε προς την χώραν σας και φέρετε
εκεί τον σίτον, τον οποίον ηγοράσατε.
Γεν. 42,20 καὶ τὸν ἀδελφὸν
ὑμῶν τὸν νεώτερον ἀγάγετε πρός με, καὶ
πιστευθήσονται τὰ ῥήματα ὑμῶν· εἰ δὲ
μή, ἀποθανεῖσθε. ἐποίησαν δὲ οὕτως.
Γεν. 42,20 Και τον αδελφόν σας τον νεώτερον φέρετέ τον προς εμέ.
Οταν δε τον ίδω, τότε θα πιστεύσω εις τα λόγια σας. Εάν όμως και δεν τον
φέρετε, θα θανατωθήτε”. Οι αδελφοί του Ιωσήφ έκαμαν, όπως εκείνος τους είπε.
Γεν. 42,21 καὶ εἶπεν ἕκαστος
πρὸς τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ· ναί, ἐν ἁμαρτίαις
γάρ ἐσμεν περὶ τοῦ ἀδελφοῦ ἡμῶν, ὅτι
ὑπερείδομεν τὴν θλῖψιν τῆς ψυχῆς αὐτοῦ,
ὅτε κατεδέετο ἡμῶν, καὶ οὐκ εἰσηκούσαμεν αὐτοῦ·
καὶ ἕνεκεν τούτου ἐπῆλθεν ἐφ᾿ ἡμᾶς
ἡ θλῖψις αὕτη.
Γεν. 42,21 Εκεί δε εμπρός στον Ιωσήφ είπαν ο ενας προς τον
άλλον· “ναι, τιμωρούμεθα τώρα διότι διεπράξαμεν μεγάλην αμαρτίαν εναντίον του
αδελφού μας. Δεν ελάβομεν υπ' όψει την θλίψιν της ψυχής του, όταν μας
παρακαλούσε τότε, να τον λυπηθώμεν. Δεν εδώσαμεν καμμίαν προσοχήν εις τα λόγια
του. Ενεκα της αμαρτίας μας αυτής έπεσεν επάνω μας αυτή η θλίψις”.
Γεν. 42,22 ἀποκριθεὶς
δὲ Ῥουβὴν εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ ἐλάλησα
ὑμῖν λέγων, μὴ ἀδικήσητε τὸ παιδάριον; καὶ
οὐκ ἠκούσατέ μου; καὶ ἰδοὺ τὸ αἷμα αὐτοῦ
ἐκζητεῖται.
Γεν. 42,22 Αποκριθείς δε ο Ρουβήν τους είπε· “δεν σας είπα και
ξαναείπα εγώ να μη διαπράξετε αυτήν την μεγάλην αδικίαν εναντίον του παιδιού
και δεν με ηκούσατε; Ιδού, ότι το αθώον αίμα του ζητεί τώρα εκδίκησιν εναντίον
μας”.
Γεν. 42,23 αὐτοὶ δὲ
οὐκ ᾔδεισαν ὅτι ἀκούει Ἰωσήφ· ὁ γὰρ
ἑρμηνευτὴς ἀνὰ μέσον αὐτῶν ἦν.
Γεν. 42,23 Οι αδελφοί του Ιωσήφ δεν εγνώριζαν ότι εκείνος
εκαταλάβαινε την γλώσσαν των, επειδή προηγουμένως συνεννοούντο με αυτόν δια
μέσου διερμηνέως.
Γεν. 42,24 ἀποστραφεὶς
δὲ ἀπ᾿ αὐτῶν ἔκλαυσεν Ἰωσήφ. καὶ
πάλιν προσῆλθε πρὸς αὐτοὺς καὶ εἶπεν αὐτοῖς·
καὶ ἔλαβε τὸν Συμεὼν ἀπ᾿ αὐτῶν
καὶ ἔδησεν αὐτὸν ἐναντίον αὐτῶν.
Γεν. 42,24 Ο Ιωσήφ, όταν ήκουσεν αυτά, συνεκινήθη, απεμακρύνθη
από αυτούς, έκλαυσε και πάλιν επανήλθε και συνωμίλησε μαζή των. Επήρε από
αυτούς τον Συμεών και τον έδεσεν ενώπιόν των.
Γεν. 42,25 ἐνετείλατο δὲ
Ἰωσήφ ἐμπλῆσαι τὰ ἀγγεῖα αὐτῶν
σίτου καὶ ἀποδοῦναι τὸ ἀργύριον αὐτῶν
ἑκάστῳ εἰς τὸν σάκκον αὐτοῦ καὶ δοῦναι
αὐτοῖς ἐπισιτισμὸν εἰς τὴν ὁδόν. καὶ
ἐγενήθη αὐτοῖς οὕτως.
Γεν. 42,25 Διέταξε δε να γεμίσουν τους σάκκους των σιτάρι, να
θέσουν κρυφίως στον σάκκον καθενός από αυτούς τα χρήματά των και να τους δώσουν
τροφάς δια το ταξίδι των. Ετσι και έγινεν εις αυτούς.
Γεν. 42,26 καὶ ἐπιθέντες
τὸν σῖτον ἐπὶ τοὺς ὄνους αὐτῶν ἀπῆλθον
ἐκεῖθεν.
Γεν. 42,26 Οι αδελφοί εφόρτωσαν τον σίτον στους όνους των και
ανεχώρησαν από εκεί.
Γεν. 42,27 λύσας δὲ εἷς
τὸν μάρσιππον αὐτοῦ δοῦναι χορτάσματα τοῖς ὄνοις
αὐτοῦ, οὗ κατέλυσαν, καὶ εἶδε τὸν δεσμὸν
τοῦ ἀργυρίου αὐτοῦ, καὶ ἦν ἐπάνω τοῦ
στόματος τοῦ μαρσίππου·
Γεν. 42,27 Εις τον τόπον δέ, όπου επί ολίγον εστάθμευσαν, ένας
από αυτούς έλυσε τον σάκκον του, δια να δώση τροφήν στους όνους του. Και είδεν
ότι το χρηματόδεμά του ήτο στο στόμιον του σάκκου.
Γεν. 42,28 καὶ εἶπε τοῖς
ἀδελφοῖς αὐτοῦ· ἐπεδόθη μοι τὸ ἀργύριον,
καὶ ἰδοὺ τοῦτο ἐν τῷ μαρσίππῳ μου, καὶ
ἐξέστη ἡ καρδία αὐτῶν, καὶ ἐταράχθησαν πρὸς
ἀλλήλους λέγοντες· τί τοῦτο ἐποίησεν ὁ Θεὸς ἡμῖν;
Γεν. 42,28 Είπε τότε στους αδελφούς του· “τα χρήματά μου, αυτά
που επλήρωσα δια την αγοράν του σίτου, μου επεστράφησαν. Ιδού ευρίσκονται στον
σάκκον μου”. Ολοι τότε κατελήφθησαν από έκπληξιν, εταράχθησαν και έλεγαν μεταξύ
των· “τι είναι αυτό που μας έκαμεν ο Θεός;”
Γεν. 42,29 Ἦλθον δὲ πρὸς
Ἰακὼβ τὸν πατέρα αὐτῶν εἰς γῆν Χαναὰν
καὶ ἀπήγγειλαν αὐτῷ πάντα τὰ συμβάντα αὐτοῖς,
λέγοντες·
Γεν. 42,29 Εξηκολούθησαν την πορείαν των, έφθασαν εις την γην
Χαναάν προς τον πατέρα των και εγνωστοποίησαν εις αυτόν όλα όσα τους συνέβησαν,
λέγοντες·
Γεν. 42,30 λελάληκεν ὁ ἄνθρωπος
ὁ κύριος τῆς γῆς πρὸς ἡμᾶς σκληρὰ καὶ
ἔθετο ἡμᾶς ἐν φυλακῇ ὡς κατασκοπεύοντας τὴν
γῆν.
Γεν. 42,30 “ο άνθρωπος εκείνος, ο άρχων της Αιγύπτου, ωμίλησε
και εφέρθη προς ημάς με πολλήν σκληρότητα. Μας έβαλεν εις την φυλακήν, διότι
τάχα είμεθα κατάσκοποι της χώρας του.
Γεν. 42,31 εἴπαμεν δὲ
αὐτῷ· εἰρηνικοί ἐσμέν, οὐκ ἐσμὲν
κατάσκοποι·
Γεν. 42,31 Ημείς του είπομεν· Είμεθα τίμιοι και φιλήσυχοι
άνθρωποι και όχι κατάσκοποι.
Γεν. 42,32 δώδεκα ἀδελφοί ἐσμεν,
υἱοὶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν· ὁ εἷς
οὐχ ὑπάρχει, ὁ δὲ μικρὸς μετὰ τοῦ
πατρὸς ἡμῶν σήμερον ἐν γῇ Χαναάν.
Γεν. 42,32 Είμεθα δώδεκα αδελφοί, τέκνα του ιδίου πατρός· ο ένας
δεν υπάρχει πλέον· ο δε μικρότερός μας ευρίσκεται σήμερον μαζή με τον πατέρα
μας εις την Χαναάν.
Γεν. 42,33 εἶπε δὲ ἡμῖν
ὁ ἄνθρωπος ὁ κύριος τῆς γῆς· ἐν τούτῳ
γνώσομαι ὅτι εἰρηνικοί ἐστε· ἀδελφὸν ἕνα
ἄφετε ὧδε μετ᾿ ἐμοῦ, τὸν δὲ ἀγορασμὸν
τῆς σιτοδοσίας τοῦ οἴκου ὑμῶν λαβόντες ἀπέλθατε.
Γεν. 42,33 Ο άρχων αυτός της Αιγύπτου μας είπε τότε· Εγώ θα μάθω
και θα πεισθώ ότι είσθε πράγματι ειρηνικοί άνθρωποι, εάν κάμετε όπως σας πω.
Αφήσατε εδώ εις εμέ ένα αδελφόν. Τον δε σίτον, που αγοράσατε δια τας
οικογενείας σας, παρέτέ τον και φύγετε δια την Χαναάν.
Γεν. 42,34 καὶ ἀγάγετε
πρός με τὸν ἀδελφὸν ὑμῶν τὸν νεώτερον, καὶ
γνώσομαι ὅτι οὐ κατάσκοποί ἐστε, ἀλλ᾿ ὅτι εἰρηνικοί
ἐστε, καὶ τὸν ἀδελφὸν ὑμῶν ἀποδώσω
ὑμῖν, καὶ τῇ γῇ ἐμπορεύσεσθε.
Γεν. 42,34 Επειτα δέ, φέρετε προς εμέ τον αδελφόν σας τον
νεώτερον. Ετσι θα πεισθώ ότι δεν είσθε κατάσκοποι, αλλ' ότι είσθε πράγματι
τίμιοι και φιλήσυχοι, θα σας αποδώσω τον αδελφόν σας που εκράτησα ως όμηρον και
θα σας επιτρέψω να εισέρχεσθε και να εξέρχεσθε ελεύθερα εις την χώραν”.
Γεν. 42,35 ἐγένετο δὲ ἐν
τῷ κατακενοῦν αὐτοὺς τοὺς σάκκους αὐτῶν,
καὶ ἦν ἑκάστου ὁ δεσμὸς τοῦ ἀργυρίου ἐν
τῷ σάκκῳ αὐτῶν· καὶ εἶδον τοὺς
δεσμοὺς τοῦ ἀργυρίου αὐτῶν αὐτοὶ καὶ
ὁ πατὴρ αὐτῶν, καὶ ἐφοβήθησαν.
Γεν. 42,35 Οταν δε οι εννέα αδελφοί άδειασαν στο σπίτι τους
σάκκους με τον σίτον ευρέθη στον σάκκον του καθενός το χρηματόδεμά του, το
αντίτιμον του σίτου. Είδον αυτοί και ο πατήρ των τα χρηματοδέματα και
εφοβήθησαν.
Γεν. 42,36 εἶπε δὲ αὐτοῖς
Ἰακὼβ ὁ πατὴρ αὐτῶν· ἐμὲ ἠτεκνώσατε,
Ἰωσὴφ οὔκ ἔστι, Συμεὼν οὐκ ἔστι, καὶ
τὸν Βενιαμὶν λήψεσθε; ἐπ᾿ ἐμὲ ἐγένετο
ταῦτα πάντα.
Γεν. 42,36 Είπε δε προς αυτούς ο Ιακώβ, ο πατέρας των· “με
αφήσατε χωρίς παιδιά· ο Ιωσήφ δεν υπάρχει πλέον εις την ζωήν, ο Συμεών δεν
ευρίσκεται μεταξύ μας. Θα μου πάρετε λοιπόν και τον Βενιαμίν; Ολα αυτά τα κακά
έπεσαν επάνω μου”.
Γεν. 42,37 εἶπε δὲ Ῥουβὴν
τῷ πατρὶ αὐτῶν λέγων· τοὺς δύο υἱούς
μου ἀπόκτεινον, ἐὰν μὴ ἀγάγω αὐτὸν πρὸς
σέ· δὸς αὐτὸν εἰς τὴν χεῖρά μου, κἀγὼ
ἀνάξω αὐτὸν πρὸς σέ.
Γεν. 42,37 Είπε δε ο Ρουβήν προς τον πατέρα του· “εμπιστεύσου
εις εμέ τον Βενιαμίν και εγώ σου υπόσχομαι ότι θα σου τον επαναφέρω σώον και
υγιή. Εάν δε δεν τον επαναφέρω, σκότωσε τα δυό παιδιά μου”.
Γεν. 42,38 ὁ δὲ εἶπεν·
οὐ καταβήσεται ὁ υἱός μου μεθ᾿ ὑμῶν, ὅτι
ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἀπέθανε καὶ αὐτὸς
μόνος καταλέλειπται· καὶ συμβήσεται αὐτὸν μαλακισθῆναι
ἐν τῇ ὁδῷ, ᾗ ἐὰν πορεύησθε, καὶ
κατάξετέ μου τὸ γῆρας μετὰ λύπης εἰς ᾅδου.
Γεν. 42,38 Ο Ιακώβ απήντησεν· “όχι, κατ' ουδένα λόγον δεν θα
αναχωρήση μαζή σας δια την Αίγυπτον ο υιός μου αυτός· διότι ο ομομήτριος
αδελφός του απέθανε και αυτός μόνος μου έχει απομείνει, υιός της Ραχήλ.
Φοβούμαι μήπως τυχόν και του συμβή τίποτε κακόν στον δρόμον, που θα βαδίζετε,
και τότε θα κρημνίσετε καταλυπημένον το γήρας μου στον άδην”.
Γεν. 42,39 ὁ δὲ λιμὸς
ἐνίσχυσεν ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 42,39 Η πείνα όμως εγίνετο ολοένα και περισσότερον μεγάλη
και καταθλιπτική εις την χώραν των.
ΓΕΝΕΣΙΣ
43
Γεν. 43,1 Ἐγένετο δὲ ἡνίκα
συνετέλεσαν καταφαγεῖν τὸν σῖτον, ὃν ἤνεγκαν ἐξ
Αἰγύπτου, καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ πατὴρ αὐτῶν·
πάλιν πορευθέντες πρίασθε ἡμῖν μικρὰ βρώματα.
Γεν. 43,1 Οταν τα τέκνα του Ιακώβ εξήντλησαν τον σίτον, τον
οποίον έφεραν από την Αίγυπτον, τους είπεν ο πατήρ των· “πηγαίνετε πάλιν εις
την Αίγυπτον και αγοράσετε δι' όλους μας ολίγας τροφάς”.
Γεν. 43,2 εἶπε δὲ αὐτῷ
Ἰούδας λέγων· διαμαρτυρίᾳ μεμαρτύρηται ἡμῖν ὁ
ἄνθρωπος ὁ κύριος τῆς γῆς λέγων· οὐκ ὄψεσθε
τὸ πρόσωπόν μου, ἐὰν μὴ ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν
ὁ νεώτερος μεθ᾿ ὑμῶν ᾖ·
Γεν. 43,2 Ο Ιούδας, ένας εκ των αδελφών, του είπεν· “ο
άνθρωπος εκείνος, ο κύριος της χώρας Αιγύπτου, ρητώς και επιμόνως ετόνισε
λέγων· δεν θα παρουσιασθήτε ενώπιόν μου, εάν δεν είναι μαζή σας και ο νεώτερος
αδελφός σας.
Γεν. 43,3 εἰ μὲν οὖν
ἀποστέλλῃς τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν μεθ᾿
ἡμῶν, καταβησόμεθα, καὶ ἀγοράσομέν σοι βρώματα.
Γεν. 43,3 Εάν λοιπόν θελήσης και αποστείλης μαζή μας τον
αδελφόν μας τον Βενιαμίν, θα μεταβώμεν εις την Αίγυπτον και θα σου αγοράσωμεν
τροφάς.
Γεν. 43,4 εἰ δὲ μὴ
ἀποστέλλῃς τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν μεθ᾿
ἡμῶν, οὐ πορευσόμεθα. ὁ γὰρ ἄνθρωπος εἶπεν
ἡμῖν, λέγων· οὐκ ὄψεσθέ μου τὸ πρόσωπον, ἐὰν
μὴ ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν ὁ νεώτερος μεθ᾿
ὑμῶν ᾖ.
Γεν. 43,4 Εάν όμως δεν τον αποστείλης μαζή μας, δεν θα
μεταβώμεν, διότι θα είναι μάταιος ο κόπος μας. Ο άνθρωπος εκείνος είπε και
ζαναιείπεν ότι δεν θα ιδήτε το πρόσωπόν μου, εάν δεν είναι μαζή σας ο αδελφός
σας ο νεώτερος”.
Γεν. 43,5 εἶπε δὲ Ἰσραήλ·
τί ἐκακοποιήσατέ με, ἀναγγείλαντες τῷ ἀνθρώπῳ ὅτι
ἐστὶν ὑμῖν ἀδελφός;
Γεν. 43,5 Ο Ιακώβ απήντησεν· “αντιλαμβάνεσθε, πόσον μεγάλο
κακόν μου εκάματε με το να αναγγείλετε στον άνθρωπον εκείνον ότι υπάρχει και
άλλος αδελφός σας;”
Γεν. 43,6 οἱ δὲ εἶπαν·
ἐρωτῶν ἐπηρώτησεν ἡμᾶς ὁ ἄνθρωπος καὶ
τὴν γενεὰν ἡμῶν λέγων· εἰ ἔτι ὁ
πατὴρ ὑμῶν ζῇ καὶ εἰ ἔστιν ὑμῖν
ἀδελφός; καὶ ἀπηγγείλαμεν αὐτῷ κατὰ τὴν
ἐπερώτησιν ταύτην. μὴ ᾔδειμεν ὅτι ἐρεῖ ἡμῖν·
ἀγάγετε τὸν ἀδελφὸν ὑμῶν;
Γεν. 43,6 Εκείνοι είπαν· “επιμόνως ο άνθρωπος αυτός μας η
ρώτησε, να μάθη δια την οικογένειάν μας λέγων, εάν ακόμη ο πατέρας σας ζη, και
εάν εκτός από σας υπάρχη και άλλος αδελφός. Και του απαντήσαμεν σύμφωνα με τας
ερωτήσστου. Μηπως τάχα εγνωρίζαμεν ημείς, ότι θα μας πη· Φέρετε εδώ και τον
άλλον αδελφόν σας;”
Γεν. 43,7 εἶπε δὲ Ἰούδας
πρὸς Ἰσραὴλ τὸν πατέρα αὐτοῦ· ἀπόστειλον
τὸ παιδάριον μετ᾿ ἐμοῦ, καὶ ἀναστάντες
πορευσόμεθα, ἵνα ζῶμεν καὶ μὴ ἀποθάνωμεν καὶ
ἡμεῖς καὶ σὺ καὶ ἡ ἀποσκευὴ ἡμῶν.
Γεν. 43,7 Ο Ιούδας είπε προς τον Ιακώβ τον πατέρα του·
“στείλε μαζή μου το παιδίον τον Βενιαμίν, δια να ξεκινήσωμεν και μεταβώμεν εις
την Αίγυπτον. Ετσι μόνον θα αγοράσωμεν τρόφιμα, δια να ζήσωμεν και να μη
αποθάνωμεν από την πείναν και ημείς και συ και τα παιδιά μας.
Γεν. 43,8 ἐγὼ δὲ
ἐκδέχομαι αὐτόν, ἐκ χειρός μου ζήτησον αὐτόν· ἐὰν
μὴ ἀγάγω αὐτὸν πρὸς σὲ καὶ στήσω αὐτὸν
ἐναντίον σου, ἡμαρτηκὼς ἔσομαι εἰς σὲ πάσας
τὰς ἡμέρας.
Γεν. 43,8 Εγώ αναλαμβάνω τον Βενιαμίν. Από τα χέρια μου να
τον ζητήσης. Εάν τυχόν και δεν τον επαναφέρω και δεν τον παρουσιάσω ενώπιόν
σου, θα είμαι βαρύτατα ένοχος απέναντί σου εις όλην μου την ζωήν.
Γεν. 43,9 εἰ μὴ γὰρ
ἐβραδύναμεν, ἤδη ἂν ὑπεστρέψαμεν δίς.
Γεν. 43,9 Εάν έως τώρα δεν εχάναμεν τον καιρόν μας με τας
συζητήσεις αυτάς, θα είχομεν ήδη μεταβή εις την Αίγυπτον και θα είχομεν
επιστρέψει δύο φοράς”.
Γεν. 43,10 εἶπε δὲ αὐτοῖς
Ἰσραὴλ ὁ πατὴρ αὐτῶν· εἰ οὕτως
ἐστί, τοῦτο ποιήσατε· λάβετε ἀπὸ τῶν καρπῶν
τῆς γῆς ἐν τοῖς ἀγγείοις ὑμῶν καὶ
καταγάγετε τῷ ἀνθρώπῳ δῶρα τῆς ῥητίνης καὶ
τοῦ μέλιτος, θυμίαμά τε καὶ στακτὴν καὶ τερέβινθον καὶ
κάρυα.
Γεν. 43,10 Ο Ισραήλ, ο πατήρ των, τους είπε τότε· “αφού έτσι
έχουν τα πράγματα, κάμετε όπως είπατε. Παρτε όμως από τα προϊόντα της χώρας μας
και φέρετε προς τον άνθρωπον εκείνον ως δώρα ευώδη ρητίνην και μέλι, θυμίαμα
και στακτήν, (άρωμα από σμύρναν), τερέβινθον (τερεμεντίναν από σχίνον), και
καρύδια.
Γεν. 43,11 καὶ τὸ ἀργύριον
δισσὸν λάβετε ἐν ταῖς χερσὶν ὑμῶν· καὶ
τὸ ἀργύριον τὸ ἀποστραφὲν ἐν τοῖς
μαρσίπποις ὑμῶν ἀποστρέψατε μεθ᾿ ὑμῶν·
μή ποτε ἀγνόημά ἐστι.
Γεν. 43,11 Παρετε επίσης μαζή σας διπλά τα χρήματα της τιμής
του σίτου, ώστε να επιστρέψετε στον άρχοντα της Αιγύπτου τα χρηματοδέματα, που
ευρήκατε στους σάκκους σας, μήπως τυχόν και είχε γίνει κανένα λάθος.
Γεν. 43,12 καὶ τὸν ἀδελφὸν
ὑμῶν λάβετε καὶ ἀναστάντες κατάβητε πρὸς τὸν
ἄνθρωπον.
Γεν. 43,12 Παρτε και τον αδελφόν σας και ξεκινήσατε δια να
μεταβήτε στον άρχοντα εκείνον της Αιγύπτου.
Γεν. 43,13 ὁ δὲ Θεός
μου δῴη ὑμῖν χάριν ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου,
καὶ ἀποστείλαι τὸν ἀδελφὸν ὑμῶν τὸν
ἕνα καὶ τὸν Βενιαμίν· ἐγὼ μὲν γὰρ
καθάπερ ἠτέκνωμαι, ἠτέκνωμαι.
Γεν. 43,13 Ο Θεός να δώση να βρήτε ευμενή υποδοχήν ενώπιον
εκείνου του ανθρώπου και να απαστείλη προς εμέ τον άλλον αδελφόν σας τον
Συμεών, που έμεινεν εις την Αίγυπτον, όπως επίσης και τον Βενιαμίν. Αλλωστε
είτε ούτως είτε άλλως θεωρώ πλέον χαμένα και τα δύο παιδιά μου, που απέκτησα
από την Ραχήλ”.
Γεν. 43,14 Λαβόντες δὲ οἱ
ἄνδρες τὰ δῶρα ταῦτα καὶ τὸ ἀργύριον
διπλοῦν ἔλαβον ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν
καὶ τὸν Βενιαμὶν καὶ ἀναστάντες κατέβησαν εἰς
Αἴγυπτον καὶ ἔστησαν ἐναντίον Ἰωσήφ.
Γεν. 43,14 Ελαβον οι αδελφοί αυτά τα δώρα και διπλά τα χρήματα
της τιμής του σίτου, τόσον εκείνου τον οποίον θα αγοράσουν όσον και του
προηγουμένου, εξεκίνησαν, επήγαν εις την Αίγυπτον και παρουσιάσθησαν ενώπιον
του Ιωσήφ.
Γεν. 43,15 εἶδε δὲ Ἰωσὴφ
αὐτοὺς καὶ τὸν Βενιαμὶν τὸν ἀδελφὸν
αὐτοῦ τὸν ὁμομήτριον καὶ εἶπε τῷ ἐπὶ
τῆς οἰκίας αὐτοῦ· εἰσάγαγε τοὺς ἀνθρώπους
εἰς τὴν οἰκίαν καὶ σφάξον θύματα καὶ ἑτοίμασον·
μετ᾿ ἐμοῦ γὰρ φάγονται οἱ ἄνθρωποι ἄρτους
τὴν μεσημβρίαν.
Γεν. 43,15 Τους είδεν ο Ιωσήφ, είδε και τον ομομήτριον αδελφόν
του τον Βενιαμίν και είπεν στον αρχηγόν του οίκου του· “οδήγησε τους ανθρώπους
αυτούς εις την οικίαν, σφάξε εκλεκτά σφαχτά και ετοίμασε φαγητά, διότι σήμερον
την μεσημβρίαν θα γευματίσουν μαζή μου αυτοί οι άνθρωποι”.
Γεν. 43,16 ἐποίησε δὲ ὁ
ἄνθρωπος, καθὰ εἶπεν Ἰωσήφ, καὶ εἰσήγαγε τοὺς
ἀνθρώπους εἰς τὸν οἶκον Ἰωσήφ.
Γεν. 43,16 Ο άνθρωπος εκείνος έκαμε, όπως του είπεν ο Ιωσήφ και
ωδήγησε τους αδελφούς στο ανάκτορον του Ιωσήφ.
Γεν. 43,17 ἰδόντες δὲ
οἱ ἄνδρες ὅτι εἰσήχθησαν εἰς τὸν οἶκον
τοῦ Ἰωσήφ, εἶπαν· διὰ τὸ ἀργύριον τὸ
ἀποστραφὲν ἐν τοῖς μαρσίπποις ἡμῶν τὴν
ἀρχὴν ἡμεῖς εἰσαγόμεθα τοῦ συκοφαντῆσαι
ἡμᾶς καὶ ἐπιθέσθαι ἡμῖν τοῦ λαβεῖν
ἡμᾶς εἰς παῖδας καὶ τοὺς ὄνους ἡμῶν.
Γεν. 43,17 Ιδόντες οι αδελφοί, ότι ωδηγήθησαν στον οίκον του
Ιωσήφ είπον· “οδηγούμεθα ημείς στον οίκον τούτον εξ αιτίας των χρημάτων, που
μας επεστράφησαν στους σάκκους μας και με τα οποία ημείς είχομεν πληρώσει την
πρώτην φοράν τον σίτον· αυτό γίνεται δια να μας συκοφαντήσουν, και προς
τιμωρίαν μας να μας πάρουν δούλους, να κρατήσουν και τους όνους μας”.
Γεν. 43,18 προσελθόντες δὲ
πρὸς τὸν ἄνθρωπον τὸν ἐπὶ τοῦ οἴκου
τοῦ Ἰωσὴφ ἐλάλησαν αὐτῷ ἐν τῷ
πυλῶνι τοῦ οἴκου
Γεν. 43,18 Επλησίασαν λοιπόν προς τον άνθρωπον, ο οποίος ήτο
αρχηγός του οίκου του Ιωσήφ, ωμίλησαν προς αυτόν εις την μεγάλην θύραν της
αυλής του οίκου,
Γεν. 43,19 λέγοντες· δεόμεθα,
κύριε, κατέβημεν τὴν ἀρχὴν πρίασθαι βρώματα·
Γεν. 43,19 και του είπαν· “κύριε, σας παρακαλούμεν ακούστε
αυτά, που θα σας πούμε. Ημείς ήλθομεν εις την Αίγυπτον την πρώτην φοράν να
αγοράσωμεν τρόφιμα.
Γεν. 43,20 ἐγένετο δὲ ἡνίκα
ἤλθομεν εἰς τὸ καταλῦσαι καὶ ἠνοίξαμεν τοὺς
μαρσίππους ἡμῶν, καὶ τόδε τὸ ἀργύριον ἑκάστου
ἐν τῷ μαρσίππῳ αὐτοῦ· τὸ ἀργύριον
ἡμῶν ἐν σταθμῷ ἀπεστρέψαμεν νῦν ἐν ταῖς
χερσὶν ἡμῶν
Γεν. 43,20 Οταν δε εφθάσαμεν κάπου, δια να κάμωμεν κατάλυμα και
ανοίξαμε τους σάκκους μας, ευρέθη στον σάκκον εκάστου το αργύριον, με το οποίον
είχε πληρώσει τον σίτον. Το αργύριον, λοιπόν, αυτό σας το επιστρέφομεν
ιδιοχείρως μετρημένο και ζυγισμένο.
Γεν. 43,21 καὶ ἀργύριον
ἕτερον ἠνέγκαμεν μεθ᾿ ἑαυτῶν ἀγοράσαι
βρώματα· οὐκ οἴδαμεν, τίς ἐνέβαλε τὸ ἀργύριον
εἰς τοὺς μαρσίππους ἡμῶν.
Γεν. 43,21 Εφέραμεν δε άλλα χρήματα μαζή μας, δια να αγοράσωμεν
πάλιν τροφάς. Δεν γνωρίζομεν ποίος είχε βαλεί το αργύριον στους σάκκους μας”.
Γεν. 43,22 εἶπε δὲ αὐτοῖς·
ἵλεως ὑμῖν, μὴ φοβεῖσθε· ὁ Θεὸς ὑμῶν
καὶ ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ὑμῶν ἔδωκεν ὑμῖν
θησαυροὺς ἐν τοῖς μαρσίπποις ὑμῶν, καὶ τὸ
ἀργύριον ὑμῶν εὐδοκιμοῦν ἀπέχω. καὶ ἐξήγαγε
πρὸς αὐτοὺς τὸν Συμεὼν
Γεν. 43,22 Είπεν εκείνος προς αυτούς· “ο Θεός σας ηλέησε. Μη
φοβείσθε. Ο Θεός σας και ο Θεός των πατέρων σας σας έδωσεν αυτούς τους
θησαυρούς στους σάκκους σας. Το δε αργύριον, το αντίτιμον του σίτου που είχατε
αγοράσει προηγουμένως, εγώ το έχω πάρει”. Εβγαλε δε τότε τον Συμεών από την
φυλακήν και τον ωδήγησε προς αυτούς.
Γεν. 43,23 καὶ ἤνεγκεν
ὕδωρ νίψαι τοὺς πόδας αὐτῶν καὶ ἔδωκε
χορτάσματα τοῖς ὄνοις αὐτῶν.
Γεν. 43,23 Διέταξε δε και εις αυτούς μεν έφεραν ύδωρ δια να
νίψουν τους πόδας των, εις δε τους όνους των έδωκαν τροφάς.
Γεν. 43,24 ἡτοίμασαν δὲ
τὰ δῶρα ἕως τοῦ ἐλθεῖν τὸν Ἰωσὴφ
μεσημβρίας· ἤκουσαν γὰρ ὅτι ἐκεῖ μέλλει ἀριστᾶν.
Γεν. 43,24 Οι αδελφοί ετοίμασαν τα δώρα, δια να τα προσφέρουν
στον Ιωσήφ και τον επερίμεναν, μέχρις ότου θα ήρχετο κατά την μεσημβρίαν στον
οίκόν του, διότι επληροφορήθησαν ότι εκεί θα εγευμάτιζε.
Γεν. 43,25 Εἰσῆλθε δὲ
Ἰωσὴφ εἰς τὴν οἰκίαν, καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ
τὰ δῶρα, ἃ εἶχον ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν,
εἰς τὸν οἶκον καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ ἐπὶ
πρόσωπον ἐπὶ τὴν γῆν.
Γεν. 43,25 Ηλθε πράγματι ο Ιωσήφ εις την οικίαν του και εκείνοι
του προσέφεραν τα δώρα, τα οποία εκρατούσαν εις τα χέρια των, και τον
επροσκύνησαν κύψαντες το πρόσωπόν των μέχρις εδάφους.
Γεν. 43,26 ἠρώτησε δὲ
αὐτούς, πῶς ἔχετε; καὶ εἶπεν αὐτοῖς·
εἰ ὑγιαίνει ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ πρεσβύτης,
ὃν εἴπατε;
ἔτι
ζῇ;
Γεν. 43,26 Ο Ιωσήφ τους ηρώτησε με καλωσύνην· “πως έχετε;” Και
κατόπιν προσέθεσεν· “υγιαίνει ο γέρων πατέρας σας, δια τον οποίον την πρώτην
φοράν μου εκάματε λόγον; Ζη ακόμη;”
Γεν. 43,27 οἱ δὲ εἶπαν·
ὑγιαίνει ὁ παῖς σου ὁ πατὴρ ἡμῶν, ἔτι
ζῇ· καὶ εἶπεν· εὐλογημένος ὁ ἄνθρωπος
ἐκεῖνος τῷ Θεῷ. καὶ κύψαντες προσεκύνησαν αὐτῷ.
Γεν. 43,27 Εκείνοι του απήντησαν· “ο δούλος σου, ο πατέρας μας,
υγιαίνει, ζη ακόμη”. Είπε δε ο Ιωσήφ· “ας είναι ευλογημένος ο άνθρωπος εκείνος
ενώπιον του Θεού”. Και κύψαντες μέχρις εδάφους τον προσεκύνησαν.
Γεν. 43,28 ἀναβλέψας δὲ
τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ Ἰωσὴφ εἶδε
Βενιαμὶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ τὸν ὁμομήτριον
καὶ εἶπεν· οὗτος ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν
ὁ νεώτερος, ὃν εἴπατε πρός με ἀγαγεῖν; καὶ
εἶπεν· ὁ Θεὸς ἐλεήσαι σε τέκνον.
Γεν. 43,28 Εσήκωσε τα βλέμματά του ο Ιωσήφ, είδε τον ομομήτριον
αδελφόν του, τον Βενιαμίν, και ηρώτησε τους αδελφούς· “αυτός είναι ο νεώτερος
αδελφός σας, τον οποίον είπατε ότι θα οδηγήσετε προς εμέ;” Και στραφείς προς
τον Βενιαμίν του είπε· “ο Θεός να σε ελεήση, τέκνον μου”.
Γεν. 43,29 ἐταράχθη δὲ
Ἰωσήφ, συνεστρέφετο γὰρ τὰ ἔγκατα αὐτοῦ ἐπὶ
τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ, καὶ ἐζήτει κλαῦσαι·
εἰσελθὼν δὲ εἰς τὸ ταμεῖον ἔκλαυσεν ἐκεῖ.
Γεν. 43,29 Συνεκινήθη βαθύτατα ο Ιωσήφ, ανεστράφησαν τα σπλάγχνα
αυτού, όταν είδε τον αδελφόν του τον Βενιαμίν, και εζήτει να εύρη ιδιαίτερον
τινά απόκρυφον τόπον, δια να κλαύση. Εισήλθε πράγματι στο εσωτερικόν δωμάτιόν
του και εκεί ανελύθη εις δάκρυα.
Γεν. 43,30 καὶ νιψάμενος τὸ
πρόσωπον ἐξελθὼν ἐνεκρατεύσατο καὶ εἶπε·
παράθετε ἄρτους.
Γεν. 43,30 Μετ' ολίγον ένιψε το πρόσωπόν του, συνεκράτησε την
συγκίνησίν του, εξήλθεν από το δωμάτιον και είπεν στους ανθρώπους του·
“παραθέσατε το φαγητόν”.
Γεν. 43,31 καὶ παρέθηκαν αὐτῷ
μόνῳ καὶ αὐτοῖς καθ᾿ ἑαυτοὺς καὶ
τοῖς Αἰγυπτίοις τοῖς συνδειπνοῦσι μετ᾿ αὐτοῦ
καθ᾿ ἑαυτούς· οὐ γὰρ ἐδύναντο οἱ Αἰγύπτιοι
συνεσθίειν μετὰ τῶν Ἑβραίων ἄρτους, βδέλυγμα γάρ ἐστι
τοῖς Αἰγυπτίοις.
Γεν. 43,31 Εκείνοι παρέθεσαν φαγητόν δια τον Ιωσήφ ιδιαιτέρως,
δια τους αδελφούς αυτού ιδιαιτέρως, και δια τους Αιγυπτίους, οι οποίοι
συνέτρωγαν με αυτόν, επίσης ιδιαιτέρως· διότι δεν ηνείχοντο οι Αιγύπτιοι να
συντρώγουν με τους Εβραίους, επειδή ήτο τούτο αποτροπιαστικόν δι'αυτούς.
Γεν. 43,32 ἐκάθισαν δὲ
ἐναντίον αὐτοῦ, ὁ πρωτότοκος κατὰ τὰ πρεσβεῖα
αὐτοῦ καὶ ὁ νεώτερος κατὰ τὴν νεότητα αὐτοῦ·
ἐξίσταντο δὲ οἱ ἄνθρωποι ἕκαστος πρὸς τὸν
ἀδελφὸν αὐτοῦ.
Γεν. 43,32 Εκάθισαν λοιπόν ενώπιόν του οι αδελφοί του Ιωσήφ κατά
την σειράν της ηλικίας των, ώστε ο πρωτότοκος να κάθεται εις θέσιν ανάλογον της
μεγαλυτέρας του ηλικίας και ο νεώτερος εις θέσιν ανάλογον της μικροτέρας του
ηλικίας. Οι αδελφοί παρετήρουν ο ένας τον άλλον και απορούσαν δια την
τακτοποίησίν των εις την τράπεζαν ανάλογα με την ηλικίαν των.
Γεν. 43,33 ᾖραν δὲ
μερίδας παρ᾿ αὐτοῦ πρὸς αὐτούς· ἐμεγαλύνθη
δὲ ἡ μερὶς Βενιαμὶν παρὰ τὰς μερίδας πάντων
πενταπλασίως πρὸς τὰς ἐκείνων, ἔπιον δὲ καὶ
ἐμεθύσθησαν μετ᾿ αὐτοῦ.
Γεν. 43,33 Οι υπηρέται έφεραν μερίδας φαγητού από την τράπεζαν
του Ιωσήφ προς τους αδελφούς. Η μερίς του Βενιαμίν ήτο πέντε φορές μεγαλύτερα
από τας μερίδας των άλλων αδελφών. Εφαγον όλοι μαζή με τον Ιωσήφ, έπιον και
ήλθον εις ευθυμίαν μαζή με αυτόν.
ΓΕΝΕΣΙΣ
44
Γεν. 44,1 Καὶ ἐνετείλατο
ὁ Ἰωσὴφ τῷ ὄντι ἐπὶ τῆς οἰκίας
αὐτοῦ λέγων· πλήσατε τοὺς μαρσίππους τῶν ἀνθρώπων
βρωμάτων, ὅσα ἐὰν δύνωνται ἆραι, καὶ ἐμβάλετε
ἑκάστου τὸ ἀργύριον ἐπὶ τοῦ στόματος τοῦ
μαρσίππου
Γεν. 44,1 Επειτα απ' αυτά διέταξεν ο Ιωσήφ τον αρχηγόν του
οίκου του λέγων· “γεμίσατε τους σάκκους των ανθρώπων αυτών από τρόφιμα, όσα
ημπορούν να πάρουν. Βαλτε το αργύριον ενός εκάστου στο στόμιον του σάκκου του,
Γεν. 44,2 καὶ τὸ
κόνδυ μου τὸ ἀργυροῦν ἐμβάλετε εἰς τὸν
μάρσιππον τοῦ νεωτέρου καὶ τὴν τιμὴν τοῦ σίτου αὐτοῦ.
ἐγενήθη δὲ κατὰ τὸ ῥῆμα Ἰωσήφ, καθὼς
εἶπε.
Γεν. 44,2 και το αργυρούν ποτήριόν μου θέσατε στον σάκκον του
νεωτέρου αδελφού όπως και το αντίτιμον της αγοράς του σίτου του”. Οπως διέταξεν
ο Ιωσήφ, έτσι και έγινε.
Γεν. 44,3 τὸ πρωΐ διέφαυσε,
καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀπεστάλησαν, αὐτοὶ καὶ
οἱ ὄνοι αὐτῶν.
Γεν. 44,3 Την επομένην ημέραν κατά το γλυκοχάραμα αφέθησαν
ελεύθεροι οι άνθρωποι αυτοι με τους φορτωμένους όνους των, δια να αναχωρήσουν.
Γεν. 44,4 ἐξελθόντων δὲ
αὐτῶν τὴν πόλιν, οὐκ ἀπέσχον μακράν, καὶ Ἰωσὴφ
εἶπε τῷ ἐπὶ τῆς οἰκίας αὐτοῦ·
ἀναστὰς ἐπιδίωξον ὀπίσω τῶν ἀνθρώπων καὶ
καταλήψῃ αὐτοὺς καὶ ἐρεῖς αὐτοῖς·
τί ὅτι ἀνταπεδώκατε πονηρὰ ἀντὶ καλῶν; ἱνατί
ἐκλέψατέ μου τὸ κόνδυ τὸ ἀργυροῦν;
Γεν. 44,4 Οταν εξήλθον από την πόλιν και δεν απείχον πολύ,
είπεν ο Ιωσήφ στον αρχηγόν του οίκου του· “σήκω και τρέξε όπισθεν αυτών των
ανθρώπων, πρόφθασέ τους και θα τους πης· διατί ανταπεδώσατε κακά αντί των καλών
που ελάβατε; Διατί μου εκλέψατε το ασημένιο ποτήρι;
Γεν. 44,5 οὐ τοῦτό ἐστιν,
ἐν ᾧ πίνει ὁ κύριός μου; αὐτὸς δὲ οἰωνισμῷ
οἰωνίζεται ἐν αὐτῷ. πονηρὰ συντετελέκατε, ἃ
πεποιήκατε.
Γεν. 44,5 Δεν είναι αυτό το ποτήρι, με το οποίον πίνει ο
κύριός μου; Με αυτό το ποτήρι εκείνος προμαντεύει τα μέλλοντα. Είναι πολύ κακόν
αυτό, που εκάματε κλέψαντες το ποτήρι”.
Γεν. 44,6 εὑρὼν δὲ
αὐτοὺς εἶπεν αὐτοῖς κατὰ τὰ ῥήματα
ταῦτα.
Γεν. 44,6 Ο αρχηγός του οίκου του Ιωσήφ κατέφθασε τους
αδελφούς και τους είπε τα λόγια αυτά.
Γεν. 44,7 οἱ δὲ εἶπαν
αὐτῷ· ἱνατί λαλεῖ ὁ κύριος κατὰ τὰ
ῥήματα ταῦτα; μὴ γένοιτο τοῖς παισί σου ποιῆσαι
κατὰ τὸ ῥῆμα τοῦτο.
Γεν. 44,7 Εκείνοι του απήντησαν· “διατί ο κύριος μας λέγει
αυτά τα λόγια; Μη γένοιτο να πράξουν οι δούλοι σου αυτήν την πράξιν, δια την
οποίαν κατηγορούνται.
Γεν. 44,8 εἰ τὸ μὲν
ἀργύριον, ὃ εὕρομεν ἐν τοῖς μαρσίπποις ἡμῶν,
ἀπεστρέψαμεν πρὸς σὲ ἐκ γῆς Χαναάν, πῶς ἂν
κλέψαιμεν ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ κυρίου σου ἀργύριον ἢ
χρυσίον;
Γεν. 44,8 'Εαν ημείς τα χρήματα, τα οποία ευρήκαμεν στους
σάκκους μας κατά το πρώτον μας ταξίδι τα επεστρέψαμεν από την χώραν Χαναάν, πως
ήτο δυνατόν να κλέψωμεν άργυρον η χρυσόν από τον οίκον του κυρίου σου;
Γεν. 44,9 παρ᾿ ᾧ ἂν
εὕρῃς τὸ κόνδυ τῶν παίδων σου, ἀποθνησκέτω·
καὶ ἡμεῖς δὲ ἐσόμεθα παῖδες τῷ κυρίῳ
ἡμῶν.
Γεν. 44,9 Εκείνος στον οποίον από ημάς τους δούλους σου θα
εύρης το ποτήρι, να θανατωθή· ημείς δε οι άλλοι θα γίνωμεν δούλοι στον κύριόν
μας”.
Γεν. 44,10 ὁ δὲ εἶπε·
καὶ νῦν ὡς λέγετε, οὕτως ἔσται· παρ᾿ ᾧ
ἂν εὑρεθῇ τὸ κόνδυ, ἔσται μου παῖς, ὑμεῖς
δὲ ἔσεσθε καθαροί.
Γεν. 44,10 Εκείνος απήντησεν· “όπως τώρα λέγετε έτσι και θα γίνη·
εκείνος στον οποίον θα ευρεθήτό ποτήρι θα γίνη δούλος μου· αλλά σεις οι άλλοι
θα είσθε ανεύθυνοι και ελεύθεροι να επιστρέψετε εις την πατρίδα σας”.
Γεν. 44,11 καὶ ἔσπευσαν
καὶ καθεῖλαν ἕκαστος τὸν μάρσιππον αὐτοῦ ἐπὶ
τὴν γῆν καὶ ἤνοιξαν ἕκαστος τὸν μάρσιππον αὐτοῦ.
Γεν. 44,11 Εσπευσαν οι αδελφοί και κατέβασαν έκαστος τον σάκκον
αυτού στο έδαφος και ο καθένας ήνοιξε τον ιδικόν του σάκκον.
Γεν. 44,12 ἠρεύνησε δὲ
ἀπὸ τοῦ πρεσβυτέρου ἀρξάμενος, ἕως ἦλθεν ἐπὶ
τὸν νεώτερον, καὶ εὗρε τὸ κόνδυ ἐν τῷ
μαρσίππῳ τοῦ Βενιαμίν.
Γεν. 44,12 Ο αρχηγός του οίκου του Ιωσήφ ήρχισε να ερευνά από
τον σάκκον του πρεσβυτέρου μέχρις ότου έφθασεν στον σάκκον του νεωτέρου, του
Βενιαμίν, όπου και ευρήκε το ποτήριον.
Γεν. 44,13 καὶ διέῤῥηξαν
τὰ ἱμάτια αὐτῶν καὶ ἐπέθηκαν ἕκαστος τὸν
μάρσιππον αὐτοῦ ἐπί τὸν ὄνον αὐτοῦ,
καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὴν πόλιν.
Γεν. 44,13 Οι αδελφοί κατάπληκτοι και κατώδυνοι έσχισαν τα
ιμάτιά των από την λύπην, εφόρτωσαν ο καθένας τον σάκκον του στον όνον του και
επέστρεψαν όλοι εις την πόλιν.
Γεν. 44,14 εἰσῆλθε δὲ
Ἰούδας καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ πρὸς
Ἰωσήφ, ἔτι αὐτοῦ ὄντος ἐκεῖ, καὶ
ἔπεσον ἐναντίον αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν.
Γεν. 44,14 Ο Ιούδας και οι αδελφοί του εισήλθον στον οίκον του
Ιωσήφ, όπου αυτός ευρίσκετο ακόμη εκεί, και έπεσαν κατά γης ενώπιόν του.
Γεν. 44,15 εἶπε δὲ αὐτοῖς
Ἰωσήφ· τί τὸ πρᾶγμα τοῦτο ἐποιήσατε; οὐκ
οἴδατε ὅτι οἰωνισμῷ οἰωνιεῖται ὁ ἄνθρωπος,
οἷος ἐγώ;
Γεν. 44,15 Τους είπε δε ο Ιωσήφ· “τι είναι αυτό που εκάματε;
Δεν γνωρίζετε ότι άνθρωπος, όπως εγώ, έχει την δύναμιν να μαντεύη και να
γνωρίζη και τας κρυφίας πράξεις;”
Γεν. 44,16 εἶπε δὲ Ἰούδας·
τί ἀντεροῦμεν τῷ κυρίῳ, ἢ τί λαλήσομεν, ἢ
τί δικαιωθῶμεν; ὁ Θεὸς δὲ εὗρε τὴν ἀδικίαν
τῶν παίδων σου. ἰδού ἐσμεν οἰκέται τῷ κυρίῳ
ἡμῶν, καὶ ἡμεῖς καὶ παρ᾿ ᾧ εὑρέθη
τὸ κόνδυ.
Γεν. 44,16 Απήντησεν ο Ιούδας· “τι να απαντήσωμεν στον κύριον,
η τι να είπωμεν, η ποίαν δικαιολογίαν να εύρωμεν, δια να δικαιωθώμεν απέναντί
του; Ο Θεός ενεθυμήθη κάποιαν άλλην μεγάλην αμαρτίαν των δούλων σου και μας
τιμωρεί τώρα δι' αυτήν. Ιδού είμεθα όλοι δούλοι στον κύριόν μας ημείς και
εκείνος στον οποίον ευρέθη το ποτήριον”.
Γεν. 44,17 εἶπε δὲ Ἰωσήφ·
μή μοι γένοιτο ποιῆσαι τὸ ῥῆμα τοῦτο· ὁ
ἄνθρωπος, παρ᾿ ᾧ εὑρέθη τὸ κόνδυ αὐτὸς
ἔσται μου παῖς. ὑμεῖς δὲ ἀνάβητε μετὰ
σωτηρίας πρὸς τὸν πατέρα ὑμῶν.
Γεν. 44,17 Απήντησε δε ο Ιωσήφ· “δεν θα συγκατατεθώ ποτέ να
κάμω αυτό, που μου προτείνετε· να κρατήσω δηλαδή όλους σας ως δούλους. Αλλά
δούλος μου θα μείνη μόνον εκείνος, στον οποίον ευρέθη το ποτήρι μου. Σεις οι
άλλοι πηγαίνετε σώοι και ελεύθεροι προς τον πατέρα σας”.
Γεν. 44,18 Ἐγγίσας δὲ
αὐτῷ Ἰούδας εἶπε· δέομαι, κύριε· λαλησάτω ὁ
παῖς σου ῥῆμα ἐναντίον σου, καὶ μὴ θυμωθῇς
τῷ παιδί σου, ὅτι σὺ εἶ μετὰ Φαραώ.
Γεν. 44,18 Επλησίασεν ο Ιούδας προς τον Ιωσήφ και του είπε·
“κύριε, σε θερμοπαρακαλώ ας επιτραπή εις εμέ τον δούλον σου να ομιλήσω ενώπιόν
σου και ας μη οργισθής εναντίον μου. Διότι συ είσαι ως προς την εξουσίαν πρώτος
μετά τον Φαραώ.
Γεν. 44,19 κύριε, σὺ ἠρώτησας
τοὺς παῖδάς σου, λέγων· εἰ ἔχετε πατέρα ἢ ἀδελφόν;
Γεν. 44,19 Ακουσε λοιπόν, κύριε, την ιστορίαν μας. Συ ηρώτησας
ημάς τους δούλους σου· έχετε πατέρα η αδελφόν;
Γεν. 44,20 καὶ εἴπαμεν
τῷ κυρίῳ· ἔστιν ἡμῖν πατὴρ πρεσβύτερος
καὶ παιδίον γήρους νεώτερον αὐτῷ, καὶ ὁ ἀδελφὸς
αὐτοῦ ἀπέθανεν, αὐτὸς δὲ μόνος ὑπελείφθη
τῇ μητρὶ αὐτοῦ, ὁ δὲ πατὴρ αὐτὸν
ἠγάπησεν.
Γεν. 44,20 Και ημείς απηντήσαμεν στον κύριον· Εχομεν γέροντα
πατέρα, όπως και ένα νεώτερον αδελφόν μας, παιδί των γηρατείων του πατρός μας.
Αυτού ο αδελφός απέθανε και έτσι έμεινεν ο μόνος από την μητέρα, που τους είχε
γεννήσει. Ο πατήρ μας τον ηγάπησε και τον αγαπά ιδιαιτέρως.
Γεν. 44,21 εἶπας δὲ τοῖς
παισί σου· καταγάγετε αὐτὸν πρός με, καὶ ἐπιμελοῦμαι
αὐτοῦ.
Γεν. 44,21 Συ είπες στους δούλους σου· Φέρετε αυτόν τον
νεώτερον αδελφόν προς εμέ και μη φοβηθήτε, διότι εγώ θα φροντίσω δι' αυτόν.
Γεν. 44,22 καὶ εἴπαμεν
τῷ κυρίῳ· οὐ δυνήσεται τὸ παιδίον καταλιπεῖν
τὸν πατέρα αὐτοῦ· ἐὰν δὲ καταλίπῃ
τὸν πατέρα, ἀποθανεῖται.
Γεν. 44,22 Είπαμεν ημείς προς τον κύριον μας· Δεν είναι δυνατόν,
αυτό το παιδί να εγκαταλείψη τον πατέρα του· εάν και τον εγκαταλείψη, εκείνος
θα αποθάνη.
Γεν. 44,23 σὺ δὲ εἶπας
τοῖς παισί σου· ἐὰν μὴ καταβῇ ὁ ἀδελφὸς
ὑμῶν ὁ νεώτερος μεθ᾿ ὑμῶν, οὐ
προσθήσεσθε ἰδεῖν τὸ πρόσωπόν μου.
Γεν. 44,23 Συ δε είπες εις ημάς τους δούλους σου· Εάν δεν έλθη ο
νεώτερος αδελφός σας μαζή σας, δεν πρόκειται να ίδετε ποτέ το πρόσωπόν μου και
να πάρετε τροφάς από την Αίγυπτον.
Γεν. 44,24 ἐγένετο δὲ ἡνίκα
ἀνέβημεν πρὸς τὸν παῖδά σου πατέρα ἡμῶν, ἀπηγγείλαμεν
αὐτῷ τὰ ῥήματα τοῦ κυρίου ἡμῶν.
Γεν. 44,24 Οταν λοιπόν μετέβημεν στον πατέρα μας, τον δούλον
σου, του ανεφέραμεν τα λόγια του κυρίου μας.
Γεν. 44,25 εἶπε δὲ ὁ
πατὴρ ἡμῶν· βαδίσατε πάλιν καὶ ἀγοράσατε ἡμῖν
μικρὰ βρώματα.
Γεν. 44,25 Οταν αι τροφαί ετελείωσαν, ο πατήρ μας είπε·
Πηγαίνετε πάλιν εις την Αίγυπτον και αγοράσατε δι' όλους μας ολίγας τροφάς.
Γεν. 44,26 ἡμεῖς δέ εἴπομεν·
οὐ δυνησόμεθα καταβῆναι. ἀλλ᾿ εἰ μὲν ὁ
ἀδελφὸς ἡμῶν ὁ νεώτερος καταβαίνει μεθ᾿ ἡμῶν,
καταβησόμεθα· οὐ γὰρ δυνησόμεθα ἰδεῖν τὸ
πρόσωπον τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἀδελφοῦ ἡμῶν
τοῦ νεωτέρου μὴ ὄντος μεθ᾿ ἡμῶν.
Γεν. 44,26 Ημείς όμως του απαντήσαμεν· Είναι αδύνατον να
μεταβώμεν εις την Αίγυπτον, εκτός εάν έλθη μαζή μας και ο νεώτερος αδελφός μας.
Τοτε θα μεταβώμεν. Διότι δεν θα ημπορέσωμεν να παρουσιασθώμεν ενώπιον του
άρχοντος της Αιγύπτου, εάν ο νεώτερος αδελφός μας δεν είναι μαζή μας.
Γεν. 44,27 εἶπε δὲ ὁ
παῖς σου, ὁ πατὴρ ἡμῶν πρὸς ἡμᾶς·
ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι δύο ἔτεκέ μοι ἡ γυνή·
Γεν. 44,27 Ο πατήρ μας, ο δούλος σου, μας είπε· Γνωρίζετε και
σεις ότι δύο παιδιά μου εγέννησεν η σύζυγός μου η Ραχήλ.
Γεν. 44,28 καὶ ἐξῆλθεν
ὁ εἷς ἀπ᾿ ἐμοῦ, καὶ εἴπατε ὅτι
θηριόβρωτος γέγονε, καὶ οὐκ εἶδον αὐτὸν ἄχρι
νῦν·
Γεν. 44,28 Ο ένας από αυτούς έφυγεν από το σπίτι, δια να έλθη
εις συνάντησίν σας και μου είπατε ότι άγριον θηρίον τον κατέφαγε. Δεν τον
ξαναείδα πλέον μέχρις αυτής της στιγμής.
Γεν. 44,29 ἐὰν οὖν
λάβητε καὶ τοῦτον ἐκ τοῦ προσώπου μου καὶ συμβῇ
αὐτῷ μαλακία ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ κατάξετέ
μου τὸ γῆρας μετὰ λύπης εἰς ᾅδου.
Γεν. 44,29 Εάν λοιπόν πάρετε και τούτον από κοντά μου και του
συμβή στον δρόμον κάποιο δυστύχημα, θα κρημνίσετε τα γεράματά μου βαθύτατα
λυπημένα στον άδην.
Γεν. 44,30 νῦν οὖν ἐὰν
εἰσπορεύωμαι πρὸς τὸν παῖδά σου, πατέρα δὲ ἡμῶν,
καὶ τὸ παιδίον μὴ ᾖ μεθ᾿ ἡμῶν, ἡ
δὲ ψυχὴ αὐτοῦ ἐκκρέμαται ἐκ τῆς
τούτου ψυχῆς,
Γεν. 44,30 Κυριε, εάν λοιπόν τώρα μεταβώ και παρουσιασθώ προς
τον πατέρα μας, τον δούλον σου, το δε παιδίον τούτο δεν είναι μαζή μας, εφ'
όσον η ζωή του πατρός μας κρέμαται από την ψυχήν του παιδιού,
Γεν. 44,31 καὶ ἔσται ἐν
τῷ ἰδεῖν αὐτὸν μὴ ὂν τὸ παιδίον
μεθ᾿ ἡμῶν, τελευτήσει, καὶ κατάξουσιν οἱ παῖδές
σου τὸ γῆρας τοῦ παιδός σου, πατρὸς δὲ ἡμῶν,
μετὰ λύπης εἰς ᾅδου.
Γεν. 44,31 θα συμβή τούτο· όταν ο πατήρ μας ίδη ότι το νεώτερον
τούτο παιδί δεν είναι μαζή μας, θα αποθάνη αμέσως. Και έτσι ημείς οι δούλοι σου
θα κρημνίσωμεν τα γεράματα του πατρός μας βαθύτατα λυπημένα στον άδην.
Γεν. 44,32 ὁ γὰρ παῖς
σου παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκδέδεκται τὸ παιδίον
λέγων· ἐὰν μὴ ἀγάγω αὐτὸν πρὸς σὲ
καὶ στήσω αὐτὸν ἐνώπιόν σου, ἡμαρτηκὼς ἔσομαι
εἰς τὸν πατέρα πάσας τάς ἡμέρας.
Γεν. 44,32 Εγώ δε ο δούλος σου ανέλαβον υπ' ευθύνήν μου το
παιδίον λέγων προς αυτόν· εάν δεν επαναφέρω σώον και παρουσιάσω ενώπιόν σου
τούτο, θα έχω διαπράξει βαρύτατον αμάρτημα ενώπιον του πατρός μου δι' όλας τας
ημέρας της ζωής μου.
Γεν. 44,33 νῦν οὖν
παραμενῶ σοι παῖς ἀντὶ τοῦ παιδίου, οἰκέτης
τοῦ κυρίου· τὸ δὲ παιδίον ἀναβήτω μετὰ τῶν
ἀδελφῶν αὐτοῦ.
Γεν. 44,33 Τωρα λοιπόν, θα μείνω εγώ δούλος σου αντί του
παιδίου, ισόβιος ιδικός σου υπηρέτης. Το δε παιδίον τούτο ας επιστρέψη προς τον
πατέρα μας μαζή με τους αδελφούς του.
Γεν. 44,34 πῶς γὰρ ἀναβήσομαι
πρὸς τὸν πατέρα, τοῦ παιδίου μὴ ὄντος μεθ᾿ ἡμῶν;
ἵνα μὴ ἴδω τὰ κακά, ἃ εὑρήσει τὸν
πατέρα μου.
Γεν. 44,34 Διότι πως είναι δυνατόν και νοητόν να επιστρέψω προς
τον πατέρα μας, χωρίς να είναι μαζή μας τούτο το παιδίον; Δεν θα επιστρέψω εις
την χώραν μας, δια να μη ίδω τα δεινά, που θα εύρουν τον πατέρα μου”.
ΓΕΝΕΣΙΣ
45
Γεν. 45,1 Καὶ οὐκ ἠδύνατο
Ἰωσὴφ ἀνέχεσθαι πάντων τῶν παρεστηκότων αὐτῷ,
ἀλλ᾿ εἶπεν· ἐξαποστείλατε πάντας ἀπ᾿ ἐμοῦ.
καὶ οὐ παρειστήκει οὐδεὶς τῷ Ἰωσήφ, ἡνίκα
ἀνεγνωρίζετο τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ.
Γεν. 45,1 Κατασυνεκινήθη ο Ιωσήφ, δεν ηδυνατο πλέον να
κυριαρχήση επί του εαυτού του ενώπιον όλων των ακολούθων του, που ήσαν
παρόντες, και είπεν· “απομακρύνατε όλους τους Αιγυπτίους απ' εμπρός μου”. Και
έτσι κανείς από τους Αιγυπτίους δεν ήτο παρών, όταν ο Ιωσήφ απεκαλύφθη στους
αδελφούς του.
Γεν. 45,2 καὶ ἀφῆκε
φωνὴν μετὰ κλαυθμοῦ· ἤκουσαν δὲ πάντες οἱ
Αἰγύπτιοι, καὶ ἀκουστὸν ἐγένετο εἰς τὸν
οἶκον Φαραώ.
Γεν. 45,2 Ο Ιωσήφ αφήκε μεγάλην φωνήν μετά κλαυθμού. Ηκουσαν
δε τούτο οι Αιγύπτιοι, έγινε δε γνωστόν και στον οίκον του Φαραώ.
Γεν. 45,3 εἶπε δὲ Ἰωσὴφ
πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ· ἐγώ εἰμι
Ἰωσήφ. ἔτι ὁ πατήρ μου ζῇ; καὶ οὐκ ἠδύναντο
οἱ ἀδελφοὶ ἀποκριθῆναι αὐτῷ· ἐταράχθησαν
γάρ.
Γεν. 45,3 Είπε δε ο Ιωσήφ προς τους αδελφούς του (εις την
γλώσσαν των πλέον) “εγώ είμαι ο Ιωσήφ ! Ζη ακόμη ο πατήρ μου;” Οι αδελφοί
έμειναν άναυδοι. Δεν ημπορούσαν να απαντήσουν ούτε λέξιν διότι συνεταράχθησαν,
τα έχασαν.
Γεν. 45,4 εἶπε δὲ Ἰωσὴφ
πρὸς τούς ἀδελφοὺς αὐτοῦ· ἐγγίσατε
πρός με, καὶ ἤγγισαν. καὶ εἶπεν· ἐγώ εἰμι
Ἰωσὴφ ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν, ὃν ἀπέδοσθε
εἰς Αἴγυπτον.
Γεν. 45,4 Είπε προς τους αδελφούς του ο Ιωσήφ· “πλησιάσατέ
με”. Εκείνοι τον επλησίασαν και ο Ιωσήφ τους είπεν· “εγώ είμαι ο Ιωσήφ, ο
αδελφός σας, τον οποίον σεις επωλήσατε δια την Αίγυπτον.
Γεν. 45,5 νῦν οὖν μὴ
λυπεῖσθε, μηδὲ σκληρὸν ὑμῖν φανήτω, ὅτι ἀπέδοσθέ
με ὧδε· εἰς γὰρ ζωὴν ἀπέστειλέ με ὁ Θεὸς
ἔμπροσθεν ὑμῶν·
Γεν. 45,5 Ομως, μη λυπείσθε τώρα. Και το ότι, με επωλήσατε
ως δούλον, ώστε να έλθω εδώ εις την Αίγυπτον, ας μη σας φανή πικρόν και
οδυνηρόν διότι ο Θεός με έστειλεν εδώ ενωρίτερον από σας, δια να σώσω και την
ιδικήν σας ζωήν.
Γεν. 45,6 τοῦτο γὰρ
δεύτερον ἔτος λιμὸς ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἔτι
λοιπὰ πέντε ἔτη, ἐν οἷς οὐκ ἔστιν ἀροτρίασις
οὐδὲ ἄμητος·
Γεν. 45,6 Το έτος τούτο είναι το δεύτερον έτος του λιμού εις
την γην. Θα ακολουθήσουν και άλλα πέντε ακόμη, κατά τα οποία ούτε όργωμα θα
γίνεται εις την γην ούτε θερισμός θα υπάρχη, διότι οι αγροί θα μενούν άκαρποι.
Γεν. 45,7 ἀπέστειλε γάρ με ὁ
Θεὸς ἔμπροσθεν ὑμῶν, ὑπολείπεσθαι ὑμῖν
κατάλειμμα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐκθρέψαι ὑμῶν
κατάλειψιν μεγάλην.
Γεν. 45,7 Ο Θεός με έστειλεν εδώ ενωρίτερα από σας, δια να
διατηρήσω σας εν τη ζωή εις την γην αυτήν και να σας διαθρέψω κατά το διάστημα
της μεγάλης αυτής ανάγκης σας.
Γεν. 45,8 νῦν οὐχ ὑμεῖς
με ἀπεστάλκατε ὧδε, ἀλλ᾿ ἢ ὁ Θεός, καὶ
ἐποίησέ με ὡς πατέρα Φαραὼ καὶ κύριον παντὸς τοῦ
οἴκου αὐτοῦ καὶ ἄρχοντα πάσης γῆς Αἰγύπτου.
Γεν. 45,8 Λοιπόν, δεν με απεστείλατε σεις εδώ, αλλά ο ίδιος
ο Θεός, ο οποίος και με ανέδειξε πατέρα του Φαραώ και κύριον όλου του οίκου του
και άρχοντα όλης της Αιγύπτου.
Γεν. 45,9 σπεύσαντες οὖν ἀνάβητε
πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ εἴπατε αὐτῷ·
τάδε λέγει ὁ υἱός σου Ἰωσήφ· ἐποίησέ με ὁ Θεὸς
κύριον πάσης γῆς Αἰγύπτου· κατάβηθι οὖν πρός με καὶ
μὴ μείνῃς·
Γεν. 45,9 Σπεύσατε λοιπόν, πηγαίνετε προς τον πατέρα μου και
ειπέτε του· Αυτά λέγει το παιδί σου ο Ιωσήφ· Ο Θεός με κατέστησεν άρχοντα όλης
της Αιγύπτου. Ελα λοιπόν προς εμέ και μη μείνης άλλο εις την Χαναάν.
Γεν. 45,10 καὶ κατοικήσεις ἐν
γῇ Γεσὲμ Ἀραβίας καὶ ἔσῃ ἐγγύς μου σὺ
καὶ οἱ υἱοί σου καὶ οἱ υἱοὶ τῶν
υἱῶν σου, τὰ πρόβατά σου καὶ οἱ βόες σου καὶ
ὅσα σοι ἐστί,
Γεν. 45,10 Θα κατοικήσης εις την χώραν Γεσέμ της Αραβίας και θα
είσαι κοντά μου συ και οι υιοί σου και τα παιδιά των υιών σου, τα πρόβατά σου
και τα βόδια σου και όσα άλλα έχεις.
Γεν. 45,11 καὶ ἐκθρέψω
σε ἐκεῖ· ἔτι γὰρ πέντε ἔτη λιμός· ἵνα
μὴ ἐκτριβῇς σὺ καὶ οἱ υἱοί σου καὶ
πάντα τὰ ὑπάρχοντά σου.
Γεν. 45,11 Εγώ θα σε διαθρέψω εκεί· πέντε έτη θα κρατήση ακόμη
ο λιμός. Ελα, δια να μην εξαφανισθήτε από την πείναν συ και τα παιδιά σου και
όλα τα ζώα σου.
Γεν. 45,12 ἰδοὺ οἱ
ὀφθαλμοὶ ὑμῶν βλέπουσι καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ
Βενιαμὶν τοῦ ἀδελφοῦ μου, ὅτι τὸ στόμα μου
τὸ λαλοῦν πρὸς ὑμᾶς.
Γεν. 45,12 Ιδού, οι οφθαλμοί σας και οι οφθαλμοί του ομομητρίου
αδελφού μου, του Βενιαμίν, βλέπουν ότι το ιδικόν μου το στόμα είναι που ομιλεί
προς σας.
Γεν. 45,13 ἀπαγγείλατε οὖν
τῷ πατρί μου πᾶσαν τὴν δόξαν μου τὴν ἐν Αἰγύπτῳ
καὶ ὅσα εἴδετε, καὶ ταχύναντες καταγάγετε τὸν
πατέρα μου ὧδε.
Γεν. 45,13 Αναγγείλατε λοιπόν προς τον πατέρα μου όλα τα
μεγαλεία μου, που έχω εις την Αίγυπτον και όσα είδατε. Λοιπόν μη βραδύνετε
σπεύσατε και οδηγήσατε εδώ τον πατέρα μου”.
Γεν. 45,14 καὶ ἐπιπεσὼν
ἐπὶ τὸν τράχηλον Βενιαμὶν τοῦ ἀδελφοῦ
αὐτοῦ ἔκλαυσεν ἐπ᾿ αὐτῷ, καὶ
Βενιαμὶν ἔκλαυσεν ἐπὶ τῷ τραχήλῳ αὐτοῦ.
Γεν. 45,14 Επεσε κατόπιν με ορμήν στον τράχηλον του αδελφού του
του Βενιαμίν, έκλαυσεν επάνω του, όπως επίσης και ο Βενιαμίν έκλαυσε
σφικταγκαλιασμένος στον τράχηλον του αδελφού του του Ιωσήφ.
Γεν. 45,15 καὶ καταφιλήσας
πάντας τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἔκλαυσεν ἐπ᾿
αὐτοῖς, καὶ μετὰ ταῦτα ἐλάλησαν οἱ ἀδελφοὶ
αὐτοῦ πρὸς αὐτόν.
Γεν. 45,15 Κατεφίλησε κατόπιν ο Ιωσήφ όλους τους αδελφούς του
και έκλαυσεν εναγκαλιζόμενος αυτούς. Επειτα δε από όλα αυτά τα συγκλονιστικά
γεγονότα ανεθάρησαν και ωμίλησαν προς αυτόν οι αδελφοί του.
Γεν. 45,16 Καὶ διεβοήθη ἡ
φωνὴ εἰς τὸν οἶκον Φαραὼ λέγοντες· ἥκασιν
οἱ ἀδελφοὶ Ἰωσήφ. ἐχάρη δὲ Φαραὼ καὶ
ἡ θεραπεία αὐτοῦ.
Γεν. 45,16 Εκαμε κρότον το γεγονός και διεδόθη αμέσως στον
οίκον του Φαραώ, ότι ήλθαν οι αδελφοί του Ιωσήφ. Ο Φαραώ και το περιβάιλλον του
εχάρησαν δι' αυτό.
Γεν. 45,17 εἶπε δὲ
Φαραὼ πρὸς Ἰωσήφ· εἰπὸν τοῖς ἀδελφοῖς
σου, τοῦτο ποιήσατε· γεμίσατε τὰ φορεῖα ὑμῶν
καὶ ἀπέλθετε εἰς γῆν Χαναὰν
Γεν. 45,17 Είπε δε ο Φαραώ προς τον Ιωσήφ· “πες στους αδελφούς
σου· Τούτο να κάμετε· γεμίσατε τους σάκκους, φορτώσατε τα μεταγωγικά σας ζώα
και πηγαίνετε εις την γην Χαναάν.
Γεν. 45,18 καὶ ἀναλαβόντες
τὸν πατέρα ὑμῶν καὶ τὰ ὑπάρχοντα ὑμῶν
ἥκετε πρός με, καὶ δώσω ὑμῖν πάντων τῶν ἀγαθῶν
Αἰγύπτου, καὶ φάγεσθε τὸν μυελὸν τῆς γῆς.
Γεν. 45,18 Παρετε από εκεί τον πατέρα σας και όλα τα υπάρχοντά
σας, ελάτε προς εμέ και εγώ θα σας δώσω από όλα τα αγαθά της Αιγύπτου, θα φάτε
το μεδούλι της χώρας, ο,τι δηλαδή εκλεκτόν έχει αυτή.
Γεν. 45,19 σὺ δὲ ἔντειλαι
ταῦτα, λαβεῖν αὐτοῖς ἁμάξας ἐκ γῆς Αἰγύπτου
τοῖς παιδίοις ὑμῶν καὶ ταῖς γυναιξὶν ὑμῶν.
καὶ ἀναλαβόντες τὸν πατέρα ὑμῶν παραγίνεσθε·
Γεν. 45,19 Συ δε δώσε αυτήν την εντολήν στους αδελφούς σου·
Παρετε αμάξας από την Αίγυπτον και μεταφέρατε με αυτάς τα παιδιά σας και τας
γυναίκας σας. Παρετε ιδιαιτέρως τον πατέρα σας και ελάτε εδώ.
Γεν. 45,20 καὶ μὴ
φείσησθε τοῖς ὀφθαλμοῖς τῶν σκευῶν ὑμῶν,
τὰ γὰρ πάντα ἀγαθὰ Αἰγύπτου ὑμῖν ἔσται.
Γεν. 45,20 Και μη λυπηθήτε, όταν θα ίδετε ότι ευρεθήκατε εις την
ανάγκην να αφήσετε και μερικά σκεύη στο σπίτι σας, τα οποία θα σας είναι
αδύνατον να πάρετε μαζή σας, διότι όλα τα αγαθά της Αιγύπτου θα είναι ιδικά σας”.
Γεν. 45,21 ἐποίησαν δὲ
οὕτως οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ· ἔδωκε δὲ Ἰωσὴφ
αὐτοῖς ἁμάξας κατὰ τὰ εἰρημένα ὑπὸ
Φαραὼ τοῦ βασιλέως καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς ἐπισιτισμὸν
εἰς τὴν ὁδόν,
Γεν. 45,21 Ετσι έκαμαν τα παιδιά του Ιακώβ. Ο Ιωσήφ τους έδωσεν
αμάξας, όπως είχε διατάξει ο Φαραώ ο βασιλεύς της Αιγύπτου, και τροφάς δια το
ταξίδιόν των.
Γεν. 45,22 καὶ πᾶσιν ἔδωκε
δισσὰς στολάς, τῷ δὲ Βενιαμὶν ἔδωκε τριακοσίους
χρυσοῦς καὶ πέντε ἐξαλλασσούσας στολάς,
Γεν. 45,22 Εις όλους τους άλλους έδωσε διπλάς στολάς, εις δε τον
Βενιαμίν έδωσε τριακόσια χρυσά νομίσματα και πέντε διαφορετικάς ωραιοτάτας
στολάς.
Γεν. 45,23 καὶ τῷ πατρὶ
αὐτοῦ ἀπέστειλε κατὰ τὰ αὐτὰ καὶ
δέκα ὄνους αἴροντας ἀπὸ πάντων τῶν ἀγαθῶν
Αἰγύπτου καὶ δέκα ἡμιόνους αἰρούσας ἄρτους τῷ
πατρὶ αὐτοῦ εἰς ὁδόν.
Γεν. 45,23 Εις τον πατέρα του έστειλεν επίσης τα εξής· Δέκα
όνους φορτωμένους από όλα τα αγαθά της Αιγύπτου και δέκα ημιόνους φορτωμένους
τροφάς δια το ταξίδι.
Γεν. 45,24 ἐξαπέστειλε δὲ
τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ καὶ ἐπορεύθησαν·
καὶ εἶπεν αὐτοῖς· μὴ ὀργίζεσθε ἐν
τῇ ὁδῷ.
Γεν. 45,24 Κατευώδωσε δε τους αδελφούς του και όταν ανεχώρουν
τους είπε· “μη οργίζεσθε και μη φιλονεικήτε ο ενας κατά του άλλου στον δρόμον
δια την διαγωγήν που εδείξατε προς εμέ”.
Γεν. 45,25 Καὶ ἀνέβησαν
ἐξ Αἰγύπτου καὶ ἦλθον εἰς γῆν Χαναὰν
πρὸς Ἰακὼβ τὸν πατέρα αὐτῶν,
Γεν. 45,25 Εκείνοι ανεχώρησαν από την Αίγυπτον και ήλθαν εις την
γην Χαναάν προς τον πατέρα των.
Γεν. 45,26 καὶ ἀνήγγειλαν
αὐτῷ λέγοντες· ὅτι ὁ υἱός σου Ἰωσὴφ
ζῇ, καὶ αὐτὸς ἄρχει πάσης γῆς Αἰγύπτου.
καὶ ἐξέστη τῇ διανοίᾳ Ἰακώβ· οὐ γὰρ
ἐπίστευσεν αὐτοῖς.
Γεν. 45,26 Εκεί, ανήγγειλαν εις αυτόν τα γεγονότα και του είπαν·
“ο υιός σου ο Ιωσήφ ζη και είναι άρχων όλης της Αιγύπτου”. Εμεινε κατάπληκτος ο
Ιακώβ και σαν να εσταμάτησεν η διάνοιά του, διότι δεν τους επίστευεν.
Γεν. 45,27 ἐλάλησαν δὲ
αὐτῷ πάντα τὰ ῥηθέντα ὑπὸ Ἰωσήφ, ὅσα
εἶπεν αὐτοῖς. ἰδὼν δὲ τὰς ἁμάξας,
ἃς ἀπέστειλεν Ἰωσὴφ ὥστε ἀναλαβεῖν αὐτόν,
ἀνεζωπύρησε τὸ πνεῦμα Ἰακὼβ τοῦ πατρὸς
αὐτῶν.
Γεν. 45,27 Ολα δε μαζή τα παιδιά του εγνωστοποίησαν εις αυτόν
όλα τα λόγια, τα οποία τους είχεν είπει ο Ιωσήφ. Ο Ιακώβ, όταν είδε τας αμάξας
που έστειλεν ο Ιωσήφ δια να τον παραλάβουν, συνήλθεν από την κατάπληξίν του,
ανεζωογονήθη το πνεύμα του
Γεν. 45,28 εἶπε δὲ Ἰσραήλ·
μέγα μοί ἐστιν, εἰ ἔτι Ἰωσὴφ ὁ υἱός
μου ζῇ· πορευθεὶς ὄψομαι αὐτὸν πρὸ τοῦ
ἀποθανεῖν με.
Γεν. 45,28 και είπεν· “είναι μεγάλο τούτο το γεγονός δι' εμέ,
εάν το παιδί μου ο Ιωσήφ ζη ακόμη, θα μεταβώ λοιπόν προς αυτόν, δια να τον ίδω,
πριν αποθάνω”.
ΓΕΝΕΣΙΣ
46
Γεν. 46,1 Ἀπάρας δὲ Ἰσραήλ,
αὐτὸς καὶ πάντα τὰ αὐτοῦ, ἦλθεν ἐπὶ
τὸ φρέαρ τοῦ ὅρκου καὶ ἔθυσε θυσίαν τῷ Θεῷ
τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ἰσαάκ.
Γεν. 46,1 Εξεκίνησε, λοιπόν, ο Ιακώβ, αυτός, με όλα τα
υπάρχοντά του και όλοι οι άλλοι μαζή του και ήλθεν στο “Φρέαρ του όρκου”, εις
την Βηρσαβεέ και εκεί προσέφερε θυσίαν στον Θεόν του πατρός του Ισαάκ.
Γεν. 46,2 εἶπε δὲ ὁ
Θεὸς τῷ Ἰσραὴλ ἐν ὁράματι τῆς νυκτός,
εἰπών· Ἰακώβ, Ἰακώβ, ὁ δὲ εἶπε·
τί ἐστιν;
Γεν. 46,2 Ο δε Θεός είπεν στον Ιακώβ δι' οράματος κατά την
νύκτα· “Ιακώβ Ιακώβ” ! Εκείνος είπε· “τι είναι;”
Γεν. 46,3 ὁ δὲ λέγει
αὐτῷ· ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς τῶν
πατέρων σου· μὴ φοβοῦ καταβῆναι εἰς Αἴγυπτον·
εἰς γὰρ ἔθνος μέγα ποιήσω σε ἐκεῖ,
Γεν. 46,3 Ο ιδέ Θεός λέγει προς αυτόν· “εγώ είμαι ο Θεός των
πατέρων σου. Μη φοβηθής να καταβής εις την Αίγυπτον, διότι εκεί θα σε αναδείξω
μεγάλο έθνος.
Γεν. 46,4 καὶ ἐγὼ
καταβήσομαι μετὰ σοῦ εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἐγὼ
ἀναβιβάσω σε εἰς τέλος, καὶ Ἰωσὴφ ἐπιβαλεῖ
τὰς χεῖρας αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς
σου.
Γεν. 46,4 Θα μεταβώ και εγώ μαζή σου εις την Αίγυπτον και εγώ
πάλιν θα σε επαναφέρω εις την γην Χαναάν, όταν λάβη τέλος ο καθωρισμένος χρόνος
της παραμονής σου εις την Αίγυπτον. Ο δε υιός σου Ιωσήφ με τα ίδια του τα χέρια
θα σου κλείση τα μάτια.
Γεν. 46,5 ἀνέστη δὲ Ἰακὼβ
ἀπὸ τοῦ φρέατος τοῦ ὅρκου, καὶ ἀνέλαβον
οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ τὸν πατέρα αὐτῶν
καὶ τὴν ἀποσκευὴν καὶ τὰς γυναῖκας αὐτῶν
ἐπὶ τὰς ἁμάξας ἃς ἀπέστειλεν Ἰωσὴφ
ἆραι αὐτόν,
Γεν. 46,5 Εσηκώθη ο Ιακώβ, δια να αναχωρήση από το “Φρέαρ
του όρκου”. Οι υιοί του Ιακώβ έβαλαν τον πατέρα των, τα παιδιά των και τας
γυναίκας των εις τας αμάξας, τας οποίας είχεν αποστείλει ο Ιωσήφ, δια να τον
μταφέρουν εις την Αίγυπτον.
Γεν. 46,6 καὶ ἀναλαβόντες
τὰ ὑπάρχοντα αὐτῶν καὶ πᾶσαν τὴν κτῆσιν,
ἣν ἐκτήσαντο ἐν γῇ Χαναάν, εἰσῆλθον εἰς
Αἴγυπτον, Ἰακὼβ καὶ πᾶν τὸ σπέρμα αὐτοῦ
μετ᾿ αὐτοῦ,
Γεν. 46,6 Ελαβον λοιπόν, τα κοπάδια των και όλην την κινητήν περιουσίαν,
που είχαν αποκτήσει εις την Χαναάν, και εισήλθον εις την Αίγυπτον. Εισήλθεν ο
Ιακώβ και μαζή με αυτόν όλοι οι απόγονοί του,
Γεν. 46,7 υἱοὶ καὶ
υἱοὶ τῶν υἱῶν αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ,
θυγατέρες καὶ θυγατέρες τῶν θυγατέρων αὐτοῦ· καὶ
πᾶν τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἤγαγεν εἰς Αἴγυπτον.
Γεν. 46,7 οι υιοί του, τα παιδιά των υιών του μαζή του, αι
θυγατέρες του και αι θυγατέρες των θυγατέρων του. Ολους τους απογόνους του
παρέλαβε μαζή του ο Ιακώβ και τους ωδήγησεν εις την Αίγυπτον.
Γεν. 46,8 Ταῦτα δὲ τὰ
ὀνόματα τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ τῶν εἰσελθόντων
εἰς Αἴγυπτον ἅμα Ἰακὼβ τῷ πατρὶ αὐτῶν.
Ἰακὼβ καὶ υἱοὶ αὐτοῦ· πρωτότοκος
Ἰακὼβ Ῥουβήν.
Γεν. 46,8 Αυτά δε είναι τα ονόματα των παιδιών του Ισραήλ,
που εισήλθον εις την Αίγυπτον μαζή με τον πατέρα των· Ο Ιακώβ και οι υιοί του.
Πρωτότοκος του Ιακώβ ήτο ο Ρουβήν.
Γεν. 46,9 υἱοὶ δὲ
Ῥουβήν· Ἐνὼχ καὶ Φαλλούς, Ἀσρὼν καὶ
Χαρμί.
Γεν. 46,9 Υιοί δε του Ρουβήν ήσαν, ο Ενώχ και ο Φαλλούς, ο
Ασρών και ο Χαρμί.
Γεν. 46,10 υἱοὶ δὲ
Συμεών· Ἰεμουὴλ καὶ Ἰαμεὶν καὶ Ἀὼδ
καὶ Ἰαχεὶν καὶ Σαὰρ καὶ Σαοὺλ υἱὸς
τῆς Χανανίτιδος.
Γεν. 46,10 Υιοί του Συμεών ήσαν ο Ιεμουήλ, ο Ιαμείν, ο Αώδ, ο
Ιαχείν, ο Σααρ και ο Σαούλ, ο υιός της Χανανίτιδος.
Γεν. 46,11 υἱοὶ δὲ
Λευΐ· Γηρσών, Καὰθ καὶ Μεραρί.
Γεν. 46,11 Υιοί του Λευϊ ήσαν ο Γηρσών, ο Καάθ και ο Μεραρί.
Γεν. 46,12 υἱοὶ δὲ
Ἰούδα· Ἢρ καὶ Αὐνὰν καὶ Σηλὼμ καὶ
Φαρὲς καὶ Ζαρά· ἀπέθανε δὲ Ἢρ καὶ Αὐνὰν
ἐν γῇ Χαναάν· ἐγένοντο δὲ υἱοὶ
Φαρές· Ἐσρὼν καὶ Ἰεμουήλ.
Γεν. 46,12 Υιοί του Ιούδα ήσαν ο Ηρ, ο Αυνάν, ο Σηλώμ, ο Φαρές
και ο Ζαρά· ο Ηρ δε και ο Αυνάν απέθανον εις την γην Χαναάν. Ο δε Φαρές
απέκτησεν υιούς τον Εσρών και τον Ιεμουήλ.
Γεν. 46,13 υἱοὶ δὲ
Ἰσσάχαρ· Θωλὰ καὶ Φουὰ καὶ Ἰασοὺβ
καὶ Ζαμβράμ.
Γεν. 46,13 Υιοί του Ισσάχαρ ήσαν ο Θωλά, ο Φουα, ο Ιασούβ και ο
Ζαμβράμ.
Γεν. 46,14 υἱοὶ δὲ
Ζαβουλών· Σερὲδ καὶ Ἀλλὼν καὶ Ἀχοήλ.
Γεν. 46,14 Υιοί του Ζαβουλών ήσαν ο Σερέδ, ο Αλλών και ο Αχοήλ.
Γεν. 46,15 οὗτοι υἱοὶ
Λείας, οὓς ἔτεκε τῷ Ἰακὼβ ἐν Μεσοποταμίᾳ
τῆς Συρίας, καὶ Δείναν τὴν θυγατέρα αὐτοῦ· πᾶσαι
αἱ ψυχαί, υἱοὶ καὶ θυγατέρες, τριάκοντα τρεῖς.
Γεν. 46,15 Ολοι αυτοί ήσαν υιοί, τους οποίους απέκτησεν ο Ιακώβ
εκ της Λείας εις την Μεσοποταμίαν της Συρίας· επίσης είχε και θυγατέρα του την
Δείναν. Ολαι αυταί αι ψυχαί, υιοί και θυγατέρες, ήσαν τριάκοντα τρεις.
Γεν. 46,16 υἱοὶ δὲ
Γάδ· Σαφὼν καὶ Ἀγγὶς καὶ Σαυνὶς καὶ
Θασοβὰν καὶ Ἀηδεὶς καὶ Ἀροηδεὶς καὶ
Ἀρεηλείς.
Γεν. 46,16 Υιοί του Γαδ ήσαν ο Σαφών, ο Αγγίς, ο Σαυνίς, ο
Θασοβάν, ο Αηδείς, ο Αροειδείς και ο Αρεηλείς.
Γεν. 46,17 υἱοὶ δὲ
Ἀσήρ· Ἰεμνά, Ἰεσσουὰ καὶ Ἰεοὺλ
καὶ Βαριὰ καὶ Σάρα ἀδελφὴ αὐτῶν. υἱοὶ
δὲ Βαριά· Χοβόρ καὶ Μελχιίλ.
Γεν. 46,17 Υιοί του Ασήρ ήσαν ο Ιεμνά, ο Ιεσσουά, ο Ιεούλ, ο
Βαριά και η Σαρα η αδελφή αυτών. Υιοί δε του Βαριά ήσαν ο Χοβόρ και ο Μελχιίλ.
Γεν. 46,18 οὗτοι υἱοὶ
Ζελφᾶς, ἣν ἔδωκε Λάβαν Λείᾳ τῇ θυγατρὶ αὐτοῦ,
ἣ ἔτεκε τούτους τῷ Ἰακὼβ δεκαὲξ ψυχάς.
Γεν. 46,18 Ολοι οι ανωτέρω ήσαν υιοί της Ζελφάς, την οποίαν
είχε δώσει ο Λαβαν εις την Λείαν την θυγατέρα αυτού. Από αυτήν ο Ιακώβ απέκτησε
τους δεκαέξ αυτούς απογόνους.
Γεν. 46,19 υἱοὶ δὲ
Ῥαχὴλ γυναικὸς Ἰακώβ· Ἰωσὴφ καὶ
Βενιαμίν.
Γεν. 46,19 Υιοί δε της Ραχήλ, της γυναικός του Ιακώβ, ήσαν ο
Ιωσήφ και ο Βενιαμίν.
Γεν. 46,20 ἐγένοντο δὲ
υἱοὶ Ἰωσὴφ ἐν γῇ Αἰγύπτου, οὓς ἔτεκεν
αὐτῷ Ἀσεννὲθ θυγάτηρ Πετεφρῆ ἱερέως Ἡλιουπόλεως,
τὸν Μανασσῆ καὶ τὸν Ἐφραΐμ. ἐγένοντο δὲ
υἱοὶ Μανασσῆ, οὓς ἔτεκεν αὐτῷ ἡ
παλλακὴ ἡ Σύρα, τὸν Μαχίρ· Μαχὶρ δὲ ἐγέννησε
τὸν Γαλαάδ. υἱοὶ δὲ Ἐφραΐμ ἀδελφοῦ
Μανασσῆ· Σουταλαὰμ καὶ Ταάμ. υἱοὶ δὲ
Σουταλαάμ· Ἐδέμ.
Γεν. 46,20 Οι δε υιοί του Ιωσήφ, τους οποίους απέκτησεν εις την
Αίγυπτον από την σύζυγόν του την Ασεννέθ, θυγατέρα του Πετεφρή ιερέως της
Ηλιουπόλεως, ήσαν ο Μανασσής και ο Εφραΐμ. Ο Μανασσής απέκτησεν υιούς από την
Σύραν, την παλλακήν αυτού, ένας εκ των οποίων ήτο ο Μαχίρ. Ο δε Μαχίρ απέκτησε
τον Γαλαάδ. Υιοί του Εφραΐμ, αδελφού του Μανασσή, ήσαν ο Σουταλαάμ και ο Ταάμ.
Υιός δε του Σουταλαάμ ήτο ο Εδέμ.
Γεν. 46,21 υἱοὶ δὲ
Βενιαμίν· Βαλὰ καὶ Χοβὼρ καὶ Ἀσβήλ· ἐγένοντο
δὲ υἱοὶ Βαλά· Γηρὰ καὶ Νεομὰν καὶ
Ἀγχὶς καὶ Ῥὼς καὶ Μαμφὶμ καὶ Ὀφιμίν.
Γηρὰ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀράδ.
Γεν. 46,21 Υιοί του Βενιαμίν ήσαν ο Βαλά, ο Χοβώρ και ο '
Ασβήλ. Υιοί του Βαλά ήσαν ο Γηρά, ο Νοεμάν, ο Αγχίς, ο Ρως, ο Μαμφίμ και ο
Οφιμίν. Ο Γηρά απέκτησεν υιόν τον Αράδ.
Γεν. 46,22 οὗτοι υἱοὶ
Ῥαχήλ, οὓς ἔτεκε τῷ Ἰακώβ· πᾶσαι αἱ
ψυχαὶ δεκαοκτώ.
Γεν. 46,22 Αυτοί ήσαν απόγονοι του Ιακώβ και της Ραχήλ, εν
συνόλω ψυχαί δέκα οκτώ.
Γεν. 46,23 υἱοὶ δὲ
Δάν· Ἀσόμ.
Γεν. 46,23 Υιός του Δαν ήτο ο Ασόμ.
Γεν. 46,24 καὶ υἱοὶ
Νεφθαλείμ· Ἀσιὴλ καὶ Γωυνὶ καὶ Ἰσσάαρ
καὶ Συλλήμ.
Γεν. 46,24 Υιοί του Νεφθαλείμ ήσαν ο Ασιήλ, ο Γωυνί, ο Ισσάαρ
και ο Συλλήμ.
Γεν. 46,25 οὗτοι υἱοὶ
Βαλᾶς, ἣν ἔδωκε Λάβαν Ῥαχὴλ τῇ θυγατρὶ
αὐτοῦ, ἣ ἔτεκε τούτους τῷ Ἰακώβ· πᾶσαι
αἱ ψυχαὶ ἑπτά.
Γεν. 46,25 Αυτοί ήσαν τέκνα της δούλης Βαλάς, την οποίαν ο Λαβαν
είχεν δώσει εις την θυγατέρα του Ραχήλ. Από αυτήν απέκτησεν ο Ιακώβ τους
ανωτέρω απογόνους εν όλω επτά.
Γεν. 46,26 πᾶσαι δέ αἱ
ψυχαὶ αἱ εἰσελθοῦσαι μετὰ Ἰακὼβ εἰς
Αἴγυπτον, οἱ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ,
χωρὶς τῶν γυναικῶν υἱῶν Ἰακώβ, πᾶσαι
ψυχαὶ ἑξηκονταέξ.
Γεν. 46,26 Ολοι δε οι άνδρες, οι οποίοι εισήλθον εις την
Αίγυπτον μαζή με τον Ιακώβ, οι γεννηθέντες από αυτόν, πλην των συζύγων των υιών
Ισραήλ, ήσαν εν συνόλω εξήκοντά εξ.
Γεν. 46,27 υἱοὶ δὲ
Ἰωσὴφ οἱ γενόμενοι αὐτῷ ἐν γῇ Αἰγύπτῳ
ψυχαὶ ἐννέα. πᾶσαι ψυχαὶ οἴκου Ἰακὼβ
αἱ εἰσελθοῦσαι μετὰ Ἰακὼβ εἰς Αἴγυπτον
ψυχαὶ ἑβδομηκονταπέντε.
Γεν. 46,27 Υιοί δε και έγγονοι του Ιωσήφ, τους οποίους απέκτησεν
εις την Αίγυπτον ήσαν εννέα άνδρες. Επομένως όλοι οι άνδρες, υιοί και απόγονοι
του Ιακώβ, οι οποίοι εισήλθον μαζή του εις την Αίγυπτον ήσαν εβδομήκοντα πέντε.
Γεν. 46,28 Τὸν δὲ Ἰούδαν
ἀπέστειλεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ πρὸς Ἰωσὴφ
συναντῆσαι αὐτῷ καθ᾿ Ἡρώων πόλιν, εἰς γῆν
Ῥαμεσσῆ.
Γεν. 46,28 Ο Ιακώβ έστειλε προ αυτού προς τον Ιωσήφ τον Ιούδαν,
δια να προετοιμάση την συνάντησίν του με τον υιόν του τον Ιωσήφ εις την πόλιν
των Ηρώων, εις την χώραν “Ραμεσσή”, την άλλως ονομαζομένην Γεσέμ.
Γεν. 46,29 ζεύξας δὲ Ἰωσὴφ
τὰ ἅρματα αὐτοῦ ἀνέβη εἰς συνάντησιν Ἰσραὴλ
τῷ πατρὶ αὐτοῦ καθ᾿ Ἡρώων πόλιν καὶ ὀφθεὶς
αὐτῷ ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ
καὶ ἔκλαυσε κλαυθμῷ πίονι.
Γεν. 46,29 Ο Ιωσήφ έζευξε τα άρματά του και μετέβη προς
συνάντησιν του πατρός του Ιακώβ εις την πόλιν των Ηρώων. Οταν δε τον είδεν,
έπεσεν στον τράχηλόν του, τον ενηγκαλίσθη και έκλαυσε με ασυγκράτητα δάκρυα.
Γεν. 46,30 καὶ εἶπεν Ἰσραὴλ
πρὸς Ἰωσήφ· ἀποθανοῦμαι ἀπὸ τοῦ
νῦν, ἐπεὶ ἑώρακα τὸ πρόσωπόν σου· ἔτι
γὰρ σὺ ζῇς.
Γεν. 46,30 Ευτυχισμένος ο γέρων Ιακώβ είπε προς τον Ιωσήφ· “ας
αποθάνω από την στιγμήν αυτήν, αφού είδα το πρόσωπόν σου, διότι είδα ότι ακόμη
συ ζης”.
Γεν. 46,31 εἶπε δὲ Ἰωσὴφ
πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ· ἀναβὰς
ἀπαγγελῶ τῷ Φαραὼ καὶ ἐρῶ αὐτῷ·
οἱ ἀδελφοί μου καὶ ὁ οἶκος τοῦ πατρός μου,
οἳ ἦσαν ἐν γῇ Χαναάν, ἥκασι πρός με·
Γεν. 46,31 Είπεν ο Ιωσήφ προς τους αδελφούς του· “εγώ θα μεταβώ
τώρα στον Φαραώ και θα του είπω· Οι αδελφοί μου και όλη η οικογένεια του πατρός
μου, που ήσαν εις την γην Χαναάν, έχουν έλθει προς εμέ.
Γεν. 46,32 οἱ δὲ ἄνδρες
εἰσὶ ποιμένες· ἄνδρες γὰρ κτηνοτρόφοι ἦσαν·
καὶ τὰ κτήνη καὶ τοὺς βόας καὶ πάντα τὰ αὐτῶν
ἀγηόχασιν.
Γεν. 46,32 Οι άνδρες αυτοί είναι ποιμένες· ήσαν πάντοτε
κτηνοτρόφοι. Εφεραν δε μαζή των τα κτήνη, τα βόδια των και ο,τι άλλο είχαν εκεί
και όλην την άλλην κινητήν περιουσίαν των έφεραν μαζή των.
Γεν. 46,33 ἐὰν οὖν
καλέσῃ ὑμᾶς Φαραὼ καὶ εἴπῃ ὑμῖν·
τί τὸ ἔργον ὑμῶν ἐστίν;
Γεν. 46,33 Εάν λοιπόν σας καλέση ο Φαραώ και σας ερωτήση, ποίον
είναι το έργον σας;
Γεν. 46,34 ἐρεῖτε·
ἄνδρες κτηνοτρόφοι ἐσμὲν οἱ παῖδές σου ἐκ
παιδὸς ἕως τοῦ νῦν, καὶ ἡμεῖς καὶ
οἱ πατέρες ἡμῶν, ἵνα κατοικήσητε ἐν γῇ Γεσὲμ
Ἀραβίας· βδέλυγμα γάρ ἐστιν Αἰγυπτίοις πᾶς ποιμὴν
προβάτων.
Γεν. 46,34 Σεις θα απαντήσετε· Ημείς, οι δούλοί σου, είμεθα
άνδρες κτηνοτρόφοι από της παιδικής μας ηλικίας μέχρι σήμερον, ημείς και οι
πατέρες μας. Θα πήτε δε αυτά, δια να σας αφήση να κατοικήσετε εις την Γεσέμ της
Αραβίας, μακράν από την κεντρικήν Αίγυπτον, διότι οι Αιγύπτιοι αποστρέφονται
και δεν θέλουν να έχουν επικοινωνίαν με ποιμένας προβάτων”.
ΓΕΝΕΣΙΣ
47
Γεν. 47,1 Ἐλθὼν δὲ
Ἰωσὴφ ἀπήγγειλε τῷ Φαραὼ λέγων· ὁ
πατήρ μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου καὶ τὰ κτήνη καὶ
οἱ βόες αὐτῶν καὶ πάντα τὰ αὐτῶν ἦλθον
ἐκ γῆς Χαναὰν καὶ ἰδού εἰσιν ἐν γῇ
Γεσέμ.
Γεν. 47,1 Επεσκέφθη ο Ιωσήφ τον Φαραώ και του ανήγγειλεν
ότι· “ο πατήρ μου, οι αδελφοί μου, τα ποίμνιά των, τα βόδια των και όλα τα
υπάρχοντά των ήλθον από την γην Χαναάν και ιδού, ευρίσκονται τώρα εις την χώραν
της Γεσέμ”.
Γεν. 47,2 ἀπὸ δὲ
τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ παρέλαβε πέντε ἄνδρας καὶ
ἔστησεν αὐτοὺς ἐναντίον Φαραώ.
Γεν. 47,2 Είχε δε πάρει μαζή του πέντε από τους αδελφούς του
και τους παρουσίασεν ενώπιον του Φαραώ.
Γεν. 47,3 καὶ εἶπε
Φαραὼ τοῖς ἀδελφοῖς Ἰωσήφ· τί τὸ ἔργον
ὑμῶν; οἱ δὲ εἶπαν τῷ Φαραώ· ποιμένες
προβάτων οἱ παῖδές σου, καὶ ἡμεῖς καὶ οἱ
πατέρες ἡμῶν.
Γεν. 47,3 Ηρώτησε δε ο Φαραώ τους αδελφούς του Ιωσήφ· “ποίον
είναι το επάγγελμά σας; Ποία η εργασία σας;” Εκείνοι του απήντησαν· “ποιμένες
προβάτων είμεθα οι δούλοι σου, και ημείς και οι πρόγονοί μας”.
Γεν. 47,4 εἶπαν δὲ τῷ
Φαραώ· παροικεῖν ἐν τῇ γῇ ἥκαμεν· οὐ
γάρ ἐστι νομὴ τοῖς κτήνεσι τῶν παίδων σου, ἐνίσχυσε
γὰρ ὁ λιμὸς ἐν γῇ Χαναάν· νῦν οὖν
κατοικήσωμεν οἱ παῖδές σου ἐν γῇ Γεσέμ.
Γεν. 47,4 Είπαν δε ακόμη στον Φαραώ· “έχομεν δε έλθει, δια
να κατοικήσωμεν προσωρινώς εις την χώραν αυτήν. Και τούτο, διότι δεν υπάρχει
βοσκή δια τα ζώα των δούλων σου επειδή ο λιμός έχει ενταθή πολύ εις την γην
Χανααν. Ας κατοικήσωμεν λοιπόν τώρα οι δούλοι σου εις την περιοχήν Γεσέμ”.
Γεν. 47,5 εἶπε δὲ
Φαραὼ τῷ Ἰωσήφ· κατοικείτωσαν ἐν γῇ
Γεσέμ· εἰ δὲ ἐπίστῃ ὅτι εἰσὶν ἐν
αὐτοῖς ἄνδρες δυνατοί, κατάστησον αὐτοὺς ἄρχοντας
τῶν ἐμῶν κτηνῶν. Ἦλθον δὲ εἰς Αἴγυπτον
πρὸς Ἰωσὴφ Ἰακὼβ καὶ οἱ υἱοὶ
αὐτοῦ, καὶ ἤκουσε Φαραὼ βασιλεὺς Αἰγύπτου.
Γεν. 47,5 Είπε δε ο Φαραώ προς τον Ιωσήφ· “ναι, ας
κατοικήσουν εις την Γεσέμ. Εάν δε γνωρίζης ότι μεταξύ αυτών υπάρχουν άνδρες
ικανοί και ισχυροί να τους διορίσης αρχιποίμενας εις τα ιδικά μου κοπάδια των
ζώων”. Ετσι ήλθαν εις την Αίγυπτον προς τον Ιωσήφ ο Ιακώβ και τα παιδιά του και
επληροφορήθη τούτο ο Φαραώ, ο βασιλεύς της Αιγύπτου.
Γεν. 47,6 καὶ εἶπε
Φαραὼ πρὸς Ἰωσὴφ λέγων· ὁ πατήρ σου καὶ
οἱ ἀδελφοί σου ἥκασι πρὸς σέ· ἰδοὺ ἡ
γῆ Αἰγύπτου ἐναντίον σου ἐστίν· ἐν τῇ
βελτίστῃ γῇ κατοίκισον τὸν πατέρα σου καὶ τοὺς ἀδελφούς
σου.
Γεν. 47,6 Εἶπεν ο Φαραώ προς τον
Ιωσήφ και τα εξής· “είδα ότι ο πατέρας σου και οι αδελφοί σου έχουν έλθει προς
σέ. Ιδού ενώπιόν σου ευρίσκεται η χώρα της Αιγύπτου εις την διάθεσίν σου. Εις
την καλυτέραν περιοχήν να εγκαταστήσης τον πατέρα σου και τους αδελφούς σου.
Γεν. 47,7 εἰσήγαγε δὲ
Ἰωσὴφ Ἰακὼβ τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ
ἔστησεν αὐτὸν ἐναντίον Φαραώ, καὶ ηὐλόγησεν
Ἰακὼβ τὸν Φαραώ.
Γεν. 47,7 Ο Ιωσήφ ωδήγησε τον πατέρα του τον Ιακώβ και τον
παρουσίασεν ενώπιον του Φαραώ. Ο δε Ιακώβ ευλόγησε τον Φαραώ.
Γεν. 47,8 εἶπε δὲ
Φαραὼ τῷ Ἰακώβ· πόσα ἔτη ἡμερῶν τῆς
ζωῆς σου;
Γεν. 47,8 Ο Φαραώ ηρώτησε τον Ιακώβ· “πόσων ετών είσαι;”
Γεν. 47,9 καὶ εἶπεν Ἰακὼβ
τῷ Φαραώ· αἱ ἡμέραι τῶν ἐτῶν τῆς
ζωῆς μου, ἃς παροικῶ, ἑκατὸν τριάκοντα ἔτη·
μικραὶ καὶ πονηραὶ γεγόνασιν αἱ ἡμέραι τῶν ἐτῶν
τῆς ζωῆς μου, οὐκ ἀφίκοντο εἰς τὰς ἡμέρας
τῶν ἐτῶν τῆς ζωῆς τῶν πατέρων μου, ἃς
ἡμέρας παρῴκησαν.
Γεν. 47,9 Ο δε Ιακώβ του απήντησε· “τα έτη της ζωής μου,
κατά τα οποία κατοικώ εις την γην, ανέρχονται εις εκατόν τριάκοντα. Ολίγα και
γεμάτα θλίψεις και περιπετείας είναι τα έτη της ζωής μου. Δεν έφθασα εις τα έτη
των προγόνων μου, τα οποία έζησαν εκείνοι ως πάροικοι εις την γην”.
Γεν. 47,10 καὶ εὐλογήσας
Ἰακὼβ τὸν Φαραὼ ἐξῆλθεν ἀπ᾿ αὐτοῦ.
Γεν. 47,10 Ο Ιακώβ ευχηθείς και πάλιν τον Φαραώ, εξήλθεν από τα
ανάκτορα αυτού.
Γεν. 47,11 καὶ κατῴκισεν
Ἰωσὴφ τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τοὺς ἀδελφοὺς
αὐτοῦ καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς κατάσχεσιν ἐν
γῇ Αἰγύπτῳ ἐν τῇ βελτίστῃ γῇ, ἐν
γῇ Ῥαμεσσῆ, καθὰ προσέταξε Φαραώ.
Γεν. 47,11 Ο Ιωσήφ εγκατέστησε τον πατέρα και τους αδελφούς
του, σύμφωνα με το πρόσταγμα του Φαραώ, εις την ωραιοτάτην περιοχήν της
Αιγύπτου, εις την χώραν Ραμεσσή, την Γεσέμ, την οποίαν και έδωσεν εις αυτούς ως
ιδιοκτησίαν.
Γεν. 47,12 καὶ ἐσιτομέτρει
Ἰωσὴφ τῷ πατρὶ αὐτοῦ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς
καὶ παντὶ τῷ οἴκῳ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ
σῖτον κατὰ σῶμα.
Γεν. 47,12 Κατά δε την διάρκειαν του λιμού εχορήγει ο Ιωσήφ
στον πατέρα του και τους αδελφούς του και εις όλα τα μέλη των οικογενειών του
οίκου του πατρός του, σιτάρι αναλόγως με τα άτομα που είχεν εκάστη.
Γεν. 47,13 Σῖτος δὲ οὐκ
ἦν ἐν πάσῃ τῇ γῇ· ἐνίσχυσε γὰρ ὁ
λιμὸς σφόδρα. ἐξέλιπε δὲ ἡ γῆ Αἰγύπτου καὶ
ἡ γῆ Χαναὰν ἀπὸ τοῦ λιμοῦ.
Γεν. 47,13 Σίτος δε δεν υπήρχε πλέον εις όλην την χώραν, διότι
ο λιμός ενετάθη πολύ. Η χώρα της Αιγύπτου και η χώρα της Χαναάν εξηντλήθησαν
ένεκα του λιμού.
Γεν. 47,14 συνήγαγε δὲ Ἰωσὴφ
πᾶν τὸ ἀργύριον τὸ εὑρεθὲν ἐν γῇ
Αἰγύπτου καὶ ἐν γῇ Χαναὰν τοῦ σίτου, οὗ
ἠγόραζον, καὶ ἐσιτομέτρει αὐτοῖς, καὶ εἰσήνεγκεν
Ἰωσὴφ πᾶν τὸ ἀργύριον εἰς τὸν οἶκον
Φαραώ.
Γεν. 47,14 Ο δε Ιωσήφ συνεκέντρωσεν όλα τα χρήματα, που υπήρχον
εις την Αίγυπτον και εις την Χαναάν, πωλών τον σίτον, τον οποίον ηγόραζον οι
κάτοικοι. Ετσι δε ο Ιωσήφ συνεκέντρωσεν όλον το αργύριον στον οίκον του Φαραώ.
Γεν. 47,15 καὶ ἐξέλιπε
πᾶν τὸ ἀργύριον ἐκ γῆς Αἰγύπτου καὶ ἐκ
γῆς Χαναάν. ἦλθον δὲ πάντες οἱ Αἰγύπτιοι πρὸς
Ἰωσήφ, λέγοντες· δὸς ἡμῖν ἄρτους, καὶ ἱνατί
ἀποθνήσκομεν ἐναντίον σου; ἐκλέλοιπε γὰρ τὸ ἀργύριον
ἡμῶν.
Γεν. 47,15 Ενεκα του συνεχιζόμενου λιμού και της αγοράς του
σίτου εξηντλήθησαν τα χρήματα των ανθρώπων της Αιγύπτου και της Χαναάν. Δεν
είχον πλέον με τι να αγοράσουν σίτον. Δια τούτο ήλθαν προς τον Ιωσήφ και του
είπον· “δος μας ψωμί· διατί να αποθάνωμεν ενώπιόν σου; Τα χρήματά μας έχουν
πλέον εξαντληθή”.
Γεν. 47,16 εἶπε δὲ αὐτοῖς
Ἰωσήφ· φέρετε τὰ κτήνη ὑμῶν, καὶ δώσω ὑμῖν
ἄρτους ἀντὶ τῶν κτηνῶν ὑμῶν, εἰ
ἐκλέλοιπε τὸ ἀργύριον ὑμῶν.
Γεν. 47,16 Ο Ιωσήφ τους είπεν· “αφού δεν έχετε άλλα χρήματα,
φέρετέ μου τα ζώα σας και αντί αυτών θα σας δώσω άρτους, αφού έχουν εξαντληθή
πλέον τα χρήματά σας”.
Γεν. 47,17 ἤγαγον δὲ τὰ
κτήνη αὐτῶν πρὸς Ἰωσήφ, καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς
Ἰωσὴφ ἄρτους ἀντὶ τῶν ἵππων καὶ
ἀντὶ τῶν προβάτων καὶ ἀντὶ τῶν βοῶν
καὶ ἀντὶ τῶν ὄνων καὶ ἐξέθρεψεν αὐτοὺς
ἐν ἄρτοις ἀντὶ πάντων τῶν κτηνῶν αὐτῶν
ἐν τῷ ἐνιαυτῷ ἐκείνῳ.
Γεν. 47,17 Εφεραν λοιπόν τα ζώα των οι Αιγύπτιοι προς τον Ιωσήφ
και εκείνος τους έδωσεν άρτους αντί των ίππων και αντί των προβάτων, αντί των
βοών και αντί των όνων και διέθρεψεν αυτούς κατά το έτος εκείνο με άρτους αντί
όλων των κτηνών, που είχε πάρει υπό την κατοχήν του.
Γεν. 47,18 ἐξῆλθε δὲ
τὸ ἔτος ἐκεῖνο, καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν
ἐν τῷ ἔτει τῷ δευτέρῳ καὶ εἶπαν αὐτῷ·
μή ποτε ἐκτριβῶμεν ἀπὸ τοῦ κυρίου ἡμῶν;
εἰ γὰρ ἐκλέλοιπε τὸ ἀργύριον ἡμῶν καὶ
τὰ ὑπάρχοντα καὶ τὰ κτήνη πρὸς σὲ τὸν
κύριον, καὶ οὐχ ὑπολέλειπται ἡμῖν ἐναντίον
τοῦ κυρίου ἡμῶν ἀλλ᾿ ἢ τὸ ἴδιον
σῶμα καὶ ἡ γῆ ἡμῶν.
Γεν. 47,18 Επέρασε και το έτος εκείνο της πείνας, έφθασε το
δεύτερον έτος, κατά το οποίον επανήλθον οι Αιγύπτιοι προς αυτόν και του είπαν·
“δος μας τρόφιμα. Μηπως, τάχα, και θα επιτρέψης ποτέ συ ο κύριός μας να
εξοντωθώμεν όλοι από την πείναν; Εφ' όσον έχουν εξαντληθή τα χρηιματά μας, η δε
κινητή περιουσία μας και τα ζώα μας είναι πλέον ιδικά σου, δεν υπολείπεται
πλέον εις ημάς ει μη μόνον να θέσωμεν υπό την εξουσίαν σου τον εαυτόν μας και
τα χωράφια μας, να γίνωμεν ακτήμονες δούλοι σου.
Γεν. 47,19 ἵνα οὖν μὴ
ἀποθάνωμεν ἐναντίον σου καὶ ἡ γῆ ἐρημωθῇ,
κτῆσαι ἡμᾶς καὶ τὴν γῆν ἡμῶν ἀντὶ
ἄρτων, καὶ ἐσόμεθα ἡμεῖς καὶ ἡ γῆ
ἡμῶν παῖδες τῷ Φαραώ· δὸς σπέρμα, ἵνα
σπείρωμεν καὶ ζῶμεν καὶ μὴ ἀποθάνωμεν καὶ ἡ
γῆ οὐκ ἐρημωθήσεται.
Γεν. 47,19 Δια να μην αποθάνωμεν, λοιπόν, από την πείναν
ενώπιόν σου και μείνη έρημος από ανθρώπους η χώρα της Αιγύπτου, αγόρασε ημάς
και τα χωράφια μας, αντί των άρτων, που θα μας δώσης. Θα είμεθα ημείς δούλοι
του Φαραώ και οι αγροί μας ιδιοκτησία του. Δος μας σίτον προς σποράν, δια να
σπείρωμεν και θερίσωμεν, έτσι δε να ζήσωμεν, να μη αποθάνωμεν και ερημωθή πλέον
ο τόπος”.
Γεν. 47,20 καὶ ἐκτήσατο
Ἰωσὴφ πᾶσαν τὴν γῆν τῶν Αἰγυπτίων τῷ
Φαραώ· ἀπέδοντο γὰρ οἱ Αἰγύπτιοι τὴν γῆν
αὐτῶν τῷ Φαραώ, ἐπεκράτησε γὰρ αὐτῶν ὁ
λιμός· καὶ ἐγένετο ἡ γῇ τῷ Φαραώ,
Γεν. 47,20 Ετσι δε ο Ιωσήφ ηγόρασε δια τον Φαραώ όλην την χώραν
των Αιγυπτίων. Διότι οι Αιγύπτιοι επώλησαν την χώραν των στον Φαραώ, επειδή ο
μεγάλος λιμός διήρκεσε πολύ. Η Αίγυπτος έγινεν ιδιοκτησία του Φαραώ.
Γεν. 47,21 καὶ τὸν λαὸν
κατεδουλώσατο αὐτῷ εἰς παῖδας ἀπ᾿ ἄκρων
ὁρίων Αἰγύπτου ἕως τῶν ἄκρων,
Γεν. 47,21 Και τον λαόν ακόμη τον έκαμε δούλον στον Φαραώ από
το ένα έως το άλλο άκρον και καθ' όλα τα όρια της γης Αιγύπτου,
Γεν. 47,22 χωρὶς τῆς γῆς
τῶν ἱερέων μόνον· οὐκ ἐκτήσατο ταύτην Ἰωσήφ,
ἐν δόσει γὰρ ἔδωκε δόμα τοῖς ἱερεῦσι Φαραώ,
καὶ ἤσθιον τὴν δόσιν, ἣν ἔδωκεν αὐτοῖς
Φαραώ· διὰ τοῦτο οὐκ ἀπέδοντο τὴν γῆν
αὐτῶν.
Γεν. 47,22 Εκτός μόνον της χώρας των ιερέων. Αυτήν δεν την
ηγόρασεν ο Ιωσήφ, διότι ο Φαραώ έδιδε δωρεάν στους ιερείς το απαραίτητον ποσόν
του σίτου και ετρέφοντο από την χορηγίαν αυτήν, δια τούτο δε και δεν επώλησαν
εκείνοι την περιοχήν των.
Γεν. 47,23 εἶπε δὲ Ἰωσὴφ
πᾶσι τοῖς Αἰγυπτίοις· ἰδοὺ κέκτημαι ὑμᾶς
καὶ τὴν γῆν ὑμῶν σήμερον τῷ Φαραώ·
λάβετε ἑαυτοῖς σπέρμα καὶ σπείρατε τὴν γῆν,
Γεν. 47,23 Είπε τότε ο Ιωσήφ προς όλους τους άλλους Αιγυπτίους·
“ιδού, σήμερον έχω αγοράσει δια τον Φαραώ και σας ως δούλους του και την χώραν
σας ως ιδιοκτησίαν του. Λαβετε λοιπόν τώρα δια τον εαυτόν του ο καθένας σίτον
προς σποράν και σπείρατε τα χωράφια σας.
Γεν. 47,24 καὶ ἔσται τὰ
γεννήματα αὐτῆς καὶ δώσετε τὸ πέμπτον μέρος τῷ
Φαραώ, τὰ δὲ τέσσαρα μέρη ἔσται ὑμῖν αὐτοῖς
εἰς σπέρμα τῇ γῇ καὶ εἰς βρῶσιν ὑμῖν
καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τοῖς οἴκοις ὑμῶν.
Γεν. 47,24 Ομως κατά τον θερισμόν των αγρών σας θα δώσετε το εν
πέμπτον του σίτου στον Φαραώ τα δε τέσσερα πέμπτα θα τα κρατήσετε προς σποράν
και προς διατροφήν όλων των ανθρώπων του οίκου σας”.
Γεν. 47,25 καὶ εἶπαν·
σέσωκας ἡμᾶς, εὕρομεν χάριν ἐναντίον τοῦ κυρίου ἡμῶν
καὶ ἐσόμεθα παῖδες τῷ Φαραώ.
Γεν. 47,25 Εκείνοι δε ευχαριστημένοι απήντησαν· “μας έσωσες !
Ευρήκαμεν ενώπιόν σου χάριν, ενώπιον του κυρίου μας. Θα είμεθα δούλοι στον
Φαραώ”.
Γεν. 47,26 καὶ ἔθετο αὐτοῖς
Ἰωσὴφ εἰς πρόσταγμα ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης, ἐπὶ
γῆς Αἰγύπτου τῷ Φαραὼ ἀποπεμπτοῦν, χωρὶς
τῆς γῆς τῶν ἱερέων μόνον· οὐκ ἦν τῷ
Φαραώ.
Γεν. 47,26 Τοτε δε εξέδωσε και διαταγήν δια τους Αιγυπτίους ο
Ιωσήφ, η οποία ισχύει και μέχρι σήμερον· να δίδεται από τα προϊόντα της γης
Αιγύπτου το εν πέμπτον στον Φαραώ, εκτός της γης των ιερέων. Η γη αυτή δεν
ανήκεν στον Φαραώ.
Γεν. 47,27 Κατῴκησε δὲ
Ἰσραὴλ ἐν γῇ Αἰγύπτῳ ἐπὶ γῆς
Γεσὲμ καὶ ἐκληρονόμησαν ἐπ᾿ αὐτῆς καὶ
ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησαν σφόδρα.
Γεν. 47,27 Ο Ιακώβ εγκατεστάθη εις την χώραν της Αιγύπτου, εις
την περιοχήν Γεσέμ, την οποίαν επήραν ως ιδιοκτησίαν των. Εκεί δε οι απόγονοι
του Ισραήλ ηυξήθησαν και επληθύνθησαν πάρα πολύ.
Γεν. 47,28 ἐπέζησε δὲ Ἰακὼβ
ἐν γῇ Αἰγύπτῳ δεκαεπτὰ ἔτη· καὶ ἐγένοντο
αἱ ἡμέραι Ἰακὼβ ἐνιαυτῶν τῆς ζωῆς
αὐτοῦ ἑκατὸν τεσσαρακονταεπτὰ ἔτη.
Γεν. 47,28 Εζησε δε ακόμη ο Ιακώβ εις την χώραν της Αιγύπτου
δεκαεπτά έτη· και αι ημέραι της ζωής του ανήλθον εις εκατόν τεσσαράκοντα επτά
έτη.
Γεν. 47,29 ἤγγισαν δὲ
αἱ ἡμέραι Ἰσραὴλ τοῦ ἀποθανεῖν, καὶ
ἐκάλεσε τὸν υἱὸν αὐτοῦ Ἰωσὴφ καὶ
εἶπεν αὐτῷ· εἰ εὕρηκα χάριν ἐναντίον
σου, ὑπόθες τὴν χεῖρά σου ὑπὸ τὸν μηρόν μου
καὶ ποιήσεις ἐπ᾿ ἐμὲ ἐλεημοσύνην καὶ ἀλήθειαν
τοῦ μή με θάψαι ἐν Αἰγύπτῳ,
Γεν. 47,29 Επλησίασαν αι ημέραι να αποθάνη. Προσεκάλεσε τότε τον
υιόν του τον Ιωσήφ και του είπεν· “εάν έχω εύρει χάριν ενώπιόν σου- όπως και
πράγματι ευρήκα- βάλε το χέρι σου κάτω από τον μηρόν μου και ορκίσου ότι θα μου
προσφέρης και αυτήν την καλωσύνην, ότι πιστώς θα εκπληρώσης την τελευταίαν μου
εντολήν· να μη με θάψης εις την Αίγυπτον.
Γεν. 47,30 ἀλλὰ
κοιμηθήσομαι μετὰ τῶν πατέρων μου, καὶ ἀρεῖς με ἐξ
Αἰγύπτου καὶ θάψεις με ἐν τῷ τάφῳ αὐτῶν.
ὁ δὲ εἶπεν· ἐγὼ ποιήσω κατὰ τὸ ῥῆμά
σου.
Γεν. 47,30 Αλλά θα ενταφιασθώ μαζή με τους πατέρας μου εις την
Χαναάν. Θα με μεταφέρης από την Αίγυπτον και θα με θάψης στον τάφον των”. Ο
Ιωσήφ είπε· “θα κάμω, όπως μου είπες”.
Γεν. 47,31 εἶπε δέ· ὄμοσόν
μοι. καὶ ὤμοσεν αὐτῷ. καὶ προσεκύνησεν Ἰσραὴλ
ἐπὶ τὸ ἄκρον τῆς ῥάβδου αὐτοῦ.
Γεν. 47,31 Του είπε δε ο Ιακώβ· “ορκίσου” και ο Ιωσήφ ωρκίσθη
ενώπιον του πατρός του. Τοτε ο Ιακώβ προσεκύνησεν στο άκρον της ράβδου του υιού
του, η οποία εσυμβολιζε την βασιλικήν του εξουσίαν.
ΓΕΝΕΣΙΣ
48
Γεν. 48,1 Ἐγένετο δὲ
μετὰ τὰ ῥήματα ταῦτα καὶ ἀπηγγέλη τῷ Ἰωσήφ,
ὅτι ὁ πατήρ σου ἐνοχλεῖται. καὶ ἀναλαβὼν
τοὺς δύο υἱοὺς αὐτοῦ, τὸν Μανασσῆ καὶ
τὸν Ἐφραΐμ, ἦλθε πρὸς Ἰακώβ.
Γεν. 48,1 Επειτα από τα γεγονότα αυτά ανήγγειλαν στον Ιωσήφ
ότι ασθενεί βαρέως ο πατήρ του. Ο Ιωσήφ επήρε τα δύο παιδιά του, τον Μανασσή
και τον Εφραΐμ, και ήλθε προς τον Ιακώβ.
Γεν. 48,2 ἀπηγγέλη δὲ
τῷ Ἰακὼβ λέγοντες· ἰδοὺ ὁ υἱός
σου Ἰωσὴφ ἔρχεται πρὸς σέ. καὶ ἐνισχύσας Ἰσραὴλ
ἐκάθησεν ἐπὶ τὴν κλίνην.
Γεν. 48,2 Ανήγγειλαν δε στον Ιακώβ, ότι ιδού ο υιός σου ο
Ιωσήφ έρχεται προς σέ. Κατέβαλε προσπάθειαν ο Ιακώβ, συνεκέντρωσε την δύναμίν
του και ανεκάθησεν εις την κλίνην του,
Γεν. 48,3 καὶ εἶπεν Ἰακὼβ
τῷ Ἰωσήφ· ὁ Θεός μου ὤφθη μοι ἐν Λουζᾷ
ἐν γῇ Χαναὰν καὶ εὐλόγησέ με
Γεν. 48,3 και είπεν στον Ιωσήφ· “ο Θεός μου παρουσιάσθη εις
εμέ εις την Λουζά της Χαναάν, με ευλόγησε
Γεν. 48,4 καὶ εἶπέ
μοι· ἰδοὺ ἐγὼ αὐξανῶ σε καὶ
πληθυνῶ σε καὶ ποιήσω σε εἰς συναγωγὰς ἐθνῶν
καὶ δώσω σοι τὴν γῆν ταύτην καὶ τῷ σπέρματί σου
μετὰ σὲ εἰς κατάσχεσιν αἰώνιον.
Γεν. 48,4 και εμού είπεν· Ιδού εγώ θα σε αυξήσω και θα σε
πληθύνω· θα σε κάμω γενάρχην πολλών λαών και θα δώσω εις σε και στους απογόνους
σου μετά από σέ, ως παντοτεινήν ιδιοκτησίαν σου, την χώραν αυτήν.
Γεν. 48,5 νῦν οὖν οἱ
δύο υἱοί σου οἱ γενόμενοί σοι ἐν γῇ Αἰγύπτῳ
πρὸ τοῦ με ἐλθεῖν πρὸς σὲ εἰς Αἴγυπτον,
ἐμοί εἰσιν, Ἐφραΐμ καὶ Μανασσῆ, ὡς Ῥουβὴν
καὶ Συμεὼν ἔσονταί μοι·
Γεν. 48,5 Τωρα λοιπόν οι δύο υιοί σου, τους οποίους
απέκτησες εις την γην της Αιγύπτου, πριν εγώ έλθω εις σέ, είναι ιδικά μου
παιδιά. Ο Εφραῒμ, και ο Μανασσής θα
είναι δι' εμέ, όπως είναι οι πρωτοτόκοί μου, ο Ρουβήν και ο Συμεών.
Γεν. 48,6 τὰ δέ ἔκγονα,
ἃ ἐὰν γεννήσῃς μετὰ ταῦτα, ἔσονται ἐπὶ
τῷ ὀνόματι τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν·
κληθήσονται ἐπὶ τοῖς ἐκείνων κλήροις.
Γεν. 48,6 Εκείνοι όμως τους οποίους θα αποκτήσης κατόπιν, θα
φέρουν τα ονόματα των δύο αυτών αδελφών των και όχι το ιδικόν μου. Θα κληθούν
να λάβουν μερίδιον εις την γην της επαγγελίας από το μερίδιον των δύο αδελφών
των.
Γεν. 48,7 ἐγὼ δὲ
ἡνίκα ἠρχόμην ἐκ Μεσοποταμίας τῆς Συρίας, ἀπέθανε
Ῥαχὴλ ἡ μήτηρ σου ἐν γῇ Χαναάν, ἐγγίζοντός
μου κατὰ τὸν ἱππόδρομον Χαβραθὰ τῆς γῆς τοῦ
ἐλθεῖν Ἐφραθά, καὶ κατώρυξα αὐτὴν ἐν
τῇ ὁδῷ τοῦ ἱπποδρόμου (αὕτη ἐστὶ
Βηθλεέμ).
Γεν. 48,7 Οταν εγώ ηρχόμην από την Μεσοποταμίαν της Συρίας,
απέθανεν η μητέρα σου η Ραχήλ εις την γην Χαναάν, όταν επλησίαζα εις την
πλατείαν λεωφόρον, όπου ανεμπόδιστα ημπορούσαν να τρέχουν ίπποι, την Χαβραθά,
προς το μέρος της Εφραθά δηλαδή εις την Βηθλεέμ, εκεί, εις την λεωφόρον αυτήν,
έθαψα την μητέρα σου”.
Γεν. 48,8 ἰδὼν δὲ
Ἰσραὴλ τοὺς υἱοὺς Ἰωσὴφ εἶπε·
τίνες σοι οὗτοι;
Γεν. 48,8 Ιδών δε ο Ιακώβ τα δύο παιδιά του Ιωσήφ ηρώτησε·
“τίνος είναι τα παιδιά αυτά;”
Γεν. 48,9 εἶπε δὲ Ἰωσὴφ
τῷ πατρὶ αὐτοῦ· υἱοί μου εἰσιν, οὓς
ἔδωκέ μοι ὁ Θεὸς ἐνταῦθα. καὶ εἶπεν Ἰακώβ·
προσάγαγέ μοι αὐτούς, ἵνα εὐλογήσω αὐτούς.
Γεν. 48,9 Ο Ιωσήφ απήντησεν στον πατέρα του· “αυτά είναι τα
παιδιά μου, τα οποία μου έδωσεν ο Θεός εδώ εις την Αίγυπτον”. Είπεν ο Ιακώβ·
“φέρε τα εδώ κοντά μου, δια να τα ευλογήσω”.
Γεν. 48,10 οἱ ὀφθαλμοὶ
δὲ Ἰσραὴλ ἐβαρυώπησαν ἀπὸ τοῦ γήρως,
καὶ οὐκ ἠδύνατο βλέπειν· καὶ ἤγγισεν αὐτοὺς
πρὸς αὐτόν, καὶ ἐφίλησεν αὐτοὺς καὶ
περιέλαβεν αὐτούς.
Γεν. 48,10 Οι οφθαλμοί του Ιακώβ είχαν βαμβώσει πλέον λόγω των
γηρατείων και δεν ημπορούσε να βλέπη καθαρά. Εφερεν ο Ιωσήφ κοντά στον πατέρα
του τα δυο του παιδιά και εκείνος τα εφίλησε και τα αγκάλιασε.
Γεν. 48,11 καὶ εἶπεν Ἰσραὴλ
πρὸς Ἰωσήφ· ἰδοὺ τοῦ προσώπου σου οὐκ ἐστερήθην,
καὶ ἰδοὺ ἔδειξέ μοι ὁ Θεὸς καὶ τὸ
σπέρμα σου.
Γεν. 48,11 Είπε ο Ιακώβ προς τον Ιωσήφ· “ιδού, πόσον με ευηργέτησεν
ο Θεός ! Οχι μόνον δεν με εστέρησεν από την παρουσίαν σου, αλλά και μου έδειξε
τους υιούς σου”.
Γεν. 48,12 καὶ ἐξήγαγε
αὐτοὺς Ἰωσὴφ ἀπὸ τῶν γονάτων αὐτοῦ,
καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ
τῆς γῆς.
Γεν. 48,12 Επήρεν ο Ιωσήφ τα παιδιά του από τα γόνατα του
πατρός του και εκείνα έκλιναν το πρόσωπόν των μέχρι του εδάφους και
επροσκύνησαν τον Ιακώβ.
Γεν. 48,13 λαβὼν δὲ Ἰωσὴφ
τοὺς δύο υἱοὺς αὐτοῦ, τόν τε Ἐφραΐμ ἐν
τῇ δεξιᾷ, ἐξ ἀριστερῶν δὲ Ἰσραήλ, τὸν
δὲ Μανασσῆ ἐξ ἀριστερῶν, ἐκ δεξιῶν δὲ
Ἰσραήλ, ἤγγισεν αὐτοὺς αὐτῷ.
Γεν. 48,13 Επήρε πάλιν ο Ιωσήφ τους δύο υιούς του τον Εφραῒμ εκ δεξιών του, εξ αριστερών δε του
Ιακώβ, ως δευτερότοκον, τον δε Μανασσή εξ αριστερών του, εκ δεξιών δε του Ιακώβ
ως πρωτότοκον, και τους επλησίασε προς τον πατέρα του.
Γεν. 48,14 ἐκτείνας δὲ
Ἰσραὴλ τὴν χεῖρα τὴν δεξιὰν ἐπέβαλεν ἐπὶ
τὴν κεφαλὴν Ἐφραΐμ, οὗτος δὲ ἦν ὁ
νεώτερος, καὶ τὴν ἀριστερὰν ἐπὶ τὴν
κεφαλὴν Μανασσῆ, ἐναλλὰξ τὰς χεῖρας.
Γεν. 48,14 Ηπλωσεν ο Ιακώβ την δεξιάν του χείρα και την έθεσαν
εις την κεφαλήν του Εφραΐμ, αυτός δε ήτο ο νεώτερος, και την αριστεράν του
χείρα εις την κεφαλήν του Μανασσή. Εβαλε δηλαδή τας χείρας του σταυρωτά.
Γεν. 48,15 καὶ εὐλόγησεν
αὐτοὺς καὶ εἶπεν· ὁ Θεός, ᾧ εὐηρέστησαν
οἱ πατέρες μου ἐνώπιον αὐτοῦ, Ἁβραὰμ καὶ
Ἰσαάκ, ὁ Θεὸς ὁ τρέφων με ἐκ νεότητος ἕως τῆς
ἡμέρας ταύτης,
Γεν. 48,15 Ευλόγησεν αυτούς και είπεν· “ο Θεός, ενώπιον του
οποίου, τηρήσαντες το θέλημά του, ευηρέστησαν οι πατέρες μου, ο Αβραάμ και ο
Ισαάκ, ο Θεός ο οποίος με διατρέφει και με συντηρεί από την νεαράν μου ηλικίαν
μέχρι της ημέρας αυτής,
Γεν. 48,16 ὁ ἄγγελος ὁ
ῥυόμενός με ἐκ πάντων τῶν κακῶν εὐλογήσαι τὰ
παιδία ταῦτα, καὶ ἐπικληθήσεται ἐν αὐτοῖς τὸ
ὄνομά μου καὶ τὸ ὄνομα τῶν πατέρων μου Ἁβραὰμ
καὶ Ἰσαάκ, καὶ πληθυνθείησαν εἰς πλῆθος πολὺ
ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 48,16 ο άγγελος, ο οποίος με εγλύτωνε συνεχώς από όλα τα
δεινά, ας ευλογήση τα παιδιά αυτά, και ας φέρουν αυτά το όνομά μου και το όνομα
των πατέρων μου, του Αβραάμ και Ισαάκ· ας πληθυνθούν εις πλήθος πολύ επί της
γης”.
Γεν. 48,17 ἰδὼν δὲ
Ἰωσὴφ ὅτι ἐπέβαλεν ὁ πατὴρ αὐτοῦ
τὴν χεῖρα τὴν δεξιὰν αὐτοῦ ἐπὶ
τὴν κεφαλὴν Ἐφραΐμ, βαρὺ αὐτῷ κατεφάνη, καὶ
ἀντελάβετο Ἰωσὴφ τῆς χειρὸς τοῦ πατρὸς
αὐτοῦ ἀφελεῖν αὐτὴν ἀπὸ τῆς
κεφαλῆς Ἐφραΐμ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν Μανασσῆ.
Γεν. 48,17 Ιδών ο Ιωσήφ ότι ο πατέρας του έθεσε την δεξιάν του
χείρα εις την κεφαλήν του Εφραΐμ, του νεωτέρου υιού, εστενοχωρήθη πολύ και
εδυσφόρησε. Επιασε δε την δεξιάν χείρα του πατρός του, δια να την απομακρύνη
από την κεφαλήν του Εφραῒμ και να την θέση εις την
κεφαλήν του Μανασσή, του πρωτοτόκου.
Γεν. 48,18 εἶπε δὲ Ἰωσὴφ
τῷ πατρὶ αὐτοῦ· οὐχ οὕτως, πάτερ, οὗτος
γὰρ ὁ πρωτότοκος· ἐπίθες τὴν δεξιάν σου ἐπὶ
τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ.
Γεν. 48,18 Είπε δε στον πατέρα του· “μη θέτης κατ' αυτόν τον
τρόπον τας χείρας σου, πάτερ, διότι αυτός είναι ο πρωτότοκος· εις την κεφαλήν
αυτού θέσε την δεξιάν σου”.
Γεν. 48,19 καὶ οὐκ ἠθέλησεν,
ἀλλὰ εἶπεν· οἶδα, τέκνον, οἶδα· καὶ
οὗτος ἔσται εἰς λαόν, καὶ οὗτος ὑψωθήσεται·
ἀλλὰ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ὁ νεώτερος
μείζων αὐτοῦ ἔσται, καὶ τὸ σπέρμα αὐτοῦ
ἔσται εἰς πλῆθος ἐθνῶν.
Γεν. 48,19 Ο Ιακώβ όμως δεν συγκατετέθη να πράξη ο,τι του είπεν
ο Ιωσήφ, αλλά είπε· “γνωρίζω, τέκνον μου, γνωρίζω ποίος είναι ο πρωτότοκος και
αυτός θα αναδειχθή εις λαόν πολύν, και αυτός θα δοξασθή. Αλλά ο αδελφός του ο
νεώτερος, θα αναδειχθή μεγαλύτερος από αυτόν και οι απόγονοί του θα είναι
πλήθος λαών”.
Γεν. 48,20 καὶ εὐλόγησεν
αὐτοὺς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
λέγων· ἐν ὑμῖν εὐλογηθήσεται Ἰσραὴλ
λέγοντες· ποιήσαι σε ὁ Θεὸς ὡς Ἐφραΐμ καὶ ὡς
Μανασσῆ. καὶ ἔθηκε τὸν Ἐφραΐμ ἔμπροσθεν τοῦ
Μανασσῆ.
Γεν. 48,20 Ο Ιακώβ ευλόγησεν αυτούς κατά την ημέραν εκείνην και
είπεν· “χάρις εις σας και από σας θα δοξασθή το όνομά μου και οι άνθρωποι θα
λέγουν· Είθε να σε ευλογή ο Θεός, όπως ευλόγησε τον Εφραῒμ και τον Μανασσή”. Ετσι δε ο Ιακώβ
κατέστησε κατά την ευλογίαν τον Εφραῒμ ανώτερον από τον πρωτότοκον Μανασσή.
Γεν. 48,21 εἶπε δὲ Ἰσραὴλ
τῷ Ἰωσήφ· ἰδοὺ ἐγὼ ἀποθνήσκω, καὶ
ἔσται ὁ Θεὸς μεθ᾿ ὑμῶν καὶ ἀποστρέψει
ὑμᾶς εἰς τὴν γῆν τῶν πατέρων ὑμῶν·
Γεν. 48,21 Είπεν ακόμη ο Ιακώβ στον Ιωσήφ· “ιδού ότι εγώ μετ'
ολίγον αποθνήσκω. Ο Θεός θα είναι, μαζή σας και θα σας επαναφέρη εις την γην
των πατέρων σας.
Γεν. 48,22 ἐγὼ δὲ
δίδωμί σοι Σίκιμα ἐξαίρετον ὑπὲρ τοὺς ἀδελφούς
σου, ἣν ἔλαβον ἐκ χειρὸς Ἀμοῤῥαίων ἐν
μαχαίρᾳ μου καὶ τόξῳ.
Γεν. 48,22 Εγώ δε παραχωρώ εις σε και τους απογόνους σου
εκλεκτήν κληρονομίαν, ανωτέραν από το μερίδιον των άλλών αδελφών σου, την πόλιν
Συχέμ, την οποίαν εγώ ανακατέλαβον από τους Αμορραίους με την μάχαιράν μου και
το τόξον.
ΓΕΝΕΣΙΣ
49
Γεν. 49,1 Ἐκάλεσε δὲ Ἰακὼβ
τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτοῖς·
συνάχθητε, ἵνα ἀναγγείλω ὑμῖν, τί ἀπαντήσει ὑμῖν
ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν·
Γεν. 49,1 Εκάλεσε κοντά του ο Ιακώβ τους υιούς του και είπεν
εις αυτούς· “συγκεντρωθήτε πλησίον μου, δια να σας αναγγείλω τι θα συμβούν εις
σας, στους απογόνους σας, εις την ανθρωπότητα μέχρι και των τελευταίων ημερών.
Γεν. 49,2 ἀθροίσθητε καὶ
ἀκούσατέ μου, υἱοὶ Ἰακώβ, ἀκούσατε Ἰσραὴλ
τοῦ πατρὸς ὑμῶν.
Γεν. 49,2 Μαζευθήτε και ακούσατέ με, παιδιά του Ισραήλ,
ακούσατε τον πατέρα σας Ιακώβ.
Γεν. 49,3 Ῥουβήν,
πρωτότοκός μου, σὺ ἰσχύς μου καὶ ἀρχὴ τέκνων μου,
σκληρὸς φέρεσθαι καὶ σκληρὸς αὐθάδης.
Γεν. 49,3 Ρουβήν, ο πρωτότοκός μου, συ είσαι η δύναμίς μου,
η απαρχή των τέκνων μου. Εφάνης όμως σκληρός εις την συμπεριφοράν σου, σκληρός
και αναίσχυντος απέναντί μου.
Γεν. 49,4 ἐξύβρισας ὡς
ὕδωρ, μὴ ἐκζέσῃς· ἀνέβης γὰρ ἐπὶ
τὴν κοίτην τοῦ πατρός σου· τότε ἐμίανας τὴν
στρωμνήν, οὗ ἀνέβης.
Γεν. 49,4 Ωρμησες σαν χείμαρρος εναντίον της γυναικός μου
Βαλλάς και την εταπείνωσες. Δεν θα προοδεύσης και δεν θα αναδειχθής, διότι
ανέβης εις την κλίνην του πατρός σου, εμόλυνες το κρεββάτι του πατέρα, σου, στο
οποίον ανέβης.
Γεν. 49,5 Συμεὼν καὶ
Λευΐ ἀδελφοί· συνετέλεσαν ἀδικίαν ἐξ αἱρέσεως αὐτῶν.
Γεν. 49,5 Συμεών και Λευϊ, δύο αδελφοί ωλοκλήρωσαν
εσκεμμένως μίαν φοβεράν άδικον πράξιν.
Γεν. 49,6 εἰς βουλὴν
αὐτῶν μὴ ἔλθοι ἡ ψυχή μου, καὶ ἐπὶ
τῇ συστάσει αὐτῶν μὴ ἐρείσαι τὰ ἥπατά
μου, ὅτι ἐν τῷ θυμῷ αὐτῶν ἀπέκτειναν ἀνθρώπους
καὶ ἐν τῇ ἐπιθυμίᾳ αὐτῶν ἐνευροκόπησαν
ταῦρον.
Γεν. 49,6 Η ψυχή μου δεν συγκατατίθεται εις την απόφασίν των,
και η καρδία μου δεν επαναπαύεται εις την συνωμοσίαν των, διότι επάνω στον
μεγάλον θυιμόν των εφόνευσαν ανθρώπους και εις την επιθυμίαν της εκδικήσεώς των
εφόνευσαν και ταύρους.
Γεν. 49,7 ἐπικατάρατος ὁ
θυμὸς αὐτῶν, ὅτι αὐθάδης, καὶ ἡ μῆνις
αὐτῶν, ὅτι ἐσκληρύνθη· διαμεριῶ αὐτοὺς
ἐν Ἰακὼβ καὶ διασπερῶ αὐτοὺς ἐν
Ἰσραήλ.
Γεν. 49,7 Κατηραμένος ας είναι ο θυμός των, διότι και η οργή
των ήτο παράνομος, ήτο σκληρά. Ενεκα τούτου θα διασκορπίσω τους απογόνους των
μεταξύ των άλλων υιών του Ιακώβ, θα διασπαρούν εν μέσω του ισραηλιτικού λαού.
Γεν. 49,8 Ἰούδα, σὲ αἰνέσαισαν
οἱ ἀδελφοί σου· αἱ χεῖρές σου ἐπὶ
νώτου τῶν ἐχθρῶν σου· προσκυνήσουσί σοι οἱ υἱοὶ
τοῦ πατρός σου.
Γεν. 49,8 Ιούδα, σε θα υμνήσουν οι αδελφοί σου, θα σε
αναγνωρίσουν ως αρχηγόν των, τα χέρια σου θα είναι ισχυρά επάνω εις την ράχιν
των εχθρών σου. Θα σε προσκυνήσουν ως αρχηγόν των οι απόγονοι του πατρός σου.
Γεν. 49,9 σκύμνος λέοντος Ἰούδα·
ἐκ βλαστοῦ, υἱέ μου, ἀνέβης· ἀναπεσὼν ἐκοιμήθης
ὡς λέων καὶ ὡς σκύμνος· τίς ἐγερεῖ αὐτόν;
Γεν. 49,9 Ληοντάρι, γέννημα ληονταριού, θα είσαι, Ιούδα· από
εμέ σαν από βλαστόν εφύτρωσες συ, άλλο βλαστάρι, υιέ μου. Εξηπλώθης και
εκοιμήθης σαν ληοντάρι, σαν νεαρό εύρωστο ληοντάρι. Ποιός τολμά να τον πλησιάση
και να τον εξυπνήση;
Γεν. 49,10 οὐκ ἐκλείψει
ἄρχων ἐξ Ἰούδα καὶ ἡγούμενος ἐκ τῶν
μηρῶν αὐτοῦ, ἕως ἐὰν ἔλθῃ τὰ
ἀποκείμενα αὐτῷ, καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν.
Γεν. 49,10 Δεν θα λείψη άρχων από την φυλην Ιούδα και αρχηγός
από τους απογόνους του, μέχρις ότου έλθη εκείνος, εις τα χέρια του οποίου
απόκεινται αι εξουσίαι. Αυτός θα είναι η ελπίς και η προσμονή των λαών, ο
Μεσσίας.
Γεν. 49,11 δεσμεύων πρὸς ἄμπελον
τὸν πῶλον αὐτοῦ καὶ τῇ ἕλικι τὸν
πῶλον τῆς ὄνου αὐτοῦ· πλυνεῖ ἐν
οἴνῳ τὴν στολὴν αὐτοῦ καὶ ἐν αἵματι
σταφυλῆς τὴν περιβολὴν αὐτοῦ·
Γεν. 49,11 Τοση τότε θα είναι η ευημερία, ώστε θα δένη αυτός
τον όνον του εις την άμπελον και το πουλάρι της όνου του εις την ψαλλίδα της
αμπέλου. Θα πλύνη όχι με νερό αλλά με κρασί την στολήν του και με τον κόκκινον,
σαν αίμα, οίνον της σταφυλής θα καθαρίζη την ενδυμασίαν του.
Γεν. 49,12 χαροποιοὶ οἱ
ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ἀπὸ οἴνου, καὶ
λευκοὶ οἱ ὀδόντες αὐτοῦ ἢ γάλα.
Γεν. 49,12 Οι οφθαλμοί του θα ακτινοβολούν χαράν· θα
σπινθηροβολούν σαν εκείνου που πίνει οίνον. Η καθαρότης του θα είναι άψογος,
και οι οδόντες του θα είναι λευκότεροι από το γάλα.
Γεν. 49,13 Ζαβουλὼν παράλιος
κατοικήσει, καὶ αὐτὸς παρ᾿ ὅρμον πλοίων, καὶ
παρατενεῖ ἕως Σιδῶνος.
Γεν. 49,13 Ζαβουλών, η φυλή του θα κατοικήση εις παράλιον
χώραν, πλησίον λιμένων, όπου υπάρχουν πλοία, θα εκτείνεται δε μέχρι και της
Σιδώνος.
Γεν. 49,14 Ἰσσάχαρ τὸ
καλὸν ἐπεθύμησεν ἀναπαυόμενος ἀνὰ μέσον τῶν
κλήρων·
Γεν. 49,14 Ισσάχαρ επεθύμησε και εθεώρησε καλόν να αναπαύεται
εις τας περιοχάς, αι οποίαι εκληροδοτήθησαν στους άλλους αδελφούς του.
Γεν. 49,15 καὶ ἰδὼν
τὴν ἀνάπαυσιν ὅτι καλή, καὶ τὴν γῆν ὅτι
πίων, ὑπέθηκε τὸν ὦμον αὐτοῦ εἰς τὸ
πονεῖν καὶ ἐγενήθη ἀνὴρ γεωργός.
Γεν. 49,15 Αυτός ιδών, ότι η ειρηνική και αναπαυτική ζωή είναι
καλή δι' αυτόν και ότι η χώρα του είναι εύφορος, ανέλαβε να εργασθή με τα χέρια
του και να κοπιάζη εργαζόμενος την γην και έτσι έγινε γεωργός.
Γεν. 49,16 Δὰν κρινεῖ
τὸ λαὸν αὐτοῦ, ὡσεὶ καὶ μία φυλὴ
ἐν Ἰσραήλ.
Γεν. 49,16 Ο Δαν θα κυβερνήση δια της φυλής του τον
ισραηλιτικόν λαόν, σαν μια αξία φυλή του Ιακώβ.
Γεν. 49,17 καὶ γενηθήτω Δὰν
ὄφις ἐφ᾿ ὁδοῦ, ἐγκαθήμενος ἐπὶ
τρίβου, δάκνων πτέρναν ἵππου, καὶ πεσεῖται ὁ ἱππεὺς
εἰς τὰ ὀπίσω,
Γεν. 49,17 Η φυλή του Δαν θα γίνη κακοποιός, σαν όφις κρυμμένος
στον δρόμον, όφις ο οποίος παραμονεύει εις την ατραπόν, δια να δαγκώση την
πτέρναν του ίππου και να ανατραπή ο ιππεύς προς τα οπίσω,
Γεν. 49,18 τὴν σωτηρίαν
περιμένων Κυρίου.
Γεν. 49,18 ώστε τα θύματά του να περιμένουν την σωτηρίαν από
τον Κυριον.
Γεν. 49,19 Γάδ, πειρατήριον
πειρατεύσει αὐτόν, αὐτὸς δὲ πειρατεύσει αὐτὸν
κατὰ πόδας.
Γεν. 49,19 Ο Γαδ, ενέδρας και πειρατείας θα στήσουν δι' αυτόν,
αλλά και αυτός θα στήση ενέδρας εις τα πόδια εκείνου, ο οποίος τον ενεδρεύει.
Γεν. 49,20 Ἀσήρ, πίων αὐτοῦ
ὁ ἄρτος, καὶ αὐτὸς δώσει τρυφὴν ἄρχουσι.
Γεν. 49,20 Του Ασήρ η τροφή θα είναι πλουσία και αυτός από την
πολλήν καρποφορίαν των αγρών του θα προσφέρη απολαυστικά εδέσματα και εις
βασιλείς.
Γεν. 49,21 Νεφθαλεὶμ
στέλεχος ἀνειμένον, ἐπιδιδοὺς ἐν τῷ γεννήματι
κάλλος.
Γεν. 49,21 Νεφθαλείμ, βλαστάρια υψωμένα θα προσδίδουν ωραιότητα
εις αυτόν και εις την καρποφόρον βλάστησιν της χώρας του.
Γεν. 49,22 υἱὸς ηὐξημένος
Ἰωσήφ, υἱὸς ηὐξημένος μου ζηλωτός, υἱός μου
νεώτατος· πρός με ἀνάστρεψον.
Γεν. 49,22 Ο Ιωσήφ ένδοξον τέκνον, ένδοξον και αγαπημένον παιδί
των γηρατείων μου, επίστρεψε προς εμέ από την ξενητειά σου.
Γεν. 49,23 εἰς ὃν
διαβουλευόμενοι ἐλοιδόρουν, καὶ ἐνεῖχον αὐτῷ
κύριοι τοξευμάτων·
Γεν. 49,23 Εναντίον αυτού και των απογόνων του άνθρωποι πονηρά
σκεπτόμενοι εξεστόμιζαν ύβρεις, άνθρωποι έχοντες ικανότητα εις πολέμους με τόξα
εφθόνουν και εμίασουν αυτόν.
Γεν. 49,24 καὶ συνετρίβη μετὰ
κράτους τὰ τόξα αὐτῶν, καὶ ἐξελύθη τὰ νεῦρα
βραχιόνων χειρὸς αὐτῶν διά χεῖρα δυνάστου Ἰακώβ, ἐκεῖθεν
ὁ κατισχύσας Ἰσραήλ· παρὰ Θεοῦ τοῦ πατρός
σου,
Γεν. 49,24 Αλλά τα τόξα των συνετρίβησαν μετά μεγάλης δυνάμεως
και τα νεύρα των χειρών των παρέλυσαν από το κραταιόν χέρι του παντοδυνάμου
Θεού του Ιακώβ. Από εκεί, από τον Θεόν του πατρός σου, θα αντλής την δύναμίν
σου.
Γεν. 49,25 καὶ ἐβοήθησέ
σοι ὁ Θεὸς ὁ ἐμὸς καὶ εὐλόγησέ σε εὐλογίαν
οὐρανοῦ ἄνωθεν καὶ εὐλογίαν γῆς ἐχούσης
πάντα· εἵνεκεν εὐλογίας μαστῶν καὶ μήτρας,
Γεν. 49,25 Ο Θεός μου σε εβοήθησε και σε ηυλόγησε ευλογίαν
πλουσία από τον ουρανόν άνω και ευλογίαν από την γην κάτω, η οποία θα καρποφορή
πλουσίως δια σέ. Αι ευλογίαι αυταί δια σε και δια τα τέκνα σου θα δειχθούν και
από το πλήθος των απογόνων σου.
Γεν. 49,26 εὐλογίας πατρός
σου καὶ μητρός σου· ὑπερίσχυσεν ὑπὲρ εὐλογίας
ὀρέων μονίμων καὶ ἐπ᾿ εὐλογίαις θινῶν ἀενάων·
ἔσονται ἐπὶ κεφαλὴν Ἰωσὴφ καὶ ἐπὶ
κορυφῆς ὧν ἡγήσατο ἀδελφῶν.
Γεν. 49,26 Θα λάβης τας ευλογίας του πατρός σου και της μητρός
σου και θα είναι αύται ανώτεραι από την μεγαλοπρέπειαν και την μακροβιότητα των
ορέων και πολυαριθμότεροι από τας αμμώδεις αιωνίας εκτάσεις. Αι ευλογίαι αυταί
θα έλθουν εις την κεφαλήν του Ιωσήφ, εκείνου ο οποίος ανεδείχθη άρχων και
προστάτης των αδελφών του.
Γεν. 49,27 Βενιαμὶν λύκος ἅρπαξ·
τὸ πρωϊνὸν ἔδεται ἔτι καὶ εἰς τὸ ἑσπέρας
δίδωσι τροφήν.
Γεν. 49,27 Ο Βενιαμίν θα είναι λύκος αρπακτικός. Την πρωΐαν θα
τρώγη ακόμη από το κυνήγι της προηγουμένης ημέρας και την εσπέραν της άλλης
ημέρας θα έχη τόσα νέα θηράματα, ώστε να δίδη και εις άλλους τροφήν”.
Γεν. 49,28 Πάντες οὗτοι υἱοὶ
Ἰακὼβ δώδεκα, καὶ ταῦτα ἐλάλησεν αὐτοῖς
ὁ πατὴρ αὐτῶν καὶ εὐλόγησεν αὐτούς, ἕκαστον
κατὰ τὴν εὐλογίαν αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς.
Γεν. 49,28 Ολοι αυτοί οι υιοί του Ιακώβ ήσαν δώδεκα, και αυτά
είπεν εις αυτούς ο πατήρ των. Ευλόγησεν αυτούς. Εδωκεν στον καθένα από αυτούς
ιδιαιτέραν ευλογίαν και προφητείαν.
Γεν. 49,29 καὶ εἶπεν αὐτοῖς·
ἐγὼ προστίθεμαι πρὸς τὸν ἐμὸν λαόν·
θάψατέ με μετὰ τῶν πατέρων μου ἐν τῷ σπηλαίῳ, ὅ
ἐστιν ἐν τῷ ἀγρῷ Ἐφρὼν τοῦ
Χετταίου,
Γεν. 49,29 Επειτα δε από τας ευλογίας τους είπεν· “εγώ υστέρα
από ολίγον αποθνήσκω και προστίθεμαι στον λαόν μου, ο οποίος έχει εκδημήσει
ενωρίτερον. Θέλω να με θάψετε μαζή με τους πατέρας μου εντός του σπηλαίου, το
οποίον υπάρχει στον αγρόν του Εφρών του Χετταίου.
Γεν. 49,30 ἐν τῷ
σπηλαίῳ τῷ διπλῷ, τῷ ἀπέναντι Μαμβρῆ, ἐν
γῇ Χαναάν, ὃ ἐκτήσατο Ἁβραὰμ τὸ σπήλαιον
παρὰ Ἐφρὼν τοῦ Χετταίου ἐν κτήσει μνημείου·
Γεν. 49,30 Θαψετέ με στο διπλούν σπήλαιον, που ευρίσκεται εις
την Χαναάν απέναντι από την Δρυν Μαμβρή και το οποίον σπήλαιον ηγόρασεν ο
Αβραάμ από τον Εφρών τον Χετταίον, δια να τα χρησιμοποιήση ως ιδιόκτητον
μνημείον.
Γεν. 49,31 ἐκεῖ ἔθαψαν
Ἁβραὰμ καὶ Σάῤῥαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ,
ἐκεῖ ἔθαψαν Ἰσαὰκ καὶ Ῥεβέκκαν τὴν
γυναῖκα αὐτοῦ, ἐκεῖ ἔθαψα Λείαν
Γεν. 49,31 Εκεί έθαψαν τον Αβραάμ και την σύζυγον αυτού την
Σαρραν. Εκεί έθαψαν τον Ισαάκ και την σύζυγόν του την Ρεβέκκαν, εκεί έθαψα εγώ
την Λείαν,
Γεν. 49,32 ἐν κτήσει τοῦ
ἀγροῦ καὶ τοῦ σπηλαίου τοῦ ὄντος ἐν αὐτῷ
παρὰ τῶν υἱῶν Χέτ.
Γεν. 49,32 αφού μας ανήκει ο αγρός αυτός και το σπήλαιον που
υπάρχει εις αυτόν, διότι ηγοράσθησαν από τους Χετταίους”.
Γεν. 49,33 καὶ κατέπαυσεν Ἰακὼβ
ἐπιτάσσων τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ καὶ ἐξάρας
τοὺς πόδας αὐτοῦ ἐπὶ τὴν κλίνην ἐξέλιπε
καὶ προσετέθη πρὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.
Γεν. 49,33 Επαυσε τότε ο Ιακώβ να δίδη εντολάς εις τα παιδιά
του, άπλωσε τα πόδια του επανώ στο κρεββάτι του, απέθανεν ειρηνικά και ήρεμα
και προσετέθη στον λαόν του, ο οποίος ενωρίτερα από αυτόν είχεν απέλθει από τον
κόσμον τούτον.
ΓΕΝΕΣΙΣ
50
Γεν. 50,1 Καὶ ἐπιπεσὼν
Ἰωσὴφ ἐπὶ πρόσωπον τοῦ πατρὸς αὐτοῦ,
ἔκλαυσεν αὐτὸν καὶ ἐφίλησεν αὐτόν.
Γεν. 50,1 Ο Ιωσήφ ερρίφθη στο πρόσωπον του πατρός του,
έκλαυσε δι' αυτόν και τον εφίλησε.
Γεν. 50,2 καὶ προσέταξεν Ἰωσὴφ
τοῖς παισὶν αὐτοῦ τοῖς ἐνταφιασταῖς ἐνταφιάσαι
τὸν πατέρα αὐτοῦ, καὶ ἐνεταφίασαν οἱ ἐνταφιασταὶ
τὸν Ἰσραήλ.
Γεν. 50,2 Διέταξε δε τους δούλους του, τους Αιγυπτίους
ταριχευτάς, να τον ταριχεύσουν. Εκείνοι δέ, ειδικοί στο έργον των, εταρίχευσαν
τον Ιακώβ.
Γεν. 50,3 καὶ ἐπλήρωσαν
αὐτοῦ τεσσαράκοντα ἡμέρας· οὕτω γὰρ
καταριθμοῦνται αἱ ἡμέραι τῆς ταφῆς. καὶ ἐπένθησεν
αὐτὸν Αἴγυπτος ἑβδομήκοντα ἡμέρας.
Γεν. 50,3 Συνεπληρώθησαν αι τεσσαράκοντα ημέραι, όσαι
απαιτούνται δια την ολοκλήρωσιν της ταριχεύσεως. Επένθησε τον Ιακώβ η Αίγυπτος
επί εβδομήκοντα ημέρας.
Γεν. 50,4 Ἐπεὶ δὲ
παρῆλθον αἱ ἡμέραι τοῦ πένθους, ἐλάλησεν Ἰωσὴφ
πρὸς τοὺς δυνάστας Φαραὼ λέγων· εἰ εὗρον
χάριν ἐναντίον ὑμῶν λαλήσατε περὶ ἐμοῦ εἰς
τὰ ὦτα Φαραὼ λέγοντες·
Γεν. 50,4 Οταν δε παρήλθαν αι ημέραι αύται του πένθους, ο
Ιωσήφ, επειδή λόγω της πενθίμου εμφανίσεως του και της ένεκα του πένθους
αφεθείσης γενειάδας του, δεν ηδύνατο αυτοπροσώπως να παρουσιασθή στον Φαραώ,
είπε προς τους αυλικούς να μεσολαβήσουν προς εκείνον λέγων· “εάν ευρήκα χάριν
ενώπιόν σας, ομιλήσατε δι' εμέ στον Φαραώ και είπατε,
Γεν. 50,5 ὁ πατήρ μου ὥρκισέ
με λέγων· ἐν τῷ μνημείῳ ᾧ ὤρυξα ἐμαυτῷ
ἐν γῇ Χαναάν, ἐκεῖ με θάψεις· νῦν οὖν ἀναβὰς
θάψω τὸν πατέρα μου καὶ ἐπανελεύσομαι.
Γεν. 50,5 ότι ο πατήρ μου με ώρκισε λέγων· Θέλω να με θάψης
στο μνημείον, το οποίον εγώ δια τον εαυτόν μου ήνοιξα εις την χώραν Χαναάν.
Τωρα λοιπόν πρέπει να μεταβώ εις την Χαναάν, να θάψω τον πατέρα μου και πάλιν
θα επιστρέψω”.
Γεν. 50,6 καὶ εἶπε
Φαραὼ τῷ Ἰωσήφ· ἀνάβηθι, θάψον τὸν πατέρα
σου, καθάπερ ὥρκισέ σε.
Γεν. 50,6 Ο Φαραώ παρήγγειλες στον Ιωσήφ· “πήγαινε θάψε τον
πατέρα σου, όπως εκείνος σε ώρκισεν”.
Γεν. 50,7 καὶ ἀνέβη Ἰωσὴφ
θάψαι τὸν πατέρα αὐτοῦ, καὶ συνανέβησαν μετ᾿ αὐτοῦ
πάντες οἱ παῖδες Φαραὼ καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ
οἴκου αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ πρεσβύτεροι τῆς γῆς
Αἰγύπτου.
Γεν. 50,7 Ο Ιωσήφ ανεχώρησε, δια να θάψη τον πατέρα του.
Μαζή δε με αυτόν επήγαν όλοι οι δούλοι του Φαραώ, οι γεροντότεροι του οίκου
του, όλοι οι πρεσβύτεροι, όλοι δηλαδή όσοι κατείχον αξιώματα εις την χώραν της
Αιγύπτου.
Γεν. 50,8 καὶ πᾶσα ἡ
πανοικία Ἰωσὴφ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ
καὶ πᾶσα ἡ οἰκία ἡ πατρικὴ αὐτοῦ,
καὶ τὴν συγγένειαν αὐτοῦ καὶ τὰ πρόβατα καὶ
τοὺς βόας ὑπελίποντο ἐν γῇ Γεσέμ.
Γεν. 50,8 Και όλη η οικογένεια του Ιωσήφ, οι αδελφοί του και
όλα τα μέλη του πατρικού οίκου και όλοι οι συγγενείς. Εις την Γεσέμ έμειναν
μόνον τα πρόβατα και τα βόδια και οι φυλάσσοντες αυτά.
Γεν. 50,9 καὶ συνανέβησαν
μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἅρματα καὶ ἱππεῖς,
καὶ ἐγένετο ἡ παρεμβολὴ μεγάλη σφόδρα.
Γεν. 50,9 Μαζή με αυτόν ανεχώρησαν και άρματα και ιππείς,
ώστε η συνοδεία έγινε πολύ μεγάλη.
Γεν. 50,10 καὶ παρεγένοντο εἰς
ἅλωνα Ἀτάδ, ὅ ἐστι πέραν τοῦ Ἰορδάνου, καὶ
ἐκόψαντο αὐτὸν κοπετὸν μέγαν καὶ ἰσχυρὸν
σφόδρα· καὶ ἐποίησε τὸ πένθος τῷ πατρὶ αὐτοῦ
ἑπτὰ ἡμέρας.
Γεν. 50,10 Εφθασαν στο αλώνι του Ατάδ, το οποίον ευρίσκεται
ανατολικώς του Ιορδάνου. Εκεί όλοι οι συνοδεύοντες τον νεκρόν τον εθρήνησαν
πολύ, με θρήνον μεγάλον και ισχυρόν. Εκαμε δε εκεί ο Ιωσήφ και οι περί αυτόν
πένθος επτά ημερών δια τον πατέρα του.
Γεν. 50,11 καὶ εἶδον οἱ
κάτοικοι τῆς γῆς Χαναὰν τὸ πένθος ἐπὶ ἅλωνι
Ἀτὰδ καὶ εἶπαν· πένθος μέγα τοῦτό ἐστι
τοῖς Αἰγυπτίοις· διὰ τοῦτο ἐκάλεσε τὸ ὄνομα
αὐτοῦ Πένθος Αἰγύπτου, ὅ ἐστι πέραν τοῦ Ἰορδάνου.
Γεν. 50,11 Οι κάτοικοι της γης Χαναάν είδον το πένθος τούτο
στο αλώνι του Ατάδ και είπαν· “μεγάλο είναι τούτο το πένθος στους Αιγυπτίους”.
Δια τούτο ωνόμασαν “Πένθος Αιγύπτου” τον τόπον αυτόν, που ευρίσκεται ανατολικώς
του Ιορδάνου.
Γεν. 50,12 καὶ ἐποίησαν
αὐτῷ οὕτως οἱ υἱοὶ αὐτοῦ
Γεν. 50,12 Αφού κατ' αυτόν τον τρόπον επένθησαν τον πατέρα των
τον Ιακώβ οι υιοί αυτού,
Γεν. 50,13 καὶ ἀνέλαβον
αὐτὸν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ εἰς γῆν
Χαναὰν καὶ ἔθαψαν αὐτὸν εἰς τὸ
σπήλαιον τὸ διπλοῦν, ὃ ἐκτήσατο Ἁβραὰμ τὸ
σπήλαιον ἐν κτήσει μνημείου παρὰ Ἐφρὼν τοῦ
Χετταίου, κατέναντι Μαμβρῆ.
Γεν. 50,13 τον επήραν έπειτα αυτοί μόνοι χωρίς την συνοδείαν
των Αιγυπτίων, τον μετέφεραν από το αλώνι του Ατάδ, εις την Χαναάν, και τον
έθαψαν στο διπλούν σπήλαιον, το απέναντι της Δρυός Μαμβρή, το οποίον ο Αβραάμ
είχεν αγοράσει ως ιδιόκτητον μνημείον του από τον Εφρών τον Χετταίον.
Γεν. 50,14 καὶ ὑπέστρεψεν
Ἰωσὴφ εἰς Αἴγυπτον, αὐτὸς καὶ οἱ
ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ οἱ συναναβάντες θάψαι τὸν
πατέρα αὐτοῦ.
Γεν. 50,14 Μετά δε τον ενταφιασμόν επέστρεψεν εις την Αίγυπτον
ο Ιωσήφ, οι αδελφοί του και όλοι όσοι είχον έλθει μαζή του, δια να θάψουν τον
πατέρα του.
Γεν. 50,15 Ἰδόντες δὲ
οἱ ἀδελφοὶ Ἰωσὴφ ὅτι τέθνηκεν ὁ πατὴρ
αὐτῶν, εἶπαν· μή ποτε μνησικακήσῃ ἡμῖν
Ἰωσὴφ καὶ ἀνταπόδομα ἀνταποδῷ ἡμῖν
πάντα τὰ κακά, ἃ ἐνεδειξάμεθα εἰς αὐτόν.
Γεν. 50,15 Οταν οι αδελφοί του Ιωσήφ είδον ότι απέθανε και δεν
υπάρχει μεταξύ των ο πατέρας των, εφοβήθησαν και διηρωτήθησαν· “Μηπως
μνησικακήση εναντίον μας ο Ιωσήφ και μας ανταποδώση όλα εκείνα τα κακά, τα
οποία ημείς επράξαμεν εναντίον του;”
Γεν. 50,16 καὶ παραγενόμενοι
πρὸς Ἰωσὴφ εἶπαν· ὁ πατήρ σου ὥρκισε
πρὸ τοῦ τελευτῆσαι αὐτὸν λέγων·
Γεν. 50,16 Και με τον φόβον αυτόν προσήλθον όλοι προς τον Ιωσήφ
και του είπαν· “ο πατήρ σου πριν αποθάνη, μας ώρκισε και μας είπε·
Γεν. 50,17 οὕτως εἴπατε
Ἰωσήφ· ἄφες αὐτοῖς τὴν ἀδικίαν καί τὴν
ἁμαρτίαν αὐτῶν, ὅτι πονηρά σοι ἐνεδείξαντο·
καὶ νῦν δέξαι τὴν ἀδικίαν τῶν θεραπόντων τοῦ
Θεοῦ τοῦ πατρός σου. καὶ ἔκλαυσεν Ἰωσὴφ
λαλούντων αὐτῶν πρὸς αὐτόν.
Γεν. 50,17 Αυτά να πήτε στον Ιωσήφ· Συγχώρησε στους αδελφούς
σου την αδικίαν και την αμαρτίαν των, διότι πράγματι σου έκαμαν μεγάλα κακά.
Τωρα, λοιπόν, δέξου την μετάνοιάν των και συγχώρησε την αδικίαν των δούλων
τούτων του Θεού και του πατρός σου”. Συνεκινήθη βαθύτατα ο Ιωσήφ και έκλαυσεν,
ενώ εκείνοι του ωμιλούσαν ακόμη.
Γεν. 50,18 καὶ ἐλθόντες
πρὸς αὐτὸν εἶπαν· οἵδε ἡμεῖς σοὶ
ἱκέται.
Γεν. 50,18 Αυτοί επλησίασαν περισσότερον τον αδελφόν των και
συντετριμμένοι του είπαν· “ιδού, ημείς είμεθα και θα μείνωμεν δούλοι σου”.
Γεν. 50,19 καὶ εἶπεν αὐτοῖς
Ἰωσήφ· μὴ φοβεῖσθε, τοῦ γὰρ Θεοῦ εἰμι
ἐγώ.
Γεν. 50,19 Απήντησε προς αυτούς ο Ιωσήφ· “μη φοβείσθε ! Του
Θεού άνθρωπος είμαι εγώ, αγαθός και αμνησίκακος.
Γεν. 50,20 ὑμεῖς ἐβουλεύσασθε
κατ᾿ ἐμοῦ εἰς πονηρά, ὁ δὲ Θεὸς ἐβουλεύσατο
περὶ ἐμοῦ εἰς ἀγαθά, ὅπως ἂν γενηθῇ
ὡς σήμερον καὶ τραφῇ λαὸς πολύς.
Γεν. 50,20 Σεις εσκεφθήκατε και απεφασίσατε κακά εναντίον μου. Ο
δε Θεός εσκέφθη αγαθά δι' εμέ, δια να γίνη αυτό το οποίον και έγινε μέχρι τώρα,
να διατραφούν δηλαδή χάρις εις εμέ πολλοί λαοί”.
Γεν. 50,21 καὶ εἶπεν αὐτοῖς·
μὴ φοβεῖσθε· ἐγὼ διαθρέψω ὑμᾶς καὶ
τὰς οἰκίας ὑμῶν. καὶ παρεκάλεσεν αὐτοὺς
καὶ ἐλάλησεν αὐτῶν εἰς τὴν καρδίαν.
Γεν. 50,21 Και επανέλαβε προς αυτούς· “μη φοβείσθε ! Εγώ, όχι
μόνον δεν θα σας εκδικηθώ, αλλά θα διαθρέψω και σας και τας οικογενείας σας”.
Τους παρηγόρησε, τους ενεθάρρυνε και ωμίλησε με αυτόν τον καλόν τρόπον εις τας
καρδίας των.
Γεν. 50,22 Καὶ κατῴκησεν
Ἰωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ, αὐτὸς καὶ οἱ
ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ πᾶσα ἡ πανοικία τοῦ
πατρὸς αὐτοῦ. καὶ ἔζησεν Ἰωσὴφ ἔτη
ἑκατὸν δέκα.
Γεν. 50,22 Και μετά τα γεγονότα αυτά παρέμεινεν ο Ιωσήφ εις την
Αίγυπτον αυτός και οι αδελφοί του και όλη η οικογένεια του πατρός του. Εζησε δε
ο Ιωσήφ εκατόν δέκα έτη.
Γεν. 50,23 καὶ εἶδεν Ἰωσὴφ
Ἐφραΐμ παιδία ἕως τρίτης γενεᾶς, καὶ οἱ υἱοὶ
Μαχεὶρ τοῦ υἱοῦ Μανασσῆ ἐτέχθησαν ἐπὶ
μηρῶν Ἰωσήφ.
Γεν. 50,23 Και είδε παιδιά του υιού του Εφραίμ μέχρι τρίτης
γενεάς. Και τα παιδιά του Μαχείρ, υιού του Μανασσή, εγεννήθησαν εις τα γόνατα
του Ιωσήφ.
Γεν. 50,24 καὶ εἶπεν Ἰωσήφ
τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ λέγων· ἐγὼ ἀποθνήσκω·
ἐπισκοπῇ δὲ ἐπισκέψεται ὁ Θεὸς ὑμᾶς
καὶ ἀνάξει ὑμᾶς ἐκ τῆς γῆς ταύτης εἰς
τὴν γῆν, ἣν ὤμοσεν ὁ Θεὸς τοῖς
πατράσιν ἡμῶν, Ἁβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ.
Γεν. 50,24 Οταν δε επλησίασεν ο καιρός της τελευτής του, είπεν
στους αδελφούς του ο Ιωσήφ· “εγώ αποθνήσκω. Γνωρίζω όμως καλά, ότι ο πανάγαθος
Θεός θα σας επισκεφθή ως προστάτης και από την γην αυτήν θα σας επαναφέρη εις
την χώραν, την οποίαν δι' όρκου έχει υποσχεθή ίστους πατέρας μας, στον Αβραάμ,
τον Ισαάκ και τον Ιακώβ”.
Γεν. 50,25 καὶ ὥρκισεν
Ἰωσὴφ τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ λέγων· ἐν
τῇ ἐπισκοπῇ, ᾗ ἐπισκέψηται ὁ Θεὸς ὑμᾶς,
καὶ συνανοίσετε τὰ ὀστᾶ μου ἐντεῦθεν μεθ᾿
ὑμῶν.
Γεν. 50,25 Αμέσως δε μετά τους λόγους αυτούς ώρκισεν ο Ιωσήφ
τους αδελφούς του λέγων· “όταν ο Θεός σας επισκεφθή και σας επαναφέρη εις την
γην Χαναάν, θα πάρετε από εδώ και θα φέρετε μαζή σας εκεί τα οστά μου”
Γεν. 50,26 καὶ ἐτελεύτησεν
Ἰωσὴφ ἐτῶν ἑκατὸν δέκα· καὶ ἔθαψαν
αὐτὸν καὶ ἔθηκαν ἐν τῇ σορῷ ἐν
Αἰγύπτῳ.
Γεν. 50,26 Και απέθανεν ο Ιωσήφ εις ηλικίαν εκατόν δέκα ετών.
Εταρίχευσαν αυτόν εις την Αίγυπτον και τον έθεσαν εις την λάρνακα.